Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

E.E. 184 pVEV

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

 

Ὁ Χριστός μας εἶναι «τά πάντα καί ἐν πᾶσι», σέ ὁλόκληρη τήν Δημιουργία, ὁρατή καί ἀόρατη. Αὐτόν προανήγγειλαν οἱ Προφῆτες, Αὐτόν ἀποκαλύπτει καί διδάσκει τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο, Αὐτόν περιγράφουν ἀπεριγράπτως οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, Αὐτόν ὑμνεῖ καί κηρύσσει ἡ Ἐκκλησία μας. 

Ἀλλ’ ὅμως, ἐπειδή «ἐπλήθυναν αἱ ἀνομίαι καί ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν», ξεθώριασαν τά μάτια τῆς ψυχῆς μας καί χάσαμε, ἐμεῖς οἱ “νεοεποχῖτες”, τόν Χριστό μας καί, χάνοντας Αὐτόν, χάνουμε κάθε μέρα καί περισσότερο τόν ἑαυτό μας, χάνουμε τήν ὑπόστασή μας καί νοιώθουμε κατάθλιψη καί ἀνασφάλεια, σάν ἀνυπόστατοι!

Ξεθώριασαν τά μάτια μας καί βλέπουμε “μῦθο” τόν Χριστό καί πραγματικότητα τήν καθημερινή πολυποίκιλη ἀπάτη τοῦ «αἰῶνος τούτου, τοῦ ἀπατεῶνος».

 Μῦθο καί παραμῦθι διδάσκονται σήμερα στά Σχολεῖα τά παιδιά καί τά ἐγγόνια μας τόν Χριστό, Αὐτόν, «Τόν προαιώνιον Λόγον», Ὁ Ὁποῖος, ἄν καί «Εἷς Ὤν τῆς Ἁγίας Τριάδος», «ἐσαρκώθη δι’ ἡμᾶς», γιά νά γίνη ἡ Ὑπόσταση τῆς ὑπάρξεώς μας, καί διά τῆς Ὑποστάσεώς Του νά χορηγήση στόν καθένα μας –ἄν τό θελήσουμε– τήν μοναδική δωρεά τῆς τελείας, τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως μαζί Του, πού ἔχει καρπούς τήν ἀθανασία καί τήν Ἐπουράνια μακαριότητα.

Εἶναι τραγικό νά χάνεται ἀπό τά Σχολεῖα καί τήν Δημόσια ζωή τῆς Πατρίδος μας ἡ γνώση καί ἡ βίωση τοῦ Χριστοῦ μας, ἀπό ἀθέους ἤ ἀμοραλιστές Κυβερνῆτες, γιατί αὐτό ἔχει ἄμεσες ἐπιπτώσεις στή ζωή –παροῦσα καί Μέλλουσα– τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι, ὅμως, εὐεξήγητο, γιατί, δυστυχῶς, προηγήθηκαν στήν ἀλλοίωση τῆς παρουσιάσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ μας –πρίν ἀπό τούς Κυβερνῆτες καί τούς ἀντιθέους– κάποιοι σύγχρονοι Ποιμένες καί Θεολόγοι(!), οἱ ὁποῖοι,  διαστρέφοντες τήν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκουν τόν Χριστόν τῶν φιλοσοφικῶν τριόδων καί ὄχι τόν «Νυμφίον τῆς Ἐκκλησίας».

Οἱ προσπάθειες ἀλλοιώσεως τῆς Θεολογίας καί, ἐν προκειμένῳ, τῆς ἀλλοιώσεως τῆς Θεολογίας ὁλοκλήρου τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔγιναν διά μέσου τῶν αἰώνων, λόγῳ διαφόρων κατά καιρούς σκοπιμοτήτων. Οἱ σημερινές σκοπιμότητες –ἐκτός τῆς ὑπερηφανίας πού εἶναι ἡ μόνιμη καί βασική αἰτία– ἀπορρέουν ἀπό τίς ἐπαφές καί συνομιλίες Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων μέ ἀντιπροσωπεῖες παπικῶν, κατά τίς ὁποῖες ἐπιδιώκουν νά ἐφεύρουν θεολογικούς τρόπους γιά τήν γεφύρωση τοῦ χάσματος μεταξύ τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῶν Φράγκικων ἐπινοήσεων  –τοῦ filioque καί τοῦ Παπικοῦ πρωτείου– διεκδικοῦντες ἐν τῇ ἀφροσύνῃ τους θέση νέων “Πατέρων”, καί, μάλιστα, θέση ἀνωτέρα τῶν παλαιῶν(!), λογιζόμενοι τούς ἑαυτούς τους ἱκανοτέρους στήν θεολογική διαπραγμάτευση, ἐνῶ, κατ’ οὐσίαν (παρακαλῶ νά μου συγχωρηθῆ ἡ ἄκοσμη ἔκφραση) ‘‘παζαρεύουν’’ τήν ...Ἀλήθεια!

Ἔτσι, γιά νά θεμελιώσουν θεολογικά τό Πρωτεῖο τοῦ Πάπα καί, κατ’ ἐπέκτασιν τό μετά τό Σχίσμα Πρωτεῖο τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, συζητοῦν μέ φιλοσοφικούς ὅρους περί τῆς ἀχρόνου Γεννήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀπό τόν Θεόν Πατέρα, εἰσάγοντας Πλατωνικές καί Πλωτινικές θεωρίες, περί τάχα διά τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ Πατρός Γεννήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου(!), θεωρίες χιλιοκαταδικασμένες ἀπό πλῆθος ἁγίων Πατέρων καί Ὀρθοδόξων Συνόδων.

Στό παρόν ἄρθρο μας θέλουμε νά δώσουμε προτεραιότητα σ’ αὐτό πού ἐκφράζει καί ὁ τίτλος του, ἐκ πλαγίου δέ, θά θίξουμε μέ ἁδρές γραμμές καί αὐτά πού ὑπαινιχθήκαμε ἀνωτέρω, τά ὁποῖα χρήζουν διευκρινήσεων γιά νά κατανοηθῆ τό θέμα πού ἀφορᾶ σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα: Ἔχει ἡ ἀνθρώπινη φύση Πρόσωπο ἤ ὄχι; 

Τό ἐρώτημα ἐτέθη καί στή Σύνοδο τῆς Κρήτης καί, ἀντί νά διατρανωθῆ ἡ ἐπί τοῦ ἐρωτήματος σαφεστάτη ἀλλά συσκιασμένη ὡς πρός τήν Θεολογική της διατύπωση Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μας, θεωρήθηκε, τελικά ὡς φιλολογική καί ἄνευ νοήματος διαμάχη μεταξύ δύο Ἱεραρχῶν καί κάπου ἐκεῖ ἔληξε ἡ συζήτηση, χωρίς νά συμπεριληφθῆ τό θέμα στίς Κρητικές Συνοδικές Ἀποφάσεις!

Ὡστόσο, δέν ὑπάρχει πιό ἀναγκαῖο ἀπό τό ἐρώτημα αὐτό γιά ὁλόκληρη τήν Κτίση. Γιά τό ἄν, δηλαδή, ἔχει ἡ ἀνθρώπινη φύση δι­και­ωματικά δική της ὑπόσταση, δικό της πρόσωπο, σωτηρία καί αἰωνιότητα ἤ ὄχι; Λόγω τῆς κρισιμότητος τοῦ ἐρωτήματος, ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς τήν ἀπάντηση, ὅτι ἡ ὑπόστασή μας  εἶναι κρυμμένη μέσα στόν Χριστό μας, ὅπως μᾶς διευκρίνησε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέ τό στόμα Του, τόν ἅγιο Ἀπόστολο Παῦλον: «Ἡ ζωή ἡμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ, ἐν τῷ Θεῷ»! (Πρός Κολασ. 3,3) 

Ἡ ἁγιογραφική καί ἁγιοπατερική Ὀρθόδοξη Παράδοσή μας ἔχει βιώσει βαθειά αὐτήν τήν Ἀλήθεια καί Θεολογεῖ μέ προϋπόθεση   αὐτό τό βίωμα, παρ’ ὅτι ἀπουσιάζει ἡ λεπτομερής περιγραφή του, ὅπως θά τήν ἤθελε ὁ ἀποπνευματισμένος σύγχρονος ἄνθρωπος γιά νά μήν ἔχη περιθώρια νά αὐτοσχεδιάζη καί νά αὐθαιρετῆ Θεολογικά.

Αὐτή, λοιπόν, ἡ γνήσια ἁγιοπνευματική Παράδοση μᾶς παρέδω­σε ὅτι τίποτε κτιστό δέν εἶναι αὐθυπόστατο ἀλλά «ἐν αὐτῷ (τῷ Χρι­στῷ) ἐκτίσθη τά πάντα... καί αὐτός ἐστι πρό πάντων, καί τά πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκε» (Κολασ.1,16-17), καί ὅτι Χάριτι Θεοῦ ὑπάρ­χουν, ὑφίστανται καί διακρατοῦνται τά σύμπαντα.Ἰδιαιτέρως, ὅμως, γιά τόν ἄνθρωπο, μερίμνησε ὁ Θεός μέ τήν «προαιώνιον βουλήν Του» ὥστε νά ἑνωθῆ καί ὑποστατικά μαζί μας, γιά νά μή μείνη ἡ σχέση μας μόνο «κατ’ ἐνέργειαν», δηλαδή μόνο «κατά χάριν», ἀλ­λά νά γίνη Αὐτός ὁ Θεός Λόγος (τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τρι­ά­δος) τό  Πρόσωπο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως!

Ὅσοι προσπαθοῦν νά ὁμιλήσουν περί ὑπάρξεως αὐθυπάρκτου ἀνθρωπίνου προσώπου καταφεύγουν στά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων μας καί μή εὑρίσκοντες σ’αὐτά τό ποθούμενον, ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔχουν ἀφήσει κενό στό ζήτημα αὐτό! Ὅμως,  ματαιοπονοῦν, στήν προσπάθειά τους νά ἀναπληρώσουν τά κατά τή γνώμη τους ἐλλείποντα, μή εἰδότες τάς Γραφάς καί τήν Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅσο καί νά ἐρευνήσουν, τό μόνο πού θά ἀνεύρουν εἶναι ὅτι «ἐπί τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ ἑνός τῆς ἁγίας Τριάδος, ἤτοι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύο φύσεις, θεότητός τε καί ἀνθρωπότητος, δύο θελήσεις ὡσαύτως καί ἐνεργείας, μίαν ὑπόστασιν, ἤγουν ἕν πρόσωπον, ὅτι εἷς καί ὁ αὐτός ἐστιν, ὁ πρό τῶν αἰώνων γεννηθείς ἀρρεύστως καί ἀσωμάτως, καί ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων ἐκ τῆς ἁγίας ἀειπαρθένου Μαρίας τῆς Θεοτόκου κυηθείς ἀρρήτως καί ἀρρυπώτως· ὅλος ἄνθρωπος ὁ αὐτός καί Θεός, ἐν μιᾷ ὑποστάσει γνωριζόμενος» (Ἁγ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, PG. 95,10 α΄). «Δύο γάρ φύσεις συνῆλθον ἀλλήλαις καθ’ ἕνωσιν ἀδιάσπαστον, ἀσύγχυτον, ἄτρεπτον» (ὅ.ἀν.95,13 δ΄).

Διά τῆς Ἐνανθρωπήσεώς Του ὁ Θεός Λόγος δέν ἔλαβε συλλήβ-δην τήν ἀνθρώπινη φύση, δηλαδή σύνολη τήν ἀνθρωπότητα, ἀλλά «τήν ἐν ἀτόμῳ», χωρίς, βεβαίως, αὐτή νά προϋπῆρξε σέ κάποιο ἄλλο ἀνθρώπινο ἄτομο. Συνεπῶς, ἐπί τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχουμε ἁπλῶς τήν ἀνθώπινη φύση ἀλλά τήν μοναδική, τήν τελεία ἀνθρώπινη φύση, τῆς ὁποίας ἡ τελειότητα δέν ὀφείλεται στό ὅτι εἶναι ἀνθρώπινη, ἀλλά στό ὅτι εἶναι ἡ Μοναδική Ἀνθρώπινη Φύση, πού κατά Μοναδικό καί ἀπερινόητο τρόπο ἔχει Πρόσωπό της τό Θεῖο Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, γι’ αὐτό εἶναι ἀποκλειστικά, ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ! Πρόκειται γιά τήν Μοναδική Τελεία ἀνθρώπινη φύση, πού ἀνήκει ΜΟΝΟ στόν Χριστό μας καί γιά νά μετάσχουμε σ’ Αὐτήν, δέν ἀρκεῖ μόνο ὅτι γεννηθήκαμε ἄνθρωποι, ἀλλά πρέπει ἀπαραιτήτως, μέ τήν θέλησή μας, νά ἑνωθοῦμε ὁ καθένας μας μέ τόν Χριστό!

Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί κάθε ἄνθρωπος πού ἔρχεται στόν κόσμο, δέν ἑνώνεται a priori οὔτε ἀναγκαστικά μέ τόν Χριστό, ἀλλά μόνο «ὅστις θέλει» καί ἀποδείξει ἔμπρακτα ὅτι τό θέλει. Ἔτσι κατανοοῦμε γιατί χωρίς τήν ἐν Χριστῷ ζωή, χωρίς τήν μετοχή μας στά Θεῖα καί Ἱερά Μυστήρια, χωρίς τήν ἐνσωμάτωσή μας ὀργανικά καί ἀχώριστα στόν Χριστό μας ἀδυνατοῦμε νά σωθοῦμε, ἐφ’ ὅσον «ἐν οὐδενί ἄλλῳ ἡ σωτηρία» πλήν τοῦ Χριστοῦ.

Χωρίς τήν ἕνωσή μας μέ τόν Χριστό μας, δέν ἔχουμε Πρόσωπο καί παραμένουμε ἄτομα ἀνυπόστατα, ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση δέν εἶναι αὐτή καθ’ ἑαυτήν αὐθυπόστατη ἀλλά μόνο ἐνυποστάτως, ἐν Χριστῷ, ὁ Ὁποῖος ἔδωσε στήν ἀνθρώπινη Φύση Του Πρόσωπο, τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Τώρα ἐξηγεῖται καί τό γιατί ὁ Χριστός μᾶς εἶπε ὅτι κατά τήν Δευτέρα καί φρικτή Παρουσία Του θά εἰπῇ στούς ἐχθρούς τῆς σωτηρίας τους: «Ἀπέλθετε ἀπ’ ἐμοῦ,  οὐκ οἶδα ὑμᾶς»! Δέν θά τούς γνωρίση, ὄχι γιατί θά παύση νά εἶναι Παντογνώστης, ἀλλά γιατί δέν θά ἔχουν πρόσωπο, τό ὁποῖο ἀποκτᾶται μόνο διά τῆς πλήρους ἑνώσεως μέ τόν Χριστό καί Θεό μας. Οἱ μή ἔχοντες Πρόσωπο, εἶναι καί θά παραμείνουν ἀγνώριστοι!

Εἶναι Μυστήριο ἡ Θεολογία τῶν Προσώπων, καί μόνο ἐν Μυστηρίῳ προσεγγίζεται, γιατί δέν πρόκειται γιά κάτι κτιστό ἀλλά ἄκτιστο καί, μάλιστα ἀπρόσιτο, ἐφ’ ὅσον ἀφορᾶ στήν Ἁγία Τριάδα. Κτιστά πρόσωπα δέν ὑπάρχουν ἀλλά μόνο κτιστά ἄτομα· Τά Πρόσωπα εἶναι μόνο Τρία καί αὐτά ἄκτιστα· Τό Πρόσωπο τοῦ Πατρός, τό Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καί τό Πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί, ὅπως εἶναι ἄρρητη καί ἀπρόσιτη ἡ Θεία Οὐσία, ἡ Θεία Φύση τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔτσι εἶναι ἄρρητα καί ἀπρόσιτα καί τά Θεῖα Πρόσωπα. Αὐτό μᾶς τό διευκρίνησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί τό διασαλπίζει ἀνά τήν Ὀρθόδοξη Οἰκουμένη ἡ Ἐκκλησία μας.

Ὁ Ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς (σήμερα Μητροπολίτης Μαυροβουνίου), σέ ἕνα σπουδαῖο σύγγραμμά του, μέ τίτλο «Τό Μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον Παλαμᾶν» (Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 36), ἀναπτύσσοντας τό θέμα αὐτό, γράφει ὅτι: «Τό ἀκατάληπτον καί ἀμέθεκτον, κατά τόν ἅγιον Γρηγόριον Παλαμᾶν, δέν ἰσχύει μόνον διά τήν φύσιν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί διά τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τά ὁποῖα διαφέρουν τῆς θεατῆς τριαδικῆς ἐνεργείας, ὡς ἀπολύτως ἀθέατα, ἐν τῇ ἀρρήτῳ καθ’ ὕπαρξιν προελεύσει των. Ἀκολουθῶν τόν ἅγιον Γρηγόριον Νύσσης, ὁ ἅγιος λέγει: «Οὐκ ἔστιν ἡ τοῦ Θεοῦ θεατική δύναμις ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱός ἤ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Ἄφραστον γάρ καί τούτων ἑκάτερον καί οὐχ ἁπλῶς ἄφραστον, ἀλλ’ ἐπίσης τῷ Πατρί» ... «Τό ‘‘ὄνομα’’ καί  τό ‘‘χρῆμα’’ τοῦ Πατρός, ὅπως καί τό ὄνομα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ‘‘ὑπερούσιον’’ ἐξ ἴσου μετά τῆς οὐσίας. ‘‘Ταῦτα μέν οὖν εἰ καί λέγονται, παρ’ ἡμῶν, ἀλλ’ ὑπεράγνωστα καί ὑπεράρρητά ἐστιν, καί τά τῆς οὐσιώδους ἑνώσεως καί τά τῆς ὑποστατικῆς διακρίσεως καί τά τῆς ἀμιγοῦς παντάπασιν καί ἀφύρτου συμφυΐας. Τοιαῦτα δέ ἐστιν, ἐπεί καί τελέως ἐστιν ἀμέθεκτα. Δι’ ὅ οὐδ’ ὑπόδειγμά ἐστιν τούτων ἐπί τῆς κτίσεως εὑρεῖν» (ὅ. ἀν.).

Αὐτά δέν τά δέχονται οἱ Παπικοί καί, διά τοῦ πλέον ἐκλεπτισμένου ἐκπροσώπου τους, τοῦ –ἀντιπάλου τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ– Βαρλαάμ, τοῦ πάλαι μέν Ὀρθοδόξου καί ἐν συνεχείᾳ Καρδιναλίου τοῦ Βατικανοῦ, κηρύσσουν τίς Ὑποστάσεις τοῦ Θεοῦ καί Λόγου καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς δυνάμεις καί ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ Πατρός! Αὐτούς ἀκολουθοῦντες καί τινες ἡμέτεροι θεολόγοι, ὁμιλοῦν καί ἀποφαίνονται περί τῶν ἀπροσίτων Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος ὡς νά εἶναι τά Πρόσωπα αὐτά ψηλαφητά, κατανοητά καί προσιτά, ἐφαρμόζοντες γιά τήν ...“κατανόησή” τους(!) Πλατωνικές καί Ἀριστοτελικές μεθόδους (π.χ. «τό πρόσωπο προηγεῖται τῆς οὐσίας»!) καί διαστρέφοντες τά λόγια τῶν ἁγίων μας γιά νά ὑπηρετήσουν τίς πολυποίκιλες σκοπιμότητές τους!

Καί οἱ μέν κοιλιόπνευστοι θεολόγοι, ταῦτα βουλεύονται. Ἐμεῖς, ὅμως, ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατρᾶσι καί τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὑμνοῦμε τήν «ἄφραστον καί ἀπερινόητον» ἕνωσιν (ἀδιαιρέτως καί ἀσυγχύτως) τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων ἐν τῷ Προσώπῳ τοῦ Θεοῦ Λόγου  –Θείας καί Ἀνθρωπίνης– διά τῆς ὁποίας ἀσυγχύτου ἑνώσεως ἔχουμε τήν δυνατότητα νά στεγασθοῦμε καί ἐμεῖς, τά ἄνευ προσώπου καί ὑποστάσεως ἄστεγα ἄτομα καί νά κραυγάσουμε βοῶντες καί  σκιρτῶντες μετά τῆς Ἐκκλησίας μας: «ἐπεγράφημεν οἱ πιστοί Ὀνόματι Θεότητος»!

  

π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 184

Δεκέμβριος 2017