Τό «Γνῶθι σαυτόν» καί ἡ προσοχή

E.E. 184 Nomomathis

Τό «Γνῶθι σαυτόν» καί ἡ προσοχή

Στό βιβλίο πού συνέγραψε ὁ ἅγιος Νεκτάριος µέ τόν τίτλο «Γνῶθι σαυτόν», τό ὁποῖο τό εἴχαµε µνηµονεύσει καί στό σηµείωµα πού δηµοσιεύθηκε στό τεῦχος τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ τρέχοντος ἔτους, καί στό κεφάλαιο µέ τόν εἰδικότερο τίτλο «Περί προσοχῆς» περιλαµβάνεται ἡ παραίνεση «Μέµνησο ἀπιστεῖν…γίνωσκε ὅτι τά πάντα ὑποκρύ­πτουσιν δόλον». Δηλαδή: «Νά θυµᾶσαι νά µήν ἐµπιστεύεσαι (εὔκολα, χωρίς ἐξέταση)…. Γνώριζε ὅτι κάτω ἀπό ὅλα τά πράγµατα (µπορεῖ νά) ὑποκρύπτεται πονηρή πρόθεση, δόλος ἐξαπάτησης».
Ἀπρόσµενα, ἡ παραίνεση αὐτή βρίσκει ἐφαρµογή στόν ἴδιο τόν τίτλο τοῦ βιβλίου. Διότι, εἶναι, βέβαια, ἀναµφισβήτητο ὅτι ἡ προσπάθεια γιά τήν αὐτογνωσία βρίσκεται στήν ἀφετηρία τῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου νά γίνει καλύτερος καί νά «δεῖ Θεοῦ πρόσωπο». Ὅπως τό θέτει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος: «Ἡ ἐπίγνωσις ἑαυτοῦ εἶναι ἡ πρωτίστη τῷ ἀνθρώπῳ ὑποχρέωσις… Ἀλλ’ ἵνα ἀποβῇ ὁµοίωµα θεῖον, ἀγαθός καί µακάριος, καί ἵνα ἐπικοινωνῇ τῷ Θεῷ, ὀφείλει πρωτίστως νά ἐπιγνῶ ἑαυτόν..» («Γνῶθι σαυτόν», Ἐκδ. Παναγόπουλος, σελ. 9). Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ἀπό τήν πλευρά του ἔλεγε ὅτι ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ µας θά µᾶς ὁδηγήσει στήν ταπείνωση καί αὐτή στήν ἀγάπη πού ἀποτελεῖ τήν ἀνακεφαλαίωση τῶν ἀρετῶν. Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος ἔχει φιλοτεχνήσει ἕνα λόγο γιά τό παρόµοιο σέ σηµασία παράγγελµα «Πρόσεχε σαυτῷ».


Ὅµως, ὅσοι µεταχειρίζονται τή φράση αὐτή, τό «γνῶθι σαυτόν», δέν εἶναι βέβαιο ὅτι τῆς ἀποδίδουν πάντα τό νόηµα πού ἔχει στό πλαίσιο τῆς Χριστιανικῆς ἠθικῆς. Μάλιστα, ὑπάρχουν ἀναγνώσεις τῆς φράσης πού, παραδόξως, τῆς προσδίδουν νόηµα ὅλως διόλου ἀντίστροφο ἀπό τό χριστιανικό καί µέ τόν τρόπο αὐτό τήν καθιστοῦν ὄχι ἀφετηρία ταπείνωσης καί ἀγάπης, ἀλλά ἐφαλτήριο τερατώδους ἐγωϊσµοῦ καί στεγανῆς –ἀλλά καί παραληρηµατικῆς καί ἀπελπισµένης– αὐτοαποµόνωσης. Ἤδη, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς –δέν γνωρίζουµε ἐάν ἦταν ὁ πρῶτος– εἶχε ἐντοπίσει µιά διεστραµµένη νοηµατοδότηση τῆς φράσης αὐτῆς στό πλαίσιο τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ εἰδωλολατρικοῦ πολιτισµοῦ. Συγκεκριµένα, στήν Πρώτη Ἀπόκριση τοῦ «Λόγου Ὑπέρ τῶν Ἱερῶς Ἡσυχαζόντων» γράφει γιά τό «γνῶθι σαυτόν» (ὅπως καί γιά τό «πρόσεχε σαυτῷ»): «ἀλλ’ ἄν ζητήσης τί τό τέλος ἐκείνοις τούτου τοῦ παραγγέλµατος, κακοδοξίας εὑρήσεις χάρυβδιν. Μετεµψυχώσεις γάρ δογµατίζοντες, τότ’ οἴονται τινά σχεῖν ἑαυτόν γνῶναι καί τοῦ παραγγέλµατος ἱκανῶς ἐφικέσθαι, ἠνίκ’ ἄν τίνι προσυνῆπτο σώµατι γνοίῃ καί ποῦ ποτέ ἤν οἰκῶν ἤ τί πράττων καί τίς ἤκουε…». Δηλαδή: «ἄν ζητήσεις νά µάθεις ποιός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ παραγγέλµατος (=τοῦ «γνῶθι σαυτόν») γιά ἐκείνους (=τούς εἰδωλολάτρες φιλοσόφους), θά βρεῖς χάρυβδη κακοδοξίας. Γιατί, παραδεχόµενοι τή µετεµψύχωση, νοµίζουν ὅτι τότε ἔχει γνωρίσει κανείς τόν ἑαυτό του καί ἔχει ἐκπληρώσει ἱκανοποιητικά τό παράγγελµα, ὅταν γνωρίσει µέ ποιό σῶµα εἶχε συνδεθεῖ στό παρελθόν (=σέ προηγούµενη ζωή του), ποῦ κατοικοῦσε, τί ἔπραττε καί πῶς τόν ἔλεγαν...».
Ὅπως ὑποθέτουµε, αὐτά πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος Γρηγόριος θά φανοῦν γνώριµα σέ πολλούς, ἀκόµα καί ἐάν δέν εἶναι γνῶστες τοῦ ἔργου του ἤ δέν ἔχουν ἰδιαίτερες γνώσεις γιά τόν ἀρχαῖο Ἑλληνικό πολιτισµό. Διότι ὅλοι, λίγο πολύ, ἔχουµε δεῖ, στό κέντρο τῆς Ἀθήνας γιά παράδειγµα, ἀφισσοκολληµένες προσκλήσεις σέ διάφορα σεµινάρια, διοργανωµένα συνήθως ἀπό ἐσωτεριστικές ὀργανώσεις πού ἐπαγγέλλονται τή διδασκαλία ἰδιαίτερων µεθόδων γιά τήν γνώση τῶν προηγούµενων ζωῶν πού –δῆθεν– ζήσαµε. Ἀκόµη, µᾶς προσκαλοῦν σέ µαθήµατα «αὐτογνωσίας» ἤ σέ διάφορα «ταξίδια» γιά τήν ἀφύπνιση τοῦ «ἀνώτερου ἑαυτοῦ» µας ἤ τή γνωριµία µέ τόν «ἄγγελο» πού µᾶς συνοδεύει. Σέ αὐτές τίς περιπτώσεις τό βασικό µοτίβο εἶναι τό ἴδιο: ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀπορρίψει τό καθηµερινό του ἐγώ καί νά ἀπεκδυθεῖ ὅλους καί ὅλα, ὅσα τόν συνοδεύουν καί ὅσα καί ὅσους τόν περιβάλλουν, νά ἐξέλθει ἀπό τήν ἄγνοια ἀποβάλλοντας «πᾶν εἶδος κτίσεως» καί ἔτσι νά γνωρίσει, τελικά, τόν –δῆθεν– πραγµατικό καί ἀνώτερο ἑαυτό του, τό Ἀπόλυτο ὑπερπροσωπικό «Ἐγώ» πού βρίσκεται πάνω καί πέρα ἀπό τίς ἐπιµέρους ἀτοµικότητες. Διότι «σύ γάρ εἶ ἐγώ καί ἐγώ σύ» (=ἐσύ καί ἐγώ εἴµαστε τό ἴδιο), σύµφωνα µέ µιά διασωθεῖσα τέτοιου τύπου «προσευχή». Ὅµως, στό βιβλίο του µέ τόν τίτλο «Διαλογισµός ἤ Προσευχή» ὁ π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος σχολιάζει σχετικά: «Ὁ προσευχόµενος Χριστιανός δέν ἀποβλέπει στήν ἀπορρόφηση τῆς προσωπικότητάς του ἀπό κάποια ἀπρόσωπη «συνειδητότητα» ἤ «ἀπειροσύνη, ἀλλά (ἐνν. ἀποβλέπει πρός) τήν αἰώνια κοινωνία ἀγάπης. Ἡ διάκριση ἀνάµεσα στά ἀγαπώµενα πρόσωπα καί ἡ ἐλευθερία τῶν προσώπων εἶναι ἀπαραίτητες προϋποθέσεις τῆς ἀγάπης. Ὅπου δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ διάκριση, δέν µπορεῖ νά γίνει λόγος γιά ἀγάπη, οὔτε γιά προσευχή».
Εἶναι ἐντυπωσιακή ἡ διάδοση τοῦ µοτίβου πού προαναφέραµε, µέ διάφορες, βέβαια, παραλλαγές, ἀνά τούς αἰῶνες καί ἀνά τίς ἠπείρους τῆς γῆς. Τό συναντᾶµε, ὄχι µόνο στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἀλλά καί στίς ἀνατολικές θρησκεῖες, ὅπως στόν Ἰνδουισµό καί τόν Βουδισµό, ὅπου ἡ ἀτοµική ψυχή, τό «Ἄτµαν», πρέπει τελικά, µετά ἀπό ἁλυσίδα µετενσαρκώσεων, νά ἑνωθεῖ καί νά χαθεῖ στό «Βράχµαν», τό ὑπερπροσωπικό ἀπόλυτο καί νά γίνει «Βραχµανάτµαν». Ἔτσι, ὁ ἁπτός κόσµος καί τά πραγµατικά πρόσωπα πού τόν κατοικοῦν χάνουν κάθε σηµασία, µετατρεπόµενα σέ ψευδαίσθηση, σέ «Μάγυα». Ὁ θρησκειολόγος Λεωνίδας Φιλιππίδης στή µελέτη του µέ τίτλο «Τό ὕψιστον ἠθικόν ἰδεῶδες κατά Βούδδαν» ἔχει ἐπισηµάνει γιά παράδειγµα τό ὅτι ἡ ψευδεπίγραφη «συµπάθεια» πού ἀναγνωρίζει ὡς ἀρετή ὁ βουδιστής µοναχός εἶναι στήν πραγµατικότητα µιά ἀπαθής, «συγκαταβατική» καί ἀφ’ ὑψηλοῦ, ἀδιαφορία, ἀφοῦ τίποτε δέν ἔχει ἀληθινή σηµασία, τήν ἀντιπαραθέτει δέ ὀξέως πρός τή χριστιανική ἀρετή τῆς ἀγάπης πού πρέπει νά εἶναι πάντοτε δραστήρια µέ συγκεκριµένο καί πραγµατικό τρόπο. Ἐξ ἄλλου, ὁ π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος στό προαναφερθέν βιβλίο του παραθέτει τέτοιες ἀνατολίτικες δοξασίες, ὅπως τήν ἰδέα περί «ἐξουδετέρωσης τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς διάλυσής της µέσα στήν ἀπρόσωπη ὑπερσυνειδητότητα, τήν µοναδική ὕπαρξη». Καί ἐπίσης: «Ὁ στόχος, τό σηµάδι εἶναι ἡ ἀµετάβλητη ὄψη τοῦ Ἑαυτοῦ. Τό βέλος εἶναι ἡ µεταβλητή ὄψη τοῦ Ἑαυτοῦ…Ὦ Θεέ µέσα µου.. Ὁ διαλογισµός εἶναι µιά τεχνική γιά αὐτοανάπτυξη».
Ἤδη, ἐπανερχόµαστε ἀπό τήν Ἀνατολή στά καθ’ ἡµᾶς, ὅπως ἔκανε καί ὁ Πλωτῖνος, ὁ Νεοπλατωνικός φιλόσοφος πού ταξίδεψε στήν Περσία, ἐπιδίωξε νά γνωρίσει τή διδασκαλία τῶν Ἰνδῶν καί ἀναφέρει στό σύγγραµµά του µέ τή διαχρονική ἐπίδραση στήν Εὐρώπη (τίς Ἐννεάδες) τήν ἐνδεικτική φράση: «..ἤξει οὐκ εἰς ἄλλο (ἡ ψυχή), ἀλλ’ εἰς ἑαυτήν…». Δηλαδή, ἡ «ἐρριµµένη στόν κόσµο» ἀτοµική ψυχή, τό καθηµερινό ἐµπειρικό µας ἐγώ, θά βρεῖ τή «σωτηρία» της (στήν πραγµατικότητα, βέβαια, τήν ἐκµηδένιση καί «ἀπώλειά» της), ὅταν ἐπιστρέψει στόν τόπο ἀπό ὅπου προῆλθε, ὅταν ξέπεσε καί ἐγκλωβίσθηκε στή γῆ ἤ, µέ κάπως παραπλήσιους θεολογικοφανεῖς ὅρους, ὅταν περιορίσθηκε στήν ἀναγκαιότητα τῆς οὐσίας, τῆς ὁποίας «προηγεῖται» καί ἀπό τήν ὁποία πρέπει νά ἀποδράσει, νά «ἐκστεῖ». Γιά νά δώσουµε µιά «εἰκονογράφηση» τοῦ τρόπου αὐτοῦ σκέψης, ἀναφέρουµε ὅτι ὁ Πλωτῖνος δέν ἤθελε νά τόν ζωγραφίσουν, διότι θεωροῦσε ὅτι ὁ ἀληθινός του ἑαυτός δέν βρισκόταν µέσα στό πραγµατικό του σῶµα καί ἑποµένως δέν ἦταν περιγραπτός, ὥστε νά εἶναι δυνατό νά ἀποτυπωθεῖ τό πορτραῖτο του σέ ζωγραφικό πίνακα. Ὁ προµνησθείς Λ. Φιλιππίδης στό βιβλίο του µέ τόν τίτλο «Ἡ περί θλίψεως καί λυτρώσεως θεωρία τῆς Βεδάντα» ἀναφέρεται σέ αὐτό τό ἐξ ἀνατολῶν ρεῦµα µέ τά ἑξῆς: «ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς φιλοσοφίας φαίνεται ἐκπορευόµενον ρεῦµα µυστικισµοῦ ἀπό τῶν Οὐπανισαδῶν πρός τόν Περσικόν Σουφισµόν, πρός τήν µυστικοθεοσοφικήν περί λόγου διδα­σκαλίαν τῶν νεοπλατωνικῶν καί τῶν ἀλεξανδρινῶν Χριστιανῶν µέχρι τῶν χριστιανῶν µυστικιστῶν Eckhart καί Tauler καί τέλος πρός τήν φιλοσοφίαν τοῦ µεγάλου Γερµανοῦ µυστικιστοῦ τοῦ ιθ’αι, τοῦ Schopenhauer».
Δέν θά ἀναφέρουµε ἄλλα σχετικά παραδείγµατα, διότι προέχει ἡ ἐπισήµανση τοῦ ὅτι τό µοτίβο µιᾶς –δῆθεν– «αὐτογνωσίας» πού στήν πραγµατικότητα ἀρνεῖται καί ἐξαλείφει κάθε συγκεκριµένο ἑαυτό ἐντάσσεται σέ ἕνα εὐρύτερο ἀκόµη πλαίσιο, τό ὁποῖο ἔχει ἐξ ἴσου µεγάλη διάδοση καί παίρνει, ἀνάλογα µέ τήν περίπτωση, θρησκευτικό, φιλοσοφικό ἤ λογοτεχνικό ἔνδυµα. Μιά εὔστοχη συνόψιση τοῦ κοσµοθεωριακοῦ αὐτοῦ πλαισίου ἔχει κάνει ὁ Ἕλληνας ὑπερρεαλιστής ποιητής Ἀνδρέας Ἐµπειρίκος. Ἤδη, ἡ ἀναφορά τοῦ ἐν λόγῳ κατά –µαχητό- τεκµήριο µοντέρνου λογοτέχνη φανερώνει τή διάδοση τῶν ἰδεῶν αὐτῶν σέ περιβάλλοντα ἐκ πρώτης ὄψεως ἀπροσδόκητα καί γιά τόν λόγο αὐτό προβαίνουµε σέ αὐτή. Πρόκειται γιά τό ἑξῆς κείµενο, ἀπό τό ὁποῖο παραθέτουµε κάπως ἐκτενεῖς περικοπές: «…Μήπως ἅπαντα ταῦτα ἦσαν ὁ Θεός, ὁ µόνος ἀληθινός –τοὐτέστιν µιά παµµεγίστη καί ὑπερτάτη δύναµις ἤ ἐνέργεια «λελογισµένη» καί παντάνασσα, καί ἐπί τῆς Γῆς καί ἐν Ὑψίστοις; Ἀλήθεια µήπως αὐτά ἦσαν ὁ Θεός καί ὄχι ἐκεῖνος ὁ ἠθικολόγος τύραννος καί τιµωρός κριτής– τοὐτέστιν ἕνας µεγάλος Ἄρχων φωτεινός, αὐτόφωτος, τελείως ἄσχετος µέ τάς ἐννοίας τοῦ Καλοῦ καί τοῦ Κακοῦ; Ποῖος ἦτο ὁ Σείριος, ὁ Ὠρίων;….Ποῖος ὁ Ζεύς; Ποία ἡ Ἀφροδίτη;… Τί ἦσαν τά µαλάκια καί οἱ σπονδυλωτοί ἰχθύες; … Τί ἦτο ἡ ὦσις ἐκείνη πού ἐξεκίνησε ἀπό τούς πυθµένας τῶν ὠκεανῶν εἰς τήν αὐγήν τῆς προανθρωπίνης ἱστορίας καί ἔφθανε πέραν ἀπό τάς αἰχµηρότητας καί τούς κοχλασµούς τῆς Γῆς…. Τί ἦτο αὐτό πού ἐσύρετο ὅταν ἐγκατέλειψε τά ὑγρά ἀνήλια βάθη, τί ἦτο αὐτό πού ἐσύρετο ἀρχικῶς εἰς γυµνάς θειούχους ἐκτάσεις καί πού ὠρθώθη ἐπί τεσσάρων καί ἐν τέλει ἐπί δύο ποδῶν καί καθώς εἶδε ὅτι εἶχε ἀποκτήσει χέρια, ἤρχισε νά συλλέγη τούς καρπούς καί τάς ὀπώρας καί νά κατασκευάζη ἐργαλεῖα καί ὅπλα; Τί ἦτο αὐτό πού οὔρλιαζε, ἐσφύριζε ἤ ἐβρυχᾶτο εἰς πυκνούς δρυµούς καί εἰς ἁµµώδη ἕλη καί ἔπειτα ἔγινε αἴσθηµα, οἶστρος ποιητής, ταγός καί λόγος; …. Τί ἦσαν οἱ προφῆται; … Τί ἦτο ὁ Ἰησοῦς Χριστός; Τί ἦτο ὁ Σατανᾶς; Τί ἦτο ἐν τέλει ὁ ἄνθρωπος; Τέκνον τῆς ὕλης ἤ πνεύµατος; Ἤ µήπως ἦτο βλαστός ἑνός ἀδιαιρέτου ἀµαλγάµατος τῶν δύο, µιᾶς ἑνότητος ἀδιαχωρίστου θείας..;»
Ἡ Βιβλική φράση «καί ἐσεβάσθησαν καί ἐλάτρευσαν τή κτίσει παρά τόν Κτίσαντα..» (Πρός Ρωµαίους Α΄, 25) συνοψίζει καίρια τό παρατεθέν κείµενο, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ, κατά τή γνώµη µας, ἕνα ἐκσυγχρονισµένο µανιφέστο µιᾶς «ἐκλεπτυσµένης» εἰδωλολατρίας ἤ, µέ τή διατύπωση τοῦ Παναγιώτη Κονδύλη, «τῆς ἀνατίµησης τοῦ Ἐντεῦθεν», ἡ ὁποία σηµατοδότησε τήν εἴσοδο στούς Νέους Χρόνους καί ἐνδύθηκε ἀκόµη καί µέ ἐπιστηµονικοφανῆ ἐνδύµατα, ὅπως ἡ Δαρβινική «θεωρία τῆς ἐξέλιξης»: Ὁ Κόσµος (µέ κεφαλαῖο Κ) εἶναι προαιώνιος καί στήν πραγµατικότητα ταυτίζεται µέ τόν Θεό, ἀφοῦ ἔχει δική του αὐθυπόστατη ζωή, ἡ ὁποία ἐξελίσσεται ἀπό τίς ἀτελέστερες µορφές στίς ἀνώτερες, ὥσπου ἐµφανίζεται ὁ ἄνθρωπος πού ἀποκτᾶ συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του καί µέ τόν τρόπο αὐτό, ὁ θεοποιηµένος Κόσµος γνωρίζει, διαµέσου τοῦ ἀνθρώπου, τόν ἑαυτό του. Ἡ ἐξέλιξη αὐτή δέν ὑπόκειται σέ ἠθικά κριτήρια, εἶναι «πέραν τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ», ἐνῶ αὐτό πού ἔχει σηµασία καί ἐπιδοκιµάζεται ἀνεπιφύλακτα εἶναι ἡ πορεία πρός τήν «Πρόοδο» καί τήν «Ἐξέλιξη». Σέ µιά ἐπιστολή του ὁ Ν. Καζαντζάκης γράφει σχετικά: «Ἀγαπῶ…ὅλους τούς ἀνθρώπους –κι ἀκόµα ἴσα µέ τούς ἀνθρώπους καί γιά τόν ἴδιο λόγο, ὅλα τά ζᾶ, τά δέντρα, τά ἄστρα. Ὅλα τά νιώθω σά συναθλητές, σά µιά ποµπή ἱερή πού ξεκινᾶ ἀπό ἕνα σκοτεινό σηµεῖο καί ὁδεύει σέ ἕνα ἄλλο σκοτεινό σηµεῖο. Δέν ξεχωρίζω κανένα πρόσωπο. Ὅλα εἶναι πνιγµένα στό κίτρινο φῶς τῆς µαταιότητας..» (Γ. Στεφανάκη, «Ἀναφορά στόν Καζαντζάκη», ἐκδ. Τό Βῆµα, σελ. 379). Ὅσον ἀφορᾶ ἐξ ἄλλου τήν ὑπέρβαση τοῦ Καλοῦ καί τοῦ Κακοῦ, ἐνδεικτική εἶναι µιά ἀντινοµιανιστική παρανάγνωση τῆς Ψαλµικῆς ρήσης «Κύριος λύει πεπεδηµένους (=τούς δεµένους, τούς φυλακισµένους, στά ἑβραϊκά: matir assurim) ἔτσι ὥστε νά φτάσει νά σηµαίνει «ὁ Κύριος λύει τίς (χειρο)πέδες» (στά ἑβραϊκά: matir issurim), ἤτοι καταργεῖ τίς ἀπαγορεύσεις, ἀπαγορεύει κάθε νόµο καί ἀντιστρέφει κάθε ἠθικό κριτήριο (βλ. Μ. Lowy «Λύτρωση καί Οὐτοπία», Ἐκδ. Ψυχογιός, σελ. 43). Συνεχίζοντας τίς ἀντιστροφές της, ἡ ἐν λόγῳ κοσµοθεωρία ὑποστηρίζει ὅτι ὁ «Θεός» εἶναι στήν πραγµατικότητα πλασµένος κατ’εἰκόνα τοῦ Ἀνθρώπου (µέ κεφαλαῖο τό Α), ὁ ὁποῖος µέ τόν ἀγῶνα του εἶναι αὐτός πού σώζει τόν «Θεό» καί γίνεται ἔτσι salvator Dei (σωτήρας τοῦ Θεοῦ).
Νοµίζουµε ὅτι δέν θά εἴµαστε ὑπερβολικοί, ἐάν ποῦµε ὅτι αὐτή ἡ κοσµοθεωρία συνιστᾶ ἕνα ὑπόγειο καί ἰδιαίτερα διαβρωτικό ρεῦµα εἰδωλολατρικῆς σκέψης τό ὁποῖο ἀναδύεται κατά καιρούς καί κατά τόπους στήν ἐπιφάνεια ὑπό τή µιά ἤ τήν ἄλλη µορφή. Ἐνδεικτικά, χωρίς περισσότερες λεπτοµέρειες, ἀναφέρουµε τή Σοφιολογία, µιά µορφή θεολογίας πού παρουσιάστηκε στή Ρωσσία τοῦ 19ου αἰώνα. Ἤδη, ἐξ ἄλλου παραθέσαµε τή φράση τοῦ Ν. Καζαντζάκη πού «ἀγαπάει ἴσα» καί ὁµογενοποιεῖ «γιά τόν ἴδιο λόγο» ἀνθρώπους, ζῶα, δέντρα. Ἡ φράση αὐτή φέρνει ἀκόµη στό µυαλό µας, µεταξύ ἄλλων, τό διεθνές κίνηµα τοῦ «ἀντισπισισµοῦ» (anti-species-ism) πού στρέφεται κατά τῆς προνοµιακῆς µεταχείρισης τοῦ ἀνθρωπίνου εἴδους σέ σχέση µέ τά ἄλλα εἴδη καί πού πολύ πρόσφατα ἔγινε γνωστό στήν Ἑλλάδα µέ µιά ἀκτιβιστική ἐνέργειά του. Πρόκειται, ἐάν δέν κάνουµε λάθος, γιά µιά πρός τά «ἀριστερά» ἐφαρµογή τῆς ἐν λόγῳ παγανιστικῆς κοσµοθεωρίας πού ἔχει στό κέντρο της, τήν µέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο, ἐξάλειψη τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου µέσῳ τῆς ἀφοµοίωσής του πρός τά ζῶα. Ὅµως, ἡ ἐν λόγῳ κοσµοθεωρία ἔχει καί ἐπίκαιρες «ἀκροδεξιές» ἐκδηλώσεις, ἄν κρίνουµε ἀπό τήν ἑξῆς δήλωση πίστης: «…Ἡ θρησκευτικότητα τοῦ Ἀρίου χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἔξαρση καί τή λατρεία τῆς ζωῆς καί τῆς φύσεως, καθώς καί ἀπό τή βεβαιότητα ὅτι ὁ κόσµος εἶναι αἰτία καί λόγος τοῦ ἑαυτοῦ του. Οἱ Θεοί εἶναι κέντρα Ἀξιῶν καί ἀποτελοῦν τό σκαλοπάτι πού ἔπλασε ὁ ἄνθρωπος στόν ἀγώνα γιά ὑπέρβαση τοῦ ἑαυτοῦ του….» (στό «Νεοναζιστικός παγανισµός καί Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», ἐκδ. Ἄρτος ζωῆς, σελ. 113).
Ἀντί γιά ἐπίλογο παραθέτουµε τήν ἐπισήµανση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαµᾶ: «Κἄν τις τῶν πατέρων τά αὐτά τοῖς ἔξω φθέγγηται, ἀλλ’ἐπί τῶν ρηµάτων µόνον. Ἐπί δέ τῶν πραγµάτων πολύ τό µεταξύ. Νοῦν γάρ οὗτοι, κατά Παῦλον, ἔχουσιν Χριστοῦ, ἐκεῖνοι δέ, εἰ µή τι καί χεῖρον, ἐξ ἀνθρωπίνης διανοίας φθέγγονται…». Δηλαδή: «Καί ἄν κάποιος ἀπό τούς Πατέρες λέγει τά ἴδια µέ τούς ἔξω σοφούς, αὐτό γίνεται µόνο ὡς πρός τίς λέξεις, ἐνῶ, ὅσον ἀφορᾶ τά πράγµατα στά ὁποῖα ἀναφέρονται, ὑπάρχει µεγάλη ἀπόσταση µεταξύ τους. Γιατί αὐτοί (=οἱ Πατέρες), σύµφωνα µέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ἔχουν νοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἐκεῖνοι (=οἱ ἔξω σοφοί) µιλοῦν µέ βάση τό ἀνθρώπινο µυαλό, ἄν ὄχι κάτι χειρότερο …».

ΝΟΜΟΜΑΘΗΣ
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 184
Δεκέμβριος 2017