Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ

EE176 XAlexopouloy

Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ

Διανύοντας τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, καί ἀκούγοντας στήν Ἐκκλησία τόσα καί τόσα κείμενα μέσα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, δέν μπόρεσα νά μήν ἀναρωτηθῶ, πόσο τελικά ἀπέχουμε ἀπό τό πνεῦμα καί τό ἦθος τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ καί τελικά καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό; Πόσο μεγάλο εἶναι τό χάσμα πού μᾶς χωρίζει ἀπό Αὐτόν; Ἰσχυριζόμαστε, πώς δέν μποροῦμε νά νιώσουμε τόν Θεό, πώς εἶναι κάτι τό ἀόριστο, πώς ἐπειδή δέν τόν βλέπουμε μέ σάρκα καί ὀστᾶ μπροστά μας, δέν μποροῦμε νά Τόν καταλάβουμε, νά ἀντιληφθοῦμε τό ποιός εἶναι καί κατ’ ἐπέκταση νά γνωρίσουμε τό πνεῦμα καί τό ἦθος Του. Δικαιολογοῦμε τήν ἀναπηρία μας, τήν κάνουμε σημαία καί δόγμα καί προτρέπουμε καί ἄλλους νά μᾶς ἀκολουθήσουν σέ αὐτό τό ἀδιέξοδο μονοπάτι. Ὅπως καί ἡ ἀλεποῦ, ἔτσι καί ἐμεῖς, θέλουμε νά κόψουμε τίς οὐρές τῶν ἄλλων ἀνθρώπων γιά νά αἰσθανθοῦμε καλά γιά τήν δική μας κομμένη οὐρά. Καί ὅμως κάποτε, σέ καιρούς ξεχασμένους ἀπό ἐμᾶς, πού μᾶς ἐνδιαφέρει μόνο τό σήμερα, καί τό τώρα, καί δέν ἀνατρέχουμε στό παρελθόν νά μάθουμε, νά καταλάβουμε καί στό τέλος νά ἀλλάξουμε πολλά ἀπό αὐτά πού βιώνουμε, ὑπῆρχαν ἄνθρωποι μέ πνεῦμα καί ἦθος Θεοῦ. Ἄνθρωποι, πάλι ξεχασμένοι ἀπό ἐμᾶς, πεταμένοι στό πηγάδι τῆς λήθης μας, ὄχι ὅμως καί ἀπό τόν Θεό γιατί αὐτούς ὁ Θεός τούς ἀγάπησε πολύ καί ὅπως αὐτοί ἤθελαν νά βρίσκονται συνεχῶς κοντά Του ἔτσι καί Αὐτός θά τούς ἔχει δίπλα του εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἄνθρωποι, πού ἐπειδή ἀγάπησαν βαθιά καί ἀληθινά τόν Θεό, εἶχαν ἄμεση ἐπικοινωνία μαζί Του, καί ἐπειδή ἤθελαν νά βρίσκονται συνεχῶς κοντά Του, ἔτσι καί ὁ Θεός ἦταν δίπλα τους. Γιατί ὅπως δέν ἐπιβάλλει τήν παρουσία Του, ἐκεῖ πού δέν εἶναι ἐπιθυμητός, ἔτσι πλαισιώνει αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν καί Τόν θέλουν κοντά τους, συνοδοιπόρο σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς τους, τῆς ἐπίγειας καί τῆς ἐπουράνιας.


Ἐμεῖς ἀντιθέτως συνεχῶς ἀπαιτοῦμε ἀπό τόν Θεό καί τό ἀστεῖο εἶναι ὅτι πιστεύουμε ὅτι δικαιούμαστε καί ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἀπαιτοῦμε. Ἀπευθυνόμαστε στό πρόσωπό Του μέ ἀσέβεια. Διεκδικοῦμε, παραπονιόμαστε, καί Τοῦ ζητᾶμε τόν λόγο γιά ὅλα αὐτά πού μᾶς συμβαίνουν, τά ὁποῖα ναί μέν εἶναι ἀποτελέσματα τῶν δικῶν μας πρά­ξεων καί ἐπιλογῶν ἀλλά κατά τήν δική μας πεποίθηση ὁ Θεός εἶναι ὑπεύθυνος γι’ αὐτά -ἀλίμονο μήν τυχόν καί εἴμαστε ἐμεῖς ποτέ ὑπεύθυνοι γιά τό ὁτιδήποτε- καί βεβαίως θεωροῦμε πώς εἶναι καί ὑποχρεωμένος νά διορθώσει ὅλα τά στραβά καί νά μᾶς βοηθήσει στίς δυσκολίες μας. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ποτέ δέν Τόν εὐχαριστοῦμε γιά τίς εὐεργεσίες πού δεχόμαστε καθημερινά, οὔτε αἰσθανόμαστε καμία ἀπολύτως εὐγνωμοσύνη. Ἀμφιβάλλουμε γιά Αὐτόν συνεχῶς, τόν ξεχνᾶμε καί κάποια στιγμή μετά ἀπό καιρό τόν ξαναθυμόμαστε, ὅποτε ἔχουμε κάποια ἀνάγκη, ἤ κάποιο αἴτημα τό ὁποῖο θέλουμε νά πραγματοποιηθεῖ, καί γενικῶς ἀναπτύσσουμε μιά συμφεροντολογική σχέση μέ τόν Θεό, ἀκριβῶς τήν ἴδια σχέση πού ἔχουμε καί μέ τούς ἀνθρώπους δίπλα μας. Αὐτοί εἴμαστε. Καί δυστυχῶς αὐτή εἶναι καί μιά ἀπό τίς καλύτερες ἐκδοχές μας. Αὐτοί ὅμως δέν ἦταν οὔτε ὁ Ἀβραάμ, οὔτε ὁ Μωυσῆς, ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέ τό πνεῦμα ὅμως τῆς Καινῆς.
Δέν εἶναι πραγματικά μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο τό μεγαλεῖο τοῦ Ἀβραάμ, ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Θεός νά θυσιάσει τόν γιό του, αὐτόν πού τοῦ χάρισε σέ τόσο μεγάλη ἡλικία, καί αὐτός μέ προθυμία πῆγε νά τό κάνει; Χωρίς νά παρακούσει, χωρίς νά κινηθεῖ μέ δολιότητα, προσπαθῶντας νά ξεγελάσει τόν Θεό, καί χωρίς νά φέρει τήν παραμικρή ἀντίρρηση, χωρίς νά ζητήσει τόν λόγο καί χωρίς νά πεῖ ἔστω “Μά γιατί Θεέ μου, μοῦ τόν χάρισες ἀφοῦ εἶχες σκοπό νά μοῦ τόν πάρεις καί μάλιστα μέ τέτοιο τρόπο, νά χρειαστεῖ, δηλαδή, ἐγώ νά τόν σκοτώσω;” Ἀντιθέτως ἀμέσως ὑπάκουσε, καί χωρίς νά χάσει χρόνο ξεκίνησε τίς ἑτοιμασίες, γιά νά ἐκτελέσει τήν ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ. Γιατί; Γιατί τόν ἀγαποῦσε; Ὄχι ὅμως ὅπως ἔχουμε μάθει ἐμεῖς νά ἀγαποῦμε τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους, πρόσκαιρα, ἐπιφανειακά, καί συμφεροντολογικά, χωρίς νά εἴμαστε διατεθειμένοι νά θυσιάσουμε καί τό παραμικρό προσωπικό μας συμφέρον γιά χάρη κανενός, ἀλλά ἀληθινά καί ὁλοκληρωτικά. Καί ἀκόμα γιατί Τόν ἐμπιστευόταν ἀπόλυτα. Ἐμεῖς σήμερα προσευχόμαστε στήν Ἐκκλησία σέ κάθε Θεία Λειτουργία νά παραδοθεῖ ὅλη μας ἡ ζωή στόν Χριστό, ὅταν λέμε “Πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῶ παραθώμεθα”. Ὅμως παρά τό ὅτι προσευχόμαστε γιά αὐτό, ποτέ δέν εἴμαστε διατεθειμένοι νά ξεφύγουμε παντελῶς ἀπό τόν ἑαυτό μας καί ἀπό τό θέλημά μας. Ἐνῶ δηλαδή ἀπό τήν μιά παρακαλοῦμε γιά αὐτό, ἀπό τήν ἄλλη ἐνημερώνουμε τόν Θεό γιά νά τό ἔχει ὑπ’ ὄψιν Του, ὅτι ἐμεῖς θά θέλαμε καί θά προτιμούσαμε νά γίνει τό ἕνα ἤ τό ἄλλο. Ὁ Ἀβραάμ ὅμως τό ἔκανε πράξη αὐτό τό ὁποῖο ἐμεῖς σήμερα προσευχόμαστε, καί δέν ἔμεινε μόνο στά λόγια. Βλέποντας τό παράδειγμά του μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε τί θά πεῖ νά ἀποχωρίζεται κανείς τό θέλημά του, χωρίς γογγυσμό, χωρίς γκρίνια καί χωρίς παράπονα; Μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε τί θά πεῖ νά ἀφήνεται καί νά παραδίνεται κανείς μέ ἀληθινή χαρά στά χέρια τοῦ Θεοῦ; Καί ἀλήθεια, ὑπάρχει ἄλλο μέρος στό ὁποῖο νά μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά αἰσθανθεῖ μεγαλύτερη ἀσφάλεια καί σιγουριά ἀπ’ ὅ,τι στά χέρια τοῦ Θεοῦ;
Ἐπιπλέον ἀγαποῦσε τούς ἀνθρώπους καί λυπόταν γιά αὐτούς. Τούς πονοῦσε ἀληθινά, γι’ αὐτό καί μπόρεσε νά ἀγαπήσει μέ τέτοιο μοναδικό καί αὐθεντικό τρόπο τόν Θεό, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς πονηρούς καί κακούς λογισμούς καί χωρίς προκαταλήψεις. Καί παρά τοῦ ὅτι εἶχε ἄμεση καί συνεχῆ ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, ποτέ δέν πῆρε θάρρος ἀπό αὐτό καί ποτέ δέν ἀπέκτησε αὐτή τήν ἄσχημη ἐξοικείωση, πού ἀποκτοῦμε ἐμεῖς ὅταν βρισκόμαστε πολύ καιρό κοντά στούς ἀνθρώπους, ἀλλά πάντοτε μέ συστολή ἀπευθυνόταν στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Σέ ἀντίθεση καί πάλι μέ ἐμᾶς, πού θεωροῦμε ὅτι ἀγαποῦμε τούς πάντες χωρίς ὅμως νά σεβόμαστε κανέναν. Ἐπεμβαίνουμε στίς ζωές τῶν ἄλλων ἀνθρώπων χωρίς νά μᾶς ἔχει ζητηθεῖ, γινόμαστε ἀδιάκριτοι, φέρνουμε σέ δύσκολη θέση ὅσους βρίσκονται κοντά μας, θέλουμε νά ἐπιβάλλουμε τήν γνώμη μας καί τήν παρουσία μας παραβιάζοντας τήν ὁποιαδήποτε ἰδιωτικότητα καί ἐπιθυμία τοῦ διπλανοῦ μας καί συνεχῶς ἀπαιτοῦμε ἀπό τούς ἄλλους νά ἐκπληρώνουν τά δικά μας θελήματα καί νά μᾶς ἱκανοποιοῦν, γιατί φυσικά θεωροῦμε ὅτι τό μέλημα τοῦ κόσμου πρέπει νά εἶναι τό πῶς ἐμεῖς θά μείνουμε ἱκανοποιημένοι. Γινόμαστε ἀνυπόφοροι γιά τούς πάντες ἀλλά κατά τά ἄλλα ἔχουμε ἥσυχη τήν συνείδησή μας, ὅτι εἴμαστε καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι γεμάτοι ἀγάπη, γιατί τελικά οἱ ἄλλοι εἶναι λίγο παράξενοι καί δύστροποι πού ἀντιδροῦν ἔτσι, ἀλλά παρ’ ὅλα αὐτά ἐμεῖς ἔχουμε μεγάλη καρδιά καί τούς ἀγαποῦμε. Ἀλήθεια, πῶς περιμένουμε μέ τέτοια μυαλά, νά φτάσουμε κοντά στόν Θεό καί νά τόν ἀγαπήσουμε ἀληθινά;
Τήν ἴδια ἀγάπη καί συμπόνοια γιά τούς ἀνθρώπους αἰσθανόταν καί ὁ Μωυσῆς, ὁ ὁποῖος ζήτησε ἀπό τόν Θεό νά συγχωρήσει τούς Ἰσραηλίτες ὅταν αὐτοί ἔφτιαξαν ἕνα εἴδωλο μέ τήν μορφή μόσχου γιά νά τό λατρεύουν, εἰδάλλως νά ἐξαλείψει καί αὐτόν μαζί μέ αὐτούς ἀπό τήν βίβλο τῆς ζωῆς. Δηλαδή; Χωρίς ὁ ἴδιος νά ἔχει φταίξει, ζήτησε νά ἐξαλειφθεῖ μαζί μέ τούς φταῖχτες. Οἱ Ἰσραηλίτες πού εἶχαν δεῖ τόσα θαύματα ἀπό τόν Θεό, μέ τίς 10 πληγές τοῦ Φαραώ ἀλλά καί τήν θαυμαστή τους διάβαση ἀπό τήν Ἐρυθρά Θάλασσα, ὅταν αὐτή σχίστηκε στά δυό, ξέχασαν τόν Θεό καί ἔφτιαξαν εἴδωλο μέ τήν μορφή μόσχου γιά νά τό λατρεύουν, καί ὁ Μωϋσῆς πού τόσο ἀγάπησε τόν Θεό καί πόρρω ἀπεῖχε ἀπό τήν στάση καί συμπεριφορά τῶν Ἰσραηλιτῶν, ζήτησε νά ἐξαλειφθεῖ μαζί τους. Ἀλήθεια, πόσο ἀγάπησε τόν λαό αὐτόν καί τούς ἀνθρώπους γιά νά ζητήσει κάτι τέτοιο; Ἀληθινά ἀνδρεία ψυχή! Ἐμεῖς τί θά κάναμε στήν θέση του; Πρῶτα πρῶτα θά διαχωρίζαμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τούς φταῖχτες. Ἔπειτα θά παροτρύναμε τόν Θεό νά καταστρέψει καί νά συντρίψει αὐτούς πού ἔφταιξαν. Ὑπῆρχε περίπτωση νά ποῦμε ποτέ ὅπως εἶπε ὁ Μωϋσῆς “Διατί Κύριε θυμώνεις καί ὀργίζεσαι ἐναντίον τοῦ λαοῦ Σου τόν ὁποῖον ἔβγαλες ἀπό τήν Αἴγυπτον διά θαυμαστῆς δυνάμεως τήν ὁποία ἐνήργησεν ἡ παντοδύναμος δεξιά Σου; Ὄχι! Δέν πρέπει νά τούς ἐξολοθρεύσεις διά νά μή εἴπουν οἱ Αἰγύπτιοι, ὅτι μέ πονηρίαν τούς ἔβγαλες ἐκ τῆς Αἰγύπτου καί τούς ἔφερες ἐδῶ διά νά τούς φονεύσεις εἰς τά βουνά καί νά τούς ἐξαφανίσεις ἀπό τό πρόσωπον τῆς γῆς. Παῦσε τόν θυμό καί τήν ὀργή Σου καί φανοῦ ἴλεως διά τήν κακία τοῦ λαοῦ Σου. Θά κάμης δέ τοῦτο, ἐνθυμούμενος τόν Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ εἰς τούς ὁποίους ὡρκίσθηκες εἰς τόν ἑαυτόν Σου λέγων: Τούς ἀπογόνους σας θά πολλαπλασιάσω καί θά κάμω ὅσα εἶναι τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, καί ὅλην τήν χῶραν ταύτην ὑπεσχέθης ὅτι θά δώσεις εἰς τούς ἀπογόνους των, τήν ὁποίαν θά κατέχουν πάντοτε”; Ὄχι φυσικά! Γιατί; Γιατί δέν μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι καί δέν αἰσθανόμαστε οὔτε ἀγάπη, οὔτε συμπόνια γιά κανέναν. Κατακρίνουμε τούς πάντες καί συνεχῶς δικαιολογοῦμε τόν ἑαυτό μας. Καί ἄν καταλάβουμε ὅτι κάποιος ἀπό τούς ἀνθρώπους πού βρίσκονται δίπλα μας εἶναι καλύτερος ἀπό ἐμᾶς; Ἀμέσως θέλουμε νά πάρουμε τήν θέση του καί τόν ἴδιο νά τόν ἐκτοπίσουμε ὅσο τό δυνατόν μακρύτερα. Νά γίνουμε σάν αὐτόν ἀλλά χωρίς αὐτόν. Νά δοξαστοῦμε καί ὅλοι νά μᾶς θαυμάσουν καί νά μᾶς προσκυνήσουν. Νά ἀπορροφήσουμε ὅλα τα στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπου πού πρόκειται νά ἐκτοπίσουμε καί ὕστερα νά παρουσιάσουμε τούς ἑαυτούς μας ὡς αὐτοδημιούργητους. Καί ὁ Μωυσῆς πού εἶχε ὅλες τίς προδιαγραφές γιά νά δοξαστεῖ ἀπό τούς ἀνθρώπους καί νά τόν προσκυνήσουν οἱ πάντες, ἐκτός ἀπό τό ὅτι ποτέ δέν τό ἐπεδίωξε καί ἐκτός ἀπό τό ὅτι ἀπέδιδε τά πάντα στόν Θεό καί τίποτα στόν ἑαυτό του, ζήτησε νά ἐξαλειφθεῖ καί ὁ ἴδιος μαζί μέ τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους καί νά ἀφανιστεῖ ἀπό προσώπου γῆς!!!!
Βλέπουμε τελικά πόσο διαφέρει τό ἦθος μας ἀπό τό ἦθος τους; Βλέπουμε τελικά ὅτι ἀντί νά εἴμαστε στήν ἴδια συμμαχία μέ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, βρισκόμαστε ἀπέναντί τους καί χάσμα μέγα ὑπάρχει μεταξύ ἡμῶν καί αὐτῶν; Καταλαβαίνουμε τί θά πεῖ νά ζεῖς τόν Θεό καί ἀντιλαμβανόμαστε τό πόσο νεκροί εἴμαστε; Καταλαβαίνουμε ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι προετοίμασαν τόν ἐρ­χο­μό τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἐμεῖς προετοιμάζουμε τόν ἐρχομό τοῦ Ἀν­τι­χρίστου, τόν ὁποῖο ἀναζητοῦμε σέ σφραγίδες καί χαράγματα ἐνῶ στήν πραγματικότητα θά ἔπρεπε νά τόν ἀναζητοῦμε στόν χα­ρα­κτήρα μας καί στήν ζωή μας;
Νομίζω ὅτι τίποτα δέν καταλαβαίνουμε, γιατί ἔστω καί ἄν συνειδητοποιούσαμε τά χάλια μας, αὐτό θά μποροῦσε νά ἀποτελέσει μιά ἀρχή, μιά ὤθηση γιά ἀλλαγή καί ἕνα σημάδι ὅτι θά ἔρθουν καλύτερες μέρες. Ἐμεῖς ὅμως ἀκόμα πιστεύουμε ὅτι ἡ ζωή μας μοιάζει μέ τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν ἤ ἄν δέν μοιάζει, σίγουρα κάποια δικαιολογία θά ὑπάρχει γιά αὐτό καί τό φταίξιμο δέν θά εἶναι δικό μας. Ἐμεῖς πού εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ἔχουμε τόσα καταγεγραμμένα παραδείγματα ἀνθρώπων πού ἔζησαν κοντά στόν Θεό καί γι’ αὐτό ὁ Θεός κατοίκησε μέσα τους, Τόν ἔχουμε διώξει ἀπό τήν ζωή μας καί ἔχουμε θεοποιήσει τόν ἀνάξιο καί τιποτένιο ἑαυτό μας, ζῶντας χειρότερα καί ἀπό τά ἀγρίμια, καί αὐτοί, ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔχοντας μονάχα τό παράδειγμα τῶν προπατόρων τους, σμίκρυναν τούς ἑαυτούς τους, ἀναζήτησαν τόν Θεό, Τόν πλησίασαν, Τόν ἀγκάλιασαν καί Τόν ἀγάπησαν...
Ὁ Θεός νά μᾶς λυπηθεῖ καί νά παρατείνει τό ἅγιο ἔλεός Του!

Χρύσα Ἀλεξοπούλου

Φοιτήτρια