TO ’40 ΔΕΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΤΑΙ...

E.E. 182 2.1

Γράφει ἡ Λουκία, κόρη τοῦ Ἰωάννου Μεταξᾶ:


TO ’40 ΔΕΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΤΑΙ...

Δέν κάνω βέβαια περιγραφή τοῦ 1940 ἐδῶ. Ζήσαμε ὅμως κάτι, τό ὁποῖο δύσκολα περιγράφεται σήμερα. Βρεθήκαμε ὅλοι ἑνωμένοι, σάν μιά ψυχή, σάν ἕνας ἄνθρωπος, διότι ἔτσι τό νιώθαμε. Φόβο δέν εἴχαμε. Ὁ καθένας στή θέση του, ὅσο καί μηδαμινή, ἤ στά μετόπισθεν κι ἄν ἦταν, ὅσο καί προχωρημένη στά κορφοβούνια. Ὅλοι, μικροί καί μεγάλοι –σέ βαθμό ἤ ἡλικία–, πολεμοῦσαν σάν ἕνας ἄνθρωπος καί ὁ καθένας πολεμοῦσε γιά ὅλους. Ὅλοι ἀποφασισμένοι γιά τό θάνατο, ἀλλά καί χωρίς νά νιώθουμε πώς ὑπάρχει κάτι τέτοιο στ’ ἀλήθεια!
Εἴχαμε διαβεῖ στήν πράξη τό κατώφλι τοῦ Σταυροῦ –βῆμα πού ὁδηγεῖ στήν Αἰωνιότητα– καί αἰσθανόμαστε πώς ζούσαμε μαζί μ’ ὅλο τό Ἔθνος μας, τήν ἱστορία μας ἀπό τούς ἀρχαίους μας μέχρι ἐκείνους πού θά ἔρθουν. Πέτρα τάφου καί θάνατος δέ μᾶς χώριζε πιά ἐμᾶς τούς ζωντανούς.

Μ’ ἕνα γειά σου, ἤ ἀκόμα καί μέ μιά ματιά, τά ἔλεγες ὅλα μ’ ἕναν ἄγνωστο περαστικό, ὅλα, ὅσα ξέρει ὁ Ἕλληνας καί ὅσα ἔχει στό βάθος τῆς ψυχῆς του. Ὁ γέρος τά E.E. 182 2.2a‘λεγε στό πιτσιρίκι, ἡ μάνα στό παιδί της, πού ἔφευγε γιά τό μέτωπο, ἡ κόρη στόν πετσοκομμένο πατέρα ἤ σ’ ἕναν ἄγνωστο τραυματία.
Ὁ Νομάρχης, μέ τό σκαπανάκι στό χέρι, συνεργαζόταν στούς βομβαρδισμούς μέ τούς ἄλλους, μ’ ὅλη τή σοβαρότητα καί σάν παλιοί συναγωνιστές. Κανένας κομπασμός, καμιά μελοδραματική τραγικότητα δέν εἶχε πιά θέση. Ὅ,τι κι ἄν μᾶς συνέβαινε τό δεχόμαστε μέ Δωρική στάση.
Ἡ Παναγία ὁδηγοῦσε τά παιδιά τῆς Ἑλλάδας στά βουνά. Τή βλέπανε, καί τό ξέραμε ὅλοι πώς ἔτσι εἶναι.
Ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς εἶχε ὑπογράψει τό χαρτί τῆς ἐπιστράτευσής μας ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας Τριάδας, κάνοντας τό σταυρό του καί λέγοντας: «Ὁ Θεός βοηθός!». Τοῦ γράφανε χιλιάδες μάνες: Μήν κλαῖς πατέρα, τό παιδί μου τό πῆρε ὁ Θεός, δέ λυπᾶμαι· τράβα μπρός· νά ζήσει ἡ Ἑλλάδα, καί ἄλλα ἀφάνταστα. Καί ἤξεραν πώς ὁ γέρος τά κλαίει τά παιδιά του. Ποιός τούς τό εἶπε, καί μέσα στόν πόνο του σπεύδανε νά τόν ἀνακουφίζουν; Τοῦ Χριστοῦ ἡ αἰώνια μάνα – Ἑλλάδα.
Στή γιορτή του (7-1-1941), πρίν πεθάνει, πῆγα νά τόν εὐχηθῶ –σάν ἕνα στέλεχος τῆς Ε.Ο.Ν.– καί τοῦ χάρισα μιά φωτογραφία μου μέ τήν ἀφιέρωση: «Σ’ εὐχαριστῶ πατέρα, πού μ’ ἔκανες ἄνθρωπο».
Δέν ἤξερα γιατί τό ἔγραψα οὔτε καί τί ἀκριβῶς σήμαινε. Τότε μόλις εἶχα ἀρχίσει κι ἐγώ νά τό συνειδητοποιῶ, ὅταν ἔσκυψα, σάν Ἑλληνίδα τοῦ Χριστοῦ, μέσα μου καί μέσα στίς πηγές μας καί μέσα σ’ ἄλλες ξένες καί ἀντίκρισα τή σημερινή ἀνθρωπότητα. Τότε –τήν ἡμέρα αὐτή τῆς γιορτῆς του– μοῦ ἔριξε μιά ματιά ἀπόκοσμη, μακρινή-μακρινή. Οὔτε τό θερμό φιλί μέ τό συγκινημένο εὐχαριστῶ πού περίμενα δέν πῆρα, οὔτε μ’ ἀποχαιρέτησε μέ τή φυσική του ἀγάπη, τήν ἀνήσυχη, ἀφοῦ ἔφευγα γιά τό μέτωπο.
Ἔφυγα καί πῆγα στό Ἀργυρόκαστρο. Πῆρα ἕνα ἄλογο κι ἔφτασα –μ’ ἕνα γράμμα του γιά τόν Κοσμᾶ Λάβδα– σ’ ἀπόσταση δέκα χιλιομέτρων ἀπό τό Τεπελένι. Τό κανόνι ἀκουγόταν ἀδιάκοπα. Ἔδωσα τό γράμμα καί γύρισα στό σπίτι τοῦ πατέρα μας, στήν Κηφισιά, γιά νά τοῦ δώσω τήν ἀπάντηση. Τόν βρῆκα στά τελευταῖα του.
Τρεῖς μέρες ἀγωνιστήκαμε κι ἐμεῖς, ὅσοι πιστοί, γι’ αὐτόν, καί κατά τή σύγκληση τοῦ ἰατρικοῦ συμβουλίου, ἔμαθα τί στ’ ἀλήθεια εἶναι οἱ ἄνθρωποι, πού δέ βιώνουν Χριστό στό κάθε βῆμα τους – ὅπως λέω σήμερα γιά ὅσους δέν πιστεύουν καί δέν ἀγαποῦν τόν πλησίον τους. Ἦταν ἡ πρώτη ἐπαφή μέ τό πνεῦμα, πού ἐπικράτησε μετά τό 1950.
Κοιμήθηκε λοιπόν μετά τρεῖς μέρες (29-1-41). Ὅλοι κλαίγανε. Ὅλοι, παντοῦ. Δέ θυμᾶμαι νά ἔχυσα δάκρυα. Αἰσθανόμουν ἀγαλλίαση πού αὐτός ἡσύχασε. Αἰσθανόμουν μιά γλύκα στήν ψυχή, μιά ὑπόσχεση τῆς Ἑλλάδας τοῦ Χριστοῦ μέσα μου, πού τοῦ ἔλεγε: Ἀναπαύσου, τώρα εἶναι ἡ σειρά  E.E. 182 2.3μας. Θά τά βγάλουμε πέρα. Ἔνιωθα μιάν ἀπέραντη ἀνακούφιση, πού ἐκεῖνος πῆγε στό Θεό μαζί μέ τούς Αἰώνιους. Ἔτσι τό ἔζησα τότε καί ἔντονα βίωσα μέσα μου τό τί θά πεῖ Αἰωνιότητα. Αὐτή ἡ πονεμένη, παιδική καί ταπεινή καρδιά του, πού ἦταν ὅλο ἀγάπη, ἦταν ἕνα μέ τό λαό πού τόν κήδευε καί ἔκλαιγε. Ἐγώ, τώρα κατάλαβα γιατί κλαίγανε τόσο. Εἶχαν χάσει ἕναν ἀληθινό ἀδελφό τους, πού τούς ἔκανε νά αἰσθάνονται ἄνθρωποι, ὅπως τοῦ τά ἔγραψε καί στή φωτογραφία ἡ νεολαία του! Ἐκεῖνος τούς ἄνοιξε τό δρόμο νά ζήσουν μέ ἀνθρωπιά καί νά χαροῦν τόν τόπο, πού ἐλευθέρωσαν οἱ πατέρες τους μέ τό αἷμα τῆς ψυχῆς τους, ἀπό τά νύχια τῶν ἀπίστων, ἀπό τή βάρβαρη κατοχή τους. Τούς βοήθησε λοιπόν νά χαροῦν τοῦτο τόν τόπο καί νά τόν νιώσουν ἐπιτέλους σάν δικό τους. Νά νιώσουν πώς ὅλα τά μποροῦν στή ζωή τους καί πώς τά ὅσα τούς λέει ἡ ἑλληνική τους ψυχή, μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι δυνατά. Τό νιώσαμε ἀμέσως ὅσοι πονεμένοι καί περιφρονημένοι. Καί ἐργαστήκαμε ἀπό τίς πρῶτες μέρες αὐτῆς τῆς 4ης Αὐγούστου 1936, ὅταν εἶπε αὐτός ὁ πατέρας, μάνα καί ἀδελφός μας, πώς βάζει τό κεφάλι του στόν «ντορβᾶ» γιά τήν Ἑλλάδα. Ἐργαστήκαμε μέ φιλότιμο γιά ν’ ἀποδείξουμε τί μποροῦμε νά κάνουμε, σάν δείχνουν κατανόηση, ἀγάπη καί σεβασμό στούς μύχιους πόθους τῆς ψυχῆς μας, τῆς ζωντανῆς, ἑλληνικῆς μας ψυχῆς, πού μᾶς πληροφορεῖ γιά ὅλα, κι ἄς κάνουμε τόν κουτό, ἄς λέμε ἄλλ’ ἀντ’ ἄλλων, ἄς ξεπουλᾶμε τήν ψῆφο μας, κι ἄς ζοῦμε συχνά σάν τελῶνες καί σάν πόρνες, καθώς ὀρφανεμένοι προχωροῦμε, ἀναζητῶντας τόν Ἀρχηγό τῆς ζωῆς: ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, πού νά μᾶς στηρίζει καί νά μᾶς ὁδηγεῖ στό Θεό, στό μόνο Σωτήρα μας, τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά τή γνωρίσουμε!(Ἀπό τό βιβλίο τῆς Λουκίας Μεταξᾶ «Προσάναμμα»)