ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ

173 3 NinVol

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

ΤΗΣ  ΑΝΑΤΟΛΗΣ  ΚΑΙ  ΤΗΣ  ΔΥΣΗΣ

Πανοσιολογιώτατε Ἐκπρόσωπε τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου

Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύµου Β΄

Σεβαστοί πατέρες,

Ἀξιότιµες κυρίες καί ἀξιότιµοι κύριοι,

Καλή σας ἑσπέρα!

Σᾶς εὐχαριστοῦµε πού, αὐτή τήν ἑσπέρα, ἀνταποκριθήκατε στήν πρόσκλησή µας καί ἤρθατε νά προεορτάσουµε τό µεγάλο γεγονός πού χώρισε στά δύο τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καί τίς ὑπόλοιπες ἑορτές τοῦ δωδεκαηµέρου.

Βρισκόµαστε στήν καρδιά τοῦ χειµῶνα. Στό χειµερινό ἡλιοστάσιο. Ἡ µέρα εἶναι κοντόπνοη, τό φῶς κρατάει λίγο καί τό σκοτάδι εἶναι βαθύ. Κι ἄν ἡ νύχτα φαίνεται µεγάλη σέ µᾶς, στή δική µας χώρα, ἐδῶ ὅπου ὁ ἥλιος δέν ἀντέχει νά µένει κρυµµένος γιά πολύ, ἀλλά κάθε λίγο καί λιγάκι βγάζει τό κεφάλι του µέσα ἀπό τά σύννεφα καί µᾶς χαµογελάει, φανταστεῖτε στίς χῶρες τοῦ Βορρᾶ, ὅπου, αὐτή τήν ἐποχή τοῦ χρόνου, ἀκόµα καί ἡ µέρα, µοιάζει µέ νύχτα!

Ἐπιπλέον, ἄν τό σκοτάδι φαίνεται πολύ σέ µᾶς, πού ἔχουµε µετατρέψει τή νύχτα σέ µέρα µέ τό τεχνητό ἠλεκτρικό φῶς, ἐλᾶτε µαζί µας νά ταξιδέψουµε γιά λίγο πίσω στό χρόνο, στούς καιρούς πού οἱ ἄνθρωποι ζητοῦσαν παρηγοριά καί ζεστασιά σ’ ἕνα ἀναµµένο τζάκι, σ’ ἕνα κερί, σ’ ἕνα λυχνάρι. Τότε πού οἱ ἄνθρωποι, ἀνίσχυροι νά ἀντιµετωπίσουν τούς φόβους τους, κατέφευγαν στίς δεισιδαιµονίες καί ἔπλαθαν µύθους γιά νά ξορκίσουν τό κακό καί νά κρατήσουν τό φῶς.

Ἔτσι, ὅταν οἱ λαοί τοῦ βορρᾶ, οἱ περίφηµοι Βίκινγκς σήκωναν τά µάτια τους στόν ἄγριο παγωµένο οὐρανό τοῦ χειµερινοῦ ἡλιοστασίου, ἔβλεπαν τόν πολεµοχαρῆ θεό τους, τόν Ὄντιν, µέ τήν πλούσια χαίτη καί τή µακριά γενειάδα του, νά καλπάζει µέ τόν ἀέρινο στρατό τῶν κυνηγῶν του καί ὀνόµαζαν αὐτή τήν προέλαση φαντασµάτων, τό «Ἄγριο Κυνῆγι». Ἔβλεπαν ἀκόµα καί τό γιό τοῦ Ὄντιν, τόν Θώρ, τό θεό τῶν κεραυνῶν, πού ταξίδευε πάνω σέ ἕνα ἁµάξι πού τό ἔσερναν δύο κατσίκες!

Γι’ αὐτό, ὅλο τό δωδεκαήµερο τό περνοῦσαν σ’ ἕνα διαρκές συµπόσιο, περιµένοντας νά γυρίσει τό φῶς. Καί στόλιζαν τά δέντρα µέ ἀγαλµατάκια θεῶν καί µέ φαγητά, γιά νά τά πείσουν νά ἀναστηθοῦν καί πάλι τήν ἄνοιξη καί νά µή µείνουν νεκρά!

Οἱ Κέλτες δρυΐδες, ἐπίσης, πού πίστευαν πώς ὁ ἥλιος εἶναι ἕνας τροχός πού γυρίζει καί ἀλλάζει τίς ἐποχές, θεωροῦσαν ὅτι αὐτές τίς 12 µέρες τῆς καρδιᾶς τοῦ χειµῶνα, ὁ τροχός ἔµενε ἀκίνητος. Γι’ αὐτό ἔκοβαν ἕνα τεράστιο κορµό δέντρου –κατά προτίµηση βελανιδιᾶς, πού τήν θεωροῦσαν ἱερή- καί τό ἔκαιγαν µέρα-νύχτα, ὅλο αὐτό τό δωδεκαήµερο, γιά νά διώχνει τό σκοτάδι, µήπως καί ὁ ἥλιος δέν γυρίσει ξανά. Αὐτός ὁ κορµός ὀνοµαζόταν Yule Log, ἀπό τή σκανδιναβική λέξη Houl, πού σηµαίνει τροχός. Κόβοντας τούς κορµούς ἀπό τίς βελανιδιές, οἱ δρυΐδες ἔκοβαν καί τό γκύ, πού εἶναι παρασιτικό φυτό, τό ὁποῖο ζεῖ ἐπάνω στίς βελανιδιές καί τό µοίραζαν γιά εὐλογία, γιατί τό γκύ –ἐκτός του ὅτι ζοῦσε πάνω στά ἱερά τους δέντρα– ἔµενε πράσινο ἀκόµα καί κάτω ἀπό τό πυκνό χιόνι, συµβολίζοντας ἔτσι τήν ἐλπίδα τῆς ζωῆς πού νικάει τό θάνατο.

Ἀπό τούς Κέλτες πῆραν αὐτή τή παράδοση καί οἱ Βίκινγκς, οἱ ὁποῖοι τήν «βελτίωσαν» µέ τό νά σκαλίζουν εὐλογίες καί ρουνικά σύµβολα πάνω στόν κορµό τοῦ δωδεκαηµέρου, γιά προστασία ἐνάντια στό κακό. Θεωροῦσαν καί αὐτοί τό γκύ ἱερό, ὄχι γιατί ζοῦσε πάνω στίς βελανιδιές, ἀλλά γιατί, στή µυθολογία τους, ὁ θεός τους, τοῦ Φωτός καί τοῦ Καλοῦ, σκοτώθηκε ἀπό ἕνα βέλος φτιαγµένο ἀπό ξύλο γκύ. Τά δάκρυα ὅµως τῆς µητέρας του, τῆς Φρίγκα, ἔβαψαν ἄσπρα τα κόκκινα µπαλάκια τοῦ γκύ καί τόν ἀνέστησαν.

Εἶναι εὔκολο, λοιπόν, ἀκόµα καί µ’ αὐτές τίς λίγες πληροφορίες πού ἀναφέραµε, νά καταλάβει κανείς πόσο σηµαντική ἦταν ἡ περίοδος τοῦ χειµερινοῦ ἡλιοστασίου γιά τούς βόρειους λαούς καί πόσο βαθειά ριζωµένα ἦσαν τά ἔθιµά τους.

Οἱ λαοί τοῦ νότου, γιόρταζαν κι αὐτοί τό χειµερινό ἡλιοστάσιο, ἀλλά µέ διαφορετικό τρόπο. Αὐτοί, ζῶντας σέ µιά περιοχή ἤρεµη καί φιλόξενη, δέν εἶχαν νά ἀντιµετωπίσουν τούς κινδύνους τῶν ἄγριων χειµώνων τοῦ παγωµένου βορρᾶ, ἀλλά µιά ἐποχή ἀπραξίας, ἀφοῦ οἱ ἐκστρατεῖες σταµατοῦσαν καί οἱ ἀγροτικές ἐργασίες ἐπίσης ἔπαυαν, περιµένοντας τό νέο κύκλο τῆς ἄνοιξης. Γι’ αὐτό, οἱ Ρωµαῖοι, ἐκµεταλλεύονταν τό διάλειµµα τοῦ χειµερινοῦ ἡλιοστασίου γιά νά γιορτάσουν τά Σατουρνάλια, νά ἀνταλλάξουν ἐπισκέψεις σέ φίλους καί συγγενεῖς,  καί δῶρα, ὅπως κεριά, κοῦκλες καί πουλιά σέ κλουβιά. Ὅλα τά σπίτια κρέµαγαν ἀναµµένα φανάρια στίς θύρες καί στούς ἐξωτερικούς τοίχους γιά νά φωτίζουν τούς δρόµους, ὅλοι µοιράζονταν τά ἀγαθά τους µέ ἄλλους φτωχότερους καί, πολλοί πλούσιοι, πλήρωναν ἐκεῖνοι τά ἐνοίκια τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων. Γενικά, οἱ κοινωνικές διακρίσεις χαλάρωναν µέσα σέ µιά ἀτµόσφαιρα εὐφορίας καί χαρᾶς. Ἀκόµα καί οἱ κύριοι µέ τούς δούλους, συνήθιζαν αὐτές τίς µέρες νά ἀλλάζουν ἐνδύµατα καί νά ἀντιστρέφουν τούς ρόλους τους καί, σέ πολλά σπίτια, ἔριχναν τά ζάρια γιά νά ἐκλέξουν ἕναν ἀπό ὅλο το προσωπικό, πού θά τόν ἔστεφαν βασιλιά τῆς ἐποχῆς.

Χαρακτηριστικό εἶναι ἕνα ποίηµα µέ τίτλο Σατουρνάλια, τοῦ ποιητῆ Λουκιανοῦ τοῦ Σαµοσατέως, πού ἔζησε τόν 2ο αἰῶνα (120-180 µ. Χ.) ὁ ὁποῖος βάζει στό στόµα τοῦ θεοῦ Κρόνου (Saturn -Saturnalia) τά ἑξῆς λόγια: Κατά τή διάρκεια τῆς ἑβδοµάδας µου, κάθε τί σοβαρό πρέπει νά ἐξορίζεται. Καµµιά δουλειά δέν ἐπιτρέπεται. Μόνο το ποτό καί τό µεθύσι, ἡ φασαρία, τά παιχνίδια, τά ζάρια, ἡ ἀνάδειξη βασιλιάδων τοῦ γλεντιοῦ καί τό «ξεσάλωµα» –συγνώµη γιά τή λέξη, ἀλλά εἶναι ἡ µόνη χαρακτηριστική– τῶν σκλάβων, ἡ γύµνια, τό τραγούδι, τά χειροκροτήµατα, ἄντε καί τό νά βουτᾶς σέ µιά σκάφη µέ παγωµένο νερό τά κεφάλια ὅσων εἶναι τύφλα στό µεθύσι… Αὐτές οἱ ἐπιδόσεις µου ἀρέσουν καί ἐκεῖ εἶµαι πρῶτος καί τίς κατευθύνω…»

Ὅπως καταλαβαίνετε, τόσο βαθειές καί ἔντονες συνήθειες δέν ἀλλάζουν εὔκολα, ἀκόµα καί µετά τήν ἀλλαγή πού ἔφερε στή Ρωµαϊκή αὐτοκρατορία καί σ’ ὁλόκληρη τήν οἰκουµένη ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Μέχρι τόν 4ο αἰώνα, οἱ παγανιστικές συνήθειες συνυπῆρχαν µέ τή νέα Πίστη. Στή Δύση, µάλιστα, µέχρι σήµερα ὁ Χριστιανισµός ἀποκαλεῖται «Νέα Θρησκεία», σέ ἀντιδιαστολή µέ τήν Παλαιά, δηλαδή, τόν παγανισµό.

Πάντως, φαίνεται ὅτι ὁ ἑορτασµός τῆς 25ης Δεκεµβρίου σάν ἡµέρας τῶν Χριστουγέννων, ξεκίνησε ἀπό τή Δύση, καθώς καταγράφεται στή Χρονογραφία τοῦ 354 µ. Χ. Στήν Ἀνατολή, ἡ ἰδέα τοῦ ἑορτασµοῦ γενεθλίων ἑνός θεοῦ, δέν ἀκουγόταν καλά. Ὁ Ὠριγένης, µάλιστα, σ’ ἕνα λόγο του γιά τό Λευϊτικό, τό 245, γράφει ὅτι µόνον οἱ ἁµαρτωλοί γιόρταζαν γενέθλια, ὅπως οἱ Φαραώ καί ὁ Ἡρώδης κι ὅτι, αὐτοί οἱ ἑορτασµοί συνδέονταν συχνά µέ κραιπάλες καί µεγάλα ἐγκλήµατα, ὅπως ὁ ἀποκεφαλισµός τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἔτσι, οἱ χριστιανοί τῆς Ἀνατολῆς γιόρταζαν τά Χριστούγεννα τήν 6η Ἰανουαρίου, µαζί µέ τά Θεοφάνεια, στά ὁποῖα ἔδιναν τή µεγαλύτερη βαρύτητα. Ὅταν, µάλιστα ἔγινε γιά πρώτη φορά στήν Κωνσταντινούπολη ἡ Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων, στίς 25 Δεκεµβρίου τοῦ 378, οἱ πιστοί δυσανασχέτησαν καί δέν τήν δέχθηκαν εὐχάριστα.

Ὅµως, ὁ µεγάλος Ἱεράρχης καί µεγάλος ποιητής, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἔθεσε τή σφραγῖδα τῆς γνησιότητας στήν ἑορτή, στήν πρώτη  του Λειτουργία στήν Κωνσταντινούπολη, στίς 25 Δεκεµβρίου τοῦ 380, ὅταν ἄρχισε τό πρῶτο του κήρυγµα µέ τά λόγια: «Χριστός γεννᾶται δοξάσατε. Χριστός ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε. Χριστός ἐπί γῆς ὑψώθητε.»

Ἔτσι, καί µέ τή συµφωνία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόµου, καθιερώθηκε ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων καί στήν Ἀνατολική Ρωµαϊκή αὐτοκρατορία. Ὄχι ὅµως µέ τό πνεῦµα πού γιόρταζε ἡ Δύση.

Ἀπό πολύ νωρίς φάνηκε ἡ διαφορά ἀνάµεσα στή νοοτροπία Δύσης καί Ἀνατολῆς. Ἀκόµα καί ἡ προτεραιότητα πού δόθηκε –καί δίνεται– ἀπό τή Δύση στά Χριστούγεννα καί ὄχι στό Πάσχα, φανερώνει τήν ἀντίθεση τῶν δύο κόσµων. Ἡ Δύση προτιµάει τή Γέννηση ἑνός Θεοῦ, τήν ὑπόσχεση τῆς ἐπί γῆς εἰρήνης, τοῦ ἐπί γῆς θριάµβου, τῆς ἐπί γῆς βασιλείας. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ συγκεκριµένη γιορτή συνδυάστηκε ἀπό πολύ νωρίς µέ στέψεις καί θριάµβους κοσµικούς. Ὁ Καρλοµάγνος στέφθηκε τά Χριστούγεννα τοῦ 800. Ὁ βασιλιάς Edmund ὁ µάρτυρας, στέφθηκε τά Χριστούγεννα τοῦ 855 καί ὁ Γουλιέλµος ὁ Κατακτητής τά Χριστούγεννα τοῦ 1066, ἐπισφραγίζοντας ἔτσι τήν ὁλοκληρωτική κατάκτηση τῆς Βρετανίας. Κι ὅσο προχωροῦσαν τά χρόνια, τόσο τά Χριστούγεννα στή Δύση ἔπαιρναν ξανά ὅλα τά παγανιστικά τους στοιχεῖα: τά συµπόσια –ὁ Ριχάρδος ὁ Β΄ τῆς Ἀγγλίας τό 1377 ἔκανε ἕνα συµπόσιο ὅπου καταναλώθηκε τό κρέας 28 βοδιῶν καί 300 προβάτων!– οἱ κραιπάλες, ἡ µέθη, τά ζάρια. Ἕνας θεός ἐξουσιαστής, θριαµβευτής, κοσµικός, εἶναι θεός πού ἀρέσει στόν δυτικό ἄνθρωπο. Ἕνας Θεός πάνω στόν Σταυρό καί µέσα στό Τάφο, τόν ἀφήνει ἀδιάφορο. Καί ἕνας Θεός ἀναστηµένος, τόν κάνει νά χαµογελάει εἰρωνικά! Γιατί ὁ δυτικός ἄνθρωπος θέλει ἕνα θεό πού νά τόν κάνει νά ξορκίσει τούς φόβους του καί νά τοῦ δώσει δύναµη καί ἐξουσία καί αὐτοδικαίωση. Τό ἔλεος τοῦ εἶναι λέξη ἄγνωστη. Δέν ζητάει ἔλεος καί δέν δίνει ἔλεος!

Οἱ λαοί τῆς Ἀνατολῆς δέν ἔχουν τήν ἴδια νοοτροπία καί δέν γιόρταζαν µέ τόν ἴδιο τρόπο. Οἱ αὐτοκράτορες τῆς Ἀνατολικῆς Ρωµαϊκῆς αὐτοκρατορίας, δέν «ἔντυσαν» τίς ἐκκλησιαστικές γιορτές µέ τήν κοσµικότητα τῶν θριάµ­βων τους. «Ἔντυσαν» τήν ἐξουσία καί τίς γιορτές τους, µέ τή λάµψη τῆς βα­σι­λείας πού θά µείνει, ὅταν κάθε βασιλεία καί ἀρχή καί ἐξουσία πάνω στόν κόσµο θά ἔχει χαθεῖ. Ὁ ὕµνος στό Θεό προηγεῖτο τῶν ἐγκωµίων καί τῶν πολυχρονισµῶν τῶν αὐτοκρατόρων. Οἱ αὐτοκράτορες ἔρχονταν καί ἔφευγαν, ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων  ἔµενε ἡ µόνη σταθερή ἀρχή καί ἐξουσία, ἡ προστασία καί ἡ ἀσφάλεια τῆς αὐτοκρατορίας.

Μέ αὐτόν τόν τρόπο καί µέ αὐτό τό Τυπικό ἑορτάζονταν καί τά Χριστούγεννα. Οἱ αὐτοκράτορες µέ ὁλόκληρη τήν οἰκογένειά τους, ξεκινοῦσαν πολύ πρωί ἀπό τήν κατοικία τους, τό Ἱερό Παλάτιο. Αὐτό, δέν ἦταν, ὅπως ἔχουµε σήµερα στό νοῦ µας, ἕνα τεράστιο ἀρχοντικό, µέ πολλά δωµάτια σέ ἕνα µεγάλο κτῆµα, ἀλλά ἦταν µιά ὁλόκληρη συνοικία σχεδόν, κάτω ἀπό τήν ἀρχαία Ἀκρόπολη τῆς πόλης τοῦ Βυζαντίου τριγυρισµένη ἀπό ἕνα ψηλό τεῖχος µέ µιά εἴσοδο, ἀπό τή Χαλκῆ Πύλη, πού τήν φρουροῦσε ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀντιφωνητῆ.

Ἕνα συγκρότηµα ἀπό ἀνάκτορα, ἐκκλησίες, πανεπιστήµιο, αὐτόνοµες αἴθουσες θρόνου καί συµποσίων ἐσωτερικές αὐλές µέ µαρµάρινα συντριβάνια καί ψηφιδωτά δάπεδα καί ἐσωτερικοί κῆποι, ὅλα ἑνωµένα µέ περιστύλια, ἀποτελοῦσαν ἕνα συγκρότηµα πού µπροστά του, οἱ Βερσαλλίες καί τά ἀνάκτορα τῆς Δύσης –ὄχι µόνο τότε πού δέν ὑπῆρχαν, ἀλλά καί µέ τή σηµερινή τους µορφή– θά ἦταν κατώτερα ἀπό τίς προσδοκίες ἑνός ἁπλοῦ ἐπαρχιώτη εὐγενοῦς. 

Τό πρωΐ τῶν Χριστουγέννων, λοιπόν, ἡ αὐτοκρατορική οἰκογένεια ξεκινοῦσε ἀπό τά διαµερίσµατά της µέ ὅλη τή συνοδεία καί τούς Δυνατούς, γιά νά πάει στήν Ἁγία Σοφία, ἔπρεπε νά κάνει ἕξη στάσεις, στούς προκαθορισµένους τόπους, ὅπου τούς γινόταν «δοχή», δηλαδή ὑποδοχή, ἀπό τούς ἐκπροσώπους τῶν πολιτῶν.

Ἡ Α΄ δοχή, γινόταν στό τριβουνάλιον, στό οἴκηµα τῆς φρουρᾶς, ὅπου τούς ὑποδεχόταν ὁ δοµέστικος τῶν σχολῶν (δηµοκράτης τῶν Βενέτων) µέ τήν ὁµάδα του καί, προτοῦ ἀκόµη φθάσει ἐκεῖ ὁ αὐτοκράτορας καί ὁ συµβασιλέας, οἱ κράκται ἔλεγαν σέ γ΄ ἦχο: «Ἀστήρ τόν ἥλιον προµηνύει ἐν Βηθλεέµ Χριστόν ἀνατείλαντα ἐκ Παρθένου». Κι ὅταν στέκονταν οἱ αὐτοκράτορες στόν προκαθορισµένο τόπο, τότε οἱ κράκται τούς εὔχονταν εἰς πολλά ἔτη καί τούς ὑπόλοιπους πολυχρονισµούς.

Στή Β΄ δοχή, πού γινόταν στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τούς ὑποδεχόταν ὁ ἐξκούβιτος (δηµοκράτης τῶν Πρασίνων) µέ τήν ὁµάδα του καί οἱ κράκται ἔψαλλαν σέ γ΄ ἦχο: «ὁ ἀµήτωρ ἐν οὐρανοῖς, ἀπάτωρ τίκτεται ἐπί τῆς γῆς». Καί: «ὁ φυτουργός τῶν ἀνθρώπων φιλάνθρωπος καταδέχεται ἄνθρωπος γεννηθῆναι… καί πάλι ἀκολουθοῦσαν οἱ πολυχρονισµοί».

Ἡ Γ΄ δοχή γινόταν µέσα ἀπό τή Χαλκῆ Πύλη καί ἐκεῖ περίµενε ἄλλος δοµέστικος τῶν σχολῶν καί ψαλλόταν στόν ἴδιο ἦχο «σειράς ρηγνύων τῆς ἁµαρτίας σπαργανοῦται Θεός ἐν φάτνῃ» καί οἱ ὑπόλοιπες ἐπευφηµίες.

Στήν Δ΄ δοχή, ἔξω ἀπό τή Χαλκῆ Πύλη, στόν ἴδιο ἦχο ψαλλόταν: «ἀστήρ προτρέχει καί λάµπει ἐν σπηλαίῳ, τόν Δεσπότην τοῦ ἡλίου τοῖς Μάγοις καταµηνύσαι∙ βρέφος γάρ ὤφθη καί σάρξ ἐκ τῆς Παρθένου τήν παλαιάν παρακοήν τοῦ Ἀδάµ ἐξηφάνισεν. Αὐτός τό κράτος ὑµῶν, δεσπόται, εἰς µῆκος χρόνου φυλάξει, εἰς ἀνέγερσιν Ρωµαίων».

Καί οἱ ἄλλες δύο στάσεις, ὅπως καί οἱ στάσεις πού γίνονταν ὅταν οἱ αὐτοκράτορες ἐπέστρεφαν ἀπό τή Λειτουργία, ἦταν ἀκριβῶς στό ἴδιο πνεῦµα.

Δέν θά µακρύνω τό λόγο, γιά νά µήν σᾶς κουράσω. Γιά νά σᾶς κάνουµε ὅµως πιό ἔντονη τή διαφορά ἀνάµεσα στίς γιορτές τῆς Δύσης καί τῆς Ἀνατολῆς, σᾶς ἔχουµε ἐπιλέξει µιά σειρά χριστουγεννιάτικων κειµένων ὅπως καί καλάντων, πού, νοµίζουµε, θά σᾶς τονίσει τίς διαφορετικές νοοτροπίες πού ὑπῆρχαν καί ἐξακολουθοῦν νά ὑπάρχουν καί, πρίν ἀπό κάθε κείµενο, θά σᾶς κάνουµε µιά µικρή εἰσαγωγή, γιά νά σᾶς ἐξηγήσουµε τό λόγο πού µᾶς ἔκανε νά τό διαλέξουµε, ὥστε φεύγοντας, νά µήν ἔχετε κάποια ἀπορία.

Γιά ἄλλη µιά φορά, σᾶς εὐχαριστοῦµε γιά τήν προσοχή σας!

Γιά σχόλια: ninetta1blogspot.com             Νινέττα Βολουδάκη

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» - Ἀρ. Τεύχους 173

Ἰανουάριος 2017

*Εἰσαγωγή τῆς κ. Νινέττας Βολουδάκη στήν Χριστουγεννιάτικη Γιορτή τοῦ Ἁγ. Νικολάου Πευκακίων, πού πραγµατοποιήθηκε στίς 18 Δεκεµβρίου 2016.