Ὁ πραγματικός μας Χρόνος, εἶναι αὐτός πού ἔχουμε συνειδητοποιήσει!

173 8 Xrisa

Ὁ πραγματικός μας Χρόνος, εἶναι αὐτός πού ἔχουμε συνειδητοποιήσει!

Διάβαζα πρόσφατα μιά ἱστορία, ἡ ὁποία μοῦ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση. Εἶναι μιά ἱστορία πού ταιριάζει ἀπόλυτα μέ τίς μέρες αὐτές, πού σηματοδοτοῦν τό τέλος τοῦ παλαιοῦ ἔτους καί τήν ἀρχή τοῦ νέου, μέρες πού πυροδοτοῦν στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων τήν ἐπιθυμία τῆς ἀλλαγῆς καί τῆς ἀνανέωσης ἀλλά καί τήν ἐπιθυμία γιά ζωή.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ ἐπιθυμία αὐτή θά ἔπρεπε νά ὑπάρχει μέσα μας κάθε ὥρα καί κάθε στιγμή, ἀλλά ἐμεῖς συνειδητά τήν ναρκώνουμε κατά τήν διάρκεια τοῦ χρόνου, τήν θάβουμε, τήν ξεχνᾶμε, καί ξυπνάει αὐτές τίς λίγες ἡμέρες πρός τό τέλος του, γιά νά μᾶς θυμίσει ποιοί θέλαμε νά γίνουμε, ἀλλά ἀποτύχαμε, τί στόχους βάλαμε ἀλλά δέν τούς πετύχαμε οὔτε στό ἐλάχιστο, καί πόσο ἀνάξιοι καί κατώτεροι τῶν περιστάσεων φανήκαμε, πόσο μικροί καί πόσο ἐλάχιστοι, ἀφοῦ δέν καταφέραμε νά ἱκανοποιήσουμε οὔτε αὐτά πού ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἐπιθυμήσαμε γιά τόν ἑαυτό μας, οὔτε αὐτά πού ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ποθήσαμε καί κυρίως οὔτε αὐτά πού ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ὀνειρευτήκαμε μέ ὅλο μας τό εἶναι…

Ἡ ἱστορία πού διάβασα ἔχει τόν τίτλο “Ο ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ” καί εἶναι ἡ ἑξῆς:

 “Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία ἑνός ἀνθρώπου τόν ὁποῖο ἐγώ θά χαρακτήριζα ἐρευνητή…

Ἐρευνητής εἶναι κάποιος πού ψάχνει; ὄχι ἀπαραιτήτως κάποιος πού βρίσκει.

Οὔτε εἶναι κάποιος πού ξέρει στά σίγουρα τί εἶναι αὐτό πού ψάχνει. Εἶναι, ἁπλῶς, κάποιος γιά τόν ὁποῖο ἡ ζωή ἀποτελεῖ μιά ἀναζήτηση.

Μιά μέρα, ὁ ἐρευνητής διαισθάνθηκε ὅτι ἔπρεπε νά πάει πρός τήν πόλη τοῦ Καμίρ. Εἶχε μάθει νά δίνει μεγάλη σημασία στά προαισθήματά του, πού πήγαζαν ἀπό ἕνα μέρος δικό του μέν, ἄγνωστο δέ.

Μετά ἀπό δυό μέρες πορείας στούς σκονισμένους δρόμους, διέκρινε ἀπό μακριά τό Καμίρ. Λίγο πρίν φτάσει στό χωριό, τοῦ τράβηξε τήν προσοχή ἕνας λόφος, δεξιά ἀπό τό μονοπάτι. Ἦταν σκεπασμένος ἀπό ὑπέροχη πρασινάδα καί γεμάτος μέ δέντρα, πουλιά καί μαγευτικά λουλούδια. Τόν περιτριγύριζε κάτι σάν μικρός φράχτης φτιαγμένος ἀπό βαμμένο ξύλο.

Μιά μπρούτζινη πορτούλα τόν προσκαλοῦσε νά μπεῖ.

Ξαφνικά, αἰσθάνθηκε νά ξεχνᾶ τό χωριό καί ὑπέκυψε στήν ἐπιθυμία του νά ξαποστάσει γιά λίγο σ’ ἐκεῖνο τό μέρος.

Ὁ ἐρευνητής πέρασε τήν εἴσοδο κι ἄρχισε νά βαδίζει ἀργά δίπλα στίς λευκές πέτρες πού ἦταν τοποθετημένες ἀνάκατα ἀνάμεσα στά δέντρα.

 Ἄφησε τό βλέμμα του νά ξαποστάσει σάν τήν πεταλούδα, σέ κάθε λεπτομέρεια τοῦ πολύχρωμου αὐτοῦ παραδείσου.

Τά μάτια του, ὅμως, ἦταν μάτια ἐρευνητῆ, κι ἴσως γι’ αὐτό ἀνακάλυψε ἐκείνη τήν ἐπιγραφή πάνω σέ μιά ἀπό τίς πέτρες:

Ἀμντούλ Ταρέγκ: ἔζησε 8 χρόνια, 6 μῆνες, δυό ἑβδομάδες καί 3 ἡμέρες.

Τρόμαξε λίγο συνειδητοποιῶντας ὅτι ἐκείνη ἡ πέτρα δέν ἦταν ἁπλῶς μιά πέτρα: ἦταν μιά ταφόπλακα.

Λυπήθηκε ὅταν σκέφτηκε ὅτι ἕνα παιδί τόσο μικρῆς ἡλικίας ἦταν θαμμένο σ’ ἐκεῖνο τό μέρος.

Κοιτάζοντας γύρω του, ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποίησε ὅτι καί ἡ διπλανή πέτρα εἶχε μιά ἐπιγραφή. Πλησίασε νά τήν διαβάσει. Ἔλεγε:

Γιαμίρ Καλίμπ: ἔζησε 5 χρόνια, 8 μῆνες καί 3 ἑβδομάδες.

Ὁ ἐρευνητής αἰσθάνθηκε φοβερή συγκίνηση.

Αὐτό τό πανέμορφο μέρος ἦταν νεκροταφεῖο, καί κάθε πέτρα ἦταν ἕνας τάφος.

Μία μία, ἄρχισε νά διαβάζει τίς πλάκες.

Ὅλες εἶχαν παρόμοιες ἐπιγραφές: ἕνα ὄνομα καί τόν ἀκριβῆ χρόνο ζωῆς τοῦ νεκροῦ.

Ἀλλά αὐτό πού τόν τάραξε περισσότερο ἦταν ἡ διαπίστωση ὅτι ὁ ἀνθρωπος πού εἶχε ζήσει τόν πιό πολύ καιρό, μόλις πού ξεπερνοῦσε τά ἕντεκα χρόνια…

Νικημένος ἀπό μιά ἀβάσταχτη θλίψη, ἔκατσε καί ἄρχισε νά κλαίει.

Ὁ φύλακας τοῦ νεκροταφείου πού περνοῦσε ἀπό ἐκεῖ τόν πλησίασε.

Τόν κοίταξε νά κλαίει γιά λίγο σιωπηλός, καί μετά τόν ρώτησε ἄν ἔκλαιγε γιά κάποιον συγγενῆ.

“Όχι, γιά κανέναν συγγενή” εἶπε ὁ ἐρευνητής. “Τι συμβαίνει σ’ αὐτό τό χωριό; Τί πρᾶγμα φοβερό ἔχει αὐτός ὁ τόπος; Γιατί ἔχει τόσα πολλά νεκρά παιδιά θαμμένα σ’ αὐτό τό μέρος; Ποιά εἶναι ἡ τρομερή κατάρα πού βαραίνει αὐτούς τούς ἀνθρώπους καί τούς ἔχει ὑποχρεώσει νά φτιάξουν ἕνα νεκροταφεῖο γιά παιδιά;”

Ὁ ἡλικιωμένος χαμογέλασε καί εἶπε:

“Μπορείτε νά ἠρεμήσετε. Δέν ὑπάρχει τέτοια κατάρα. Αὐτό πού συμβαίνει εἶναι ὅτι ἐδῶ ἔχουμε ἕνα παλιό ἔθιμο. Θά σᾶς ἐξηγήσω…

Ὅταν ἕνας νέος συμπληρώνει τά δεκαπέντε του χρόνια, οἱ γονεῖς του τοῦ χαρίζουν ἕνα τετράδιο ὅπως αὐτό πού ἔχω ἐδῶ, γιά νά τό κρεμάει στό λαιμό. Εἶναι παράδοση στόν τόπο μας. Ἀπό τήν στιγμή ἐκείνη καί ἔπειτα, κάθε φορά πού κάποιος ἀπολαμβάνει ἔντονα κάτι, ἀνοίγει τό τετράδιο καί σημειώνει:

Στά δεξιά, αὐτό πού ἀπόλαυσε.

Στ’ ἀριστερά πόσο χρόνο κράτησε ἡ ἀπόλαυση.

(…) Ὅταν κάποιος πεθαίνει, ἔχουμε τήν συνήθεια νά ἀνοίγουμε τό τετράδιό του καί νά ἀθροίζουμε τόν χρόνο τῆς ἀπόλαυσης γιά νά τόν γράψουμε πάνω στόν τάφο του.

Γιατί αὐτός εἶναι γιά ἐμᾶς ὁ μοναδικός καί πραγματικός χρόνος ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΖΗΣΕΙ”.

Ὁ ἐρευνητής τῆς ἱστορίας ἔκλαιγε ἐπειδή νόμιζε πώς βρισκόταν σέ κάποιο νεκροταφεῖο παιδιῶν καί ἡ ἀπάντηση τοῦ ἡλικιωμένου ἦρθε γιά νά ἀνακουφίσει τόν πόνο πού αἰσθάνθηκε καί νά τόν παρηγορήσει, ἐνῶ στή πραγματικότητα θά ἔπρεπε νά τόν κάνει νά κλάψει ἀκόμα περισσότερο. Θά ἔπρεπε νά τόν κάνει, ἀλήθεια, νά πονέσει ἀκόμα περισσότερο καί νά νιώσει ἀκόμα μεγαλύτερη θλίψη. Γιατί ὅταν βλέπει κανείς, ἀνθρώπους, νά ἔχουν τόσο ἐλάχιστο χρόνο ἀληθινῆς ζωῆς –ἕντεκα χρόνια ζωῆς ἦταν τό περισσότερο πού εἶχε ζήσει κάποιος!!– μονάχα νά κλάψει καί νά πονέσει μπορεῖ. Πόσο θλιβερό ἀλήθεια, μέσα στά τόσα χρόνια, ἡ πραγματική ζωή νά εἶναι τόση λίγη…

Στήν ἱστορία, ἡ ζωή πού εἶχε ζήσει ὁ καθένας ἀφοροῦσε ἀποκλειστικά καί μόνο τίς στιγμές ἀπόλαυσης πού εἶχε βιώσει. Στήν οὐσία ὅμως δέν εἶναι μόνο αὐτές οἱ στιγμές τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Ζωή εἶναι καί ἡ σχέση μέ τούς ἀνθρώπους δίπλα μας. Ζωή εἶναι καί ἡ ἀλλαγή μας, ἡ ἀλλαγή τοῦ χαρακτῆρα μας, ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἀθλιότητάς μας καί ἡ ἐπιθυμία νά γίνουμε καλύτεροι. Γιατί, ὅσο ἐπώδυνη καί ἄν εἶναι ἡ ἀλλαγή, ἄλλο τόσο εἶναι καί ὄμορφη. Γιατί, ἀλήθεια, τί πιό ὄμορφο πρᾶγμα ἀπό τό νά ἀντικρίζει κανείς τόν ἑαυτό του μέσα σέ βάθος χρόνου καί νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι στό τέλος δέν ἔφυγε ἀπό αὐτόν τόν κόσμο ὅπως ἦρθε;

Ζωή εἶναι καί τό νά ξεκινήσουμε νά βλέπουμε ἐκτός ἀπό τόν ἑαυτό μας, καί τούς ἀνθρώπους πού βρίσκονται κοντά μας, νά ἀρχίσουμε νά ἐνδιαφερόμαστε γιά αὐτούς, νά σταματήσουμε νά τούς συμπεριφερόμαστε μέ σκληρότητα, νά σταματήσουμε νά τούς κατακρίνουμε μόνο, μιλῶντας ἀπό καθέδρας καί θεωρῶντας τούς ἑαυτούς μας τέλειους καί ἀλάνθαστους, καί νά προσπαθήσουμε νά τούς καταλάβουμε.

Ζωή εἶναι καί τό νά μετατρέψουμε τήν πέτρινη καρδιά μας σέ ἀνθρώπινη καί ἀπό ψυχρά καί σκληρά ὄντα, ὅμοια μέ κτήνη καί ζῶα, νά γίνουμε ἐπιτέλους ἄνθρωποι.

Ζωή εἶναι καί τό νά βλέπουμε μέσα σέ κάθε τί τό καλό, ὅσο μικρό καί ἄν εἶναι αὐτό, καί νά μάθουμε νά βρίσκουμε τήν χαρά στό κάθετι πού μᾶς συμβαίνει. Ἀκόμα κι’ ἄν αὐτή χάνεται πολλές φορές μέσα στήν ἄβυσσο τῶν δυσκολιῶν καί τῶν ἀνθρώπινων δυστυχιῶν, ἐμεῖς νά τήν κυνηγᾶμε καί νά τήν φέρνουμε στήν ἐπιφάνεια.

Πόσοι ὅμως ἀπό ἐμᾶς καταφέρνουν τελικά νά ζήσουν οὐσιαστικά; Πόσοι καταφέρνουν νά ἀξιοποιήσουν σωστά τόν χρόνο πού μᾶς  ἔχει δώσει ὁ Θεός καί πόσοι εἶναι τελικά σέ θέση νά ἀντιληφθοῦν τίς χαρές τῆς ζωῆς καί τίς μοναδικές ὀμορφιές της;

Πολλές φορές ἀκούει κανείς, κυρίως ἀπό ἐκκλησιαζόμενους ἀνθρώπους, τό πόσα βάσανα ἔχει αὐτή ἡ ζωή, καί τό πόσες θυσίες πρέπει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος γιά νά μπορέσει ὄχι νά ζήσει –γιατί ἡ ζωή εἶναι μιά πολυτέλεια τελικά– ἀλλά ἁπλῶς νά ἐπιβιώσει. Ἀκούει κανείς τό πόσες σκοτοῦρες ἔχει ὁ γάμος, τό πόσες σκοτοῦρες ἔχει ἡ οἰκογενειακή ζωή, τό πόσες δυσκολίες ἔχει ἡ ἐργένικη ζωή καί σέ γενικές γραμμές τό πόσες σκοτοῦρες καί δυσκολίες ἔχει ἡ ζωή γενικότερα. Ἡ γκρίνια καί ἡ μιζέρια κυριαρχοῦν, ἐνῶ τό χαμόγελο, ἡ χαρά καί ἡ εὐτυχία ἀπουσιάζουν καί, τελικά, ἀναρωτιέται κανείς, τί τό ὡραῖο ἔχει μιά τέτοια ζωή καί γιά ποιό λόγο νά μπεῖ στόν κόπο νά τήν ἀκολουθήσει, ἀφοῦ εἶναι τόσο βασανιστική καί γεμάτη μέ καταναγκαστικά ἔργα. Οἱ περισσότεροι δέ ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους, ἰσχυρίζονται ὅτι γιά νά μπορέσει νά ἀπολαύσει κανείς τήν αἰωνιότητα θά πρέπει νά ὑποφέρει σέ αὐτή τήν ζωή καί νά ὑποστεῖ τά βάσανά της, καθώς δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος. Δέν ἔχω ἀντίρρηση ὅτι πρέπει νά κάνουμε θυσίες καί σίγουρα πρέπει νά κουραστοῦμε καί νά προσπαθήσουμε σκληρά σέ αὐτή τήν ζωή, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι καί ἡ ὀμορφιά τῆς ζωῆς, γιατί, ἀλήθεια, πῶς θά μπορούσαμε νά χαροῦμε μέ οὐσία γιά κάτι, γιά τό ὁποῖο οὔτε προσπαθήσαμε, οὔτε κουραστήκαμε καθόλου; Δέν ἔχω ἀντίρρηση στό ὅτι θά ὑπάρξουν καί οἱ ἀναποδιές καί οἱ δυσκολίες καί ἐνδεχομένως καί οἱ κακουχίες, πολλές φορές. Ὅμως δέν μπορῶ νά καταλάβω γιατί θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά περάσει καλά ἤ στήν ἐπίγεια ζωή καί ἄρα ἀποκλείεται νά ἀπολαύσει τήν αἰωνιότητα, ἤ στήν ἐπουράνια ζωή καί ἄρα ἀποκλείεται νά χαρεῖ στήν ἐπίγεια; Γιατί δηλαδή θά πρέπει νά ἔχει ἤ τό ἕνα ἤ τό ἄλλο; Πράγματι ἡ ζωή τοῦ οὐρανοῦ δέν συγκρίνεται μέ τήν πρόσκαιρη γήϊνη ζωή μας, γιατί ὅμως νά μήν ἐπιθυμοῦμε νά δώσουμε ἕναν τόνο αἰωνιότητας καί σέ αὐτήν τήν ζωή; Εἶναι θλιβερό ὅταν ὁ ἄνθρωπος, προσπαθῶντας νά δικαιολογήσει τήν ἀνικανότητά του νά ζήσει καί προσπαθῶντας νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς ἐνοχές ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἀνικανότητας νά ἀξιοποιήσει αὐτό τό μοναδικό δῶρο πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, χρησιμοποιεῖ σάν πρόσχημα τήν ἀντίληψη ὅτι δέν πρέπει νά ζήσουμε ἐδῶ, γιά νά ζήσουμε ἐκεῖ.

Καί εἶναι ἀκόμα πιό θλιβερό, ὅταν τήν στάση αὐτή ἀπέναντι στήν ζωή τήν ἔχουν ἐκκλησιαζόμενοι ἄνθρωποι, ἄνθρωποι πού ἔχουν ἀκούσει τόν Χριστό μέσα στό Εὐαγγέλιο καί γνωρίζουν ὅτι Αὐτός εἶναι “ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί Η ΖΩΗ”, ἡ ἐπουράνια καί ἡ αἰώνια ζωή, ἀλλά καί ἡ ἐπίγεια. Πῶς εἶναι δυνατόν νά βρισκόμαστε στήν Πηγή τῆς Ζωῆς καί νά μήν μποροῦμε νά ζήσουμε; Πῶς εἶναι δυνατόν νά βρισκόμαστε δίπλα στήν ὄντως Ζωή καί ἀκόμα νά δικαιολογοῦμε τόν ἑαυτό μας, καί τήν ἀνικανότητά μας νά ζήσουμε παρουσιάζοντάς την καί ὡς Θεῖο θέλημα; Εἶναι θλιβερό ὅταν ἄνθρωποι μακριά ἀπό τόν Θεό, προσπαθοῦν νά ἀξιοποιήσουν τό κάθε λεπτό αὐτῆς τῆς ζωῆς, κι’ ἐμεῖς νεκρώνουμε τήν θέληση γιά ζωή καί σάν πτώματα περιδιαβαίνουμε σέ αὐτόν τόν κόσμο. Μπορεῖ τό σκεπτικό τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν νά εἶναι λανθασμένο, καθώς πιστεύουν ὅτι μέ τόν θάνατο τελειώνουν ὅλα, ὁπότε ἀγωνιοῦν νά προλάβουν νά κάνουν ὅσο τό δυνατόν περισσότερα ἀξιοποιῶντας στό ἔπακρο τήν ἐπίγεια ζωή καί ἔτσι, αὐτό πού τελικά αὐτοί ἐννοοῦν ζωή, μπορεῖ νά μοιάζει περισσότερο μέ θάνατο, τοὐλάχιστον ὅμως αὐτοί παλεύουν, ἐνῶ ἐμεῖς πού ἔχουμε κάθε λόγο νά ἀγωνιζόμαστε, ἀφοῦ γνωρίζουμε τήν ζωή καί τήν πηγή της, ἔχουμε παραδώσει τά ὅπλα καί ἔχουμε ἐπιτρέψει στόν θάνατο νά νικήσει ἀφοῦ τοῦ ἔχουμε ἀφήσει χῶρο καί τοῦ ἔχουμε δώσει τό δικαίωμα νά μᾶς ἐπισκεφτεῖ ἐνῶ εἴμαστε ἀκόμα ἐν ζωῇ.

Ἀπό τήν ἄλλη ἀναρωτιέμαι: ἡ ζωή μας σέ αὐτή τήν ζωή δέν εἶναι μιά προτύπωση τῆς αἰωνιότητας; Ἄν δηλαδή ἐμεῖς εἴμαστε μίζεροι καί δύστροποι, πῶς εἶναι δυνατόν νά γίνουμε χαρούμενοι ἄνθρωποι ὅταν φύγουμε ἀπό αὐτόν τόν κόσμο; Ἄν τίς δύσκολες καταστάσεις τίς ἀντιμετωπίζουμε μέ γκρίνια, πῶς θά μάθουμε νά χαμογελᾶμε ὅταν φύγουμε ἀπό αὐτόν τόν κόσμο; Ἄν μονίμως κάτι μᾶς φταίει καί συνεχῶς παραπονιόμαστε γιά τά πάντα, πῶς θά βιώσουμε τήν εὐτυχία καί τήν γαλήνη τῆς αἰωνιότητας; Ἄν δέν ἐκτιμοῦμε τίποτα σέ αὐτή τήν ζωή, οὔτε κἄν τήν ἴδια τήν ζωή, καί ἄν βλέπουμε μόνο προβλήματα καί βάσανα, πῶς θά ἐκτιμήσουμε τήν αἰωνιότητα; Ἀκόμα καί κοντά στόν Θεό νά βρεθοῦμε, πάλι βάσανα δέν θά βλέπουμε καί πάλι δέν θά μᾶς φταῖνε ὅλα; Ἀκόμα καί στόν παράδεισο νά βρεθοῦμε δέν θά αἰσθανόμαστε “ξένοι καί παρεπίδημοι ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ”; Καί ἄν μονίμως κατηγοροῦμε τούς ἄλλους ἀνθρώπους σάν τούς μοναδικούς ὑπευθύνους γιά ὅλα αὐτά πού μᾶς συμβαίνουν, πῶς εἶναι δυνατόν νά μήν φτάσουμε νά κατηγοροῦμε καί τόν Θεό ὅταν θά βρεθοῦμε κοντά του; Πῶς, δηλαδή, εἶναι δυνατόν νά περιμένουμε οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὅλα θά ἀλλάξουν μέ τό πού θά φύγουμε ἀπό αὐτόν τόν κόσμο; Ἄν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δέν ἀλλάξουμε, δέν ξεκινήσουμε νά ἀντιμετωπίζουμε τά πράγματα μέ διαφορετικό τρόπο, τί θά ἀλλάξει ὅταν φύγουμε ἀπό αὐτόν τόν κόσμο; Ἄν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δέν μάθουμε νά ζοῦμε οὐσιαστικά καί σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἄν δέν μάθουμε ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή, πῶς θά μάθουμε νά ζοῦμε στήν αἰωνιότητα; Τούς ἑαυτούς μας δέν θά κουβαλήσουμε καί ὅταν φύγουμε ἀπό αὐτόν τόν κόσμο; Ἄρα τί πρόκειται νά ἀλλάξει;

Ἄς προσπαθήσουμε λοιπόν, πρίν καί πάνω ἀπ’ ὅλα νά ἀλλάξουμε τόν ἑαυτό μας γιατί τότε μόνο ὅλα ὅσα αὐτά μᾶς βασανίζουν καί μᾶς ἐνοχλοῦν καί πού τόσο πασχίζουμε νά τά ἀλλάξουμε, θά ἀλλάξουν. Ἄς προσπαθήσουμε ἡ συμπεριφορά μας, οἱ πράξεις μας καί οἱ κινήσεις μας νά εἶναι τέτοιες ὥστε, ὅταν ὁ χρόνος φτάσει στό τέλος του νά μήν ἀναλογιζόμαστε αὐτά πού θέλαμε ἀλλά δέν καταφέραμε τελικά νά κάνουμε. Ἄς θέσουμε σάν στόχο, ὄχι τό πόσα χρόνια θά ζήσουμε, ἀλλά τό πῶς θά ζήσουμε, γιατί τό πόσο μόνο ὁ Θεός τό ξέρει, ἀλλά τό πῶς εἶναι στό δικό μας χέρι. Ἔτσι ἄς προσπαθήσουμε νά μάθουμε, στόν χρόνο πού μᾶς ἀπομένει, τί θά πεῖ ζωή καί ἄς προσπαθήσουμε νά τήν χαροῦμε, ἀντί νά τήν καταφρονοῦμε. Ἄς προσπαθήσουμε νά ζήσουμε οὐσιαστικά καί ἄς τά ξεκινήσουμε ὅλα αὐτά μέ τήν ἀρχή τοῦ χρόνου. Ἄς μήν τά ἀφήσουμε ὅμως μέχρι τήν ἀρχή τοῦ ἑπόμενου. Ἄς φροντίσουμε νά τά ἐργαζόμαστε κάθε μέρα, κάθε ὥρα καί κάθε λεπτό. Καί τέλος, ἄς ἐπιδιώξουμε ὁ πραγματικός χρόνος τῆς ἡλικίας μας νά συμπίπτει μέ αὐτόν τῆς ὄντως ζωῆς μας.

Καλή καί εὐλογημένη χρονιά!

Χρύσα Ἀλεξοπούλου

Φοιτήτρια

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» - Ἀρ. Τεύχους 173

Ἰανουάριος 2017