Ἡ λογική μας, ἀρνεῖται νά τεθῆ ἐκτός λειτουργίας καί νά δεχθῆ ὡς τἄχα ἐπιστημονική ἀλήθεια τήν ἐπιστημονική φαντασία!

 Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ «ΚΛΕΙΔΙ»

ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ

 

Ἀκοῦμε πολύ συχνά ὅτι ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ δέν ἀποδεικνύεται μέ τήν λογική, οὔτε κατανοεῖται, ἀλλά γίνεται ἀποδεκτή μέ τήν Πίστη καί τήν καρδιά καί ὅτι ἐκεῖνο πού ἀπόλυτα κατανοεῖται καί ἀποδεικνύεται λέγεται ἐπιστήμη. Αὐτό τό ἰσχυρίζονται, δυστυχῶς, καί πιστοί ἀλλά πρόκειται γιά πολύ μεγάλο ψέμα, δεδομένου ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός τό ἀρνεῖται, ἀφοῦ μᾶς ἔχει προτρέψει γιά τό ἐντελῶς ἀντίθετο. Μᾶς παραγ­γέλει νά τόν ἀγαποῦμε ὄχι μόνο μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς μας ἀλλά καί μέ ὅλη τήν διάνοιά μας! Nά Τόν ἀγαποῦμε βαθειά, μέ ἐπίγνωση. Αὐτό σημαίνει νά Τόν ἀγαποῦμε μέ τήν καρδιά μας ἀλλά μέ καρδιά πού εἶναι ἕδρα τοῦ νοός μας καί ὄχι τοῦ ἀνυπόστατου συναισθήματος.

Ὁ Θεός μας εἶναι ὁ Μόνος πού ἀναπαύει καί χορταίνει τήν λογική καί τήν διάνοιά μας στόν ὑπέρτατο βαθμό καί μᾶς καλεῖ νά Τόν γνω­ρί­σου­με καί νά Τόν πιστέψουμε, ἀφοῦ μᾶς ἔχει ἤδη ἀποκα­λύψει καί ἀπο­δεί­ξει τά πάντα «πολυμερῶς καί πολυτρόπως», ἰδιαι­τέ­ρως δέ ὅσα ἀφοροῦν ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, δηλαδή, τά ὅσα ἔχει πράξει ἀλλά καί ὅλα ἐκεῖνα πού πρόκειται νά πράξη γιά μᾶς.

Οἱ Πράξεις τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἐνέργειές Του στόν κόσμο μας δέν εἶναι μόνο κατανοητά ἀλλά εἶναι καί ἱστορικά γεγονότα, ἀναντίρ­ρητα καί ἀναμφισβήτητα. Ὁ Χριστός καί Θεός μας δέν δίδαξε οὔτε ὑποσχέθηκε τίποτα χωρίς προηγουμένως νά μᾶς τό ἀποδείξη καί νά μᾶς τό ἐπιβε­βαι­ώση στήν πράξη.

Ὅσοι, συνεπῶς, ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Πίστη στόν Θεό δέν στηρί­ζεται στήν λογική πρέπει νά γνωρίζουν ὅτι μιλοῦν γιά τόν Θεό τῆς φαντασίας τους καί ὄχι γιά τόν Ἀληθινό Θεό μας. Ἔτσι, πιστεύοντες σέ ἕνα Θεό μόνο τοῦ καρδιακοῦ συναισθήματος καί ὄχι τῆς καρδιακῆς λογικῆς, ἔχουν τήν εὐχέρεια νά Τόν τροποποιοῦν καί νά Τόν προσαρμόζουν στίς ἀντιλήψεις καί στίς διαστροφές κάθε ἐποχῆς, χωρίς νά δεσμεύονται καί νά ὑπο­χρε­ώ­νον­ται νά ὑπακούουν στίς ὁδηγίες Του.

Γιά τούς ἀνθρώπους πού δέν νοιώθουν τήν καρδιά τους ὡς ἕδρα τοῦ νοός τους ἀλλά λειτουργοῦν τό συναίσθημά τους ξε­χω­ριστά ἀπό τήν ὑπόλοιπη ὕπαρξή τους σάν τό μοναδικό γι’ αὐτούς γνωστικό ὄργανο, Θεός καί θεϊκές Του ὁδηγίες εἶναι μόνο ἐκεῖνα πού ταιριάζουν, συμβι­βά­ζον­ται, ἐγκρίνονται καί γίνονται ἀποδεκτά ἀπό τό ἀνερμάτιστο καί ἄστατο συναίσθημά τους.

Τέτοιοι ἄνθρωποι, πού νοιώθουν τήν Πίστη μόνο συναισθημα­τικά, ὑπάρχουν πολλοί στίς μέρες μας καί γι’ αὐτό, ἀκόμη καί μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων ἔχουν δημιουργηθεῖ χάσματα δοξασιῶν, ἀντιλήψεων, πεποι­θήσεων καί πρακτικῶν. Ἀπό αὐτήν τήν αἰτία ἔχει διαμορφωθεῖ ἕνα Προ­τε­σταντικό πορτρέτο τῆς σύγχρονης Ὀρθοδο­ξίας, ὅπου δεσπόζει ἡ Πιραντελλική ἔκφραση «ἔτσι εἶναι, ἄν ἔτσι νομίζετε!».

Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδο­ξοι, ἐνῶ δέν φροντίζουμε νά θεμελιώσουμε τήν Πίστη μας «ἐπί τήν πέτραν» τῆς ἐπιγνώσεως, ἀλλά τήν στηρίζουμε μόνο «ἐπί τήν ἄμμον» τῶν συναισθη­μάτων μας; Ὁ Χριστός «θέλει πάντας σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνω­σιν ἀληθείας ἐλθεῖν» καί αὐτό δέν ἐπιτυγχάνεται μόνο μέ τήν ἐγκάρδια ἀποδοχή τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά, κυρίως, μέ τήν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ μετα­ποί­ηση τοῦ ἀνθρωπίνου νοός σέ «νοῦν Χριστοῦ».

Βεβαίως, ὅπως ἤδη ἔγινε σαφές, ὅταν ὁμιλοῦμε γιά λογική, δέν ἐννοοῦμε τήν λογική τοῦ Ἀριστοτέλη, τοῦ Κάντ ἤ ὁποιουδήποτε ἄλλου σοφοῦ ἤ φιλοσόφου. Ἐννοοῦμε τήν λογική πού προέρχεται καί φωτίζεται ἀπό τόν Θεόν Λόγον καί γι’ αὐτό δέν εἶναι ἀποσπασματική, μονόπλευρη καί περιορισμένη, ἀλλά λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν της ὅλα τά πραγματικά, ὑπαρκτά καί ἱστορικά στοιχεῖα, τά συνθέτει, τά συσχετίζει καί τά συνδυάζει, ὥστε τό συμπέρασμα νά εἶναι πραγματικό καί ἀληθινό καί ὄχι συμπέρασμα ἀλληλοσυγ­κρου­όμενο, παθολογικό, ἰδεοληπτικό, σκό­πιμο ἤ πανοῦργο.

Δυστυχῶς, κάποιοι σύγχρονοι θεολόγοι –καί δέν εἶναι λίγοι– ἐπηρε­ασμένοι ἀπό τό ἐκκοσμικευμένο Παπικό καί Προτεσταντικό περιβάλλον, ἔχουν προσχωρήσει στήν λογική τοῦ Ἀριστοτέλη (τόν ὁποῖον ἔχουν στήν πράξη ἀνακηρύξει «τρίτον καί δέκατον τῶν Ἀποστόλων», ὅπως χαρακτη­ριστικά ἐκφράζεται ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γιά τούς ὁμοίους τους τῆς ἐποχῆς του), στήν συναισθηματική λογική καί στήν λογική τῆς σκοπιμότητος τῶν κατ’ εὐφημισμόν ἀποκαλουμένων ἐπιστη­μόνων.

Ἔτσι, οἱ θεολόγοι αὐτοί, σκεπτόμενοι μέ τήν περιορισμένη καί κακοποιημένη λογική τοῦ κόσμου, θεώρησαν ὅτι ἡ Θεολογία ἀσχολεῖται μόνο μέ τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι μέ ὁλόκληρη τήν Κτίση. Λησμόνησαν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας διατηρεῖ ἀδιάσπαστη τή σχέση κάθε ψυχῆς μέ τήν Κτίση καί τόν Θεό, γιατί ὅλα αὐτά δέν χωρίζονται, καί, χωρίς νά τό καταλάβουν, ἀπέκτησαν τήν Προ­τεσταντική ἀντίληψη γιά τόν Θεό καί τήν Κτίση, ὅπου ἡ ἁρμο­διότητα τοῦ Θεοῦ περιορίσθηκε μόνο σέ μιά σφαῖρα μύ­θου καί παραμυθιοῦ, ὅπου ὁ καθένας κάνει ὅ,τι νομίζει, στόν χῶρο δέ τοῦ ἐπιστητοῦ ἀνέλαβε ἡ Ἐπιστήμη νά ἀποφαίνεται μέ χει­ρο­­πιαστές –ὅπως ἰσχυρίζεται– ἀποδείξεις. Ἐπειδή, ὅμως, ὁ Θεός μας, πού «ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται» δέν εἶναι μόνο «ἡ ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων», ἀλλά εἶναι καί «Πρωτότοκος τῆς Κτίσεως καί Δημι­ουργός πάντων τῶν γεγονότων», βρίσκεται συνεχῶς μπροστά στούς ἐπιστήμονες καί τούς ὑπενθυμίζει πόσο ἀνίσχυρη καί ἀναποτελε­σματική εἶναι ἡ “ἐπιστημονική” τους μέθοδος, ἐπε­νό­ησαν στήν ἐποχή μας τή σύ­ζευ­ξη ἐπιστημονικῶν δεδομένων μέ φανταστικές θεωρίες –πού ὑπο­κα­θι­στοῦν τήν Ἀλήθεια– ὥστε νά ἐκδιωχθῆ, ἐπί τέλους(!), ὁ Θεός ἐντελῶς ἀπό τούς ἀνθρώπους!

Μέσα σ’ αὐτήν τήν πνευματική αὐτοαιχμαλωσία τους οἱ θεο­­λό­γοι μας δέν δυσκολεύθηκαν νά υἱοθετήσουν ἀπόλυτα τήν πε­ρί Δημιουργίας τοῦ Σύμπαντος φαντασιόπληκτη θεωρία τῆς «Μεγά­λης Ἐκρήξεως» (Big Bang theory), ὅπως, ἐπίσης, καί τό μύθευμα «Θεωρία τῆς Ἐξελίξεως», χωρίς νά διστάσουν νά ὑποβιβάσουν τήν Παλαιά Διαθήκη ἀπό Θεόπνευ­στο Ἱστορικό βιβλίο, σέ βιβλίο ἀλληγορικό, φιλοσοφικό, συναι­σθη­ματικό καί μεταβαλλόμενο! Δέν ἀνησυχοῦν γιά τά ἀλλεπάλ­ληλα λογικά σφάλμα­τα τῶν θεωριῶν τους, πού στρέφονται ἐναντίον αὐτῶν τῶν ἰδίων πού τίς διατυπώνουν. Τούς ἀρκεῖ ὅτι ἔτσι κατά­φέρνουν –κατά τήν γνώμη τους– νά ἀποτινάξουν τήν μειονεξία πού τούς δημιουργεῖ ἡ κομπλεξική πεποίθησή τους ὅτι ἡ Θεολογία εἶναι κατώ­τερη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες ἐπιστῆμες!

Ὅμως, μέ αὐτόν τόν τρόπο δέν ἀποτινάσσεται οὔτε ἐξαλεί­φεται ἡ μειονεξία. Ἁπλῶς παραμένει καί τούς συσκοτίζει ἀκόμη πιό πολύ. Ἔτσι, δέν μποροῦν νά καταλάβουν ὅτι ἡ Θεολογία δέν εἶναι “παρακατιανή” ἀλλά εἶναι τό κλειδί καί ἡ πυξίδα γιά τήν ἀληθινή γνώση τῆς Κτίσεως καί ὄχι οἱ λεγόμενες ἐπιστῆμες, πού, ὅπως οἱ ἴδιες κατά καιρούς παρα­δέχονται (ὅταν ἀναγκάζονται νά ὁμολογήσουν λανθασμένες θεωρίες, ἐκτιμήσεις καί πρακτικές τοῦ παρελθόντος τους), περισσότερο εἰκάζουν καί ὑποθέτουν, παρά ἐπίστανται (=γνωρίζουν καλά).

Τά πράγματα εἶναι ἁπλᾶ καί αὐτονόητα. Ἀφοῦ ὁ Δημιουργός τοῦ Παντός εἶναι ὁ Θεός καί ὁ Θεός παρέδωσε «τό πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς» στήν Ἐκκλησία Του, καί τό πλήρωμα αὐτό τῆς Θεότητος εἶναι ὁ Χριστός μας, ὁ Ὁποῖος εἶναι καί ἡ «Ἀνακεφαλαίωσις ὅλης τῆς Κτίσεως», εἶναι εὐνόητο ὅτι καί ἡ Ἀλήθεια τῆς Κτίσεως καί ἡ γνώση τῆς φύσεως τῶν ὄντων ἔχει ἀποταμιευθεῖ στήν Ἐκκλησία καί ὄχι στά ἐπιστη­μονικά ἐργαστήρια.

Πῶς ὁ Μέγας Βασίλειος «τήν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσεν»; Πῶς, ὄχι μόνο ἐγνώρισε ἀλλά καί «ἐτράνωσεν» αὐτό πού οἱ ἐπι­στήμονες τῆς ἐποχῆς του ἀγνοῦσαν, ἄν δέν εἶχε ἀντλήσει ἀπό τό Ταμεῖον Γνώσεως τῆς Ἐκκλησίας; Ἄν οἱ ἐπιστήμονες, φερ’ εἰπεῖν, εἶχαν διαβάσει τήν Παλαιά Διαθήκη καί τήν ἑρμηνεία τῆς «Ἑξαημέρου» τοῦ Μεγάλου Βασιλείου δέν θά περίμεναν μέχρι τό ...1911 γιά νά διαπιστώσουν ὅτι ὑπάρχει φῶς πού δέν προέρχεται ἀπό τόν ἥλιο καί τά ἡλιακά συστήματα!

Αὐτό πού ἀνακάλυψαν οἱ ἐπιστήμονες τόν 20ον αἰῶνα(!) ἔχει γραφεῖ στό βιβλίο τῆς Γενέσεως πρίν ἀπό 3.000 καί πλέον χρόνια! Ἔχει γραφεῖ σαφῶς ὅτι τήν πρώτη ἡμέρα τῆς Δημιουργίας «εἶπεν ὁ Θεός γενηθήτω φῶς καί ἐγένετο φῶς» καί, τήν Τετάρτη ἡμέρα, «εἶπεν ὁ Θεός γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαύσιν ἐπί τῆς γῆς, τοῦ διαχωρίζειν ἀνά μέ­σον τῆς ἡμέρας καί ἀνά μέσον τῆς νυκτός…Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τούς δύο φωστῆρας τούς μεγάλους…», οἱ ὁποῖοι τροφοδοτοῦνται συνεχῶς ἀπό τό προϋπάρξαν ἀπό αὐτούς Φῶς, γιά νά μήν ἐξαντλοῦνται!

Ἡ μυωπία, ὅμως, τῶν ἐπιστημόνων συνεχίζεται, γιατί ἡ ἀλα­ζονεία τους τούς ὁδηγεῖ νά θέλουν, ἄν ἦταν δυνατόν, νά ξα­να­δημιουργήσουν ἀπό τήν ἀρχή τά πάντα μέ τή δική τους ἐπιστημοσύνη καί ὄχι τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό, παρά τό ὅτι μετά τήν “ψηλάφησή τους” βεβαιώθηκαν ὅτι ὄντως ὑπάρχει ἄλλο φῶς ἐκτός τῶν ἡλιακῶν συστημάτων, συνεχίζουν νά παραπλανῶνται, νομίζοντες ὅτι τό φῶς αὐτό εἶναι ...κατάλοιπο τῆς «Μεγάλης Ἐκρήξεως»!

Δέν ταπεινώνονται στόν Δημιουργό μας, παρ’ ὅτι διαπιστώ­νουν συνεχῶς ὅτι ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ λόγου τῆς Ἁγίας Γραφῆς Τοῦ τούς καθυστέρησε χιλιετίες ἀπό τή γνώση τοῦ Σύμπαντος καί συνεχῶς τούς καθυστερεῖ, στερώντας τούς τήν ἐπιστημονική Ἀλήθεια. Μόλις τό ...1970 ἀνακάλυψαν οἱ ἐπιστήμονες αὐτό πού ὁ Θεός ἔχει ἀποκαλύψει σέ μᾶς τούς ἀνθρώπους ἀπό τό 1800 π.X. μέ τό στόμα τοῦ Μωϋσῆ! Ἀνακάλυψαν ὅτι τό Σύμπαν …ἔχει ἀρχή, δημιουργήθηκε καί κάποτε θά πάψη νά ὑπάρχη(!), ἐνῶ θεωρεῖται πιά παληά ἰδέα (σύμφωνα μέ τή διατύπωση τοῦ διάσημου Stephen Hawking) ὅτι τό Σύμπαν ὑπῆρχε καί θά παραμένη γιά πάντα ἀμε­τάβλητο!

Νά ἐπαναλάβουμε, ὅμως, ὅτι καί ἡ γνώση αὐτή, πού τόσο καθυστε­ρημένα ἀπέκτησαν οἱ ἐπιστήμονες (ψηλαφῶντες στό σκοτάδι τῆς ἀγνω­σί­ας ­γιατί δέν πιστεύουν ὅτι ὁ Θεός πρέπει νά γίνη καί δικός τους Διδάσκα­λος­), εἶναι ἀναμεμειγμένη μέ φαντασίες καί εἰκασίες, κυρίως δέ, εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ μύθου τῆς «Μεγάλης Ἐκρήξεως»!

Εἶναι ὁ θεολογικός κομπλεξισμός ἀλλά καί ἡ ἀπομάκρυνση κάποιων θεολόγων τῶν ἡμερῶν μας ἀπό τό ἦθος καί τήν πνευμα­τική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας πού τούς διαμόρφωσε τήν σκέ­ψη ὅπως τοῦ Λουθήρου καί τῆς ἀτέλειωτης ἁλυσίδας τῶν “κοιλιοπνεύστων” θεολογούντων, μέ ἀπο­τέ­λεσμα νά διαβάζουμε κάθε τόσο στά συγγράματά τους ἤ νά ἀκοῦμε ἀπόψεις τους πού εἶναι γιά “νά τραβᾶς τά μαλλιά σου”! Πρόσφατα ἀκού­σαμε, μά­λι­στα, ὅτι καί οἱ ἄγγελοι δέν εἶναι …ὑπαρκτά δημιουργή­ματα τοῦ Θεοῦ(!) ἀλλά συμβολισμοί πνευματικῶν πραγματικο­τήτων, ὅπως οἱ συμβολισμοί τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς μυθολογίας καί φιλο­σοφίας! Τί κι’ ἄν ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι οἱ ἄγγελοι «εἰσί λειτουργικά πνεύ­ματα πρός διακονίαν ἀπο­στελ­λόμενα»; Τί κι’ ἄν ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Γραφή –Πα­λαιά καί Καινή Διαθήκη– βρίθουν ἱστορικῶν γεγονότων, στά ὁποῖα πρωταγωνίσθησαν ἄγγελοι; Τί κι’ ἄν ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτό­κου ἔγινε ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ γνωστοποιήθηκε ἀπό ἀγγέλους; Ὅλα αὐτά ἀφήνουν ἀδιάφορο τό τεταραγμένο πνεῦμα τῶν συγχρόνων διανοητῶν, πού δέν δηλώνουν τοὐλάχιστον ἄθεοι καί νά “ἀφήσουν ἥσυχη” τήν θεολογία!

Εἶναι πιά πασιφανές ὅτι στήν ἐποχή μας ὁ διάβολος ἔχει κατορ­θώσει νά πλήξη καίρια τήν λογική τῶν περισσοτέρων ἀνθρώ­πων. Ἐξ ἄλλου, αὐτή εἶναι ἡ βασική τακτική του. Εἶναι «ὁ φθορεύς τῶν φρενῶν». Μέσω αὐτῆς τῆς φθορᾶς ὑπαγορεύει τά ψεύδη του καί τίς διαστροφές του. Χωρίς τήν φθορά τῶν φρενῶν, κανείς ἄνθρωπος δέν θά πίστευε τούς ψιθυρισμούς του, γιατί αὐτά πού ὑπαγορεύει εἶναι ψεύτικα καί ἀνυπόστατα. Γι’ αὐτό δέν πλήττει τίς δοξασίες καί τά πιστεύματα τῶν ἀνθρώπων ἀλλά τήν λογική τους, γιατί ἄν ἔπληττε τίς δοξασίες θά μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι μέ τήν λογική τους νά ἀντιτάξουν ἐπιχειρήματα καί νά ὑπερασπισθοῦν τήν Πίστη τους. Πλήττοντας τήν λογική τῶν ἀν­θρώπων ὁ διάβολος κατορθώνει νά τούς κοιμίση ὅτι βαδίζουν σωστά, ἀκολουθῶντας τήν Ὀρθοδοξία, γνωρίζει, ὅμως, πολύ καλά ὅτι μέ προβλη­ματική λογική ἡ ἐπακολούθηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἐξελίσσεται σέ μιά τρα­γε­λαφική καί ἐπικίνδυνη ὑπόθεση. Ἔτσι βγαίνει διπλᾶ κερδι­σμένος, γιατί, ἀφ’ ἑνός μέν ἔχει ἀχρηστεύσει τό ὄργανο μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος φθάνει στήν ἐπίγνωση τῆς Ἀληθείας, καί, ἀφ’ ἑτέρου, γιατί οἱ ἴδιοι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀλλοιώνουν τήν Πίστη τους παρασυρόμενοι ἀπό τά ὑποκινούμενα ἀπ’ αὐτόν “τερτίπια” τοῦ μυαλοῦ τους.

Τό λυπηρό εἶναι ὅτι ἡ φθορά τῆς λογικῆς ἔχει δημιουργήσει ἤδη μιά ἐπιστημονικοφανῆ θεωρία καί πλούσια βιβλιογραφία μέ παγκόσμια διάδοση καί ἀποδοχή, λόγω τῶν πολλῶν χρημάτων καί τῶν Μέσων Ἐνημερώσεως τοῦ «ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου», ὁ ὁποῖος παρ’ ὅτι «ἐβλήθη ἔξω» ἀπό τόν Χριστό, εἰσῆλθε πάλι μέ τίς ψήφους τῶν ἀνθρώ­πων καί κυβερνάει τόν κόσμο.

Ἡ νέα αὐτή ἐπιστημονικοφανής Βαβέλ ἔχει παρασύρει καί νουνεχεῖς πνευματικούς καί πιστούς ἀνθρώπους στό νά ὑποστηρίζουν στά συγγρά­ματά τους ὅτι ἡ θεωρία τῆς «Μεγάλης Ἐκρή­ξεως» δέν προς­κρούει στήν Ἁγία Γραφή! Νά προστεθῆ δέ ὅτι ὅσοι ὑποστηρίζουν τήν «Μεγάλη Ἔκρηξη» ὑποστηρίζουν ὑπο­χρεωτικά καί τήν «Θεωρία τῆς Ἐξελίξεως», ἀπό τήν ὁποία κά­ποιοι Ὀρθόδοξοι ἐπιχειροῦν νά ἀποστασιο­ποιηθοῦν, χωρίς, ὅ­μως, νά μποροῦν νά γεφυρώσουν ἐπιστη­μο­νικά τό χάσμα ἀπό τήν «Μεγάλη Ἔκρηξη», πού ὑποστηρίζουν, μέχρι τό βιβλίο τῆς «Γενέ­σεως».

Ἀλήθεια, δέν θά ἀσεβήσουν κατά τῆς συνομιλίας τοῦ Θεοῦ μέ τόν Ἰώβ γιά τή Δημιουργία τοῦ Κόσμου ἄν τήν ἐκλάβουν ὡς ἀλληγορική; Καί ἄν δέν τήν χαρακτηρίσουν ἀλληγορική ἀλλά ἱστορική, ὅπως καί εἶναι, πῶς θά ταιριάξη μέ τίς τἄχα ἐπιστημονικές θεωρίες πού ἀκολουθοῦν σάν τήν “τελευταία λέξη τῆς ἐπιστήμης”; Ἄν, πάλι, δέν θεωρήσουν τή συνο­μιλία αὐτή ἱστορικό γεγονός, δέν θά χωρισθοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία μας πού τήν ἔχει καταγράψει καί τήν προβάλλει ὡς ἀποδεικτικό τῆς Δη­μι­ουρ­γίας, καί, μάλιστα, κατά τήν ἐπίσημη ἡμέρα τῆς Μ. Παρασκευῆς;

Κάποιοι, βεβαίως, μπορεῖ νά ἀρνοῦνται ἀκόμη καί τό ὅτι ὁ Θεός μιλάει στούς ἀνθρώπους καί νά τό ἐννοοῦν ἀλληγορι­κά, ἐμεῖς, ὅμως, δέν μποροῦμε νά ἀρνηθοῦμε αὐτό πού γνωρί­σαμε στήν Ἐκκλησία, γιατί εἴ­χαμε πνευματικό τόν π. Σίμωνα, πού τοῦ μιλοῦσε ὁ Θεός!

Ἄς ἀναμετρηθοῦν, λοιπόν, οἱ ἐπιστήμονες αὐτοί μέ τήν Ὄντως Σοφία γιά νά διαπιστώσουν τό χάσμα πού χωρίζει τόν Θεό μας ἀπό τούς λογισμούς τῶν θνητῶν καί ἄς μᾶς ἐξηγήσουν ποῦ χωροῦν καί πῶς συνδυάζονται οἱ καινοφανεῖς θεωρίες πού δέχονται ὡς ἐπιστήμη, μέ τήν ἐξιστόρηση τοῦ Θεοῦ στόν Ἰώβ:

«ζῶσαι ὥσπερ ἀνὴρ τὴν ὀσφήν σου, ἐρωτήσω δέ σε, σὺ δέ μοι ἀποκρίθητι. 4 ποῦ ἦς ἐν τῷ θεμελιοῦν με τήν γῆν; ἀπάγγειλον δέ μοι εἰ ἐπίστῃ σύνεσιν. 5 τίς ἔθετο τὰ μέτρα αὐτῆς, εἰ οἶδας; ἢ τίς ὁ ἐπαγαγὼν σπαρτίον ἐπ᾿ αὐτῆς; 6 ἐπὶ τίνος οἱ κρίκοι αὐτῆς πεπήγασι; τίς δέ ἐστιν ὁ βαλὼν λίθον γωνιαῖον ἐπ᾿ αὐτῆς; 7 ὅτε ἐγενήθησαν ἄστρα, ᾔνεσάν με φωνῇ μεγάλῃ πάντες ἄγγελοί μου. 8 ἔφραξα δὲ θάλασσαν πύλαις, ὅτε ἐμαιοῦτο ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτῆς ἐκπορευομένη. 9 ἐθέμην δὲ αὐτῇ νέφος ἀμφίασιν, ὁμίχλῃ δὲ αὐτὴν ἐσπαργάνωσα. 10 ἐθέμην δὲ αὐτῇ ὅρια, περιθεὶς κλεῖθρα καὶ πύλας. 11 εἶπα δὲ αὐτῇ· μέχρι τούτου ἐλεύσῃ καὶ οὐχ ὑπερβήσῃ, ἀλλ᾿ ἐν σεαυτῇ συντριβήσεταί σου τὰ κύματα. 12 ἦ ἐπὶ σοῦ συντέταχα φέγγος πρωϊνόν; ἑωσφόρος δὲ εἶδε τὴν ἑαυτοῦ τάξιν 13 ἐπιλαβέσθαι πτερύγων γῆς, ἐκτινάξαι ἀσεβεῖς ἐξ αὐτῆς; 14 ἦ σὺ λαβὼν γῆν πηλὸν ἔπλασας ζῷον καὶ λαλητὸν αὐτὸν ἔθου ἐπί γῆς; 15 ἀφεῖλες δὲ ἀπὸ ἀσεβῶν τὸ φῶς, βραχίονα δὲ ὑπερηφάνων συνέτριψας; 16 ἦλθες δὲ ἐπὶ πηγὴν θαλάσσης, ἐν δὲ ἴχνεσιν ἀβύσσου περιεπάτησας; 17 ἀνοίγονταί δέ σοι φόβῳ πύλαι θανάτου, πυλωροὶ δὲ ᾅδου ἰδόντες σε ἔπτηξαν; 18 νενουθέτησαι δὲ τὸ εὖρος τῆς ὑπ᾿ οὐρανόν; ἀνάγγειλον δή μοι, πόση τίς ἐστι; 19 ἐν ποίᾳ δὲ γῇ αὐλίζεται τὸ φῶς; σκότους δὲ ποῖος ὁ τόπος; 20 εἰ ἀγάγοις με εἰς ὅρια αὐτῶν; εἰ δὲ καὶ ἐπίστασαι τρίβους αὐτῶν; 21 οἶδας ἄρα ὅτι τότε γεγέννησαι, ἀριθμὸς δὲ ἐτῶν σου πολύς; 22 ἦλθες δὲ ἐπὶ θησαυροὺς χιόνος, θησαυροὺς δὲ χαλάζης ἑώρακας; …….. 24 πόθεν δὲ ἐκπορεύεται πάχνη ἢ διασκεδάννυται νότος εἰς τὴν ὑπ᾿ οὐρανόν…. 28 τίς ἐστιν ὑετοῦ πατήρ; τίς δέ ἐστιν ὁ τετοκὼς βώλους δρόσου, 29 ἐκ γαστρὸς δέ τίνος ἐκπορεύεται ὁ κρύσταλλος; πάχνην δὲ ἐν οὐρανῷ τίς τέτοκεν;» (κεφ.38).

Δέν μᾶς ἐξηγοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπιλεκτικοί, πού παρακάμπτουν τεχνηέντως τό βιβλίο τοῦ ΙΩΒ, τό πῶς ἔγινε ἡ «Μεγάλη Ἔκρηξη»; Ἀπό ἄκτιστη ἤ ἀπό κτιστή ἐνέργεια; Ἐάν ἡ «Μεγάλη Ἔκρηξη» ἔγινε ἀπό ἄκτιστη ἐνέργεια, πῶς κατεγράφη, πῶς προσεγγίζεται μέ κτιστά μέσα καί πῶς εἶναι δυνατόν ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια νά ἀναπαραχθῆ σέ κτιστά ἐργαστήρια μέ κτιστά μέσα, ὅπως ἐπιχειρεῖται τά τελευταῖα χρόνια;

Ἐάν κατά τούς Πιστούς ἐπιστήμονες ἡ «Μεγάλη Ἔκρηξη» ἔγινε ἀπό κτιστή ἐνέργεια, ἔγινε ἀπό προϋπάρχουσα τῆς Δημιουργίας ἐνέργεια; Ἄρα ἔχουμε Δημιουργία πρό τῆς Δημιουργίας; Ἤ μήπως θεωρεῖται ἡ κτιστή αὐτή ἐνέργεια ὡς ἀΐδιος, ὅπως ἰσχυρίζετο πλῆθος αἱρετικῶν; Ἐάν δέν προῆλθε ἡ Δημιουργία ἀπό τήν «Μεγάλη Ἔκρηξη» ποιός ὁ σκοπός τῆς «Μεγάλης Ἔκρηξεως»;

Ἐάν προῆλθε ἡ Δημιουργία ἀπό τήν «Μεγάλη Ἔκρηξη», ποιά ἡ ἀξία καί ἡ Ἀλήθεια τοῦ βιβλίου τῆς «Γενέσεως», ἀφοῦ κατά τό βιβλίο αὐτό ἡ Δημιουργία ἔγινε σταδιακά καί σέ ὁρι­σμένα χρονικά διαστήματα ἡμερῶν καί ὄχι αὐτομάτως, ὅπως ὑπαγορεύει ἡ «Μεγάλη Ἔκρηξη»; Σέ ποιά φάση, ἀλήθεια, τῆς «Μεγάλης Ἐκρήξεως» ἔγινε αὐτό πού εἶπε ὁ Θεός στόν Ἰώβ: «ὅτε ἐγενήθησαν ἄστρα, ᾔνεσάν με φωνῇ μεγάλῃ πάντες ἄγγελοί μου»;

Ἐάν, πάλι, προῆλθε ἡ Δημιουργία ἀπό τήν «Μεγάλη Ἔκρηξη», προκειμένου νά συμφωνήση ὁ πιστός ἐπιστήμονας μέ τό βιβλίο τῆς «Γενέσεως» δέν θά πρέπη νά παραδεχθῆ ὅτι ἔγιναν ἀλλεπάλληλες ἐκρή­ξεις καί ὄχι μία ἔκρηξη; Ὑπάρχει, ὅμως, τέτοια ἐπιστημονική θεωρία; Ὄχι, βέβαια! Ἐπίσης, ποιά ἔκρηξη μπορεῖ νά δημιουργήση κάτι; Μέ ποιά ἐπιστημονικά ἐπιχειρήματα οἱ ἐπιστήμονες μποροῦν νά μᾶς ἀποδείξουν ὅτι οἱ ἐκρήξεις ἔχουν δυνατότητες νά ὑποστασιάζουν δημιουργήματα;

Καί κάτι τελευταῖο: Ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκει ὅτι ὅλα «τά Μυστήρια κραυγῆς ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ διεπράχθη». Τό ἦθος τοῦ Θεοῦ μας, ὅπως ἔχει ἐκδηλωθεῖ στήν ἱστορία τοῦ Κόσμου, ταιριάζει, ἄραγε, μέ τό ἦθος κάποιου πού δημιουργεῖ μέ ἐκρήξεις;

Αὐτά καί πολλά ἄλλα ἐρωτήματα μᾶς ὑπαγορεύει ἡ λογική μας, πού ἀρνεῖται νά τεθῆ ἐκτός λειτουργίας καί νά δεχθῆ ὡς τἄχα ἐπιστημο­νική ἀλήθεια τήν ἐπιστημονική φαντασία, μέ τίμημα, μάλιστα, τήν αὐθαίρετη παραχάραξη τῆς Ἁγιογραφικῆς –τῆς μόνης ὄντως ἐπιστημονικῆς– Ἀληθείας!

Δέν μᾶς φοβίζουν αὐτοί πού δηλώνουν ἄθεοι, γιατί, ἄν εἶναι καλοπροαίρετοι, θά βροῦν τό δρόμο. Μᾶς φοβίζουν οἱ Πιστοί, γιατί αὐτοί, μέ τούς ἀκροβατισμούς τους, κινδυνεύουν καί γίνονται καί ἐπικίνδυνοι!

Γι’ αὐτό ἐγκαινιάζουμε στό περιοδικό μας σειρά ἄρθρων πού θά καταπιασθοῦν μέ παρόμοια θέματα, στά ὁποῖα θά καταθέτουμε τίς σκέψεις μας καί θά εἴμαστε ἀνοικτοί καί πρόθυμοι σέ γόνιμο διάλογο Ἀληθείας.

 

                                           π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 130-131

Ἰούνος - Ἰούλιος 2013