Τί συμβαίνει μέ τήν κληρονομικότητα;

Ἡ συζήτηση γιὰ τὴν κληρονομικότητα συνεχίζεται

 

ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟΤΗΤΑ;

 

Οἱ περισσότεροι σύγχρονοι ἐπιστήµονες βιολόγοι, νευροεπιστήµονες, ψυχίατροι καὶ ἄλλοι ὁρίζουν τὴν κληρονοµικότητα ἀπὸ στοιχεῖα τοῦ DNA, τὰ ὁποῖα µεταβιβάζονται ἀπὸ τοὺς γονεῖς στὰ παιδιά, καὶ ἔχουν στρέψει ὅλο τους τὸ ἐνδιαφέρον στὴν ἐξερεύνηση καὶ ἀντιµετώπιση κυρίως ἐκείνων τῶν κληροδοτουµένων στοιχείων ποὺ ἐµφανίζουν κάποια µικρὴ ἢ µεγάλη παθογένεια, χωρὶς νὰ ἀσχολοῦνται µὲ τὸ ἐὰν καὶ κατὰ πόσον ὑπάρχει ψυχή, ὡς ὀντότητα ἀκεραία, πέραν τῶν στοιχείων καὶ τῶν ἰδιοτήτων τοῦ σώµατος.

Ἡ τεχνολογικὴ πρόοδος, µὲ τὸ νὰ διευκολύνη τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν βαθύτερη γνώση τοῦ ἀνθρωπίνου σώµατος, καὶ τῶν ἐξειδικευµέ­νων λειτουργιῶν του, κυρίως δὲ τοῦ ἐγκεφάλου, ἔχει παρασύρει σὲ τέτοιο βαθµὸ ἀκόµη καὶ χριστιανοὺς πιστοὺς ἐπιστήµονες, στὴν ἀ­πο­λυτοποίηση τῆς ἐρεύνης καὶ σπουδῆς τοῦ ἀνθρωπίνου σώµατος, σὰν νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἔρευνα ἡ πλήρης ἀποκάλυψη τῆς λειτουργίας τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως!

Ὅµως τὸ ἀνθρώπινο σῶµα δὲν εἶναι ἀφ’ ἑαυτοῦ του ζῶσα ὕπαρξη, καί, συνεπῶς, τοὐλάχιστον γιὰ τοὺς πιστοὺς ἐπιστήµονες, πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν τὰ µυστικά του καὶ ἡ ὄντως φυσιολογία του στὴν ζω­ο­ποιοῦσα αὐτὸ καὶ ἐνεργοῦσα δι’ αὐτοῦ ψυχή.

Χωρὶς τὴν γνώση τῆς ψυχῆς, τῆς ὑγείας ἢ τῆς ψυχοπαθολογίας της, ἡ γνώση τοῦ σώµατος θὰ εἶναι πάντοτε ἀτελὴς καὶ ἡ θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν του δὲν θὰ εἶναι ἀποτελεσµατικὴ στὸν βαθµὸ ποὺ ἀπαιτεῖται.

Παρὰ ταῦτα, παρὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ψυχῆς, τὸ ἀνθρώπινο σῶµα µας δὲν εἶναι ἕνας ἁπλὸς ἠλεκτρονικὸς ὑπολογιστής, στατικὸς καὶ µηχανιστικὸς ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχει καὶ αὐτὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, µὲ τὴν λειτουργία τῆς ψυχῆς ζωοποιεῖται. Εἶναι ὑλικὸ τὸ σῶµα µας –καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἐντὸς τοῦ τάφου– ἔχει ὅµως ἀπὸ τὸν δηµι­ουργό µας Θεὸν τὴ δυνατότητα νὰ λειτουργεῖ ὄχι µόνο εὐπρεπῶς, ἀξιοπρεπῶς καὶ µεγαλοπρεπῶς, ἀλλὰ καὶ θεοπρεπῶς, ὅπως ἐνήργησε αὐ­τὸ ὁ Χριστός µας. Μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του ὁ Χριστὸς µᾶς ἀπέδειξε ὅτι τὸ σῶµα ποὺ µᾶς ἔδωσε –ἔστω καὶ ἂν εἴµαστε µεταπτωτικοὶ ἄνθρωποι– ἔχει ὅλες τὶς ἰδιότητες γιὰ νὰ συµπορευθῆ καὶ νὰ συνδοξασθῆ µὲ τὴν ψυχή µας ἕως τὴν αἰωνιότητα, ἀρκεῖ αὐτὴ νὰ βρίσκεται σὲ ἀπόλυτη σχέση καὶ ὑπακοὴ πρὸς τὸν Πλάστη καὶ Δηµιουργόν της Θεόν µας.

Αὐτὴν τὴν προλογικὴ ἀναφορὰ ἔκρινα ἀπαραίτητη γι’ αὐτὴν τὴν ἑνότητα, προκειµένου νὰ γίνουν πιὸ κατανοητὰ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἐπακολουθήσουν, ἐφ’ ὅσον ἡ ἐπεξεργασία τοῦ θέµατός µας θὰ ἐπικεντρωθῆ στὸ τὶ ἀκριβῶς συµβαίνει µὲ τὴν κληρονοµικότητα ὥστε νὰ προχωρήσουµε ἐν συνεχείᾳ στὴν ἐξέταση τοῦ πῶς µεταδίδεται ἡ Κληρονοµικότητα τοῦ σώµατος στὴν ψυχὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου.

Ἡ συγκεκριµένη αὐτὴ πορεία ἐρεύνης προέκυψε ἀβίαστα, ἀφοῦ ἤδη σὲ προηγούµενη ἑνότητα ἀποδείξαµε ὅτι ἀποκλείεται ὁποιαδήπο­τε µεταβίβαση γονικῆς κληρονοµικότητος ἀπὸ τὴν ψυχή, πρὸς τὸ σῶµα διότι ἡ ψυχὴ δὲν µᾶς δίδεται µέσῳ τῶν γονέων ἀλλὰ ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ τὸν Θεό (βλέπε τεῦχος 154-155).

Ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶµα µας καταγράφουν

Ὁ Χριστός µας, ὁ Σαρκωθεὶς Θεός, εἶναι, ὅπως µᾶς διδάσκει ἡ Ἁγ. Γραφή, «ἡ Ἀνακεφαλαίωσις, πάσης τῆς Κτίσεως». Γι’ αὐτό, τολµῶ, νὰ εἰπῶ, ὅτι κατ’ ἀκολουθίαν καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔλαβε τὸ ἀξίωµα νὰ εἶναι ὁ κατὰ Χάριν Χριστοῦ «ἀνα­κεφαλαιωτὴς τῆς Κτίσεως», ἀφοῦ ἔλαβε καὶ ὑλικὸ σῶµα, ὅπως καὶ ἄλλα δηµιουρ­γήµατα τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ ἄϋλη ψυχή, ὅπως οἱ Οὐράνιες Δυνάµεις, µὲ προορισµὸ νὰ γίνη καὶ αὐτὸς κατὰ Χάριν Θεός.

Ἡ συνύπαρξη αὐτὴ σώµατος καὶ ψυχῆς στὸν καθένα µας δὲν εἶναι κάτι τὸ πρόσκαιρο, τὸ προσωρινό, ἀλλὰ αἰώνιο καὶ γι’ αὐτὸ ὁ τρόπος τῆς σχέ­σεως αὐτῶν τῶν δύο θὰ ἀποτελέση καὶ τὸ πρόκριµα γιὰ τὴν ποιότητα τῆς αἰωνίου ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου.

Ἡ ψυχὴ ἐνεργεῖ µὲ ὅλες τὶς δυνάµεις της καὶ ἡ ἐνέργειά της µεταδίδεται σὲ κάθε κύτταρο τοῦ ἀνθρωπίνου σώµατος καὶ καταγράφεται, ἀφοῦ ἡ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς εἶναι αὐτὴ ποὺ διαπλάθει τὸ κάθε ἀπειροελάχιστο σηµεῖο τοῦ σώµατος, ἐφ’ ὅσον ἡ ψυχὴ ἔχει τὴν ζωὴ καὶ αὐτὴ θέτει σὲ λειτουργία ὅλον τὸν σωµατικὸ µηχανισµὸ «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» ἕως ὅτου ὁ Θεὸς τὴν καλέση νὰ ἀποχωρισθῆ προσωρινὰ τὸ σῶµα της µέχρι τῆς Κοινῆς Ἀναστάσεως.

Ἡ λειτουργία τοῦ σώµατος µέσῳ τῆς ψυχῆς εἶναι αὐταπόδεικτη, καθ’ ὅτι µὲ τὸν χωρισµό της, τὸ σῶµα, γίνεται πλέον πτῶµα. Εἶναι αὐ­τα­πόδεικτη, τοὐλάχιστον γιὰ τοὺς πιστούς, ποὺ γνωρίζουν καὶ ἀποδέχονται ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπαρτίζεται ἀπὸ σῶµα καὶ ψυχή.

Ἡ καταγραφή, ὅµως, στὰ κύτταρά µας κάθε ἐνέργειάς µας δὲν εἶναι αὐτονόητη ἀλλὰ µέχρι χθὲς προέκυπτε µόνο ἀπὸ τὴν Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας µας, σήµερα δὲ διαπιστώνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστήµη, ἡ ὁποία ἐντοπίζει καταγραφὲς –κυρίως τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τῆς καρδιᾶς– ποὺ ἔχουν σχέση µὲ τὴν ἠθικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, (ὅπως τάσεις ἀλκοολισµοῦ, κλεπτοµανίας, µοιχείας κ.ἄ.), ἀλλὰ καὶ µὲ τὴν ἐν γένει κατάσταση τῆς προσωπικότητός του (ὅπως σχιζοφρένεια ἢ διπολικὴ διαταραχή, κατάθλιψη κ.ἄ.).

Ἡ Θεολογία µας, ἡ πηγὴ καὶ τὸ κριτήριο κάθε Ἐπιστήµης µὲ τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ µᾶς εἶχε φανερώσει ὅτι µετέχει καὶ τὸ σῶ­µα µας σὲ κάθε ἁµαρτία, παρ’ ὅτι κάθε ἁµαρτία ἐνεργεῖται µὲ τὴν κα­θο­­δή­γηση καὶ ἐπιταγὴ τῆς ψυχῆς µας καὶ ὅτι οἱ ἐκτὸς τῶν ὁδηγιῶν τοῦ Θεοῦ ἐ­νέρ­γειες τῆς ψυχῆς καταγράφονται καὶ στὰ κύτταρα τοῦ σώ­µα­τός µας καὶ τὸ µολύνουν, ὅπως, βεβαίως, καταγράφονται καὶ οἱ σύµ­φω­νες µὲ τὸ θέληµά Του καὶ ἁγιάζουν τό σῶµα µας. Γι’ αὐτὸ ἡ Ὑµνο­λο­γί­α µας, ποὺ εἶναι «ὑποµνηµατισµὸς τῆς Ἁγίας Γραφῆς», ψάλ­λει ὅτι κατὰ τὴν Β΄ Παρουσία τοῦ Χριστοῦ µας «βίβλοι ἀνοίγονται καὶ τὰ κρυπτὰ δηµοσιεύονται», µία ἀλήθεια ποὺ ἀκόµη καὶ ἡ διατύπωσή της ἐπαλη­θεύεται σήµερα ἀπὸ τοὺς ἐπιστήµονες, οἱ ὁποῖοι ὁµιλοῦν γιὰ τὴν «ἀνά­γνωση τοῦ DNA» κάθε ἀνθρώπου, παρ’ ὅτι, βεβαίως πρόκειται γιὰ ἀτελεστάτη ἀνάγνωση στιγµιοτύπων καὶ ὄχι γιὰ τὴν πλήρη ἀνάγνωση ποὺ γίνεται µὲ τὰ µάτια τοῦ Θεοῦ, στὰ ὁποῖα δὲν ἐξετάζεται µόνο τὸ σῶµα ἀλλὰ συνεξετάζεται ἡ ψυχή, ὁπότε ἡ ὁρατότητα σὲ σύγκριση εἶ­ναι µεταξὺ ἡµέρας καὶ νυκτὸς καὶ ἀπείρως µεγαλύτερη!

Ἡ συµπεριφορά µας, λοιπόν, οἱ ψυχοσωµατικὲς ἐνέργειές µας, δηλαδὴ ὁ χαρακτήρας µας, χαράσσονται καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶµα µας καὶ µᾶς προσδίδουν τὴν εἰκόνα ποὺ µᾶς ἐκφράζει καὶ ποὺ ἀνταποκρίνεται στὴ ζωὴ ποὺ κάνουµε. Γι’ αὐτό καὶ κατὰ τὴν Θ. Λειτουργία παρακαλοῦµε λέγοντες πρὸς τὸν Θεὸν «ἁγίασον ἡµῶν τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώµατα».

Ἡ ἁπλῆ ψυχή, ποὺ ζεῖ σύµφωνα µὲ τὸ Θέληµα τοῦ Θεοῦ, µετα­δί­δει αὐτὴν τὴν ἁπλότητα καὶ στὸ σῶµα καὶ τὸ καθιστᾶ ἀµέριµνο, γαλήνιο καὶ ἀνενδεές. Ἡ ψυχὴ ποὺ ἐνεργεῖται ἀπὸ τὴν ἰδιοτροπία τοῦ αὐτεξουσίου της, ἐρήµην τῶν Ὁδηγιῶν τοῦ Θεοῦ, µεταδίδει στὸ σῶµα της αὐτὴν τὴν ἰδιοτροπία, τὴν στριφνότητα, τὸ καθιστᾶ «στραγγαλιῶδες» (=δαιδαλῶδες), µὲ ἀποτέλεσµα τὴν ροπὴ σὲ κάθε µορφῆς ἀσθένεια. Ἂς θυµηθοῦµε τὴν παραδοχὴ ποὺ κάνουµε ὅταν ψάλλουµε τὴν Παράκληση στὴν Παναγία µας «ἀπὸ τῶν πολλῶν µου ἁµαρτιῶν ἀσθενεῖ τὸ σῶµα ἀσθενεῖ µου καὶ ἡ ψυχή».

Βεβαίως, ἀπὸ ἀσθένειες προσβάλλονται καὶ οἱ ἅγιοι, ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ «περίκεινται ἀσθένειαν», ὡς ἀποτέλεσµα τῆς θνητότητος. Ὅµως ἡ αἰτία τῶν ἀσθενειῶν τῶν ἁγίων δὲν εἶναι ἀποτέλεσµα τῆς κακῆς λει­τουρ­γίας τῆς ψυχῆς τους ἀλλὰ ὀφείλονται εἴτε σὲ πειρασµὸ προκα­λού­µενον ἀπὸ τοὺς δαίµονες –τὸν ὁποῖο ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τοὺς λαµπρύνη, νὰ τοὺς προβάλη σὲ ὅλους µας ὡς παραδείγµατα ὑποµονῆς καὶ Πίστεως καὶ νὰ τοὺς δώση καὶ τὸν µισθὸν τοῦ µάρτυρος– εἴτε ὀφείλονται σὲ ἑκούσια ἀναδοχὴ ἐπιτιµίων τῶν πνευµατικῶν τους τέκνων.

Ἡ ἀλήθεια τῶν διατυπώσεών µας ἐνισχύεται καὶ ἀπὸ τὶς ἀποκαλύψεις ποὺ µᾶς ἔκαµαν σύγχρονοι ἅγιοι Πατέρες µας ποὺ µετέσχον ἐµπειρικὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ ἐνῶ ἦσαν ἀκόµη ἐν ζωῇ. Ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, πλειστάκις ὁµίλησε γιὰ τὶς ἐπιπτώσεις τοῦ κακοῦ χαρακτῆρα, ὄχι µόνο στὴν ψυχὴ ἀλλὰ καὶ στὸ σῶµα. Μεταξὺ ἄλλων, ἔλεγε καὶ γιὰ τὴν ἀσθένεια τῆς ἐποχῆς µας τὸν καρκῖνο, ὅτι πολλὲς φορὲς προκαλεῖται –ἰδίως στὶς γυναῖκες– ἐπειδὴ ἔχουν ἐ­γω­κεν­τρι­κὸ χαρακτῆρα καὶ θέλουν νὰ γίνονται ὅλα τὰ θελήµατά τους, σύµφωνα µὲ τὶς ἰδιοτροπίες τους! Ἐπίσης ὁ ἅγιος Γέροντάς µας, ὁ π. Σίµων Ἀρβανίτης συχνὰ µᾶς περιέγραφε τὸ πῶς οἱ ἄτακτες κινή­σεις τῆς ψυχῆς µας κακοποιοῦν καὶ τὸ σῶµα µας. Χαρακτηριστικὰ µᾶς ἔλεγε: «Ἂν µπορούσατε νὰ ἰδῆτε τὶ ὑφίσταται τὸ στοµάχι ἀπὸ τὸν θυµό, δὲν θὰ θυµώνατε ποτέ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θυµώνη, τὰ γαστρικὰ ὑγρὰ πλήττουν σὰν µαστίγιο τὰ τοιχώµατα τοῦ στοµάχου καὶ τοῦ προκαλοῦν ἕλκη. Ἰδίως ὅταν ὁ ἄνθρωπος νηστεύη καὶ δὲν ἔχει ἰσχυρὸ περιεχόµενο τροφῆς τὸ στοµάχι του, τότε ἡ φθορὰ εἶναι πολὺ µεγαλύτερη». Καὶ κατέληγε: «Νηστεία καὶ θυµὸς εἶναι τὸ χειρότερο ποὺ µπο­ρεῖ νὰ κάνη ὁ ἄνθρωπος καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ γιὰ τὸ σῶµα του»!

Ἡ καθηµερινὴ συµπεριφορά µας, λοιπόν, διαµορφώνει «ἡµέρᾳ τῇ ἡµέρᾳ» τὸν χαρακτῆρα µας,χαράσσοντας καὶ στὸ σῶµα καὶ στὴν ψυχή µας αὐτὴν τὴν συµπεριφορά, ἡ ὁποία µὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου γίνεται συνήθεια. Καὶ ἡ συνήθεια γίνεται «δευτέρα φύσις» καὶ ἀποτυπώνεται βαθειὰ στὰ κύτταρά µας καὶ δηµιουργεῖ δρόµο “καλοστρωµένον”, ὥστε ἡ ψυχὴ νὰ ρέπη πολὺ πιὸ εὔκολα, δηλαδὴ νὰ τῆς φαίνεται φυσικὴ αὐτὴ ἡ συµπεριφορά, ἀφοῦ οἱ γραµµώσεις, τὰ χαράγµατα τοῦ σώµατος τὴν παρασύρουν χωρὶς κόπο στὴν ἐκδήλωσή της αὐτήν. Ἡ «ἕξις (ὡς) δευτέρα φύσις» εἶναι αὐτονόητο πὼς προξενεῖ µεγάλη δυ­σκολία στὴν ψυχή, ἀφοῦ ὁ καθένας µας πέραν τῶν δυσκολιῶν τῆς ψυχῆς µας ἔχουµε νὰ ἀντιµετωπίσουµε καὶ τὶς ροπὲς τῶν κυττάρων τοῦ σώµατός µας, ποὺ συνασπίζονται, δηµιουργῶντας «πλατείαν καὶ εὐ­­ρύ­­χω­ρον τὴν ὁδὸν» τῆς συµπεριφορᾶς µας, πού, τελικά, ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια.

Ἡ κακὴ σωµατικὴ κληροδοσία, ὀλισθηρὰ ὁδὸς τῆς ψυχῆς

Μετὰ τὰ ἀνωτέρω ἐκτεθέντα γίνεται σαφὲς ὅτι τὸ ἄθροισµα τῆς συµπεριφορᾶς τοῦ καθενός µας, ποὺ ἐκδηλώνεται σὲ κάθε µας στιγµὴ ὡς χαρακτήρας µας, ἀποτελεῖ καὶ τὴν σωµατικὴ κληροδοσία ποὺ προ­σφέρουµε στοὺς ἀπογόνους µας κατὰ τὴν στιγµὴ τῆς συλλήψεώς τους. Οἱ πατέρες µέσῳ τοῦ σπέρµατός µας καὶ οἱ µητέρες µέσῳ τοῦ ὠαρίου τους. Τὰ σπερµατοζωάρια καὶ τὰ ὠάρια περιέχουν συµπυκνωµένη τὴν ἀποτύπωση τῆς συµπεριφορᾶς, δηλαδὴ τοῦ χαρακτῆρος τῶν γονέων, ὅπως ἔχει χαραχθεῖ στὸ κάθε κύτταρό τους ἕως ἐκείνης τῆς στιγµῆς καί, συνεπῶς, τὸ συλληφθὲν λαµβάνει ἀπ’ ἐκείνης τῆς ὥρας ὡς σωµατικὴ κληρονοµία ἀπὸ τοὺς γονεῖς του τὸ ἄθροισµα τῶν κυτταρικῶν τους (=τῶν σωµατικῶν) καταγραφῶν καὶ τὶς ροπὲς ποὺ αὐτὲς οἱ καταγραφὲς συνεπάγονται καὶ ἀπὸ τὸν Θεόν µας λαµβάνει ὡς κληρονοµίαµίαἄσπιλη, ἀµόλυντη καὶ παρθενικὴ ψυχή.

Στὸ σηµεῖο αὐτό, καθοριστικὸ λόγο ἔχει ἡ προαίρεση τοῦ ἄρτι συλληφθέντος ἐµβρύου. Δηλαδὴ ἡ ἐκλογὴ ποὺ θὰ κάνη µέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν κληρονοµουµένων στοιχείων, ὄχι µόνο τῶν γονέων –ποὺ εἶναι, βεβαίως, ἐντονώτερα– ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων προγόνων, ἁγίων καὶ ἀθλίων, τοῦ οἰκογενειακοῦ δένδρου.

Ἡ προαίρεση, ἡ προεκλογή, ἡ ἐπιθυµία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐπιλέξη ποῦ θέλει νὰ ἀνήκη γίνεται µὲ τὸ αὐτεξούσιό του καὶ προηγεῖται τῆς γνώσεως καὶ τῶν πληροφοριῶν, ὅπως µᾶς ἀποκαλύπτει ἡ Ἁγία Γραφή: «πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον ἀγαθὸν ἢ κακὸν (ἐκλέγει)» (Ἡσ. 7,16). Καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος µᾶς διευκρινίζει ὅτι ἡ προαίρεση, «τὸ προαιρεῖσθαι τὸ ἀγαθὸν ἢ τὸ κακὸν εἶναι χαρακτὴρ τοῦ αὐτεξουσίου» («Τὸ γνῶθι σαὐτόν» σελ. 84) καὶ τὸ «αὐτεξούσιον εἶναι ὁ ἠθικὸς χαρακτὴρ παντὸς ἀνθρώπου» (ὅ.ἀ), δηλαδὴ ἐνεργεῖ ἀσχέτως τῆς λειτουργίας τοῦ ἐγκεφάλου. Ἐξ ἄλλου, ἐὰν γιὰ τὸ αὐτεξούσιον καὶ τὴν προαίρεση ἀπαιτεῖται ἐγκέφαλος, τότε µετὰ τὸν θάνατὸ µας, ποὺ ὁ ἐγκέφαλός µας σαπίζει, θὰ ἔπρεπε νὰ µὴν ἔχουµε πλέον αἴσθηση τῆς ὑπάρξεώς µας καὶ τῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖο –τοὐλάχιστον γιὰ µᾶς τοὺς πιστοὺς– εἶναι ἀδιανόητον!

Ἡ ἐν συνεχείᾳ γνώση τοῦ ἀνθρώπου προσφέρεται γιὰ νὰ ἐνισχύ­ση τὴν κατὰ Θεὸν διαµόρφωση τῆς προαιρέσεως, ἀλλά, ὅπως ἔχει ἀπο­δει­χθεῖ πλέον καὶ ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἡ γνώ­ση ὠφελεῖ µόνο τοὺς «σοφοὺς» καὶ ὄχι τοὺς «κακούς», δηλαδὴ τοὺς κακοπροαιρέτους, κατὰ τὸ Γραφικόν: «µὴ ἔλεγχε κακοὺς ἵνα µὴ µισήσωσί σε, ἔλεγχε σοφὸν καὶ ἀγαπήση σε» (Παροιµ. 9,8).

Οἱ διαφορετικὲς προαιρέσεις τῶν παιδιῶν µιᾶς οἰκογένειας εἶναι ἡ αἰτία ποὺ δὲν λαµβάνουν ὅλα τὰ ἀδέλφια τὰ ἴδια ψυχοσωµατικὰ στοι­­χεῖα τῶν γονέων τους, δηλαδή, οὔτε τὶς ροπὲς στὴν σωµατικὴ πα­­θο­­λο­γία τῶν γονέων τους, οὔτε τὶς ἐκδηλώσεις τοῦ χαρακτῆρος τους. Γι’ αὐτὸ τὰ ἀδέλφια διαφέρουν µεταξύ τους, καὶ στὴν σωµατικὴ διάπλαση καὶ παθολογία, ἀλλὰ καὶ στὸν χαρακτῆρα, παρ’ ὅτι εἶναι παι­διὰ τῶν ἴδιων γονέων.

Αὐτὸ τὸ σηµεῖο θὰ τὸ ἀναπτύξουµε, σὺν Θεῷ, καὶ σὲ ἄλλες ἑνότητες τοῦ θέµατός µας γιατὶ ἔχει πολύπλευρη ἐπαλήθευση, ὡστόσο, σ’ αὐτὴν τὴν ἑνότητά µας τὸ θέσαµε πιὸ ἀναλυτικὰ διότι εἶναι καθοριστικὸ γιὰ τὸν προσδιορισµὸ τῆς κληρονοµικότητος. Βεβαίως, πρέπει νὰ τονισθῆ γιὰ πολλοστὴ φορὰ ὅτι οἱ γονεῖς ἐπιδροῦν γενετικὰ µό­νο στὸ σῶµα τοῦ νεοσυλληφθὲντος ἐµβρύου. Ὅµως ἂν ἡ σωµατικὴ καταγραφὴ τοῦ χαρακτῆρος τῶν γονέων εἶναι κακὴ ἐν σχέσει µὲ τὸ ὑγιὲς ποὺ ὁρίζει ὁ Θεός, στὴν περίπτωση αὐτὴ οἱ γονεῖς προβάλλουν διὰ τῆς σωµατικῆς κληροδοσίας τους ἐµπόδια στὴν ἄµεµπτη ψυχὴ τοῦ ἐµβρύου καὶ τὴν δυσκολεύουν, ἀφοῦ ἡ νέα καὶ ἄσπιλη ψυχὴ ἑνώ­νε­ται µὲ τὸ προσφερόµενο ἀπὸ τοὺς γονεῖς σωµατικὸ µέρος καὶ πα­ρα­σύ­ρεται –ἄπειρη οὖσα– νὰ ἐναρµονισθῆ µὲ τὶς στρεβλὲς γραµµώσεις, ποὺ οἱ ψυχὲς τῶν γονέων τοῦ νεοσυλληφθέντος ἔχουν χαράξει µὲ τὴν κακὴ λειτουργία τῆς ψυχῆς τους ἐπάνω στὰ κύτταρα τοῦ σώµατός τους τὰ ὁποῖα καὶ κληροδοτοῦν στὸ παιδί τους.

Ὅµως, πρὶν ὁλοκληρώσουµε αὐτὴν τὴν ἑνότητα πρέπει νὰ διευκρινήσουµε ὅτι ἡ κακὴ σωµατικὴ γονικὴ κληρονοµία µας –πέραν τῆς προαιρέσεώς µας ποὺ εἶναι καταλυτικὴ– µπορεῖ νὰ ἀποτιναχθῆ µὲ τὴν ἐνσυνείδητη κατὰ Θεὸν πορεία µας, µέχρι τοῦ σηµείου νὰ ἀλλάξη καὶ τὸ σωµατικό µας DNA, ἀφοῦ, ὅπως προείπαµε, τὸ σῶµα µας δὲν διαµορφώνεται χωρὶς τὴν λειτουργία τῆς ψυχῆς.

Στὸ σύγγραµµατῶν T.B. Franklin καὶ I.M. Mansuy «Epigenetic inheritance in mammals: evidence for the impact of adverse environmental effects», Neurobiol Dis, 39:61-65, 2010, ὅλα αὐτὰ ἐπιβεβαιώνονται. Διαβάζουµε:

«Τὸ ἐπιγονιδίωµα ἀντιπροσωπεύει τὸ σύνολο τῶν τροποποιήσεων τῆς χρωµατίνης. Πρόκειται γιὰ ἕνα βασικὸ µηχανισµὸ ρύθµισης τοῦ γονιδιώµατος ὁ ὁποῖος εἶναι ἐξαιρετικὰ εὐαίσθητος σὲ περιβαλλοντικὲς συνθῆκες, ἀντιδρᾶ ἄµεσα σὲ αὐτὲς καὶ συνίσταται σὲ τροποποιήσεις ἀφ’ ἑνὸς τῶν ἱστονῶν καὶ ἀφ’ ἑτέρου τοῦ DNA, ποὺ ὀνοµάζονται µεθυλιώσεις, οἱ ὁποῖες ὅµως δὲν ἀλλάζουν αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν τὴν ἀλληλουχία τῶν βάσεων. Ἡ µεθυλίωση εἶναι ἡ προσθήκη µιᾶς µεθυλοµάδας σὲ µιὰ βάση (συνήθως κυτοσίνη) καὶ ἔχει ὡς ἀποτέλεσµα τὴ σίγαση τοῦ γονιδίου ποὺ περιέχει τὴ συγκεκριµένη βάση.

Μέχρι πρόσφατα ἡ ἐπιστηµονικὴ κοινότητα πίστευε ὅτι προκειµένου νὰ διασφαλίζεται ἡ κατάλληλη κυτταρικὴ ἀνάπτυξη καὶ διαφοροποίηση στὰ θηλαστικά, τὸ ἐπιγονιδίωµα διαγραφόταν πλήρως ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά. Ὡστόσο, αὐτὴ ἡ ἀντίληψη ἔχει καταρριφθεῖ ἀφοῦ ἀρχίζουν νὰ ἐµφανίζονται µὲ µεγάλη συχνότητα ἀναφορὲς ποὺ δείχνουν ὅτι οἱ ἐπιγενετικὲς τροποποιήσεις κληρονοµοῦνται.

Ἕνα ἀπὸ τὸ πολλὰ παραδείγµατα ἀποτελεῖ τὸ πείραµα τῆς ὁµάδας τοῦ Roth [Roth, T.L., et al., 2009. Lasting epigenetic influence of early-life adversity on the BDNF gene. Biol. Psychiatry] οἱ ὁποῖοι ὑπέβαλαν νεογέννητα ποντίκια σὲ κακοποίηση βάζοντάς τα στὸ ἴδιο κλουβὶ µἄλλο θηλυκὸ ποντίκι ποὺ δὲν ἦταν βιολογική τους µητέρα. Τὰ νεογέννητα αὐτὰ ποντίκια παρουσίασαν µειωµένη ἔκφραση τῆς πρωτεΐνης BDNF ὁποία ὀφείλετο στὴν αὐξηµένη µεθυλίωση τοῦ ἀντίστοιχου γονιδίου. Οἱ ἀπόγονοι τῶν θηλυκῶν ποὺ εἶχαν ἐκτεθεῖ σὲ κακοποίηση κατὰ τὰ πρῶτα στάδια τῆς ζωῆς τους, παρουσίασαν ἐπίσης αὐξηµένη µεθυλίωση τοῦ γονιδίου BDNF.

Αὐτὸ ἀποδεικνύει, ὅτι ἕνας περιβαλλοντικὸς παράγοντας µπορεῖ νὰ µεταβάλει τὸν τρόπο ποὺ λειτουργεῖ τὸ γενετικὸ ὑλικὸ καὶ αὐτὴ µεταβολὴ µετατρέπεται σὲ κληρονοµήσιµο χαρακτηριστικὸ τὸ ὁποῖο περνάει στὴν ἑπόµενη γενεά».

Τὸ ἐπιστηµονικὸ πειραµατικὸ εὕρηµα ποὺ παραθέσαµε, ἐπιβεβαι­ώνει τὴν ἀλήθεια, ποὺ Ἐκκλησία µας ἐδῶ καὶ χιλιετίες διακηρύσσει ἀλλὰ καὶ ἔχει ἀποδείξει στὴν πράξη, ἀφοῦ τελῶνες, πόρνες, κακοποιοί, δολοφόνοι, µτὴν µετάνοιά τους καὶ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ χαρακτῆρα τους, ἔγινανἅγιοι.

Δηλαδή, σύγχρονη ἐπιστήµη συµφωνεῖ καὶ δικαιώνει τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἐκκλησία µας, ἀφοῦ ἀποδεικνύει, ὅτι µτὴν ἀγωγὴ καὶ τὴν ἀλλαγὴ συνθηκῶν καὶ συνηθειῶν ἀλλάζει ἀκόµη καὶ τὸ σωµα­τικό µας DNA!

π. Βασίλειος. Βολουδάκης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 156-157

Αὔγουστος-Σεπτέμβριος 2015