Η απουσία Εκκλησιαστικής Μαρτυρίας στη Δυτική Ευρώπη

Ἡ ἀπουσία Ἐκκλησιαστικῆς Μαρτυρίας

στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη

 

Συνήθως, ὅταν προσεγγίζει ἕνας Δυτικοευρωπαῖος –μιλῶ ἐδῶ μὲ βάση τὶς ἐμπειρίες μου ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς Γερμανίας– τὴν Ὀρθοδοξία, αὐτὴ ἡ προσέγγιση κρύβει δύο κυρίαρχα βιώματα. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ μεγάλη ἔκπληξη καὶ χαρὰ ποὺ γνωρίζει μὲ τὸ βάθος τῆς θεολογίας, μὲ τὴν εἰσδοχὴ στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας καὶ τὴ διείσδυση στὸ ἀπόλυτο βάθος τοῦ χώρου τῆς ψυχῆς του μέσῳ τοῦ λατρευτικοῦ πλούτου τῆς ὑμνολογίας τῆς Ὀρθοδοξίας. Διαισθάνεται, ὅταν ἡ προέλευσή του εἶναι ἀπὸ τὶς χριστιανικὲς παραδόσεις τοῦ Δυτικοῦ κόσμου –δηλ. τὸν Παπισμὸ ἢ τὶς διάφορες παραφυάδες τοῦ Προτεσταντισμοῦ– ὅτι προέρχεται ἀπὸ ἀνθρώπινο κατασκεύασμα καὶ εἰσέρχεται σὲ ἕνα κόσμο ἐντελῶς ἄλλης ὑφῆς, στὸ Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή, σὲ ἕνα κόσμο χωρὶς ὅρια, χωρὶς τὰ ὅρια τοῦ πεπερασμένου, τοῦ κτιστοῦ, στὴν Κιβωτὸ τῆς σωτηρίας.

Μιλῶ ἀρχικὰ γιὰ μιὰ διαίσθηση, ἡ ὁποία ὅμως προοδευτικά, ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματικὴ πορεία τοῦ καθενός, μεταβάλλεται ὅλο καὶ περισσότερο σὲ βεβαιότητα καὶ ἀποκτάει στὶς ἁγιασμένες ψυχὲς τὸν χαρακτῆρα τῆς ἐνδελεχοῦς γνώσεως. Αἰσθάνεται ρῖγος καὶ συναρπάζεται ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς σωτηρίας ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως αὐτὸ βιώνεται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καὶ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὰ θεόπνευστα λόγια τους στὰ κείμενα τῆς Ὀρθόδοξης λατρείας.

Εἶναι ὄντως μεγάλη αὐτὴ ἡ ἔκπληξη καὶ αὐτὴ ἡ χαρά, διότι πῶς νὰ περιμένει κανεὶς νὰ βρεῖ ἕνα τέτοιο ἀνεκτίμητο θησαυρό, τὸν μόνο ὄντως θησαυρὸ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Παρ’ ὅτι ἡ καρδιὰ τοῦ κάθε ἀνθρώπου κρύβει τὴν ἀναζήτηση αὐτοῦ τοῦ θησαυροῦ στὰ μύχιά της, ποτὲ δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ φαντασθεῖ τὸν ἐμπλουτισμὸ ποὺ θὰ τοῦ χαρίσει ἡ βίωση αὐτοῦ τοῦ θησαυροῦ ἀκόμα καὶ ὅταν ἔρχεται βαθμηδὸν στὴν ἐπιφάνεια καὶ καταλαμβάνει ὅλο καὶ περισσότερο χῶρο μέσα του.

Καὶ ἔρχομαι τώρα στὸ δεύτερο βίωμα, τὴν ἀπογοήτευση ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς μὲ τοὺς φύλακες αὐτοῦ τοῦ θησαυροῦ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ταγμένοι στὴν ἀνάδειξή του, νὰ κατευθύνουν ὡς Ποιμένες τοὺς πιστοὺς στὴν ἐμβάθυνση αὐτοῦ τοῦ θησαυροῦ καὶ νὰ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὴν καθαρότητά του, ἀποτρέποντας τὶς ὁποιεσδήποτε προσμίξεις ποὺ θὰ μποροῦσαν, ἔστω ἐλάχιστα, νὰ τὸν νοθεύσουν. Αὐτοὶ οἱ φύλακες ὅμως, ἐκτὸς ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, σοῦ λένε: Ἡ ἀντίληψή σου σχετικὰ μ’ αὐτὸ τὸ θησαυρὸ εἶναι λανθασμένη, εἶναι φανταστική. Ὁ θησαυρὸς αὐτὸς δὲν εἶναι μοναδικός, δὲν εἶναι ὁ μόνος. Ὑπάρχει σὲ πολλὲς ἐκδοχές. Αὐτὸς ἐδῶ φέρει ἁπλῶς τὴν πινελιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀλλοῦ θὰ βρεῖς ἄλλη πινελιά, π.χ. Παπικὴ ἢ κάποια Προτεσταντική. Καὶ τὸ λένε χωρὶς ἔστω τὴν ἐλάχιστη ἐντροπὴ πρῶτον καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα γιὰ τὴν προδοσία τῆς ἀποστολῆς τους ἀλλὰ καὶ δεύτερον γιὰ τὴν προσβολὴ ἀκόμα καὶ τῆς στοιχειώδους ἀνθρώπινης λογικῆς. Διότι πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ συγκριθεῖ ὁ πλοῦτος καὶ τὸ μεγαλεῖο της λατρείας τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὶς ἐντελῶς ἐπίπεδες ἐκδηλώσεις λατρείας στὸ χῶρο τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῶν διαφόρων Προτεσταντισμῶν;

Πρακτικὰ ἐκφράζεται ἡ στάση τους αὐτὴ μὲ τὴν ἐγκατάλειψη τῆς θέσης, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ἀποτελεῖ τὴν Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδὴ ἀναγνωρίζουν χαρακτῆρα Ἐκκλησίας καὶ στὸν Παπισμὸ καὶ στοὺς διάφορους Προτεσταντισμούς! Ἡ ἐπίσημη ἔναρξη αὐτοῦ τοῦ φαινομένου στὴ ἐποχὴ μας ἔγινε στὸ χῶρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸ 1902 μὲ τὴν ἐγκύκλιο τοῦ Πατριάρχη Ἰωακεὶμ Γ΄, ὁ ὁποῖος, ἀπευθυνόμενος πρὸς τὶς ἄλλες αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, κάνει λόγο γιὰ τὴν ἀνάγκη «ἐξευρέσεως σημείων συναντήσεως καὶ ἐπαφῆς πρὸς τὰς ἄλλας Ἐκκλησίας» μὲ σκοπὸ νὰ βρεθεῖ «πεδίον ὁμαλῆς φιλικῆς ἀμοιβαίας προσπελάσεως». Μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια, τὸ 1920, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀπευθύνεται μὲ συνοδικὸ Διάγγελμα «πρὸς τὰς ἀπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», θεωρῶντας, μάλιστα, αὐτὲς τὶς Ἐκκλησίες ὄχι ὡς «ξένας καὶ ἀλλοτρίας, ἀλλ’ ὡς συγγενεῖς καὶ οἰκείας ἐν Χριστῷ». Ἀκολουθεῖ τὸ 1948 ἡ συμμετοχὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς ἱδρυτικῶν μελῶν στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ), ἑνὸς βασικὰ προτεσταντικοῦ Ὀργανισμοῦ, στὸν ὁποῖο οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ τὴν συμμετοχή τους ἔδωσαν παγκόσμιο χαρακτῆρα – ἀφοῦ τὸ Βατικανὸ ἀρνήθηκε τὴ συμμετοχή του καὶ ἀποστέλλει μόνο παρατηρητές. Οἱ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μετὰ ἀπὸ μιὰ πρώτη ἀντίσταση στὸ συνέδριο τῆς Μόσχας τὸ 1948, ὅπου διακήρυξαν τὴν ἀλήθεια τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἐντάχθηκαν καὶ αὐτὲς σύντομα στὸ Συμβούλιο αὐτό. Ἡ προδοσία αὐτὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας ἐνισχύεται ἀκόμα περισσότερο τὴ δεκαετία τοῦ 60 μὲ τὴν ἄνοδο τοῦ Ἀθηναγόρα στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1967, ὅταν ἐπισκέπτεται τὸν Πάπα στὸ Βατικανό, τονίζει στὴν προσφώνησή του, ὅτι τόσο οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς ὅσο καὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι φορεῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ διατηροῦν τὴν Ἀποστολικὴ Διαδοχή, γιὰ νὰ καταλήξει μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Πλησίον τῆς Ὑμετέρας Ἁγιότητος, παρὰ τῇ Ἁγίᾳ Τραπέζῃ, ἑτοιμαζόμεθα καρδίᾳ καὶ πνεύματι νὰ πορευθῶμεν πρὸς τὴν κοινὴν Εὐχαριστίαν». Ἔπειτα, ἐπὶ τῶν Πατριαρχῶν Δημητρίου καὶ κυρίως Βαρθολομαίου συνεχίζεται καὶ ἐπαυξάνεται αὐτὴ ἡ γραμμὴ τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Αὐτὸ στὶς μέρες μας ἐκφράζεται στὴν πράξη στὸν χῶρο τῆς Γερμανίας π.χ. μὲ τὴ δήλωση τοῦ Μαγδενβούργου (2007). Στὸ πλαίσιο μιᾶς οἰκουμενιστικῆς συμπροσευχῆς στὸ Καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Μαγδενβούργου ἐκπρόσωποι 11 “Ἐκκλησιῶν” ὑπέγραψαν ἕνα κοινὸ κείμενο μὲ τὸ ὁποῖο ἀναγνωρίζουν ἐπίσημα μεταξύ τους τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς «Ἐκκλησίες» εἶναι καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴν Γερμανία, ἡ ὁποία συγκροτεῖται ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας. Μόνο το Πατριαρχεῖο τῆς Ρωσίας ἐκ τῶν ὑστέρων ἀπέσυρε τὴν ὑπογραφή του. Οἱ συμπροσευχὲς ἔχουν γίνει πλέον κοινὴ συνείδηση ἀνάμεσα στοὺς πιστούς τῶν διαφόρων Ὁμολογιῶν, τόσο στὶς οἰκουμενιστικὲς συναντήσεις ὅσο καὶ σὲ καθιερωμένες ἡμερομηνίες, ὅπως εἶναι λ.χ. ἡ «Ἡμέρα τῆς δημιουργίας» (1η Κυριακή του Σεπτεμβρίου) καὶ ἡ «Ἑβδομάδα προσευχῆς γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν» ποὺ ἔχει ὁριστεῖ ἀπὸ τὸ ΠΣΕ στὸ Βόρειο ἠμισφαίριο τῆς γῆς γιὰ τὶς 18-25 Ἰανουαρίουκαὶ στὸ Νότιο ἡμισφαίριο τὴν Πεντηκοστή. Ἡ Σύνοδος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων στὴν Γερμανία σὲ κείμενο τῆς ἐπίσημης ἰστοσελίδας της δὲν βλέπει τίποτε τὸ ἐπιλήψιμο ἀπὸ δογματικῆς καὶ κανονικῆς πλευρᾶς στὶς συμπροσευχὲς αὐτές. Ἁπλῶς γιὰ καθαρὰ ποιμαντικοὺς λόγους καὶ ἀποφυγὴ σκανδαλισμοῦ συνιστᾶ στοὺς κληρικοὺς κατὰ τὶς συμπροσευχὲς νὰ μὴ φοροῦν ἄμφια ἀλλὰ μόνο τὸ ράσο. (Βλ. http://www.obkd.de/Texte/BetenInOekumenischerPerspektive.pdf)

Μὲ ὅλα ὅσα ἐκτέθηκαν παραπάνω γίνεται εὔκολα ἀντιληπτὴ ἡ δύσκολη θέση τοῦ Δυτικοευρωπαίου πού, ἀναζητῶντας τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, προσεγγίζει τὴν Ὀρθοδοξία. Ἔτσι ἐμεῖς –μιλῶ καὶ ἐξ ὀνόματος τοῦ ἀδελφοῦ μου καὶ ἑνὸς κοινοῦ φίλου μας–, ὅταν τὸ 1979, προερχόμενοι ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, παρακαλέσαμε νὰ γίνουμε δεκτοὶ στὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, συναντήσαμε τὴν ἀπόλυτη ἄρνηση τόσο ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρωσίας, στὰ ὁποῖα εἴχαμε ἀπευθυνθεῖ. Ἡ παράκληση γιὰ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα προῆλθε ἀπὸ τὴν πεποίθηση ποὺ εἴχαμε σχηματίσει κατὰ τὴν διάρκεια τῆς κατήχησής μας, ὅτι στὴν αἵρεση εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρχουν Μυστήρια. Δὲν ζητούσαμε λοιπὸν νὰ ξαναβαπτιστοῦμε ἀλλὰ νὰ Βαπτισθοῦμε. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ὅμως ἦταν πρόθυμο νὰ μᾶς δεχθεῖ μόνο μὲ τὸ Χρῖσμα, ἐνῷ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ρωσίας οὔτε κἄν τὸ Χρῖσμα θεωροῦσε ἀπαραίτητο. Ζητοῦσε τὸ πιστοποιητικό τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Βαπτίσματος καὶ Χρίσματος καὶ ἤθελε νὰ μᾶς κάνει δεκτοὺς μὲ τὴν ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, τὴν Ἱερὰ Ἐξομολόγηση καὶ τὴν Θεία Κοινωνία. Γι’ αὐτό, τελικά, ἀπευθυνθήκαμε στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὅπου χάρις στὸν ἀγῶνα τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ Βαπτισθήκαμε τὸ Πάσχα τοῦ 1979, στὸν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀντύπα (Ὀδοντιατρική Σχολή Ἀθηνῶν) μὲ τὴν ἄδεια καὶ εὐλογία τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴ Γερμανία ὁ ἀδελφός μου καὶ ὁ κοινὸς φίλος μας –ἐγὼ τὴν ἴδια χρονιὰ μετὰ τὸ καλοκαῖρι ἦρθα στὴν Ἑλλάδα γιὰ σπουδὲς– ζήτησαν νὰ ἐνταχθοῦν στὴν Κολωνία στὴν ἐνορία τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης (Πατριαρχεῖο τῆς Ρωσίας), ἡ ὁποία ἦταν ἡ μόνη ἀποκλειστικὰ Γερμανόφωνη ἐνορία στὴν Κολωνία. Ὁ ἐφημέριος τῆς ἐνορίας, πρὸς μεγάλη τους ἔκπληξη, ἀρνήθηκε νὰ ἀναγνωρίσει τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ποὺ εἶχε τελεσθεῖ στὴν Ἀθήνα καὶ ἐπέμεινε νὰ προσκομίσουν, προκειμένου νὰ ἐνταχθοῦν στὴν ἐνορία, τὸ πιστοποιητικό τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Βαπτίσματος καὶ Χρίσματος! Ἡ διαφορὰ λύθηκε λίγους μῆνες ἀργότερα σὲ συνάντηση τοῦ ἐφημερίου μὲ τὸν π. Γεώργιο Μεταλληνὸ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δεχθεῖ τελικά το Ὀρθόδοξο Ἅγιο Βάπτισμα. Ἰδιαίτερο ἐνδεικτικό τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ποὺ ἐφάρμοσε τὸ Πατριαρχεῖο Ρωσίας ἦταν καὶ ἡ παροχὴ τῆς Θείας Κοινωνίας σὲ Ρωμαιοκαθολικούς, ποὺ γινόταν κατόπιν συνεννοήσεως στὴν ἐνορία αὐτή. Βασιζόταν στὴν ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ 1969, ποὺ ἐπέτρεπε λόγῳ τῶν εἰδικῶν συνθηκῶν στὴν τότε Σοβιετικὴ Ἕνωση νὰ παρέχεται ἡ Θεία Κοινωνία σὲ Ρωμαιοκαθολικούς. Στὴν Γερμανία τοῦ 1979 προφανῶς δὲν ὑπῆρχαν παρόμοιες συνθῆκες μὲ αὐτὲς στὴν Σοβιετικὴ Ἕνωση.

Ἀξίζει στὴ συνάφεια αὐτὴ νὰ ἀναφερθῶ καὶ στὴν ἐπίσκεψή μας στὸν τότε Μητροπολίτη Γερμανίας Εἰρηναῖο (Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο) στὴν Βόννη. Μᾶς ἔλεγε, ὅτι δὲν χρειαζόταν νὰ γίνουμε Ὀρθόδοξοι καί, μάλιστα, μὲ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, ἀφοῦ καὶ ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἔχει μυστήρια καὶ οὕτως ἡ ἀλλιῶς σύντομα θὰ γινόταν ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν!

Ἀπὸ ὅλα ὅσα ἀνέφερα παραπάνω φαίνεται καθαρά, ὅτι ἡ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἐκείνη ποὺ κυρίως προβάλλει ἀντίσταση στὸ κῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ δική μας Βάπτιση καὶ πολλὲς ἄλλες ποὺ προηγήθηκαν καὶ ἀκολούθησαν φανερώνουν τὴν συνέπεια τῆς Θεολογίας καὶ Ἐκκλησιολογίας ποὺ πρεσβεύεται μέχρι σήμερα στὸν ἱστορικὸ αὐτὸ τόπο. Πάντοτε ἡ Ἐκκλησία μας, παράλληλα μὲ τὴν «κατ’ οἰκονομίαν» ὑποδοχὴ τῶν αἱρετικῶν μὲ τὸ Ἅγιο Χρῖσμα – μὲ τὴν προϋπόθεση, βέβαια, τοῦ σωστοῦ τύπου τοῦ Βαπτίσματος στὴν αἵρεση – ἐφάρμοζε καὶ τὴν «κατ’ ἀκρίβειαν» ὑποδοχὴ τῶν αἱρετικῶν μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, δηλώνοντας μὲ αὐτό, ὅτι στὴν αἵρεση δὲν ὑπάρχουν καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν Μυστήρια, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία.

Ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφεὶμ ἐξέφρασε αὐτὴ τὴν πεποίθηση καὶ γιὰ τὴν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος δημοσίως εἶχε θέσει τὸ ρητορικὸ ἐρώτημα στοὺς Καθηγητὲς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν: «Εἶναι Ἐκκλησία τὸ Βατικανό;».

Ἀλλὰ καὶ ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος ἀσφαλῶς συμμερίζεται αὐτὴ τὴν πεποίθηση. Ἤμουν παρών, ὅταν ὡς Μητροπολίτης Θηβῶν καὶ Λεβαδείας βάπτισε στὶς 5.1.1986 στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Σαγματᾶ τὸν πρώην παπικὸ μοναχὸ καὶ φίλο μου Μιχαὴλ Chronz. Ἀνάδοχος στὴν Βάπτιση αὐτὴ ἦταν ὁ τότε Ἀρχιμανδρίτης καὶ νῦν Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἰλίου, Ἀχαρνῶν καὶ Πετρουπόλεως κ. Ἀθηναγόρας.

Αὐτὴ ἡ ξεκάθαρη καὶ συνεπὴς στάση Ἱεραρχῶν καὶ μιᾶς μεγάλης μερίδος τοῦ Κλήρου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μᾶς δίνει ἐλπίδες γιὰ τὴν μελλοντικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας.

Λέων Μπράνγκ

Δρ. Θεολογίας

«ΕΝΟΡΙΑΚΗΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους154-155

Ἰούνιος-Ἰούλιος 2015