Δύο ἐπιστολές περί ἀνεξιθρησκίας

E.E. 177 178 Nom

Δύο ἐπιστολές περί ἀνεξιθρησκίας

Ὁ Τζών Λόκ (17ος αἰώνας) δέν εἶναι ἀκόµη πολύ γνωστός στή χώρα µας. Ἄν καί ἤδη οἱ διδάσκαλοι τοῦ Γένους Ἅγιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης καί ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις, τόν µνηµονεύουν σέ συγγράµµατά τους (ὁ πρῶτος στό Συµβουλευτικό Ἐγχειρίδιο τόν χαρακτηρίζει «διαλεκτικώτατο καί µεταφυσικώτατο», ἐνῶ ὁ δεύτερος ἐπιχείρησε νά µεταφράσει καί ἕνα ἀπό τά ἔργα του), τό περιεχόµενο τοῦ πολυδιάστατου ἔργου του καί οἱ συγκεκριµένες ἰδέες του, πού θεωροῦνται θεµελιωτικές τοῦ πολιτικοοικονοµικοῦ ἰδεολογικοῦ ρεύµατος τοῦ φιλελευθερισµοῦ (τοῦ «λιµπεραλισµοῦ»), δέν ἔγιναν εὐρύτερα γνωστά, ἐνῷ στήν πορεία τῶν χρόνων, ἡ ὅποια ἐπιρροή του –στή χώρα µας πάντα– ἐπισκιάσθηκε ἀπό ἐκείνη τοῦ Κάρλ Μάρξ καί τῶν πολλῶν ἐπιγόνων του, φορέων τοῦ «ἐπιστηµονικοῦ σοσιαλισµοῦ», ὁ ὁποῖος συνιστοῦσε τό ἀντίπαλο δέος τοῦ φιλελευθερισµοῦ. Ἐπειδή, µάλιστα, οἱ µαρξιστές εἶχαν γιά διάφορους λόγους µεγαλύτερη ἀπήχηση στή χώρα µας –ἴσως καί ἐπειδή ἡ ἐπίκληση τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης στήν ὁποία προέβησαν ἦταν ὑποκατάστατο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγµατος– καί προσέλκυσαν πολλούς στίς τάξεις τους, κατά αὐτῶν –ὡς τῶν πλέον ἐπικίνδυνων– στράφηκε καί ἡ ἀπολογητική τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας.

Στόν δυτικό, ὅµως, κόσµο καί µάλιστα στόν ἀγγλοσαξωνικό, ὁ Λόκ εἶναι πασίγνωστος. Ἐνδεικτικό τῆς κυριαρχικῆς του ἐπιρροῆς εἶναι τό ὅτι ἡ πολιτική φιλοσοφία του βρίσκεται στό θεµέλιο τοῦ συντάγµατος τῶν ΗΠΑ, ὅπως, ἀντίστοιχα, ἡ φιλοσοφία τοῦ Μάρξ θεµελίωσε τήν πολιτική ὀργάνωση τῶν χωρῶν τοῦ πάλαι ποτέ «ὑπαρκτοῦ σοσιαλισµοῦ». Ἤδη, ὅµως, ἄν καί µέ ἀρκετή καθυστέρηση, ὁ πολιτικός καί οἰκονοµικός φιλελευθερισµός, ἤ, ἀλλιῶς, ἡ φιλοσοφία τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωµάτων, κερδίζει ἔδαφος καί στή χώρα µας, µέ συνέπεια νά παρατηρεῖται ὁλοένα εὐρύτερη στροφή στή µελέτη καί παρουσίαση τόσο τῶν θεµελιωτῶν, ὅσο καί τῶν λοιπῶν ἐκπροσώπων τοῦ ἰδεολογικοῦ αὐτοῦ ρεύµατος, µεταξύ δέ αὐτῶν καί τοῦ Λόκ.

Μεταξύ τῶν ἐµβληµατικῶν ἔργων τοῦ Λόκ συγκαταλέγεται ἡ Ἐπιστολή περί ἀνεξιθρησκίας (Epistola de tolerantia, 1689). Τήν συνέγραψε ἐν µέσω τῶν σφοδρῶν καί µακροχρόνιων συγκρούσεων πού συνέβησαν στή Βρετανία µεταξύ πιστῶν διαφόρων προτεσταντικῶν ὁµολογιῶν. Κεντρική ἰδέα τῆς ἐπιστολῆς, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὅτι σηµατοδοτεῖ τήν «ἀνατολή» τῶν Μοντέρνων Χρόνων, εἶναι τό ὅτι ἡ κρατική ἐξουσία δέν ἐπιτρέπεται νά χρησιµοποιεῖ βία γιά νά ἐξαναγκάσει πολῖτες στήν προσχώρηση ἤ τήν ἀποχώρηση ἀπό µιά θρησκευτική ὁµολογία, διότι κάθε θρησκευτική ἕνωση ἤ «ἐκκλησία» πρέπει νά εἶναι ἐθελοντική καί µόνο. Ἡ ἐν λόγῳ ἐπιστολή θεωρεῖται ἔκτοτε ἀπό τά πρωτοποριακά καί εἰσαγωγικά στόν Μοντερνισµό κείµενα, ἀπό ἐκεῖνα πού διακήρυξαν τή ρήξη µέ τή µισαλλοδοξία τῶν σκοτεινῶν µεσαιωνικῶν χρόνων πού προηγήθηκαν καί πού ὁδήγησαν στήν κατοχύρωση τοῦ δικαιώµατος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ὡς προτύπου ἀτοµικοῦ δικαιώµατος µέ κεντρική θέση ἔκτοτε σέ συνταγµατικά κείµενα καί διακηρύξεις κρατῶν καί διεθνῶν ὀργανισµῶν.

Ὅταν, ὅµως, κανείς ἀναγνώσει ἀπροειδοποίητος τήν ἐπιστολή, διαπιστώνει, ὄχι χωρίς ἔκπληξη, ὅτι ὁ τίτλος της θά µποροῦσε κάλλιστα νά εἶναι καί ὁ ἀντίθετος, ἤτοι «ἐπιστολή ὑπέρ τῆς µισαλλοδοξίας», ἀφοῦ υἱοθετεῖ µιά τόσο πολύ στενή ἐκδοχή τῆς ἀνεξιθρησκίας, ὥστε νά ἔρχεται σέ ἀντίθεση µέ τό κοινῶς ἀποδεκτό νόηµα τοῦ ὅρου. Τοῦτο, διότι ἀναγνωρίζει τή θρησκευτική ἐλευθερία µόνο στούς πιστούς τῶν διαφόρων προτεσταντικῶν ὁµολογιῶν, ἐνῶ τήν ἀρνεῖται στούς Ρωµαιοκαθολικούς καί τούς Μωαµεθανούς, ἐπειδή οἱ µέν ἀφοσιώνονται στόν Πάπα, οἱ δέ στόν «Μουφτή τῆς Κωνσταντινούπολης» καί –µέσῳ αὐτοῦ– στόν Σουλτᾶνο (ὅταν γράφηκε ἡ ἐπιστολή, ὑπῆρχε ἀκόµη ἡ Ὀθωµανική αὐτοκρατορία µέ πρωτεύουσα, ὡς γνωστόν, τήν Κωνσταντινούπολη), δηλαδή σέ ξένες κρατικές ἐξουσίες. Ἀκόµη ὁ Λόκ ἀρνεῖται τελείως νά ἀνεχθεῖ τούς ἀθέους, τούς ὁποίους χαρακτηρίζει ὡς ἀνθρώπους ἀναξιόπιστους καί ἀντικοινωνικούς («…Lastly those are not at all to be tolerated who deny the being of a God. Promises, covenants and oaths which are the bonds of human society can have no hold upon an atheist. The taking away of God though but even in thought, dissolves all…=Τέλος, καθόλου δέν πρέπει νά γίνουν ἀνεκτοί, ὅσοι ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξη Θεοῦ. Ὑποσχέσεις, συµβάσεις καί ὅρκοι, πού εἶναι οἱ συνεκτικοί δεσµοί τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας, δέν ἔχουν δεσµευτική ἰσχύ γιά τόν ἄθεο. Διότι ὁ παραµερισµός τοῦ Θεοῦ, καί µόνο µέ τή σκέψη, διαλύει τά πάντα..»). Δέν εἶναι σκοπός τοῦ παρόντος σηµειώµατος νά ἀναλύσει περαιτέρω τήν ἐπιστολή αὐτή, ἔργο γιά τό ὁποῖο ἀπαιτοῦνται εἰδικές γνώσεις, ἱστορικές καί φιλοσοφικές. Σκοπός του εἶναι, ὅµως, νά ἐπισηµάνει ὅτι κάποιες φορές ἡ µετάβαση ἀπό τόν «σκοτεινό Μεσαίωνα» στούς «φωτεινούς Νέους Χρόνους» δέν ἐξυπακούει τή µετάβαση ἀπό τόν µυθοποιητικό –ἰδεολογικό λόγο στόν κριτικό– ἀπελευθερωτικό, ἄν καί ἐµεῖς σήµερα τό θεωροῦµε αὐτό αὐτονόητο καί τό ἀποδεχόµαστε ἄκριτα καί ἀνεξέταστα.

Γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές θά παρουσιάσουµε, γιά νά τήν ἀντιπαραθέσουµε µέ τήν προηγούµενη, µιά ἄλλη, σχεδόν ἄγνωστη καί παραγνωρισµένη ἐπιστολή περί ἀνεξιθρησκίας, γραµµένη ἀρκετούς αἰῶνες πιό πρίν, ἀπό τόν ἅγιο Θεόδωρο Στουδίτη. Ὁ συγγραφέας της εἶναι γνωστός γιά τήν ὑπεράσπιση τῶν ἁγίων Εἰκόνων κατά τήν περίοδο τῆς εἰκονοµαχίας, γιά τήν προσπάθειά του νά ἀναζωογονήσει τόν µοναχισµό µέ µεταρρυθµίσεις καί γιά τήν ἀνυποχώρητη καταδίκη τῆς τετραγαµίας τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Σοφοῦ. Ἔχει, δηλαδή, συνδεθεῖ µέ ζητήµατα τά ὁποῖα σήµερα χαρακτηρίζονται, µέ µιά πρόχειρη καί ἀντανακλαστική «κρίση», ὡς ζητήµατα πού ἐνδιαφέρουν ἕναν ὀπαδό τοῦ συντηρητισµοῦ καί τῆς τυπολατρίας, δηλαδή ἕναν χαρακτηριστικό ἐκπρόσωπο τοῦ Μεσαίωνα. Ὅµως στήν ἐπιστολή αὐτή (παρατίθεται στόν τόµο 99 τῆς Πατρολογίας τοῦ Migne, σέλ. 1482 ἑπόµ.), πού, µέ ἀφορµή τό ζήτηµα τῆς δίωξης τῶν Παυλικιανῶν, ἀπευθύνει στόν ἐπίσκοπο Ἐφέσου Θεόφιλο, ἀναπάντεχα, καταπιάνεται µέ ἕνα «νεωτερικό» θέµα: τήν ἀπερίφραστη καί κατηγορηµατική ἀπόρριψη τῆς ἄσκησης βίας καί τῆς ἐπιβολῆς τῆς θανατικῆς ποινῆς στούς ἀλλόθρησκους.

Ἡ ἐπιστολή εἶναι πολύ πιό σύντοµη ἀπό ἐκείνη τοῦ Λόκ καί περιλαµβάνει παραποµπές στό Εὐαγγέλιο καί σέ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας µέ τίς ὁποῖες ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἐπιχειρεῖ νά στηρίξει τόν ἰσχυρισµό ὅτι ἡ βία κατά τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἀνεπίτρεπτη, µέ µόνη –καί αὐτονόητη– ἐξαίρεση τήν περίπτωση πού ἡ βία ἀντιτάσσεται, στό πλαίσιο θεµιτῆς ἄµυνας, σέ ἐχθρικές ἐνέργειες ἄλλων λαῶν. Εἰδικότερα, σύµφωνα µέ τόν ἅγιο: «Ὁ Κύριος τό ἀπαγόρευσε (ἐννοεῖται: τή θανάτωση τῶν αἱρετικῶν) στά Εὐαγγέλια λέγοντας: «οὐ µήποτε συλλέγοντες τά ζιζάνια, ἐκριζώσητε ἅµα αὐτοῖς τόν σῖτον. Ἄφετε συναυξάνεσθε µέχρι τοῦ θερισµοῦ». Ἐν συνεχείᾳ, ὁ ἅγιος, ἀφοῦ παραπέµψει στά σχόλια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόµου στόν λόγο τοῦ Κυρίου γιά τήν µή ἐκρίζωση τῶν ζιζανίων, ὑποστηρίζει πώς οὔτε κἄν νά προσευχόµαστε ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν δέν εἶναι ἐπιτρεπτό, πόσῳ µᾶλλον νά τούς ἐπιβάλλεται ἡ θανατική ποινή. Ἐπικαλεῖται, σχετικῶς, τό περιστατικό πού συνέβη στήν Κρήτη στόν ἱερέα Κάρπο, ὅπως τό ἐξιστορεῖ ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης στήν ἐπιστολή του πρός τόν Δηµόφιλο µέ τίτλο «περί ἰδιοπραγίας καί χρηστότητος»: Ὁ Κάρπος «ἔνιωθε µιά λύπη ὄχι ἅγια καί θύµωνε, λέγοντας πώς δέν εἶναι δίκαιο νά ζοῦν ἄνθρωποι ἄθεοι… παρακαλοῦσε τόν Θεό µέ κεραυνό νά κόψει µέ µιᾶς τίς ζωές καί τῶν δύο (=δύο συντοπιτῶν τοῦ ἀθέων πού τόν εἶχαν λυπήσει µέ τή συµπεριφορά τους)». Τότε εἶδε τόν Κύριο σέ ὅραµα πού τοῦ εἶπε «παῖε κατ’ ἐµοῦ λοιπόν. Ἕτοιµος γάρ εἰµί καί αὖθις ὑπέρ ἀνθρώπων ἀνασωζοµένων παθεῖν…(χτύπα λοιπόν Ἐµένα, Γιατί εἶµαι ἕτοιµος νά πάθω πάλι γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων…». Ὁ ἅγιος Θεόδωρος παραθέτει ἀκόµη τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Διονυσίου περί τοῦ ὅτι: «διδάσκεσθαι γάρ, οὐ τιµωρεῖσθαι χρῆ τούς ἀγνοοῦντας (=πρέπει νά διδάσκουµε καί ὄχι νά τιµωροῦµε ὅσους ἀγνοοῦν τήν πίστη)». Τό γενικό συµπέρασµα τῆς ἐπιστολῆς εἶναι ὅτι «µαχαίρα ἡ Ἐκκλησία οὐκ ἐκδικεῖ» σέ ζητήµατα πνευµατικά («ἐν τοῖς κατά ψυχήν»). «Εἰ δέ οὐ τύπτειν δεῖ, σχολή γοῦν αὐτούς κτέννειν» (=ἄν δέν ἐπιτρέπεται νά τούς χτυπήσει κανείς, πόσω µᾶλλον νά τούς θανατώσει). Διευκρινίζει, ὅµως, ὅτι «ἐν τοῖς σωµατικοῖς», δηλαδή σέ αὐτά πού σήµερα χαρακτηρίζουµε «πολιτικά» ἤ «κοσµικά» ζητήµατα ἐπιτρέπεται ἡ χρήση βίας γιά τήν ἀπόκρουση ἐχθρῶν πού πρῶτοι ἐπιτίθενται κατά τῶν Χριστιανῶν.

Στή σύγχρονη ἐποχή γίνεται ἰδιαίτερος λόγος γιά τό ἄτοµο ὡς αὐτοτελοῦς ἀξίας καί στή σηµασία πού ἔχει ἡ ἐλεύθερη αὐτοπραγµάτωση αὐτοῦ. Ὁλόκληρη ἡ «αὐτοκατανόηση» τοῦ δυτικοῦ κόσµου ἔχει στηριχθεῖ στήν ἰδέα ὅτι ἡ «ἀνακάλυψη» τῆς ἀτοµικῆς ἀξίας εἶναι σύγχρονο ἐπίτευγµα πού συνιστᾶ βαθιά τοµή µέ τήν ἐποχή τοῦ Μεσαίωνα. Γεννᾶται, ὅµως, τό ἐρώτηµα, ἐάν διαφέρει ἡ στάση πού ἐκφράζεται ἀπό τή φράση «ἄφετε τά ζιζάνια συναυξάνειν», τήν ὁποία ἐπικαλεῖται ὁ ἅγιος Θεόδωρος, ἀπό τά ριζοσπαστικότερα κηρύγµατα ὑπέρ τῆς ἀνεξιθρησκίας καί γενικότερα τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀτόµου πού ἔγιναν στή σύγχρονη ἐποχή. Μάλιστα, θά ἔλεγε κανείς ὅτι ἡ ἐλευθερία πού παραχωρεῖται στά «ζιζάνια», ὄχι ἁπλῶς νά ὑπάρχουν καί νά «φυτοζωοῦν», ἀλλά καί νά «σύν-αὐξάνουν» µέ τόν «σῖτον», ἐν ἐπιγνώσει τῆς βλάβης πού σίγουρα θά προξενήσουν σέ αὐτόν, ἀφοῦ τέτοια εἶναι ἡ φύση τῶν ζιζανίων, ὑπερβαίνει σέ τόλµη καί σέ βάθος ἀνοχῆς κάθε µεταγενέστερη νεωτερική φιλελεύθερη φιλοσοφία, ἡ ὁποία, ὡς γνωστόν, ἔχει ὡς βασικό ἀξίωµα τήν ἀναγνώριση τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας ὑπό τόν ρητό ὅρο, ὅµως, ὅτι δέν θά βλάπτονται οἱ ἄλλοι ἀπό αὐτήν.

Ἀκόµη, στή σύγχρονη ἐποχή, τονίζεται ἰδιαίτερα ἡ µαχητική στάση γιά τήν ὑπεράσπιση τῶν δικαιωµάτων τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι σέ αὐθαιρεσίες τῆς κρατικῆς ἐξουσίας. Μάλιστα, στόν διάσηµο ἐκπρόσωπο τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισµοῦ Βολταῖρο ἀποδίδεται ἡ φράση: «διαφωνῶ µέ ὅ,τι λές, ὅµως θά ὑπερασπισθῶ µέχρι θανάτου τό δικαίωµά σου νά τό λές». Ὅποιος, ὅµως, γνωρίζει, ἔστω ἀκροθιγῶς, τόν βίο καί τό ἔργο τοῦ ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτη δέν ἔχει καµιά ἀµφιβολία ὅτι ἐννοοῦσε στήν κυριολεκτική της σηµασία τή φράση πού εἶπε ἐνώπιον τοῦ τότε αὐτοκράτορος, ὅταν ἐκεῖνος τοῦ ζήτησε νά συνηγορήσει στήν καταδίκη αἱρετικῶν σέ θάνατο: «πρῶτα νά µοῦ πάρετε τό κεφάλι µου, παρά νά συγκατατεθῶ σέ αὐτό».

ΝΟΜΟΜΑΘΗΣ

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» ρ. Τεύχους 178-179

Ἰούνιος-Ἰούλιος 2017