Ἡ Θεολογία μιλάει ὄχι μόνο γιά τό «Ποιός», ἀλλά καί γιά τό «πῶς» τῆς Δημιουργίας!

E.E. 181 LM

Ἡ Θεολογία μιλάει  ὄχι μόνο γιά τό «Ποιός»,

ἀλλά καί γιά τό «πῶς» τῆς Δημιουργίας!

Στίς 17 καί 18 Ὀκτωβρίου 2017 πραγματοποιήθηκε στήν Ἀθήνα Διεπιστημονικό Συνέδριο μέ θέμα: «Ἀρχή καί ἐξέλιξη τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου μέ ἀναφορά στήν Ἑξαήμερο τοῦ Μ. Βασιλείου». Τήν εὐθύνη γιά τό συνέδριο εἶχε ἡ Κοσμητεία τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν (ΕΚΠΑ). Σέ Δελτίο Τύπου πού ἐκδόθηκε ἀπό τήν Κοσμητεία ἐπισημάνθηκε πολύ σωστά ἡ ἀνάγκη διαλόγου μεταξύ ἐπιστήμης καί θεολογίας, γιά νά μή δημιουργοῦνται πολώσεις καί συγκρούσεις. Τό Δελτίο Τύπου καταλήγει στήν ἑξῆς χαρακτηριστική διατύπωση: «… κάποιος μπορεῖ νά εἶναι καί πιστός καί ἄριστος ἐπιστήμων. Τό ἕνα δέν ἀναιρεῖ τό ἄλλο. Ἡ Πίστη κινδυνεύει μόνο ἀπό τήν ἀπιστία καί ποτέ ἀπό τήν ἐπιστήμη. Ἀλλά καί ἡ ἐπιστήμη κινδυνεύει μόνο ἀπό τήν ἴδια τήν ἐπιστήμη ἤ τή μή ἐπιστήμη, καί ποτέ ἀπό τήν Πίστη». Τήν προσυπογράφουμε μέ τήν ἑξῆς διευκρίνιση. Ἐμεῖς οἱ πιστοί μπορεῖ νά κινδυνεύουμε –καί κινδυνεύουμε ὄντως– ἀπό τήν ἀπιστία, ἡ Πίστη ὅμως ὡς ἀπάντηση στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ δέν κινδυνεύει ἀπό τίποτα. Ἐπίσης τονίζεται πολύ ὀρθά, ὅτι ἐχθρός τῆς ἀληθινῆς ἐπιστήμης εἶναι ἡ μή ἐπιστήμη, ἡ ἐπιστημονική φαντασίωση πού ἐπιζητεῖ νά ἐπιβάλλεται μέ τόν μανδύα τῆς ἐπιστήμης. Πράγματι ἡ ὄντως ἐπιστήμη δέν κινδυνεύει ποτέ ἀπό τήν Πίστη ἐκείνη πού βασίζεται στήν ἀποκάλυψη τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας. Οὔτε φυσικά μπορεῖ νά ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ αὐτήν τήν ἀποκάλυψη, ἐπειδή Ἐκεῖνος ἀποδεδειγμένα εἶναι ὁ Πανεπιστήμων Δημιουργός τῶν πάντων. Λέμε ἀποδεδειγμένα, ἐπειδή ὁ νοήμων ἄνθρωπος, ρίχνοντας ἔστω μιά διερευνητική ματιά στόν κόσμο τριγύρω του καί στόν ἑαυτό του, διακρίνει παντοῦ στή δημιουργία τοῦ Θεοῦ σχέδιο. Πῶς νά ὑπάρχει σχέδιο χωρίς σχεδιαστή; Ἰδίως μέ τά σημερινά μέσα πού τοῦ παρέχει ἡ ἐπιστήμη καί ἡ τεχνολογία βλέπει μέ θαυμασμό ἕνα καί μόνο ἀπό τά 30 τρισεκατομμύρια κύτταρα τοῦ σώματός του νά λειτουργεῖ μέ μιά περιπλοκότητα πού μόνο δύσκολα μπορεῖ νά συλλάβει ὁ νοῦς του. Διαθέτει τμῆμα σχεδιασμοῦ δομικῶν στοιχείων τοῦ κυττάρου, τμῆμα παραγωγῆς ἐνέργειας, τμῆμα ἀποθήκευσης, τμῆμα ἀνακύκλωσης, διαθέτει ἐργάτες πού κάνουν συντήρηση καί ἕνα περίπλοκο σύστημα ἀσφάλειας, τό ὁποῖο ἀφήνει μόνο ἐντολοδόχους συνεργάτες νά εἰσχωροῦν. Μέ τά δεδομένα αὐτά διαπιστώνει, ὅτι ἀκόμα καί ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα ἐργοστάσια τοῦ κόσμου ἀπό πλευρᾶς περιπλοκότητας δέν μπορεῖ νά συναγωνιστεῖ αὐτό τό ἕνα ἀνθρώπινο κύτταρο.

Μέχρι αὐτοῦ τοῦ σημείου ὑπάρχει συμφωνία μέ τό Δελτίο Τύπου τῆς Κοσμητείας. Ἐντελῶς περίεργη μοιάζει ὅμως ἡ παρακάτω διατύπω­ση: «Ὅποιος ἀναζητᾶ ἀπάντηση στά ἐρωτήματα: Ποιός δημιούργησε τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο καί γιά ποιό λόγο, ποιός προνοεῖ καί κυβερνᾶ τόν κόσμο, ἤ, μέ ἄλλα λόγια, σέ ποιόν ἤ ποῦ ὀφείλουν τήν ὕπαρξή τους ὁ κόσμος καί ἄνθρωπος, αὐτός δέν καταφεύγει στήν ἐπιστήμη, γιατί ἁπλούστατα δέν θά πάρει ἐπιστημονική ἀπάντηση. Ἀλλά καί ὅποιος διερωτᾶται, πῶς δημιουργήθηκαν ἤ πῶς ἐξελίχτηκαν κόσμος καί ἄνθρωπος δέν θά καταφύγει στή Θεολογία, γιατί ἁπλούστατα δέν εἶναι αὐτή ἁρμόδια νά ἀπαντήσει». Πρόκειται βέβαια γιά γνωστή θέση ἀκόμα καί ἀπό τά σχολικά βιβλία τῶν Θρησκευτικῶν (βλ. π.χ. Δρίτσας, Δ., Μόσχος, Δ., Παπαλεξανδρόπουλος Στ., Χριστιανισμός καί Θρησκεύματα Β΄ Γενικοῦ Λυκείου, Ἰνστιτοῦτο Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς ΙΤΥΕ «Διόφαντος», Ἀθήνα, 2011, σ. 199). Ἡ θέση αὐτή ἀναπαράγεται φυσικά καί στούς σημερινούς φακέλους μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν (π.χ. ὁ Φάκελος Μαθήματος Β΄ Λυκείου, Ἰνστιτοῦτο Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς ΙΤΥΕ «Διόφαντος», Ἀθήνα, 2017, σ. 24). Τά παλαιά βιβλία τῶν θρησκευτικῶν ὅπως καί οἱ σημερινοί φάκελοι ἐκφράζουν προφανῶς τούς συγγραφεῖς ἤ τίς ὁμάδες συγγραφέων τους, ὅπως καί τό Ἰνστιτοῦτο Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς.

Θά περίμενε ὡστόσο κανείς ἡ Κοσμητεία τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς νά μή διαδίδει καί νά μή προωθεῖ αὐτή τήν ἐντελῶς ἀνορθόδοξη θέση, ἡ ὁποία καλλωπίζεται μέ λόγια ὅπως: ἀποκαθιστᾶ, παρουσιάζοντας αὐτή τή διεπιστημονική προσέγγιση, «τόν θεμελιακά διαλογικό καί διεπιστημονικό χαρακτήρα τῆς πατερικῆς σκέψης», ὅτι ἐκτελεῖ μέ τόν τρόπο αὐτό τό καθῆκον της γιά «τόν θαρραλέο … διάλογο μέ τήν πρωτοπορία τῆς ἐπιστημονικῆς καί φιλοσοφικῆς σκέψης τῆς ἐποχῆς μας» (Παντελής Λ. Καλαϊτζίδης, Χαιρετισμός στό Διεπιστημονικό Συνέδριο μέ θέμα: «Ἀρχή καί Ἐξέλιξη τοῦ Κόσμου καί τοῦ Ἀνθρώπου μέ ἀναφορά στήν Ἑξαήμερο τοῦ Μ. Βασιλείου», Ἀθήνα, 17 καί 18 Ὀκτωβρίου 2017).

Δέν θά ἔπρεπε ἡ Κοσμητεία νά ἐκφράζει μιά προσέγγιση τοῦ ἱεροῦ κειμένου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού βασίζεται στήν πατερική ἑρμηνευτική; Πῶς μποροῦν θεολόγοι νά συμβιβάζουν μέ τή συνείδησή τους, ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη δέν μιλάει γιά τό «πῶς» τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου; Μήπως δέν περιγράφει πολύ συγκεκριμένες πράξεις: «Καί εἶπεν ὁ Θεός … καί ἐγένετο» (βλ. Γεν. 1, 3-25); Διανοεῖται θεολογικά τό «ἐγένετο» νά ὑπονοεῖ ἐξέλιξη γιά ἑκατομμύρια χρόνια; Ἡ Παλαιά Διαθήκη δέν μιλάει γιά δικά μας λόγια πού εἶναι ἁπλῶς λόγια ἀλλά γιά τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, Τοῦ Ὁποίου ὁ Λόγος εἶναι ταὐτόσημος μέ τή δημιουργική πράξη. Αὐτό προφανῶς δηλώνει τό «ἐγένετο» πού ἀκολουθεῖ ἀμέσως. Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μέ τό «Καί εἶπεν ὁ Θεός∙ ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόναν ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς.» (Γεν. 1, 26-27) δέν ἀναφέρεται σέ συγκεκριμένη δημιουργική πράξη τοῦ Θεοῦ, ἐντελῶς ξεχωριστή ἀπό τό ὑπόλοιπο ζωϊκό βασίλειο; Καί ἰδίως ὅταν τό κείμενο τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως ἀναφέρεται μέ ἀκρίβεια στό «πῶς» τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου στό ἀπόσπασμα «καί ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπό τῆς γῆς, καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν» (Γεν. 2, 7), εἶναι δυνατό νά μή ἐννοεῖ τό «πῶς» τῆς δημιουργίας; Ὅταν τό κείμενο ἀναφέρει τόν πρῶτο ἄνθρωπο μέ τό ὄνομα Ἀδάμ (Γεν. 2, 16) πού στά Ἑβραϊκά σημαίνει «χωμάτινος», αὐτό δέν παραπέμπει στό «πῶς» τῆς δημιουργίας του; Ἐπίσης ὅταν τό κείμενο ἀναφέρεται στή δημιουργία τοῦ δεύτερου ἀνθρώπου (Γεν. 2, 21-22: «καί ἐπέβαλεν ὁ Θεός ἔκστασιν ἐπί τόν Ἀδάμ, καί ὕπνωσε∙ καί ἔλαβε μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ καί ἀνεπλήρωσε σάρκα ἀντ’ αὐτῆς. καί ὠκοδόμησεν ὁ Θεός τήν πλευράν, ἥν ἔλαβεν ἀπό τοῦ Ἀδάμ, εἰς γυναίκα καί ἤγαγεν αὐτήν πρός τόν Ἀδάμ») δέν μιλάει, καί πάλι, πολύ συγκεκριμένα, γιά τό «πῶς»; Μήπως ἡ τακτική αὐτή, σύμφωνα μέ τήν ὁποία τό βιβλικό κείμενο παρουσιάζεται χωρίς ὁποιαδήποτε ἀναφορά στό «πῶς» τῆς δημιουργίας, καταργεῖ τελικά ἀκόμα καί τήν πιό ἁπλή ἀνθρώπινη λογική;

Ὅπως φαίνεται, τόσο ἀπό τόν τίτλο τοῦ διεπιστημονικοῦ συνεδρίου ὅσο καί ἀπό τό παραπάνω ἀπόσπασμα τοῦ Δελτίου Τύπου τῆς Κοσμητείας, οἱ Θεολόγοι καθηγητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΕΚΠΑ μοιάζουν διατεθειμένοι νά παραμερίσουν τόσο τό κείμενο τῆς ΠΔ ὅσο καί ὅλη τήν πατερική ἑρμηνευτική, προκειμένου νά συμφωνήσουν μέ τή «Θεωρία τῆς Ἐξέλιξης», ἡ ὁποία κατά τή δική τους ἐκδοχή δέν εἶναι μηχανιστική ἀλλά κατευθυνόμενη ἀπό τόν Θεό. Δέν ἔχει συνειδητοποιήσει ἡ Κοσμητεία τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καί ὅλο τό σῶμα τῶν καθηγητῶν, πού ἐκφράζεται μέ­σῳ αὐτῆς, ὅτι ἡ ἐξέλιξη τῶν εἰδῶν ὅπως τήν περιγράφει ὁ Δαρβίνος στό περίφημο βιβλίο του «Καταγωγή τῶν εἰδῶν» (1859) δέν ἔγινε ποτέ, διότι ἡ πραγματικότητα τῶν ἀπολιθωμάτων ἀποκλείει τήν ὕπαρξη μιᾶς τέτοιας ἐξέλιξης ἀπό ἕναν μονοκύτταρο ὀργανισμό στόν ἄνθρωπο; Δέν πρέπει ἐπί τέλους ἡ ἐπιστημονική κοινότητα καί προπαντός οἱ θεολόγοι νά συνειδητοποιήσουν μέ βάση τή δεδομένη πραγματικότητα τῶν ἀπολιθωμάτων ὅτι ἡ δαρβινική ἐξέλιξη τῶν εἰδῶν ὑπάρχει μόνο στήν φαντασία τῶν ἐξελικτικῶν, ὅτι πρόκειται οὐσιαστικά γιά μιά ἀθεϊστική ἰδεολογία βασισμένη στήν ἰδεοληψία ὅτι ὁ Θεός δέν ὑπάρχει καί γιά τόν λόγο αὐτό δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει καί Δημιουργία;

Ἐξ ἄλλου οἱ ἐπιστήμονες, διατυπώνοντας τίς θέσεις τους μέ βάση τήν μεταπτωτική κατάσταση τοῦ κόσμου τήν ὁποία μελετοῦν, πῶς μποροῦν νά βγάλουν συμπεράσματα γιά τό «πῶς» τῆς δημιουργίας, ἡ ὁποία ὅπως περιγράφεται στό Βιβλίο τῆς Γενέσεως λαμβάνει χώρα κατά τήν προπτωτική κατάσταση τοῦ κόσμου; Ἐκ τῶν πραγμάτων, λοιπόν, εἶναι ἀδύνατο νά μᾶς λένε κάτι γιά τό πῶς τῆς δημιουργίας, ἀφοῦ μελετοῦν μιά ἐντελῶς διαφορετική πραγματικότητα, ἐκείνη τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου πού προέκυψε μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων. Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ σχετικά μέ τή δημιουργία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου σαφέστατα ἀφορᾶ στό διάστημα πρίν ἀπό τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἡ ὁποία, ὅπως μᾶς ὑπογραμμίζουν οἱ Πατέρες μέ βάση τό θεόπνευστο κείμενο τῆς Γενέσεως, παρέσυρε μαζί της ὅλη τήν Κτίση.

Λέων Μπράνγκ

Δρ. Θεολογίας

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀριθμ. Τεύχους 185

Ἰανουάριος 2018