ΟΠΟΙΟΣ ΣΠΕΡΝΕΙ ΑΝΕΜΟΥΣ, ΘΕΡΙΖΕΙ ΘΥΕΛΛΕΣ

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι –ἤ, τοὐλάχιστον, οἱ περισσότεροι– θέλουµε νὰ πιστεύουµε ὅτι ἔχουµε πάντα δίκιο, ὅτι εἶναι οἱ ἄλλοι ποὺ µᾶς ἀδικοῦν καὶ µᾶς ἐκµεταλλεύονται, µᾶς κακοµεταχειρίζονται καὶ δὲν ἀναγνωρίζουν τὴν ἀξία µας. Εἶναι ἐλάχιστοι καὶ ξεχωριστοὶ ἐκεῖνοι οἱ λίγοι ποὺ ἐξετάζουν τὴ δική τους συµπεριφορὰ µὲ ἀντικειµενικότητα, φέρνοντας τὸν ἑαυτό τους στὴ θέση τοῦ ἀποδέκτη τῆς συµπεριφορᾶς τους, δηλαδή, µὲ ἄλλα λόγια ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, νὰ µὴν κάνουν στοὺς ἄλλους αὐτὸ ποὺ δὲν θέλουν νὰ τοὺς κάνουν.

Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς λαούς. Γιατί καὶ οἱ λαοὶ ἔχουν ὁ καθένας τὸν χαρακτῆρα του –πρᾶγµα ἀπόλυτα φυσικό, ἀφοῦ ἀποτελοῦνται ἀπὸ ἕνα σύνολο ἀνθρώπων µὲ κοινὰ φυλετικὰ γνωρίσµατα– κι αὐτὸ φαίνεται πολὺ καθαρά, ἂν κανεὶς ἀσχοληθεῖ νὰ µελετήσει τὴ ζωὴ καὶ τὴ συµπεριφορά τους µέσα στοὺς αἰῶνες τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους.

Ὅπως, λοιπόν, οἱ µεµονωµένοι ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ οἱ λαοί, καµαρώνουν γιὰ τὶς ἀρετές τους, χαίρονται µὲ τὶς ἐπιτυχίες τους καὶ τὶς γιορτάζουν καὶ θρηνοῦν τὶς ἀποτυχίες καὶ τὶς καταστροφές τους, προσπαθῶντας νὰ τὶς δικαιολογήσουν µὲ τὸ νὰ αἰτιῶνται τοὺς ἐχθροὺς ποὺ τὶς προκάλεσαν. Σπάνια κάποιοι λίγοι συνειδητοποιοῦν πὼς ὁ µεγαλύτερος ἐχθρὸς ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ ἑνὸς λαοῦ, δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του!

Ὁ µήνας Ἀπρίλιος –τὸν ὁποῖο οἱ Ἕλληνες ὀνόµαζαν Ξανθικὸ– ἔχει δύο ἐπετείους, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ προβληµατίσουν πολὺ τὸν δικό µας λαό. Ἡ µία εἶναι ἡ σφαγὴ τῶν Λατίνων τῆς Κωνσταντινούπολης, ποὺ ἔγινε τὸ 1182 καὶ ἡ ἄλλη ἡ πτώση τῆς Βασιλεύουσας στοὺς Φράγκους, εἰκοσιδύο χρόνια ἀργότερα, τὸ 1204.

Ἡ σφαγὴ τῶν Λατίνων εἶναι ἕνα γεγονὸς τὸ ὁποῖο θὰ πρέπει νὰ µᾶς προβληµατίσει πολύ. Ὁ φθόνος, ἡ ἁρπαχτικότητα καὶ τὸ µίσος ποὺ ἔδειξε ἡ Δύση γιὰ τὴν Ἀνατολικὴ Ρωµαϊκὴ αὐτοκρατορία, εἶναι ὁπωσδήποτε µιὰ πραγµατικότητα. Μέχρι ποιὸ σηµεῖο ὅµως, αὐτὰ τὰ ἀρνητικὰ αἰσθήµατα εἶχαν µιὰ δικαιολογία; Ὅπως συµβαίνει καὶ µὲ τὶς διαφωνίες τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι καὶ µὲ τὶς διαφωνίες τῶν λαῶν, ἡ ἀνυποχώρητη ἀδιαλλαξία ποὺ ὑποδαυλίζει τὰ πάθη ἀντὶ νὰ τὰ κατασιγάσει, δὲν ἔχει ποτὲ καλὸ ἀποτέλεσµα.

Στὴ δική µας περίπτωση, ἡ Ἀνατολικὴ αὐτοκρατορία, στὴν ἀρχή, καταφρόνεσε τὴ Δύση ποὺ στάθηκε ἀδύναµη νὰ ἀντισταθεῖ στὰ νεαρὰ βαρβαρικὰ φύλα καὶ ὑποτάχτηκε. Ἡ πολυπλοκότητα τῆς ἐξευγενισµένης διανόησης, τῆς ἐκπαιδευµένης τόσα χρόνια στὴ φιλοσοφία, στὶς ἐπιστῆµες, στὶς τέχνες, ἀντιµετώπιζε µὲ εἰρωνικὸ χαµόγελο τοὺς ἄξεστους βάρβαρους ποὺ δὲν ἤξεραν οὔτε τοὺς στοιχειώδεις κανόνες συµπεριφορᾶς καὶ καθαριότητας. Καὶ τοὺς ὑποτίµησε!

Ὕστερα ὅµως ἀπὸ λίγο, βλέποντας τὸ πεῖσµα καὶ τὴν πρόοδό τους, ἀκόµα καὶ τὴ συµµόρφωσή τους σὲ κάποιους δικούς τους εὐγενικοὺς κανόνες, ἄρχισε νὰ τοὺς θαυµάζει. Καὶ τέλος, ὅταν γνώρισε τὸ συνδυασµὸ τῆς ἀλαζονείας καὶ τῆς ὠµῆς βίας µὲ τὰ ὁποῖα τὸ Δυτικὸ πνεῦµα ἀντέδρασε στὴν καταφρόνια τῆς Ἀνατολῆς, τοὺς φοβήθηκε!

Γιὰ νὰ συγκεκριµενοποιήσουµε τὸ πρᾶγµα –ἴσως ἁπλουστεύοντάς το λίγο– ὥστε νὰ γίνει κάπως καλύτερα κατανοητό, ἂς πάρουµε γιὰ παράδειγµα τὴ δυναστεία τῶν Κοµνηνῶν, τότε ποὺ ἡ Ἀνατολὴ ἄρχισε νὰ γεύεται πιὸ ἔντονα τὴν παρουσία τῆς Δύσης, λόγῳ τῆς µεγάλης µετανάστευσης τῶν δυτικῶν λαῶν πρὸς τὴν Ἀνατολή, µὲ τὸ φαινόµενο τῶν σταυροφοριῶν.

Ὁ πρῶτος τῆς δυναστείας τῶν Κοµνηνῶν, ὁ Ἀλέξιος, ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ ἀντιµετώπισε τὰ στίφη τῆς Α΄σταυροφορίας! Τὰ ἀντιµετώπισε ἔχοντας πεποίθηση στὴν ἐξυπνάδα καὶ τὴν πανουργία του, τοὺς «ἔπαιξε» σὰν τὴ γάτα µὲ τὸ ποντίκι, ἐνῶ οἱ δέσποινες τῆς Αὐλῆς του –ὅπως πολὺ χαρακτηριστικὰ περιγράφει ἡ διάσηµη κόρη του, Ἄννα Κοµνηνῆ– σχεδὸν λιποθυµοῦσαν ἀπὸ τρόµο βλέποντας τοὺς γιγαντόσωµους, ἄξεστους, ἄπλυτους βάρβαρους µέσα στὰ µάρµαρα καὶ τὴ χρυσὴ πολυτέλεια τῶν παλατιῶν καὶ κρατοῦσαν τὰ ἀρωµατισµένα µαντηλάκια τους µπροστὰ στὴ µύτη τους γιὰ νὰ ἀντέξουν τὴ βρῶµα καὶ νὰ κρύψουν τὴν ἀπέχθεια γιὰ τὴν ἀπαράδεκτη συµπεριφορά τους. Ὡστόσο, ἡ πρώτη ἐπαφὴ ἔγινε, τὸ ἀδιανόητο πραγµατοποιήθηκε, κι οἱ δυὸ κόσµοι ἀνακάλυψαν τὴν ἀπώθηση καὶ τὴ γοητεία ποὺ ἀσκοῦσε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον.

7Ὁ γιὸς τοῦ Ἀλέξιου, ὁ δεύτερος τῆς δυναστείας τῶν Κοµνηνῶν, ὁ Ἰωάννης, δὲν συµπάθησε καθόλου τοὺς λαοὺς τῆς Δύσης καὶ προσπάθησε νὰ τοὺς κρατήσει µακριὰ ἀπὸ τὴν αὐτοκρατορία του καὶ νὰ πάρει πίσω τὰ ἐδάφη του ἀπὸ αὐτούς. Δὲν κατάφερε ὅλα ὅσα ἤθελε καί, κυρίως δὲν µπόρεσε νὰ περιορίσει τὴν ἁρπαχτικὴ διάθεση τῶν Ἐνετῶν, ποὺ καλόβλεπαν τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου. Ὡστόσο ὅµως κατάφερε νὰ τοὺς κρατήσει σὲ ἀπόσταση καί, κυρίως, νὰ τοὺς ἐµπνεύσει φόβο καὶ σεβασµό.

Λίγο µετὰ τὸ θάνατό του, ὅµως, ὁ γιὸς καὶ διάδοχός του Μανουήλ, ἀντιµετώπισε τὸ κῦµα τῆς Β΄ σταυροφορίας καί, τελικά, προχωρῶντας στὴν ἡλικία, γοητεύτηκε τόσο ἀπὸ τὸν κώδικα τῆς δυτικῆς ζωῆς, ὥστε ὑποδουλώθηκε σ’ αὐτήν, πρᾶγµα ποὺ προκάλεσε ἔντονες ἀντιδράσεις σὲ ὅλες τὶς τάξεις τοῦ λαοῦ ἀλλὰ καὶ τῆς Αὐλῆς του. Σ’ αὐτὸ βοήθησε καὶ ἡ δεύτερη γυναίκα του, ἡ Μαρία τῆς Ἀντιόχειας, µιὰ γυναῖκα ποὺ ἔγινε ἀντιπαθητικὴ σὲ εὐγενεῖς καὶ λαὸ καὶ ποὺ ὅλοι τὴν ἀποκαλοῦσαν «ἡ Φράγκισσα»!

Ἡ ζωὴ τοῦ Μανουὴλ κατέστρεψε, µέσα σὲ λίγα χρόνια, ὅ,τι εἶχε περισώσει µὲ δυσκολία ὁ παπποὺς καὶ ὁ πατέρας του. Τὸν καιρὸ ποὺ πέθανε, ἡ αὐτοκρατορία ζοῦσε τὸ πιὸ χαµηλὸ σηµεῖο παρακµῆς, ἠθικῆς, στρατιωτικῆς καὶ οἰκονοµικῆς. Οἱ Τοῦρκοι κατέστρεψαν ἀνεπανόρθωτα τὴ δύναµη τοῦ στρατοῦ µὲ τὴ νίκη τους στὸ Μυριοκέφαλο, οἱ ἀλόγιστες σπατάλες –καὶ ἡ καταστροφὴ τοῦ Μυριοκέφαλου– ἐξαθλίωσε τὰ ἀνθηρὰ οἰκονοµικὰ τοῦ κράτους καὶ ἡ δυτικολατρεία τοῦ εἶχε δώσει ὅλες τὶς κρατικὲς θέσεις–κλειδιὰ σὲ δυτικούς, ποὺ τὶς ἐκµεταλλεύονταν. Ὅταν πέθανε, δὲν ἄφησε οὔτε κἂν διάδοχο, ἀλλὰ ἕνα ἀνήλικο παιδί, ποὺ τὸ κηδεµόνευε ἡ µισητὴ ἀπὸ ὅλους µητέρα του.

Τὸ µῖσος ξεχείλισε ὅταν φάνηκε στὴν ἀπέναντι ἀκτὴ τῆς Πόλης ἕνας ἄλλος Κοµνηνός, αὐτὸς ποὺ ἦταν ἀνέκαθεν σφόδρα ἀντιδυτικός, ὁ ἐξάδερφος του Μανουήλ, ὁ Ἀνδρόνικος, ἕνας γερο-πολέµαρχος µὲ ταραγµένη καὶ παραµυθένια ζωή, ἡράκλεια δύναµη καὶ πολὺ γοητευτικὴ καὶ παράξενη προσωπικότητα. Αὐτὸς ἔδωσε διέξοδο στὸ µῖσος τοῦ ὄχλου, δίνοντάς τους τὴν ἐλευθερία νὰ ξεχυθοῦν στὶς λατινικὲς συνοικίες τῆς Πόλης καὶ τοῦ Γαλατᾶ, σκοτώνοντας ὅποιον ἔβλεπαν, ἀδιάκριτα καὶ λεηλατῶντας τὰ πάντα.

Οἱ µεγάλοι χαµένοι ἦταν οἱ Ἐνετοί, γιατί ἀρκετοὶ Γενοβέζοι εἶχαν προλάβει νὰ µποῦν στὰ πλοῖα καὶ νὰ καταφύγουν στὰ Πριγκιπονήσια καὶ στὴν Πρώτη, ὅπου, µάλιστα ἔκαψαν καὶ λεηλάτησαν κάποια µοναστήρια ἐκεῖ, σὰν ἀντίποινα. Κάποιοι, µάλιστα Γενοβέζοι, ἑνώθηκαν µὲ τὸ πλῆθος καὶ συµµετεῖχαν στὴ σφαγὴ τῶν Ἐνετῶν καὶ ἐκεῖνοι καί, µάλιστα, µὲ  µεγάλη ἀγριότητα.

Ἀπὸ τότε καὶ µετά, ἡ παρακµὴ καὶ οἱ ἔριδες µέσα στὴν αὐτοκρατορία, τὴν παρέδωσαν στὸ ἔλεος τῶν λαῶν τῆς Δύσης, οἱ ὁποῖοι, ἕναν ἄλλον Ἀπρίλιο, 22 χρόνια ἀργότερα, ἔµπαιναν στὴν Πόλη σχεδὸν ἀναίµακτα, σὲ σηµεῖο ποὺ ἀπορεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἱστορικός τους, γράφοντας: «Ποτὲ τόσοι λίγοι δὲν νίκησαν τόσους πολλούς!...»

Δυστυχῶς, ἡ αἰχµαλωσία ποὺ ξεκίνησε τότε, δὲν ἔχει τελειώσει ἀκόµα! Γιατί τὸ σαράκι ποὺ διέλυσε τὰ θεµέλια της δύναµής µας ἐξακολουθεῖ νὰ µᾶς τρώει µέχρι σήµερα. Καὶ γιατί, µέχρι σήµερα, ἡ Δύση ἐξακολουθεῖ νὰ µᾶς ἀσκεῖ τὸ ἴδιο παράξενο µεῖγµα γοητείας καὶ ἀπέχθειας ποὺ ἀσκοῦσε ἀπὸ τὴν ἀρχή.

                                                                              Νινέττα Βολουδάκη