ENA KEIMENO ΠNEYΜΑΤΙΚΗΣ ΚΡΑΥΓΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ

173 7 Popovits

ENA KEIMENO ΠNEYΜΑΤΙΚΗΣ ΚΡΑΥΓΗΣ

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ

 Ὁ ἅγιος ’Ιουστῖνος Πόποβιτς, ἐξέχουσα μορφή τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί τῆς Ὀρθοδοξίας γενικώτερα, μέ ἐξαίρετη μόρφωση, σπάνιο φιλοσοφικό αἰσθητήριο, καί, κυρίως, μέ ἁγιότητα καί βαθύ ἐνδιαφέρον γιά τά πανανθρώπινα προβλήματα, κατευθύνει τόν προσανατολισμό μας στήν Θεανθρώπινη διάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἐγκλωβισμένος ψυχικά καί σωματικά στίς αἰσθήσεις του, προσπαθεῖ, ἀποκλειστικά μέ τήν πίστη στόν ἑαυτό του, νά ξεφύγει ἀπό τόν θάνατο, ἀλλά δέν παίρνει ἀπάντηση ἀπό τήν ἐπιστήμη, τήν φιλοσοφία, τόν πολιτισμό.

Ὁ εὐρωπαϊκός πολιτισμός δέν κατορθώνει νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τήν ὑποδούλωση καί τήν θλίψη. Ὅταν πέφτει ἔξω στό πρόβλημα τοῦ σώματος, πῶς ἀναπότρεπτα δέν σφάλλει καί στό πρόβλημα τοῦ πνεύματος; Ἐρωτᾶ ὁ πατήρ Ἰουστῖνος. Ὁ εὐρωπαϊκός ἀνθρωπισμός ἀδυνατεῖ νά μᾶς σηκώσει πάνω ἀπό τόν θάνατο, ἀπίθανο νά τόν νικήσει ὁριστικά. Μόνο ὁ Θεάνθρωπος, μέ τό ἱστορικό δεδομένο τῆς Ἀνάστασής Του, ἀποδεικνύει τήν νίκη πάνω στόν θάνατο, μόνο μέ τόν Θεάνθρωπο ὅλος ὁ ἄνθρωπος γίνεται Παράδεισος!

Παραθέτουμε κατωτέρω κάποιες σελίδες ἀπό τό βιβλίο τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου  Πόποβιτς «Φιλοσοφικοί κρημνοί», ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Χιλανδαρίου (σέ μετάφραση ἀπό τό σερβικό πρωτότυπο Ἀλέξ. Στογιάννοβιτς καί τοῦ Ἐπισκόπου  Ἀθανασίου Γιέβτιτς), θέτοντες σάν τίτλο μία φράση τοῦ κειμένου του.

 

Γιά τό σχόλιο καί τήν ἀντιγραφή:  Στυλιανή Σπυροπούλου

                                                   Φιλόλογος

173 7 Popovits 2

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΡΟΤΙΜΑ

ΝΑ ΥΠΟΚΑΘΙΣΤΑ ΤΟΝ ΘΕΟ!

Ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος περιτοίχισε τόν πλανήτη μας μέ τόν ἄνθρωπο. Τόν ἐνέδυσε στόν ἄνθρωπο. Καί ἐπιστράτευσε ὅλους, ἀκόμα καί τούς προσωρινά καί μόνιμα ἀνίκανους γιά τή μάχη, ἐναντίον πάντων τῶν θεανθρώπινων. Κάθε διείσδυση εἶναι περιτοιχισμένη μέ τόν ἄνθρωπο, γιά νά μήν διεισδύσει τίποτα ὑπερανθρώπινο στή σφαῖρα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ἐνδεδυμένος στόν ἄνθρωπο ὁ πλανήτης μας ταλαντεύεται σάν μεθυσμένος στό δρόμο πρός τό ἄπειρο. Ὡστόσο, ἡ ἐπίθεση τοῦ μεταφυσικοῦ εἶναι ὁρμητική. Μέ τά αἰνίγματά του πού μοιάζουν μέ σκιάχτρα, τό μεταφυσικό σάν μέ φλογερά βέλη κατατρυπᾶ μανιωδῶς σάν κόσκινο εἴτε τό σῶμα εἴτε τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, μέ τόν ὁποῖο εἶναι περιτοιχισμένος ὁ πλανήτης μας. Μέ αἰνίγματα εἶναι κατατρυπημένος ὁ ἄνθρωπος, ὥστε καί τό σῶμα του ἔγινε κόσκινο καί τό πνεῦμα του. Τό κόσκινο δύναται, ὅμως, νά σταματήσει τόν κυκλῶνα τῶν μεταφυσικῶν μυστηρίων πού μέρα-νύχτα μετά μανίας φυσᾶ στό ἀστέρι μας ἀπό τά σκοτεινά κατάβαθα τῆς ἀπεραντοσύνης;

Ὁ οὑμανισμός ἐγκαθιδρύθηκε στόν ἄνθρωπο σάν εὐαγγέλιο, καινούργιο καί σωτήριο, ἀλλά οὔτε κἄν ὑποψιάστηκε αὐτός ὅτι καί αὐτό τό «εὐαγγέλιο», ὅπως κάθε ἄλλο, ὁλοκληρώνεται μέ τήν ἀποκάλυψη. Ἐγκαθιδρύοντας τόν ἑαυτό του στόν ἄνθρωπο ὁ οὑμανισμός ἐγκαθιδρύθηκε στό πιό ἡφαιστειακό ἔδαφος. Καί τά ἡφαίστεια ἄρχισαν νά ἐνεργοῦν. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ξεκινήσει ἤδη. Ὁ οὑμανισμός μόνο γρατσούνισε τό δέρμα τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος καί ἀπό κάθε πόρο μούγκρισε ἕνα τέρας. Ὅλοι οἱ ἡφαίστειοι κρατῆρες ἀναπνέουν ὑπόκωφα καί σεισμικά. Δίπλα σ’ αὐτούς ζοῦν οἱ φουτουριστές, οἱ παρηκμασμένοι, οἱ ἀναρχιστές, οἱ μηδενιστές, οἱ σατανιστές, καί γράφουν μέ πόθο, συλλαβίζοντας γράφουν τά χρονικά τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐποχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Καί δέν ντρέπονται ἀπό κανένα βδέλυγμα, ἐπειδή ἡ ἔνδειξη τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐποχῆς εἶναι ἡ ἀπογύμνωση ὅλων τῶν βδελυγμάτων, ὅλων τῶν ἀποτροπιασμῶν, κάθε φρίκης. Σ’ αὐτήν τήν τόλμη τούς παρακινεῖ ὁ πατέρας τους, ὁ οὑμανισμός, ἀφοῦ αὐτοί εἶναι τά ἴδια τά παιδιά του. Χωρίς νά τό ἐπιθυμεῖ, ὁ οὑμανισμός παρα­σκεύασε τήν τρομακτική ἀπογύμνωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἐξέθεσε ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο. Καί οὐδέποτε ὁ κόσμος ἔχει ξαναδεῖ φοβερότερη ἔκθεση. Καί ἔφριξε ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι τό ὁποῖο πρέπει πιό πολύ νά φοβόμαστε. Ἐσεῖς δέν πιστεύετε; Ἀποσφραγίστε τίς βαθύτατες κρυψῶνες τοῦ εἶναι του καί θά ἀκούσετε πῶς ἀπό αὐτόν οὐρλιάζουν τά ἀποκαλυπτικά τέρατα.

Ἡ δική μας ἐποχή, μᾶς θρυμματίζει μέ τίς ἀποκαλύψεις της.Στόν ἄνθρωπο γνωρίστηκαν καί ἔγιναν φίλες κάθε λογῆς φρίκες πού δέν ἔχουν γνωριστεῖ ποτέ πρίν. Φαίνεται πώς ὁ δικός μας γερασμένος πλανήτης ἀποφάσισε νά ὁλοκληρώσει τόν ἑαυτό του στόν ἄνθρωπο, νά τόν ὁλοκληρώσει ἀποκαλυπτικά ἀναρχικῶς καί θυελλωδῶς. Ἡ ἀτμόσφαιρά του ἔχει γίνει ὑπερβολικά ἐκρηκτική. Ὅλες οἱ ἀντιφάσεις τοῦ σύμπαντος συναντιοῦνται σ’ αὐτήν, καί, κατά τήν συνάντηση αὐτή, ἐκρήγνυνται. Ἀτυχῶς, αὐτός ὁ πλανήτης εἶναι τοποθετημένος στό πιό καταραμένο σταυροδρόμι τοῦ σύμπαντος. Σ’ αὐτόν διασταυρώνονται ὅλοι οἱ δρόμοι, οἱ δρόμοι τοῦ φωτός καί τοῦ σκότους, οἱ δρόμοι τῶν πόνων καί τῶν χαρῶν, οἱ δρόμοι τοῦ βασάνου καί τῆς μακαριότητας, οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Κάθε οὐράνιο σῶμα μέ κάποια πορεία του περνᾶ πάνω ἀπό αὐτόν. Ἐξαιτίας τούτου ἡ γῆ εἶναι συγκέντρωση ὅλων τῶν πόνων καί τό σταυροδρόμι ὅλων τῶν δρόμων. Ἡ ζωή στή γῆ εἶναι τόσο ἀλγεινή, ὥστε ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀπορεῖ· πρός τά κάτω μέ κάθε ἀκτῖνα πού χώνεται στή γῆ, δέν γλιστρᾶ καί ἕνας πόνος; Ἡ γῆ δέν εἶναι λόγω αὐτοῦ μία πελώρια δεξαμενή τῶν πόνων; Πρός τά κάτω μέ κάθε ἀκτῖνα δέν γλιστρᾶ καί μία σταγόνα πύου; Δέν εἶναι γι’ αὐτό ὁ δικός μας λυπημένος πλανήτης ἕνα ἕλκος τοῦ σύμπαντος στό ὁποῖο συγκεντρώνεται ὅλη ἡ κοσμική ἀκαθαρσία, ὅλο τό κοσμικό κακό, ὅλα τά κοσμικά βδελύγματα;

Ἡ φρίκη τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς εἶναι πολλαπλῆ καί ἄσπλαχνη. Ἔτσι φαίνεται πώς ἡ γῆ εἶναι καθορισμένη νά εἶναι ἕνα σταυροδρόμι φαντασμάτων τά ὁποῖα γιά σύντομο χρονικό διάστημα ἐνδύονται στό σῶμα, δοκιμάζουν τόν ἑαυτό τους, δοκιμάζουν τήν ὕλη, προκειμένου τελικά νά ρίξουν ἀπό τόν ἑαυτό τους μέ κραυγή πόνου καί ἀνάθεμα τό σωματικό κέλυφος. Τό παράλογο τῆς κωμωδίας αὐτῆς ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στή σκέψη πώς κάποιο ὑψηλότερο ὄν πεισματικά πετᾶ τούς θρύλους στήν ὕλη, τούς ἐνδύει σ’ αὐτήν, δοκιμάζει ἄν μποροῦν νά ἐξοικειωθοῦν μ’ αὐτήν καί νά συμβιώσουν μ’ αὐτήν.

Ὅταν στόν ἄνθρωπο ἀφυπνιστεῖ ἡ ὕλη καί ἔλθει σέ συναίσθηση καί αὐτοσυνείδηση, ὁ ἄνθρωπος θά αἰσθανθεῖ σάν ἕνα σταυροδρόμι ἀναρίθμητων περίεργων δρόμων, τῶν ὁποίων τά ἀρχικά καί τελικά σημεῖα δέν ξέρει. Ἡ ὕλη εἶναι τυπική στόν ἄνθρωπο· εἶναι μονοσωματική μ’ αὐτόν ἀλλά παρ’ ὅλα αὐτά δέν δύναται νά πλαισιωθεῖ στίς ἀνθρώπινες σκέψεις. Σ’ αὐτήν δέν ὑπάρχει τίποτα ἁπλό, τίποτα συνηθισμένο, τίποτα ἀπερίεργο. Αὐτή ἀπεικονίζει τόν ἑαυτό της στόν ἄνθρωπο καί ὅλα τά σταυροδρόμιά της. Σ’ αὐτά τρέχουν φαντάσματα πού προτιμοῦν νά παραμένουν στόν ἄνθρωπο καί ἐνδύονται σ’ αὐτόν. Ὁ ἄνθρωπος σάν νά εἶναι προορισμένος γιά τό μαρτύριο: Ὁ κόσμος εἶναι ἀρένα καί αὐτόν τόν κατασπαράζουν τά φαντάσματα.

Ὅλα τά πράγματα συναγωνίζονται στήν φανταστικότητα, εἶναι δύσκολο, καί κάποτε καί ἀδύνατο, νά τοποθετήσουμε τό ὅριο μεταξύ τοῦ φανταστικοῦ καί τοῦ πραγματικοῦ. Ἡ φανταστικότητα εἶναι ἡ ψυχή τῆς πραγματικότητας, ὅλων τῶν πραγματικοτήτων μέ τίς ὁποῖες δύναται νά εἶναι ἐνσυνείδητη ἡ ἀνθρώπινη φύση. Γι’αὐτό οἱ πραγματικότητες, ὁποιεσδήποτε καί νά εἶναι, συγκροτοῦν τά προβλήματα ὑπερνοητικά γιά τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, καί ὑπερανθρώπινα γιά τόν ἄνθρωπο. Πῶς θά τά ἐπιλύσει ὁ ἄνθρωπος παρά μόνον μέ κάτι ὑψηλότερο ἀπό τόν ἄνθρωπο, καλύτερο ἀπό τόν ἄνθρωπο, πιό νοητικό ἀπό αὐτόν καί μέ κάτι πιό ἰσχυρό ἀπό τόν ἄνθρωπο.

Γιά τόν βασανισμένο ἄνθρωπο τό ἀσυνήθιστο αὐτῶν τῶν πραγματικοτήτων μεγεθύνεται στή θεότητα. Ἡ τραγικότητα, ἡ καταραμένη τραγική τῶν δικῶν μας φανταστικῶν πραγματικοτήτων, ἀναγκάζει τόν ἄνθρωπο νά δημιουργεῖ τούς θεούς, νά ψάχνει τούς θεούς καί ἐκεῖ ὅπου δέν κρύφτηκαν. Καθετί πού εἶναι πιό ἀσυνήθιστο ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὑψηλότερο καί πιό πολύπλοκο, μέ τή φύση του ἐπιβάλλει τόν ἑαυτό του ὡς θεότητα στόν ἄνθρωπο. Καί εἶναι φυσικό τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει πολλούς θεούς· εἶναι φυσικό τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολυθεϊστής. Ἡ πολυθεΐα εἶναι ἡ συνέπεια τῆς πολυπεριέργειας τοῦ κόσμου. Ὅλος ὁ κόσμος εἶναι μία θλίψη τοῦ πνεύματος καί κάθε πράγματος. Καμία θλίψη δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐξηγήσει παντελῶς ἀπό μόνος του ἀλλά καταφεύγει στούς θεούς. Οἱ πολλές θλίψεις τόν ὁδηγοῦν σέ πολλούς θεούς. Γι’ αὐτό τό λόγο ὁ ἄνθρωπος στό θλιβερό δρόμο του στήν ἱστορία δημιουργοῦσε πολλούς θεούς. Εἶναι δύσκολο νά διακριθεῖ κάποιος μεταξύ τους. Ὅλοι προτείνουν τόν ἑαυτό τους καί οἱ θλίψεις ἀναγκάζουν τόν ἄνθρωπο νά τούς υἱοθετεῖ.

Ὅσο μεγαλύτερη θλίψη ἔχει τόσο μεγαλύτερο θεό ψάχνει. Μικρές θλίψεις ψάχνουν μικρούς θεούς. Ὡστόσο, ὑφίσταται μία θλίψη μεγαλύτερη καί ἀπό τίς μέγιστες, ἡ θλίψη ἡ ὁποία συνθέτει ὅλες τίς ἄλλες θλίψεις. Ὁποιοσδήποτε θεός τήν νοηματοδοτήσει καί τήν μετατρέψει σέ χαρά ἀληθῶς εἶναι Θεός καί δέν ὑπάρχει ἄλλος. Ἡ μεγαλύτερη αὐτή θλίψη εἶναι ὁ θάνατος καί μ’ αὐτόν συνυπάρχουν καί τό βάσανο, τό κακό καί τό καλό, ἡ ἀλήθεια καί τό ψεῦδος. Ὅλα μαζί συνιστοῦν τά μαρτυρικά προβλήματα, ἐπειδή κάθε ἄνθρωπος εἶναι μάρτυρας τόν ὁποῖο βασανίζουν αὐτά τά καταραμένα προβλήματα.

Βασανισμένος μ’ αὐτά τά προβλήματα ὁ ἄνθρωπος ἀναγκαστικά πρέπει νά ψάχνει τόν ἄνθρωπο ἤ τό θεό πού θά τά ἐπιλύσει ἐντελῶς καί ὁλοκληρωτικῶς. Ἐκεῖνος πού ἐντελῶς καί ὁλοκληρωτικῶς θά τά λύσει, αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί οἱ ὑπόλοιποι εἶναι ψευδεῖς. Δέν ὑπάρχει κανείς μεταξύ τῶν ἀνθρωποθεῶν τοῦ Φόιερμπαχ, ὁ ὁποῖος δέν φαλλίρισε μπροστά σ’ αὐτά τά προβλήματα. Θέλεις νά δοκιμάσεις τούς ἀνθρώπους, βάλε τους μπροστά σ’ αὐτά τά προβλήματα. Θέλεις νά δοκιμάσεις τούς θεούς, κάνε τό ἴδιο. Τή μεγίστη σου θλίψη μετάφερε σ’ αὐτούς· ἐκεῖνος πού θά τή νοηματοδοτήσει καί θά τή δικαιολογήσει, δικαιοῦται νά εἶναι ὁ Θεός σου.

Σέ περίπτωση πού σέ πιάσει κάποιο βάσανο καί σέ καταδιώκει, μετάφερέ το στό θεό σου. Ἄν αὐτός τό κάνει δικό του, ἄν τό νοηματοδοτήσει, ἄν τό δικαιολογήσει ἀληθινά εἶναι ὁ Θεός σου καί δέν ὑφίσταται ψεῦδος ἤ ἀδυναμία σ’ αὐτόν. Ἀκόμη εἶναι ἀληθινός ὁ Θεός σου, ἄν ζοῦσε στό σῶμα σου καί νοηματοδότησε τόν ἄργιλό σου· ἄν ζοῦσε μέ τήν ψυχή σου καί γλύκανε τό πικρό μυστήριο τῆς ζωῆς σου· ἄν ἦταν ἡ κόρη τοῦ κλαμένου ματιοῦ σου καί ἀντιλήφθηκε καί ἐφεῦρε τήν ἔννοια τοῦ μοιραίου μυστηρίου τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου πάνω ἀπό τό ὁποῖο θρηνεῖς καί ἐσύ.

Τά μαρτυρικά προβλήματα ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στό πιό φρικαλέο σταυροδρόμι, μέχρι τό σταυροδρόμι τό θρησκευτικό, στό ὁποῖο δοκιμάζεται καί ἐπιλέγεται ὁ Θεός. Σέ ἐκεῖνον πού δέν ἔχει φτάσει στό θρησκευτικό σταυροδρόμι, σημαίνει ὅτι τά μαρτυρικά προβλήματα δέν τόν ἔχουν ἐπισκεφτεῖ. Στέκοντας στό θρησκευτικό σταυροδρόμι ὁ ἄνθρωπος στέκεται στήν ἀνθρακιά. Εἶναι ἀπίστευτα δύσκολο νά ἐπιλέγεις τό θεό καί πολύ πιό δύσκολο νά ἐπιλέξεις τόν καλύτερο θεό. Τό βρύο τοῦ σύμπαντος ὁ ἄνθρωπος ξέρει, στό βρύο τήν φωλιά κτίζει, ὥσπου νά γνωρίσει τόν καλύτερο καί μοναδικά ἀληθινό Θεό. Δίχως αὐτό, ὅλη ἡ γνώση του εἶναι ἐπιδερμική καί ἑτοιμόρροπη, ρηχή καί ἐπιφανειακή. Τίποτα δέν ξέρει ὅπως θά ἔπρεπε νά ξέρει. Δέν ξέρει τή λύση τοῦ τρομακτικοῦ αἰνίγματος τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, πού ἀκαταμέτρητα ξεπερνᾶ τά πάντα πού ὀνομάζεται ἄνθρωπος. Γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά μήν τήν ἀποδώσει στίς θεότητες.

Ἄν ὁ κόσμος αὐτός ἦταν μόνο μία ἀπάτη, θά μποροῦσε νά γίνει ὑποφερτός· ἀλλά αὐτός εἶναι ἐφιαλτική ἀπάτη, ὥστε ὁ ἄνθρωπος δύσκολα δύναται νά τόν ἀνεχτεῖ δίχως ἐξέγερση. Γιά ἕνα σπιριτουαλιστή ἡ ὕλη φαίνεται μία ἀπάτη· γιά ἕνα ὑλιστή τό πνεῦμα φαίνεται μία ἀπάτη. Ἐξαιτίας αὐτοῦ ὁ σκεπτικισμός εἶναι τό ἀναπόφευκτο ἀποτέλεσμα τῆς ἀνθρώπινης σκέψης. Μέ τί τελειώνει ἡ σκέψη μου περί τοῦ κόσμου, ἄν ὄχι μέ τόν σκεπτικισμό; Ἄν δέν τελειώνει μέ τόν σκεπτικισμό, σημαίνει ὅτι δέν ἔχω σκεφτεῖ μέχρι τό τέλος τήν σκέψη μου, οὔτε ἔχω φέρει ἕως τό τέλος τήν αἴσθησή μου. Ἄς στείλει ὁ ἄνθρωπος μία σκέψη του στόν κόσμο. Σέ ποιά κατάσταση αὐτή ἐπιστρέφει σ’ αὐτόν; Δέν ἐπιστρέφει ἀπό τό ταξίδι περισσότερο περίπλοκη, περισσότερο αἰνιγματική ἀπ’ ὅτι ὅταν ξεκίνησε τό ταξίδι;

Γιά νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τίς θλίψεις τοῦ ὄντος του ὁ ἄνθρωπος μοίραζε τόν ἑαυτό του, ἔστελνε τόν ἑαυτό του σέ πολλά ταξίδια. Δημιουργοῦσε θρησκεῖες, δημιουργοῦσε πολιτισμούς, προκειμένου νά ἁπαλύνει τό φοβερό φορτίο τῆς ὕπαρξης. Ψάχνοντας μόνιμες ἀξίες ὁ ἄνθρωπος ἀναπότρεπτα ἐρχόταν ἕως τό ὀστεορρηκτικό σταυροδρόμι. Ἐκεῖ ὁ δρόμος διχαλώνει, διασκορπίζεται στό πολυπλόκαμο δέλτα. Μέ τί τελειώνει ἕνα ρυάκι, μέ τί χιλιοστό, ἄν ὄχι μέ τόν ὠκεανό τῆς ἀπεραντοσύνης;

Διαμέσου πολλῶν πραγμάτων βάδιζα πρός τήν ἔννοια τῆς ζωῆς, ἔλεγε ἕνα ἀπελπισμένο ἀγόρι, διαμέσου πολλῶν πραγμάτων καί πολλῶν ἀνθρώπων, ὅμως, ἀλίμονο! Εἴτε τά πράγματα εἴτε οἱ ἄνθρωποι μέ ὁδηγοῦσαν μέχρι τό καταραμένο σταυροδρόμι, τό σταυροδρόμι γεμᾶτο ἀνθρακιά, καί μέ ἐγκατάλειπαν σ’ αὐτό μονάχο, ἀπορημένο, ἀποσβολωμένο καί ξεγελασμένο, ναί, ξεγελασμένο. Καί διαμέσου τῶν πραγμάτων καί διαμέσου τῶν ἀνθρώπων κάποιος μοχθηρά γέλασε, κάποιος δυνατότερος εἴτε ἀπό τά πράγματα εἴτε ἀπό τούς ἀνθρώπους. Καί ἐγώ δέν μπόρεσα δίχως ἀνάθεμα νά ἀντέξω αὐτήν τήν τυραννία, ἐπειδή αὐτό εἶναι ἡ τυραννία τοῦ χειρότερου εἴδους. Ξεγελασμένος ἔτρεχα στούς δρόμους σου, ὦ φιλοσοφία, καί στούς δικούς σου, ὦ ἐπιστήμη, καί στούς δικούς σου, ὦ πολιτισμέ, καί ὅλοι αὐτοί τερμάτιζαν σέ ἄδρομο τόπο καί ζούγκλα, ναί, σέ ἄδρομο τόπο καί ζούγκλα. Ἀπ’ αὐτό ἐξαγριώθηκε ἡ ψυχή μου στό στενό μου σῶμα. Καί ἐγώ τήν ἔστελνα διαμέσου πολλῶν θεωριῶν καί ὑποθέσεων γιά τήν ἀξία τήν ἀξεπέραστη, καί αὐτή ἐπέστρεφε ὅλο βαρεμένη καί πληγωμένη. Τήν ἔστελνα βασανισμένη καί ἐπέστρεφε ἀκόμη πιό φορτωμένη μέ θλίψεις, ἀκόμη πιό σαμαρωμένη μέ φρίκη· καί στή μοναξιά της γεννοῦσε τό ἑκατοκέφαλο θηρίο τῆς ἀπελπισίας. Καί ἀναγκαστηκά ἔπρεπε νά σκέφτομαι τή φοβερή σκέψη τοῦ νεογέννητού μου: ἕνα σκουλήκι γλοιῶδες, μακρύ, ὑπερβολικά μακρύ εἶναι ὁ ἄξονας τοῦ σύμπαντος. Στήν παράλογη ἀπελπισία μου λύγισα καί κόλλησα τήν ψυχή μου γύρω ἀπό τό σῶμα μου τό πολυβασανισμένο, καί ἄχ, τήν λύγισα καί κόλλησα γύρω ἀπό τό σταυρό καί τή διασταύρωση. Τό σῶμα μου δέν συμβολίζει τό σταυρό; Τό κεφάλι μου καί τά πόδια μου καί τά ἁπλωμένα χέρια μου δέν εἶναι ἕνας σταυρός καί διασταύρωση, στόν ὁποῖο διαμένει τό μεσονύχτι καί τά φαντάσματα χορεύουν συνεχῶς. Μέ τήν ψυχοφυσική δομή τοῦ ὄντος του ὁ ἄνθρωπος εἶναι τοποθετημένος στό πιό ἄσπλαχνο σταυροδρόμι μεταξύ τοῦ πνεύματος καί τῆς ὕλης, τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, τοῦ ὁρατοῦ καί ἀοράτου, τοῦ ἀκουστοῦ καί μή ἀκουστοῦ, αὐτοῦ καί ἐκείνου, τοῦ ἐγώ καί τοῦ ἐσύ … Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ δρόμος πρός καινούργια φρίκη καί καινούργια βάσανα. Μέσῳ τοῦ ἀνθρώπου ταξιδεύει κάποιο τέρας, ποιός ξέρει ποῦ; Τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό μεταφορικό μέσο του τοῦ ὁποίου ἡ τελευταία στάση εἶναι ὁ θάνατος. Ὁ θάνατος εἶναι ἀδιαπέραστος τοῖχος· ὁ θάνατος εἶναι τό νά μήν μπορεῖς νά προχωρήσεις πρός τά ἐμπρός (Nicht-Vörwarts-Können). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιλέξει καί πρέπει νά ἐπιλέξει κάτι γιά τό νόημα τῆς ζωῆς, τότε ἄς κόψει αὐτό τό κάτι μέ τό δρόμο τοῦ θανάτου καί θά βρεθεῖ στό σταυροδρόμι τό γεμᾶτο ἀναμμένα κάρβουνα, τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ὑπομείνει δίχως θεό, χωρίς ὁποιονδήποτε θεό. Λένε ὅτι ὁ πολιτισμός εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ζωῆς. Κόψτε την μέ τό δρόμο τοῦ θανάτου, τί παρέμεινε ἀπό αὐτήν τήν ἔννοια; Κόψτε μέ τό δρόμο τοῦ θανάτου τά πάντα ὅσα δημιούργησε ὁ ἄνθρωπος καί πού ὁ οὑμανισμός δημιουργεῖ, μπορεῖ τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά νά γίνει ἡ ἔννοια τῆς ζωῆς;

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό μέτρο ὅλων τῶν πραγμάτων, ὁρατῶν καί ἀοράτων, τοῦτο εἶναι ἡ βασική ἀρχή καί τό κριτήριο τοῦ οὑμανισμοῦ. Ὡστόσο, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος δέν κατέχει οὔτε τήν ἀπόλυτη ἔννοια τῆς ζωῆς οὔτε τήν ἀπόλυτη ἀλήθεια, προκύπτει ὅτι ὅλα τά ἀνθρώπινα εἶναι σχετικά. Σχετικισμός εἶναι ἡ ψυχή τοῦ οὑμανισμοῦ. Ἡ θεωρία τῆς σχετικότητας τοῦ Ἀϊνστάιν εἶναι ὁλοκληρωτική, συνολική συνέπεια τοῦ οὑμανισμοῦ καί ὅλων τῶν φιλοσοφικῶν, ἐπιστημονικῶν, θρησκευτικῶν, πολιτιστικῶν κλάδων του.

Καί ὄχι μόνο αὐτό· σέ τελική ἀνάλυση, ὁ οὑμανισμός εἶναι μηδενισμός. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά μήν εἶναι μηδενιστής, ἐφόσον δέν παραδέχεται καμία ἀπόλυτη ἀξία; Περπατῶντας μέ τή λογική ἕως τό τέρμα φτάνει στό συμπέρασμα, ὁ σχετικισμός εἶναι ὁ πατέρας τοῦ ἀναρχισμοῦ. Ἀφοῦ ὅλες οἱ ἀξίες εἶναι σχετικές, τότε τί δικαίωμα ἔχει ὁποιαδήποτε ἀπ’ αὐτές νά ἐπιβάλλεται ὡς ἡ κορυφαία, ἡ μεγίστη καί ἡ κυριότερη; Ὅλες οἱ ἄλλες ἔχουν τό δικαίωμα στήν ἀναρχική ἐξέγερση ἐναντίον της. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ μηδενισμός καί ὁ ἀναρχισμός εἶναι ἀναπότρεπτη ὁλοκληρωτική φόρμα, ἡ ἀποκαλυπτική φόρμα τοῦ οὑμανισμοῦ καί τοῦ σχετικισμοῦ του.

Ὁ οὑμανισμός εἶναι συνεπής στήν ἰδιαίτερη λογική του ὅταν ἀρνεῖται τό Θεό, ἐπειδή ἀνακήρυξε τόν ἄνθρωπο γιά Θεό. Ἀλλά, εἰδομένη ἕως τό τέλος, ἡ λογική αὐτή ἀρνεῖται εἴτε τόν κόσμο εἴτε τόν ἄνθρωπο. Ἀκοσμισμός εἶναι ἡ πιό φυσική καί ἡ πιό λογική συνέπεια τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐνσυνείδητα ἀρνεῖται τό Θεό, δέν μπορεῖ παρά νά ὁλοκληρώσει τήν ἄρνηση μέ τήν ἀπάρνηση τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, μονάχα στήν περίπτωση πού θά μποροῦσε νά νοηματοδοτήσει καί νά δικαιολογήσει τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο. Καί ὅτι τοῦτο γι’ αὐτόν δέν εἶναι ἀδύνατο, ὁ ἄνθρωπος ἀναμφισβήτητα μέ διάφορους τρόπους τό ἀπέδειξε καί τό τεκμηρίωσε.

Ὁ ἄνθρωπος προτιμᾶ νά ὑποκαθιστᾶ τό Θεό. Αὐτό ἀποδεικνύει ὁ οὑμανισμός. Ὅμως, κανείς ἀπό τούς θεούς δέν ἔχει ἐκτεθεῖ τόσο φοβερά ὅσο ὁ ἀνθρωποθεός. Δέν μπόρεσε νά νοηματοδοτήσει οὔτε τό θάνατο οὔτε τό βάσανο οὔτε τή ζωή. Δύναται τότε ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι γαλήνιος καί εὐχαριστημένος μέ ἕνα τέτοιο θεό; Δέν νιώθει ὁ ἄνθρωπος πώς ἡ βδέλλα τοῦ θανάτου μέ πόθο καταπίνει τήν κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς του καί τοῦ καθενός; Καί ἀκόμη καμαρώνουν μέ τόν ἄνθρωπο!

Ἐκεῖνος πού περιτοίχισε τόν ἑαυτό του μέ τόν ἄνθρωπο, δέν θά βρεῖ οὔτε τή γαλήνη του οὔτε τήν εἰρήνη στόν ὀχλαγωγικό νοῦ του· δέν ἔχει προσαράξει στό πιό γαλήνιο λιμάνι. Ὅλοι οἱ δρόμοι τοῦ ἀνθρώπου συναντιοῦνται στόν τάφο, σ’ αὐτόν συναντιοῦνται, σ’ αὐτόν παραμένουν, σ’ αὐτόν περατώνονται· σ’ αὐτόν ὅλα τά σταυροδρόμια παραμένουν ἀποδιασταυρωμένα. Ἐκεῖ μόνο ὁ ἄνθρωπος νιώθει τήν ἀδυναμία τῆς διάνοιάς του, τῆς θέλησής του καί τῆς καρδιᾶς του, τήν ἀδυναμία καί τό φαλλίρισμα. Καί τό φαλλίρισμα αὐτό ἀναγκάζει τόν ἄνθρωπο νά πάει πέρα ἀπό τόν ἄνθρωπο, πάνω ἀπό τόν ἄνθρωπο, πρός τό ὑψηλότερο καί ἰσχυρότερο ἀπό τόν ἄνθρωπο ὄν, πρός τόν Ὄντα, τόν Παν-Λόγο καί τόν Παν-Νοηματοδότη. Τότε αὐτός μέ πόνο καί δύναμη νιώθει πώς ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι πού πρέπει νά ὁλοκληρωθεῖ, νά συμπληρωθεῖ. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀρχισμένος ἀλλά δέν εἶναι ὁλοκληρωμένος. Ὅλες οἱ ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες γιά πρόοδο, γιά τή γνώση, ὅλες οἱ ἀναζητήσεις του γιά κάτι πού εἶναι ἐπάνω ἀπό τόν ἄνθρωπο καί γύρω ἀπό αὐτόν, ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος παραμένει μονάχα μέ τόν ἑαυτό του, παρά τή φύση του, ἀνεπαρκής στόν ἑαυτό του καί ἀνικανοποίητος μέ τόν ἑαυτό του. Αὐτός εἶναι «τό ἐπιθυμοῦν βέλος» γιά ἐκείνη τήν ἀκτή, γιά ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο, πληρέστερο καί ὁλοκληρωτέρο, γιά τόν Θεάνθρωπο.

Πῶς νά ὁλοκληρωθεῖ ὁ ἄνθρωπος; Δέν εἶναι αὐτός τό γιοφύρι τῆς Ἄρτας τῆς ἀπεραντοσύνης; Ἐκεῖνο πού αὐτός τήν μέρα θά οἰκοδομήσει, κάποιος τή νύχτα θά γκρεμίσει. Ἡ ἀβουλία γιά νά ὁλοκληρωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, νά ἐπιπροστεθεῖ ἡ οἰκοδόμησή του, σημαίνει τήν ἀπόλυσή του ἀπό τήν πρόοδο, τήν ἔξοδο ἀπό τήν ἀπελπισία, ἀπό τό σκεπτικισμό, ἀπό τή σολοψιστική κόλαση. Ἡ ἀβουλία αὐτή προέρχεται ἀπό τόν ἡττημένο οὑμανισμό.

Ὁ οὑμανισμός κούρασε ἐπιβαρυντικά καί ἀπελπιστικά ἀπογοήτευσε τόν ἄνθρωπο. Ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος εἶναι κουρασμένος ἀπό τήν εἰδωλολατρία. Βασανίζοντας τόν ἄνθρωπο μέχρι φρίκης, ὁ οὑμανισμός ξεψύχησε μέσω τοῦ ἀνύπαρκτου παραληρήματος, μέσῳ τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολέμου. Καί ἐγκατέλειψε τόν εὐρωπαϊκό ἄνθρωπο στό νεκροταφεῖο, στό εὐρωπαϊκό νεκροταφεῖο. Καί αὐτός κουρασμένος ἀπό τή δυστυχία, φορτωμένος μέ τό βαρύ σαμάρι τῆς ὕπαρξης, θλιμμένος λόγῳ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ νεκροταφείου, θρηνεῖ μέ λυγμούς καί περιμένει νά τόν ἀναπαύσει κάποιος καί νά τόν ἀπελευθερώσει ἀπό τό βαρύ φορτίο. Καί ἐκεῖ πού αὐτός καταπονημένος θρηνεῖ καί περιμένει, πάνω ἀπό τό εὐρωπαϊκό νεκροταφεῖο αἰωρεῖται τό πρᾶο καί ἀγαθό κάλεσμα τοῦ Θεανθρώπου: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· Ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. 11, 28-30). Ἔτσι ὁ ἀγαθός καί ὁ μόνος γνήσιος Φιλάνθρωπος καλεῖ στόν ἑαυτό του τόν δυστυχῆ εὐρωπαϊκό ἄνθρωπο. Θά Τόν ἀκούσει αὐτός; Θά ἀκούσει; Θά ἀκούσει; …

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» - Ἀρ. Τεύχους 173

Ἰανουάριος 2017