Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ

2 8 12 Arx.Kolan
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ

χριστιανός εἶναι ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς ἤ, τοὐλάχιστον, ἔτσι θά ἔπρεπε νά εἶναι. Διότι χωρίς προσευχή δέν εἶναι δυνατή ἡ χριστιανική ζωή. Ἡ προσευχή εἶναι ἡ τροφή τῆς ψυχῆς, ὅπως ἀκριβῶς τό ψωμί ἀποτελεῖ τήν τροφή τοῦ σώματος. Ἀλλά εἶναι ἐνδιαφέρον τό γεγονός, ὅτι οἱ ἄνθρωποι  ἐνῶ δέν ξεχνοῦν τήν τροφή τοῦ σώματος, λησμονοῦν συχνά τήν τροφή τῆς ψυχῆς.

Ἐάν ὅμως σκεφτόμαστε βαθύτερα τά πράγματα, θά διαπιστώσουμε ὅτι, σέ τελευταία ἀνάλυση, καί τό ψωμί, ἡ τροφή τοῦ σώματος, ἀποκτᾶται ἐπίσης διά μέσου τῆς προσευχῆς. Ἄρα, ἡ προσευχή εἶναι ἀναγκαία τόσο γιά τήν πνευματική, ὅσο καί γιά τήν σωματική ζωή, ἡ ὁποία βρίσκει στήν προσευχή τήν δική της πηγή ἀφθονίας.

Ὁ Σωτήρας μᾶς δίδασκε νά ζητοῦμε πρῶτα τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, νά ἀναζητοῦμε πρῶτα τόν Θεό καί τότε θά ἀποκτήσουμε ὅλα τα ὑπόλοιπα καί τίποτε δέν θά μᾶς λείψει. Καί πράγματι τό οὐσιωδέστερο γιά τήν ζωή εἶναι ὁ Θεός. Διότι χωρίς Αὐτόν ἡ ζωή δέν μπορεῖ νά συνεχισθεῖ, ὅπως ἀκριβῶς τό ζωηρό νερό δέν ὑπάρχει χωρίς τήν πηγή του. Χωρίς τόν Θεό ἡ ζωή διαλύεται, κατρακυλᾶ πρός τόν θάνατο.

Ὁ Χριστός ὅμως μᾶς ἔμαθε νά ζητοῦμε ὄχι μόνο τά ἀναγκαῖα γιά τήν ψυχή μας, ἀλλά καί ὅλα τά ἀπαραίτητα γιά τό σῶμα μας. Καί μᾶς ἔμαθε νά προσευχώμεθα: «Τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον». Τί σημαίνουν τά λόγια αὐτά; Μέ τήν αἴτηση αὐτή ἐμεῖς ὁμολογοῦμε, ὅτι καί τό σῶμα μας ἀλλά καί ἡ ἀναγκαία τροφή γιά τήν συντήρησή του προέρχονται ἀπό τόν Θεό καί μόνο μέ τήν φροντίδα Του ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ζεῖ. «Ἀπό τοῦ Θεοῦ ἐσμέν» καί ζοῦμε λόγω τῆς ἀγάπης Του καί τῆς φροντίδας Του πρός ἡμᾶς. Ἀπό μόνοι μας δέν μποροῦμε νά προσθέσουμε τίποτε στό ἀνάστημά μας.

Ὁ  Κύριος μᾶς δίδαξε νά ζητοῦμε στίς προσευχές μας τά οὐσιώδη γιά τήν ζωή. Μᾶς ἔμαθε νά ζητοῦμε τροφή, τό ψωμί πού στηρίζει τήν ζωή καί ὄχι πλούτη, παλάτια ἤ τιμές, πού καταπιέζουν σάν βάρος τήν ζωή. Βεβαίως ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά τά κερδίσει καί αὐτά. Μπορεῖ νά μαζεύει πλούτη, αὐτοκίνητα παντός εἴδους, μέ τήν σκέψη ὅτι ὅλα αὐτά θά τοῦ κάνουν τήν ζωή  πιό ἥσυχη, πιό εὐτυχισμένη. Μά παρ’ὅλα αὐτά ἡ ζωή του γίνεται πιό δύσκολη, πιό βαριά, πιό ἐπιβαρυντική.

Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά δημιουργήσει ἐνδύματα, νά κάνει, χρησιμοποιῶντας τήν συνεχῶς ἀνεπτυγμένη τεχνολογία, συνθετικά πράγματα, ὅπως τό καουτσούκ, ἀλλά ψωμί, αὐτό τό οὐσιῶδες στοιχεῖο τῆς ζωῆς, χωρίς τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζεῖ, δέν μπορεῖ νά τό κάνει. Ὁ σπόρος τοῦ σιταριοῦ, ὁ φορέας καί τροφός τῆς ζωῆς, δέν δύναται νά κατασκευαστεῖ. Ἤ μᾶλλον, ὑπάρχουν κάποιοι σπόροι, παρόμοιοι κατά σύνθεση μέ τό σιτάρι, οἱ ὁποῖοι ὅμως, θαμμένοι στήν γῆ, εἴτε δέν φυτρώνουν ἐπειδή στεροῦνται  τό ἔμβρυο τῆς ζωῆς, εἴτε αὐτό πού φυτρώνει δέν εἶναι πραγματικό σιτάρι.

«Τόν (ἀληθινό ) ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον» μᾶς τόν δίνει, σέ τελευταία ἀνάλυση, ὁ Θεός.

Καί γιά νά ἐννοήσουμε καλύτερα πῶς μᾶς χορταίνει ὁ Θεός, νά ταξιδέψουμε νοερά στήν ἐποχή ὅταν ὁ Ἰησοῦς βρισκόταν ἀκόμη σωματικά ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Ἀφοῦ ἰάτρεψε μεγάλο ἀριθμό ἀρρώστων στήν πόλη Βηθσαϊδά, ὁ Κύριος ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο, μαζί μέ τούς μαθητές Του, γιά νά προσευχηθεῖ. Τά πλήθη ὅμως ἔμαθαν ἀμέσως ποῦ βρισκόταν καί ξεκίνησαν στά ἴχνη τοῦ Ἰησοῦ. Ὅταν δέ Τόν ἔφθασαν, ὁ Κύριος τούς λυπήθηκε, καί βλέποντας τήν μεγάλη τους πεῖνα γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἄρχισε νά τούς διδάσκει πολλά γιά τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.  Ὁ Θεῖος Διδάσκαλος τούς δίδασκε καί ἐκεῖνοι ξέχασαν τόν καύσωνα, τήν δίψα καί τήν πεῖνα, τήν ἐρημιά ὁπού βρίσκονταν, μά ἀκόμη καί τήν νύχτα πού κατέβαζε τίς σκιές της.

Μόνο οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου ἔδειχναν ἀνήσυχοι  γιά τά πλήθη  πού ἀπολάμβαναν τήν μαγεία τοῦ Θείου λόγου. Καί πλησιάζοντας μέ ἀτολμία τόν Ἰησοῦν, Τοῦ εἶπαν: “Διδάσκαλε, ὁ τόπος εἶναι ἔρημος καί ἡ ὥρα εἶναι πλέον περασμένη. Ἀπόλυσε τούς ὄχλους γιά νά πηγαίνουν στά χωριά  καί νά ἀγοράζουν τρόφιμα». Ὁ Κύριος ὅμως ἀπάντησε στούς μαθητές: «Δῶστε τους ἐσεῖς νά φάγουν!» Καί μετά τήν ἀπάντησή τους, ὅτι δέν ἔχουν παρά πέντε ψωμιά καί δύο ψάρια, ὁ Ἰησοῦς τούς διέταξε νά φέρουν τά ψωμιά καί τά ψάρια καί νά βάλουν τόν κόσμο νά καθίσει σέ ὁμάδες. Ἔπειτα εὐλόγησε τούς ἄρτους καί τά ψάρια καί οἱ μαθητές τά μοίρασαν στούς ἀνθρώπους. Τό θαῦμα ἔγινε. Τά ψωμιά πολλαπλασιάστηκαν καί πέντε χιλιάδες ἄνδρες, «χωρίς γυναικῶν καί παιδίων», ἀφοῦ χόρτασαν πρῶτα ἀπό τό οὐράνιο ἄρτο, ἀπό τά Θεῖα λόγια δηλαδή, δέχθηκαν καί τήν τροφή τοῦ σώματος (Βλ. Μτ.14, 13-21. Μκ 6, 32-44). 

«Καλά, καλά -  θά παρατηρήσει κάποιος – τότε ἦταν ὁ Ἰησοῦς πού ἔκανε τό θαῦμα. Σήμερα ὅμως δέν συμβαίνουν παρόμοια θαύματα γιά νά χορταίνουν τά πεινασμένα πλήθη».

«Ἀντιθέτως» - θά ἀπαντήσουμε . «Κάθε χρόνο συμβαίνει τό θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ μας μέ ἄρτο ἀπό τόν Θεό. Συμβαίνει ἁπλῶς, ὅτι δέν τοῦ δίνουμε σημασία. Τά θαύματα μᾶς περιτριγυρίζουν, ἀλλά ἡ πνευματική μας μυωπία μᾶς ἐμποδίζει νά τά ἀναγνωρίζουμε. Διότι ποῦ ἀναζητᾶς ἐσύ μεγαλύτερο μυστήριο καί σπουδαιότερο θαῦμα ἀπό ἐκεῖνο τοῦ σπόρου σιταριοῦ, πού ἐνταφιάζεται τό φθινόπωρο στήν γῆ γιά νά φυτρώσει τήν ἄνοιξη κάτω ἀπό τό λευκό στρῶμα τοῦ χιονιοῦ, νά ὑψώνεται ἔπειτα ἀπό τό ζεστό κάλεσμα τοῦ ἡλίου καί νά βγάλει ἕνα στάχυ μέ ἑξῆντα ἤ ἑβδομῆντα ἤ ἑκατό σπόρους; Ποιός ἦταν Ἐκεῖνος πού ἕνα σπόρο, πού πέρασε διά τοῦ θανάτου, τόν πολλαπλασίασε σέ ἑκατό; Ὁ ἄνθρωπος; Σέ καμία περίπτωση! Εἶναι τόσα λίγα ἐκεῖνα πού κάνει ὁ ἄνθρωπος στήν κοπιαστική προσπάθειά του  νά κερδίσει τό ψωμί του, σέ σχέση μέ ὅλα ἐκεῖνα πού κάνει ὁ Θεός. Ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος πού δίνει τούς καρπούς. Ὁ Θεός κάνει ἀσταμάτητα στήν φύση γιά μᾶς τό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων γιά νά ἐκπληρώσει τήν αἴτησή μας: «Τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δῶς ἡμῖν σήμερον». Βλέπετε πόσα θαύματα καί πόση εὐλογία μᾶς προσφέρει στήν ζωή ὁ Θεός διά μέσου τῆς προσευχῆς;

Περιπλανώμενος στήν ἔρημο, ὁ Ἰουδαϊκός λαός εἶχε φθάσει νά μή ἔχει πλέον πῶς νά τραφεῖ. Τότε ὁ Μωυσῆς τούς διέταξε νά προσεύχονται κάθε βράδυ στόν Θεό καί τό ἑπόμενο πρωΐ ἡ γῆ ἦταν γεμάτη φαγητό γιά μιά ὁλόκληρη μέρα.

Πολλές φορές τό σῶμα μᾶς σπρώχνει νά τό ταΐζουμε, ἀλλά καί τόσες φορές ἐμεῖς πρέπει νά ἐνθυμούμαστε ὅτι τό  φαγητό εἶναι ἀπό τόν Θεό καί πρός Αὐτόν πρέπει νά προσευχηθοῦμε ὥστε νά μᾶς τό προσφέρει. Εἶναι λυπηρό τό γεγονός –ἀλλά πρέπει νά τό ἐπισημάνω– ὅσο περισσότερο οἱ ἄνθρωποι  χορταίνουν τό σῶμα τους, τόσο περισσότερο ξεχνοῦν τόν Θεό. Ἡ παραβολή τοῦ τρελοῦ πλουσίου, ὁ ὁποῖος βλέποντας γεμάτες τίς ἀποθῆκες του, ἀντί νά προσευχηθεῖ  καί νά εὐχαριστήσει τόν Θεό, φώναζε: «Ψυχή μου, ἔχεις πολλά ἀγαθά, φάγε, πίε, εὐφραίνου!» (Λκ. 12, 16-21), ἐπαναλαμβάνεται σήμερα, πολλαπλασιασμένη σέ δεκάδες χιλιάδες περιπτώσεις. Νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς. Πόσες φορές φέρνουμε στήν μνήμη μας τόν Θεό ὅταν παίρνουμε τό γεῦμα μας; Σέ πόσα δέ σπίτια τό ψωμί δέν ἔδιωξε τήν προσευχή; 

Ἀπό δῶ ἡ διαστρέβλωση τῆς ζωῆς, δηλαδή τό βίωμα μόνο γιά τό ψωμί, μόνο γιά τήν τροφή, μόνο γιά νά ἱκανοποιήσουμε τίς ὀρέξεις καί τίς παρακινήσεις τοῦ σώματος, καί νά παύουμε νά δείχνουμε ἐνδιαφέρον γιά  ὁποιαδήποτε ἀναγκαία τροφή γιά τήν ψυχή. Θυμᾶστε, ὁ πρῶτος πειρασμός τοῦ Διαβόλου πρός τόν Ἰησοῦ στήν ἔρημο ἦταν ἀκριβῶς ἡ παρότρυνση νά κάνει τήν τροφή ὡς πρωταρχικό σκοπό τῆς ζωῆς:  «Ἐάν εἶσαι υἱός τοῦ Θεοῦ, εἰπέ στόν λίθο αὐτόν νά μεταβληθεῖ σέ ἄρτον». Καί ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε: «Εἶναι γραμμένον ὅτι δέν θά διατηρηθεῖ στήν ζωή ὁ ἄνθρωπος μόνο μέ τόν ἄρτο, ἀλλά καί μέ κάθε λόγο πού θά ἐξέλθει ἀπό τό στόμα τοῦ Θεοῦ». (Λκ. 4, 1-13)

Βλέπετε λοιπόν ὅτι ὑπάρχει ἀκόμη ἕνα ψωμί πού δέν φυτρώνει στήν γῆ, ἀλλά κατεβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ ἄρτος ἡμῶν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ ἐνσαρκωμένος Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἡ διδασκαλία Του πού μᾶς προσφέρεται γιά ἄφθαρτη τροφή καί γιά ἀρραβώνα αἰωνίου ζωῆς.

Ὁ ἄρτος γιά τό σῶμα διατηρεῖ τήν ζωή γιά τήν ἑπόμενη ἡμέρα, δηλαδή γιά μία ἤ δύο ἤ κάποιες παροδικές μέρες, ἐνῶ ὁ οὐράνιος ἄρτος διατηρεῖ τήν ζωή γιά τήν αἰωνιότητα.

Ἀλλά τόσο τό ψωμί γιά τήν τροφή τοῦ σώματος ὅσο καί τό ψωμί γιά τήν ψυχή προέρχονται ἀπό τόν Θεό καί ἀποκτῶνται μέ τήν προσευχή, πού εἶναι ἡ τροφός τῆς ζωῆς.

Ἡ ζωή χωρίς τήν προσευχή εἶναι μιά ζωή ἐν ἁμαρτίαις, στερούμενη ἀπό τά οὐσιώδη στοιχεῖα. Ἡ προσευχή εἶναι ἡ πηγή πού συντηρεῖ ἀκατάπαυτα καθαρή τήν ζωή τοῦ χριστιανοῦ καί γιά τόν λόγο αὐτό ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει: «Προσεύχεσθε  ἀδιαλείπτως!»

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΛΑΝ

Ἀρχιεπίσκοπος Σιμπίου & Μητροπολίτου Τρανσυλβανίας

Μετάφραση: π. Ἠλίας Φρατσέας

 

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 172

Δεκέμβριος2016