«Ὄνοµα» καί «πρᾶγµα» ἤ οἱ ἔννοιες «ὑπόσταση» καί «πρόσωπο»

E.E. 181 Nomomathis

«Ὄνοµα» καί «πρᾶγµα»

οἱ ἔννοιες «ὑπόσταση» καί «πρόσωπο»

Σύµφωνα µέ τήν «Τυπική Λογική» οἱ ἔννοιες ἔχουν «πλάτος» καί «βάθος». Λέγοντας «πλάτος» ἀναφερόµαστε στό πλῆθος τῶν πρα㬵άτων τά ὁποῖα περιλαµβάνει ἡ ἔννοια, ἐνῶ µέ τό «βάθος» ἐννοοῦµε τά διακριτικά γνωρίσµατα τῆς ἔννοιας, ἐκεῖνα πού τῆς προσδίδουν τήν διακριτή ἔναντι τῶν ἄλλων ἐννοιῶν σηµασία της. Ὅσο περισσότερα διακριτικά γνωρίσµατα ἔχει µιά ἔννοια, ὅσο «βαθύτερη» εἶναι, τόσο στενότερο εἶναι τό «πλάτος» της καί περιλαµβάνει ἔτσι λιγότερα πράγµατα. Ἀντιστρόφως, ὅσο λιγότερα διακριτικά γνωρίσµατα ἔχει, ὅσο πιό «ἀβαθής» εἶναι, τόσο εὐρύτερο εἶναι τό «πλάτος» της καί περιλαµβάνει περισσότερα πράγµατα. Στήν καθηµερινότητά µας, ὅµως, δέν χρησιµοποιοῦµε τίς λέξεις µέ ἀκριβολογία καί ἐπίγνωση τοῦ βάθους καί τοῦ πλάτους τους µέ ἀποτέλεσµα νά δηµιουργοῦνται συγχύσεις, λόγῳ τοῦ ὅτι µιά λέξη µπορεῖ νά ἔχει πολλές σηµασίες ἀνάλογα µέ τό πλαίσιο χρήσης της, γιά παράδειγµα ἀνάλογα µέ τό ἐάν χρησιµοποιεῖται στό πλαίσιο τῆς Δογµατικῆς ἤ στό πλαίσιο τῆς καθηµερινότητάς µας.
Ὁπωσδήποτε, ὑπάρχει ἡ προειδοποίηση «ὑψηλότερά σου µή διανοοῦ», νοµίζουµε, ὅµως, ὅτι δέν θά σφάλουµε ἐάν, συµµορφούµενοι πάντως µέ τήν ὑπόδειξη τοῦ Ἁγίου Νικοδήµου τοῦ Ἁγιορείτη νά µήν χρησιµοποιοῦµε ἀπό τίς ρηµατικές ἐγκλίσεις τήν ὁριστική καί τήν προστακτική, προβοῦµε σέ µιά προσωρινή διατύπωση κάποιων ἐπισηµάνσεων µέ τή ρητή προσδοκία νά ὑπάρξει συνέχεια στήν ἐπεξεργασία –ἀπό τούς ἁρµόδιους– ἑνός δογµατικοῦ ζητήµατος, τό ὁποῖο, ὅπως ἐπισηµάνθηκε στό προηγούµενο τεῦχος στό σχετικό ἄρθρο τοῦ π. Βασιλείου Βολουδάκη («Ὁ Χριστός εἶναι τό Πρόσωπο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»), ἔχει κάπως συσκοτισθεῖ στήν ἐποχή µας καί ἀκόµη δέν ἔχουν δοθεῖ πλήρεις ὁρολογικές διευκρινίσεις.


Πρόκειται γιά τό ζήτηµα τῆς ἔννοιας τῶν ὅρων «ὑπόσταση» καί «πρόσωπο» οἱ ὁποῖες ἔχουν κεντρική θέση στή διατύπωση τῆς δογµατικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας. Σήµερα δέ ἡ ἐκ νέου κατανόηση καί ἡ διαλεύκανση τοῦ ἀκριβοῦς κατά τή Δογµατική περιεχοµένου τους καί µάλιστα ὄχι µόνο στό πλαίσιο τῆς Χριστολογίας, ἀλλά καί σέ ἐκεῖνο τῆς ἀνθρωπολογίας ἀποκτᾶ ἰδιαίτερη σηµασία στόν βαθµό πού στή χώρα µας ἤδη ἔχουν εἰσρεύσει τά ἰδεολογικά ἐκεῖνα –καί ἐνίοτε ἐκθεµελιωτικά– ρεύµατα, εἴτε φιλελεύθερα, εἴτε ριζοσπαστικά–ἐναλλακτικά, πού ἔχουν ὡς κέντρο τοῦ ἀνθρωπολογικοῦ προβληµατισµοῦ τους τίς ἔννοιες τῆς «ταυτότητας» καί τῆς «ἑτερότητας», τοῦ «ἑαυτοῦ» καί τοῦ «ἄλλου», καθώς καί τῆς ἑνότητας καί τῆς διαφορᾶς τους.
Στό παρόν σηµείωµα θά παραπέµψουµε εἰδικότερα σέ ἕνα κείµενο τό ὁποῖο περιέλαβε ὁ λόγιος µοναχός Εὐθύµιος Ζυγαβηνός στό ἔργο του «Δογµατική Πανοπλία» καί τό ὁποῖο φέρει τόν εἰδικότερο τίτλο «Ἔτι κατά Μονοφυσιτῶν. Ἑτέρων Πατέρων διαφόρων». Μιά περικοπή τοῦ κειµένου ἔχει ὡς ἑξῆς: «…τῶν ὑποστάσεων αἱ µέν εἰσί προσωπικαί, τοὐ¬τέστι προσώπων σηµαντικαί, ὡς ἐπί τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων. Αἱ δέ ὑπαρκτικαί, ὡς ἐπί τῶν ὁπωσδήποτε ὄντων πραγµάτων πρός ἀντιδιαστολήν τῶν ἀνυπάρκτων…». Δηλαδή: «….ἀπό τίς ὑποστάσεις οἱ µέν εἶναι προσωπικές, δηλαδή ἀναφέρονται σέ πρόσωπα, ὅπως στήν Ἁγία Τριάδα καί τούς ἀγγέλους καί τούς ἀνθρώπους. Οἱ δέ εἶναι ὑπαρκτικές, ὅπως ὅταν πρόκειται γιά τά πράγµατα πού ὑπάρχουν µέ ὁποιοδήποτε τρόπο, ὥστε νά ἀντιδιαστέλλονται πρός τά ἀνύπαρκτα…» (βλ. Πατρολογία τοῦ ΜIGNE, τόµος 130, σέλ.1064-1065).
Δέν γνωρίζουµε ποιοί εἶναι οἱ «ἕτεροι Πατέρες» πού ἔχουν συµβάλει στή διατύπωση αὐτοῦ τοῦ κειµένου, ἐάν αὐτό ἔχει τύχει ἀλλοῦ περαιτέρω ἐπεξεργασίας, ἤ, ἐάν καί µέ ποιόν τρόπο ἀποτιµήθηκε ὡς πρός τή δογµατική ἀκρίβειά του στό παρελθόν. Ἐκτιµοῦµε, ὅµως, ὅτι ἡ ἰδιαίτερη ἀξία τοῦ ἐν λόγῳ κειµένου συνίσταται στό ὅτι ἐπισηµαίνει πώς ὁ ὅρος «ὑπόσταση» δέν ἔχει µόνο µία σηµασία, ὅτι εἶναι δηλαδή λέξη «ὁµώνυµη», ὅπως λέγεται, καί, περαιτέρω, στό ὅτι δίνει –σύντοµους ἔστω καί ὑπαινικτικούς- ὁρισµούς κάθε ἐπιµέρους σηµασίας τοῦ ὅρου αὐτοῦ.
Εἰδικότερα, σύµφωνα µέ τό προπαρατεθέν κείµενο ἡ «ὑπόσταση» µπορεῖ νά ἐκληφθεῖ κατά πρῶτον, ὑπό τήν ἔννοια τῆς ὕπαρξης, ἤτοι ἐκείνου πού ὑπάρχει πραγµατικά στόν ἐξωτερικό ἀπό ἐµᾶς κόσµο καί πού δέν εἶναι ἁπλῶς φανταστικό ἤ ἀνύπαρκτο καί µηδενικό. Μέ τήν πλατύτατη αὐτή ἔννοια (=τήν «ὑπαρκτική» κατά τό λεκτικό τοῦ κειµένου) ἀποδίδεται «ὑπόσταση» καί στά κτιστά ὑλικά πράγµατα, ἀφοῦ αὐτά πράγµατι ὑπάρχουν γύρω µας καί δέν εἶναι ἁπλῶς «ἀνυπόστατα» φάσµατα, ἐπινοηµένα µόνο ἀπό τόν νοῦ µας, χωρίς ὕπαρξη ἐκτός αὐτοῦ.
Ἀκόµη, σύµφωνα µέ τό ἐν λόγῳ κείµενο ἡ «ὑπόσταση» µπορεῖ, µέ µιά ἄλλη, στενότερη ἔννοια, νά ἀποδοθεῖ σέ ἐκεῖνα ἀπό τά ὄντα πού εἶναι ἐπιπροσθέτως «πρόσωπα». Ὁ συγγραφέας τοῦ κειµένου χαρακτηρίζει ὡς «πρόσωπα» τόν Θεό, τούς ἀγγέλους καί τούς ἀνθρώπους. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή (τή στενότερη) ἡ «ὑπόσταση» φαίνεται νά συνδέεται µέ τήν ἔννοια τοῦ «προσωπικοῦ ὄντος» καί νά ἀποκτᾶ ὑποκειµενικό βάθος σέ ἀντιδιαστολή πρός τήν «ὑπόσταση» ὑπό τήν προεκτεθεῖσα εὐρύτερη ἔννοια πού φαίνεται νά ἔχει ἀντικειµενική-ἐπίπεδη διάσταση, ἀφοῦ ἡ στενότερη ἔννοια περιλαµβάνει στό πλάτος της µόνο τά «πρόσωπα» καί ὄχι καί τά «πράγµατα», ὅπως συµβαίνει µέ τήν εὐρύτερη ἔννοια (ἀκολουθοῦµε πάντα τή διατύπωση τοῦ παραπεµφθέντος κειµένου). Ἀναφερόµαστε σέ «ὑποκειµενικό βάθος», διότι, κρίνοντας ἀπό τά συµφραζόµενα, νοµίζουµε ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ «προσώπου», πού φαίνεται ἐδῶ νά συνδέεται µέ τήν ἔννοια τῆς «ὑπόστασης» µέ τή στενότερη ἔννοια, ἀποδίδεται στούς ἀγγέλους καί στούς ἀνθρώπους, ὡς ἔχοντες, ὡς γνωρίσµατα τῆς «οὐσίας» τους, νοῦ καί θέληση. Καί, ἐπιπροσθέτως, ἀποδίδεται καί στόν Ἄκτιστο Θεό πού φαίνεται νά ὑπάγεται στήν ἴδια κατηγορία (τήν «προσωπική») µέ τούς κτιστούς ἀγγέλους καί τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, ἄν καί, πιστεύουµε, ὅτι παρά τήν ἐλλειπτικότητα τῆς διατύπωσης, πρέπει νά θεωρήσουµε ὡς ἐξυπακουόµενο ὅτι κατά τό νόηµα τοῦ κειµένου οἱ σχετικές ἐκφράσεις πρέπει νά νοηθοῦν ὡς πρός τόν Θεό θεοπρεπῶς καί ὄχι –βέβαια- ἀνθρωποπρεπῶς.
Θά πρέπει εἰδικότερα νά θυµηθεῖ κανείς συναφῶς ὅτι ὁ προφήτης καί βασιλεύς Δαβίδ ψάλλει «ἐνεπάγην εἰς ἰλύν βυθοῦ καί οὐκ ἔστιν ὑπόστασις» (Ψαλµός 68ος), ἀλλά καί ὅτι «ἡ ὑπόστασίς µου παρά Σοί ἐστί» (Ψαλµός 38ος). Διότι, ἀπό τούς ἐν λόγῳ ψαλµικούς στίχους συνάγεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος-Δαβίδ, ἄν καί ἀναφέρεται σέ αὐτοσυνείδητη «ὑπόστασίν του»,ὁµολογεῖ παράλληλα ὅτι δέν διαθέτει «ὑπόστασιν» ὑπό µιά ἄλλη –ἀκόµη στενότερη, στενότατη- ἔννοια, τήν ἔννοια τοῦ αὐθυποστάτου, ἀφοῦ ἐξαρτᾶται γιά τήν ὕπαρξή του ἀπό τόν Θεό (=«ἡ ὑπόστασίς µου παρά Σοί ἐστι») καί δέν ἔχει τό «εἶναι» ἐξ ἑαυτοῦ του (=«οὐκ ἔστιν ὑπόστασις»). Ἑποµένως, φαίνεται νά εἰσάγεται ἐν προκειµένῳ µιά ἀκόµη ἔννοια τῆς λέξης «ὑπόσταση» ἡ ὁποία, ὡς ὑποδηλώνουσα τό αὐθυπόστατο, τό ἄκτιστο ἐπιφυλάσσεται, σέ ἀντίθεση πρός τίς προαναφερθεῖσες δύο ἔννοιες, ἀποκλειστικά στόν Θεό.
Ἀπό ὅσα προαναφέρθηκαν, προκύπτει ὅτι ἡ λέξη «ὑπόσταση» ἔχει χρησιµοποιηθεῖ –τουλάχιστον- ὑπό τρεῖς σηµασίες, µιά εὐρεία, µιά στενότερη καί µιά στενότατη. Πιστεύουµε δέ ὅτι πρέπει κανείς νά ἔχει, ἀπαραιτήτως, ἐπίγνωση τοῦ πολυσήµαντου τῆς λέξης αὐτῆς, ὥστε νά µή δηµιουργεῖται σύγχυση, καί µάλιστα σέ τόσο ζωτικά ζητήµατα, ὅπως αὐτά πού σχετίζονται µέ τή Δογµατική. Προτιµότερο, ὅµως, ἀπό κάθε ἄποψη, εἶναι, ὅπως ἐµεῖς τουλάχιστον πιστεύουµε, νά ἀπαλειφθεῖ µέ κάποιο τρόπο αὐτή ἡ πολυσηµία, ὥστε νά ἐξαλειφθεῖ ἐκ τῶν προτέρων ὁ κίνδυνος τῶν παρερµηνειῶν καί νά προχωρήσει ἡ διασάφηση τῶν ζητηµάτων. Ἤδη, στό σχετικό ἄρθρο τοῦ π. Βασιλείου Βολουδάκη διατυπώθηκε ὅτι ἡ λέξη «ὑπόσταση» πρέπει, στό πλαίσιο τῆς Δογµατικῆς, ἀπαραιτήτως νά νοεῖται ὅτι περιλαµβάνει, κατά τό «βάθος» καί τήν κύρια σηµασία της, τό «αὐθυπόστατο». Καί, ἑποµένως, ὅτι ἡ λέξη (Ὑπόσταση, Ὑποστάσεις) πρέπει νά ἀποδίδεται µόνο στόν Τριαδικό Θεό καί ὄχι στόν ἄνθρωπο ἤ, πολύ λιγότερο, στά πράγµατα. Τοῦτο, διότι µόνο ὁ Τριαδικός Θεός ἔχει αὐθεντική Ὕπαρξη, εἶναι Τρισυπόστατος, ἐνῶ, βέβαια, οἱ ἡµέρες τοῦ ἀνθρώπου «ὡσεί σκιά ἐκλίθησαν» (Ψαλµός 101ος).
Ἕνα βασικό ἀξίωµα τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων εἶναι ὅτι αὐτό πού ἔχει κρίσιµη σηµασία εἶναι ἡ ὁµοφωνία ὡς πρός τά «πράγµατα», ἐνῶ ἡ χρησιµοποίηση τῶν αὐτῶν «ὀνοµάτων» δέν εἶναι πάντοτε ἀπαραίτητη, δέν συνιστᾶ, δηλαδή, δικαιολογηµένη αἰτία διαφωνιῶν καί ἀντιπαραθέσεων. Ὅµως, οἱ ὁρολογικές διευκρινίσεις τῶν δογµατικῶν ὅρων καί ἰδίως ἐκείνων πού ἔχουν στήν καθοµιλουµένη πολλές σηµασίες εἶναι κρίσιµη γιά τήν ἀληθῆ συνεννόηση ἐπί τῶν «πραγµάτων» καί τήν «ἑνότητα τῆς Πίστεως». Γιά τόν λόγο αὐτό, οἱ Πατέρες δέν δίστασαν νά «καινοτοµήσουν τά ὀνόµατα», ὅποτε αὐτό χρειαζόταν, προκειµένου νά «ἐπιλύσουν σοφῶς λογικά προβλήµατα» καί νά «λευκάνουν φωτισµῷ σαφηνείας τά ὑπό τόν γνόφον πολλοῖς κεκαλυµµένα» (βλ. τήν ἀκολουθία πού συνέταξε ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαµασκηνό).
Ἐν κατακλεῖδι, θά διατυπώσουµε τήν εὐχή νά εὑρεθεῖ τό κατάλληλο «ὄνοµα»-ἀφοῦ ὡς πρός τή δογµατική οὐσία τοῦ θέµατος δέν ὑπάρχει ζήτηµα-, ὥστε νά σηµανθεῖ µέ τόν εὐστοχώτερο καί ἐπικαιρότερο δυνατό τρόπο «τό ὑπαρκτικό καθεστώς» ἤ ἀλλιῶς ἡ, ἐντός εἰσαγωγικῶν, καταχρηστικῶς καί κατά τήν καθοµιλουµένη λεγόµενη, «ἀνθρώπινη ὑπόσταση». Διότι, ἄν δέν κάνουµε λάθος, ὑπάρχει ἀπό πολλούς ἡ παρανόηση πώς ὅταν λέγεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει (αὐθ-)ὑπόσταση, σηµαίνει ὅτι -τάχα- στερεῖται νοῦ καί θέλησης, ὅτι δηλαδή στερεῖται, ὅπως λέµε στήν καθοµιλουµένη, «προσωπικότητας».

Νοµοµαθής
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀριθμ. Τεύχους 185
Ἰανουάριος 2018