Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΑ ΜΠΟΥΝΤΡΟΥΜΙΑ

E.E.188 pHF

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΑ ΜΠΟΥΝΤΡΟΥΜΙΑ1

Ἀρχικά μία σύντομη διευκρίνιση: Ἀφοῦ τό ἔτος 1945 τά Ρωσικά στρατεύματα κατοχῆς ἐγκατέστησαν καί στήν Ρουμανία τό Κομμουνιστικό Κόμμα στήν ἐξουσία, ἀκολούθησε μέχρι τό ἔτος 1965, μιά ἄνευ προηγουμένου πολιτική κάθαρση. Ὅλα τα σημαντικά πρόσωπα τῆς πολιτικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς βρέθηκαν γιά τοὐλάχιστον 5 χρόνια γιά ‘‘ἀναμόρφωση’’ στίς κομμουνιστικές φυλακές. Ἀνάμεσά τους πολλοί ἀρχιερεῖς, οἱ περισσότεροι ἱερεῖς (πάνω ἀπό 800 μόνο στίς φυλακές Ἀϊούδ!), καθηγητές πανεπιστημίου, μοναχοί καί μοναχές. Κατά τήν Κομμουνιστική περίοδο δέν μποροῦσε κανείς νά μιλήσει γιά τά γεγονότα αὐτά, παρά μόνο σέ πολύ ἔμπιστα ἄτομα. Σήμερα οἱ μαρτυρίες ἐκείνων πού ἐπιβίωσαν τῶν γεγονότων μᾶς ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά μετατρέψει καί τά χειρότερα βάσανα σέ μαρτυρία πίστεως.

«Ἐάν δέν ὑπάρχει Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τότε λοιπόν οὔτε ὁ Χριστός ἀναστήθηκε… Ἐάν ὅμως ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, εἶναι χωρίς πραγματικό περιεχόμενο καί χωρίς νόημα τό κήρυγμά μας, ἀλλά καί ἡ πίστη σας… ἀκόμη εἶστε βυθισμένοι στίς ἁμαρτίες σας… Ἀλλά τώρα ὁ Χριστός ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς καί ἔγινε ἀπαρχή τῆς Ἀναστάσεως καί τῶν ἄλλων νεκρῶν» (Α΄ Κορ. 15, 13-20).

Ἡ Ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως, τό κορυφαῖο γεγονός τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν χριστιανῶν, ἑορταζόταν καί ἀπό τούς φυλακισμένους. Οἱ ἐν ἐνεργεία χριστιανοί γνωρίζουν καλά τίς ξεχωριστές ἐμπειρίες, τά ξεχωριστά βιώματα πού αἰσθάνονται κατά τήν περίοδο τῆς καταπόνησης τοῦ σώματος καί τῆς μετανοίας κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Νηστείας τοῦ Πάσχα. Γιά πολλούς θεοσεβούμενους χριστιανούς ἡ Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος φέρνει συνάμα καί τήν ἀνάσταση τῶν ψυχῶν τους.

Καταλαβαίνετε τότε λοιπόν πόσο βαθιά βίωναν τήν ἑορτή αὐτοί οἱ φυλακισμένοι στίς κομμουνιστικές φυλακές, ὅπου κατά τήν περίοδο 1948 -1964 βρισκόταν ὅλο το ἀφρόκρεμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί πολιτισμικῆς κουλτούρας, καί οἱ ὁποῖοι διατηροῦσαν μονάχα μαία ἐλπίδα: τήν πίστη τους, ὅτι καί οἱ ψυχές τους θά ἀναστηθοῦν, ὅπως ὁ Χριστός ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν. Ὑπάρχουν δύο εἴδη ἀναστάσεως. Μία ἀνάσταση τῆς ψυχῆς κατά τήν σωματική ζωή, ὅταν ὁ χριστιανός ἀνεβαίνει κάποια σκαλοπάτια τῆς τελειότητας. Ἡ ἄλλη ἀνάσταση εἶναι ἐκείνη πού μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ μετά τήν τελευταία Δίκη. Ὅποιος ὅμως καταφέρνει νά ἀναστηθεῖ κατά τόν χρόνο τῆς ἐν σώματι ζωῆς του, ἐκεῖνος παραμένει ἀναστημένος καί μετά τόν σωματικό του θάνατο.

Μετά ἀπό μιά πραγματική ἑβδομάδα τῶν παθῶν, κατά τήν διάρκεια δηλαδή τοῦ δικαστηρίου στήν πόλη Κλούζ, καί μέ τήν ἀνακοίνωση τῆς ποινῆς τῆς ἀκριβῶς τό Μεγάλο Σάββατο, ἡ Ἀσπαζία Ὀτσέλ εἶχε μιά στιγμή μεγάλης ψυχικῆς χαρᾶς. «Σάν ἀπάντηση στήν θλίψη καί στήν ἀνησυχία μου ἄρχιζαν νά χτυποῦνε οἱ καμπάνες τοῦ ὀρθοδόξου μητροπολιτικοῦ ναοῦ πού βρισκόταν ἀπέναντι ἀπό τό δικαστήριο. Μετά ἀπό τό πρῶτο καί ἠχηρό χτύπημα, ξέσπασε ἕνα χαρμόσυνο «Χριστός Ἀνέστη!» Ἦταν οἱ ἱερεῖς πού ἔψελναν μέ τίς ὡραῖες τους φωνές. Ἀπό ἐπανάληψη σέ ἐπανάληψη τό «Χριστός Ἀνέστη!» ἀγκάλιασε ὁλόκληρη τήν φυλακή. Ἐνισχυμένο δέ συγκλονιστικά, ὁ ὕμνος ἀνέβαινε ἀπό τήν φυλακή πρός τόν ξάστερο οὐρανό κάνοντας νά δονηθεῖ ἐκείνη ἤ ἅγια νύχτα τῆς Ἀναστάσεως τῆς ἄνοιξης τοῦ ἔτους 1949»2.

Ὁ δέ Τράϊαν Ποπέσκου μᾶς περιγράφει τήν ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ ἔτους 1949 στίς φυλακές τῆς πόλεως Πιτέστι. Πέρασαν τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα μέ εὐλάβεια, μέ ἡσυχία καί μέ ψυχική ἠρεμία: «Καί φθασε νύχτα τς ναστάσεως. Συγχρόνως μέ τούς χτύπους τν καμπανν πού χοσαν μέχρι σ’ μς, ρχιζαν νά μφανίζονται ναμμένες λαμπάδες στήν δό, πέρα δηλαδή πό τά σπίτια πού ταν κολλημένα στούς τοίχους τς φυλακς. εκόνα ατή, ποία γιά μς παιρνε πελώριες διαστάσεις, ποκτοσε μως καί τήν σημασία πνευματικο μηνύματος. ταν να μήνυμα πό κείνους πού δέν μς εχαν ξεχάσει καί ο ποοι –τσι θέλαμε νά πιστεύουμε– βρίσκονταν ψυχικά μαζί μας. Μπορέσαμε νά τούς παντήσουμε μονάχα μέ να «Χριστός νέστη!» πού κούγονταν στήν ρχή διστακτικά, πειτα παναλαμβανόταν καί πό λες σχεδόν τίς 800 φωνές τς φυλακς. Κάποιος παρατηρητής κείνων τν στιγμν, θά τίς συνέκρινε μέ τό κκλησίασμα κάποιου τεράστιου καθεδρικο ναο, που τά κατοντάδες κεριά το δρόμου μαζί μέ τίς ψαλμωδίες μς σήμαιναν τήν νάσταση το Κυρίου, «θανάτ θάνατον πατήσας». λα σείοντο: έρας, τά παράθυρα, ο πόρτες λλά κυρίως ο καρδιές μας, χωρίς νά μπορομε νά φανταστομε τήν καταστροφή πού θά ρχόταν σύντομα πάνω μας. ταν συχία βασίλευε ξανά, στρατιώτης τς βάρδιας ψιθύρισε «ληθς νέστη!»3

Ὁ Δημήτρης Μπορδεγιάννου μᾶς περιγράφει τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα τοῦ ἔτους 1949 στό κελί 18. «Τήν περίοδο κείνη πιτρεπόταν κόμη στούς συγγενες νά στέλνουν δέματα στούς φυλακισμένους. λλά κατά τά τη 1948 καί 1949 σπάνια πιτρεπόταν. νας συγκάτοικός του στό κελί λαβε μως μέ πλάγιους τρόπους να δέμα μέ φαγητά πό τό σπίτι του, πού ζύγιζε περίπου 10 κιλά. πό τό δέμα ατό πήλαυσαν πό κάτι λοι ο καταδικασμένοι φοιτητές στά ναγκαστικά ργα καί σέ βαριά καταδίκη. ποσότητα γιά τόν καθένα ταν, βεβαίως, μηδαμινή, λλά μέ ντυπωσιακά ψυχικά ποτελέσματα. Καί γιά νά καταλάβει κανείς τόν τρόπο πού μοιράστηκαν τά τρόφιμα, ρκε νά πομε γιά παράδειγμα τι τό κάθε αγό μοιράσθηκε σέ ...24 μερίδες(!), μαζί μέ να κομμάτι πό κόκκινο τσόφλι ς σύμβολο τς ορτς τς ναστάσεως! Τό δέμα περιλάμβανε πίσης καί πρόσφορα γιά ντίδωρο, μέ τήν εκαιρία το γίου Πάσχα.»4

Ὁ Γρηγόριος Καράζα μᾶς ἐξιστορεῖ τήν ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ ἔτους 1950 στήν φυλακή Γαλάτα τοῦ Ἰασίου. Ἕνας καθολικός ἱερέας ἔκανε τήν τελετή καί οἱ ὀρθόδοξοι καταδικασμένοι τοῦ ἔδιδαν τίς Ἀναστάσιμες ἀπαντήσεις κατά τήν διάρκειά της. «Βασίλευε πάντως τόση πνευματικότητα στόν τόπο κενο, στε κόμη καί ο φύλακες παρακολούθησαν τήν τελετή μέ πόλυτη συχία, στηριζόμενοι μέ τούς γκνες τους στό παράθυρο. ταν μία λυπητερή νάσταση, λλά μέ βιωματικό ασθημα τό ποο δέν συνάντησα πλέον πολλές λλες φορές στήν ζωή μου…»5

Ὁ πατήρ Δημήτριος Μπεζᾶν γράφει γιά τήν Ἀνάσταση στίς φυλακές τῆς πόλης Ἀϊούδ.

«Φανταστετε πς περνούσαμε μες τό Πάσχα! ταν λη φυλακή ψελνε «Χριστός νέστη!», ο στυνομικοί μς βριζαν, μς δερναν μέ λοστούς, λλά παρ’ λα ατά μες ψέλναμε! Καί μως κε ζοσα μέ τήν πιό δυνατή νταση τήν χαρά τς ναστάσεως… διευθυντής τς φυλακς ταν κενος πο διέταζε τούς φύλακες: «Δέρνετέ τους, βρέ! Δέν βλέπετε τι ατοί εναι χριστιανοί;»6

Ἡ Ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως εἶχε εἰδικό χαρακτῆρα στά μολυβδορυχεία. Ἐκεῖ ἀποσπάσθηκε ἕνα μέρος τῶν φυλακισμένων τῶν φυλακῶν, οἱ ὁποῖοι σαν κανοί γιά ργασία. Ἡ ἐργασία στά ὀρυχεῖα παρεῖχε στούς φυλακισμένους τό πλεονέκτημα κάποιας ἐλευθερίας στίς γαλαρίες ὀρυχείου, διότι ἀπό ἐκεῖ δέν μποροῦσαν νά ξεφύγουν. Γι’ αὐτό τόν λόγο καί οἱ περισσότερες μαρτυρίες γιά τήν Ἀνάσταση στά ὀρυχεῖα, ἀναφέρονται κατά τήν περίοδο αὐτή τῶν ἐτῶν 1950 – 1954. Βρῆκα κάποιες διηγήσεις γιά τήν ἑορτή τῆς Ἁγίας Ἀναστάσεως τοῦ ἔτους 1951, τήν ὁποία ἔζησαν ἐκεῖνοι πού βρίσκονταν στήν νυκτερινή βάρδια στό ὀρυχεῖο τῆς Μπάϊα Σπρίε. Ἰδού ὁρισμένοι ἀπό ἐκείνους πού θυμήθηκαν ἐκεῖνες τίς στιγμές: ὁ πατήρ Ἰουστίν Πίρβου, ὁ π. Νικολάε Γρεμπένεα, ὁ πιλότος Βασίλε Μποάρου, καί ὁ ἰατρός Φλορίν Στρέζνικου. Ἡ τελετή ἔγινε σ’ ἕνα μεγαλύτερο σπήλαιο, πού ὁμοίαζε μέ καθεδρικό ναό, καί βρισκόταν 560 μ. κάτω ἀπό τό ἔδαφος. Δημιουργήθηκε ἀρχικά ἕνας μεγάλος σταυρός ἀπό δοκάρια. Αὐτοσχεδιάσθηκαν καί “καμπάνες” ἀπό τά διαφόρων μεγεθῶν γεωτρύπανα, πού κρεμάσθηκαν μέ χοντρούς σπάγγους. Ὅταν δέ χτύπησαν οἱ “καμπάνες” συγκεντρώθηκαν οἱ φυλακισμένοι ἀπό ὅλες τίς σήραγγες τοῦ ὀρυχείου, ἀπό ὅλους τους τόπους ἐργασίας. Τήν συνοδεία τῶν περίπου 20 ἱερέων καί διακόνων, ὀρθοδόξων καί Ἑλληνόρυθμων, ἀποτελοῦσαν ὁ π. Βασίλε Ἀντάλ, ὁ π. Ἰουστίν Πίρβου, ὁ διάκονος Θεόδωρ Μπέζ, ὁ π. Νικόλαε Γρεμπένεα, ὁ π. Σεμπαστιᾶν Ποπέσκου, ὁ π. Λαζάροβ, ὁ π. Κωστάκε καί ἄλλοι. Μονάχα ὁ π. Ἀντάλ φοροῦσε σάν ἐπιτραχήλιο μιά μεγάλη σπιτική ἄσπρη πετσέτα. Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι φοροῦσαν τίς φόρμες προστασίας. Κατά τό κάλεσμα τοῦ ἱερέως Ἀντάλ «Δετε λάβετε φς!», στήν θέση τῶν κεριῶν, οἱ φυλακισμένοι πιστοί χρησιμοποίησαν τίς λάμπες μέ ἀνθρακασβέστιο. Ὁ διάκονος Μπέζ εἶχε ἐξαιρετική μνήμη καί ἔτσι μέ τήν βοήθειά του τελέσθηκε μιά σχεδόν ὁλοκληρωμένη Ἀκολουθία. Ἀπό ὅλα τά στήθη ἀντηχοῦσε τό «Χριστός νέστη!» καί τό «ληθς νέστη!». Τήν Ἀκολουθία τήν παρακολούθησαν ὅλοι γονατιστοί. Στό τέλος ὅλοι οἱ φυλακισμένοι ἔλαβαν ἀντίδωρο, τό ὁποῖο εἶχαν προετοιμάσει. «Πιστεύω τι ποτέ λλοτε δέν ντήχησε καλύτερα τό “Χριστός νέστη!” καί πιστεύω πίσης τι ποτέ λλοτε μιά λειτουργία δέν γινε καλύτερα ποδεκτή πό τόν Θεό», μαρτυρεῖ ὁ π. Ἰουστίν Πάρβου.7

Ὁ ἱερέας Λίβιου Μπρανζᾶς βίωσε τήν Ἀνάσταση στήν μοναξιά τοῦ ἀνακριτικοῦ κελιοῦ τῶν φυλακῶν τῆς Ὀράντεα. Τήν 19η Ἀπριλίου τοῦ 1952 αὐτός σημείωνε: “Ασθάνομαι στά βάθη μου τελείως λλος … ψυχική ατή προσωπική νάσταση λαμβάνει χώρα κριβς στίς μέρες ατές τς ορτς τς ναστάσεως το Κυρίου”8.

Ὁ ἴδιος ὁ πατήρ Μπρανζᾶς μᾶς περιγράφει τήν νύχτα τῆς Ἀναστάσεως στό ὀρυχεῖο Κάβνικ. Τά γεωτρύπανα καί ἐκεῖ, ὅπως στήν Μπαΐα Σπρίε, χρησιμοποιήθηκαν σάν καμπάνες. “Αυτές εναι ο καμπάνες το ρυχείου! Δέν κουσα ποτέ πιό χηρό πιό συγκλονιστικό κωδωνισμό. λα σέ ζαλίζουν. Δέν λείπει τίποτε πό τήν μεγαλοπρέπεια ατς τς γίας Νύχτας: φτα, ψαλμοί, καμπάνες… ποιος βίωσε παρόμοια νύχτα πρέπει νά γινε διαφορετικός νθρωπος! δ, στό βάθος ατς τς κατακόμβης, τήν παραφορτωμένη μέ σκοτάδι, μφανίζεται μιά κτίνα φωτός, κοινωνός τς ποίας δέν μπορε νά γίνεις ποτέ καί πουθενά λλο. κτίνα φωτός τς κατακόμβης! Πόσο μεγάλη χαρά! ξιζε νά ποφέρεις λα τα μέχρι τώρα βάσανα, μόνο καί μόνο γιά νά ξιωθες μις παρόμοιας χάριτος! ”9

Ὁ Ὄπρεα Ταραμπᾶν κάνει μνεία γιά τήν κραυγή το Γολγοθ κατά τήν νύχτα τς ναστάσεως το τους 1957, στίς φυλακές τς Γκέρλας, ὅταν περίπου ἑπτά χιλιάδες (7000) φυλακισμένοι ἔψαλαν γιά μιά ὁλόκληρη νύχτα τό «Χριστός νέστη!»10

Ὁ δέ Βασίλε Κρίστεα11 κάνει μνεία μιᾶς ἄλλης ἐπετείου τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως στίς Μονήρεις Δομές τῶν φυλακῶν Ζιλάβα, κατά τό ἔτος 1957.

Ἐνῶ ὁ πατήρ Στάϊνχαρτ περιγράφει τόν ἑορτασμό τῆς Ἀναστάσεως στίς φυλακές τῆς Γκέρλας τό ἔτος 1961. Ἀφοῦ νήστεψαν, οἱ φυλακισμένοι ἔλαβαν μέ ἡσυχία καί κατάνυξη τήν Θεία Κοινωνία. «Μετά τήν γερση μως, στήν προσπάθειά μας νά ψάλλουμε σιγανά τό «Χριστός νέστη!» ναχαιτίσθήκαμε βίαια πό τούς φύλακες. Τώρα μως, τό μεσημέρι, μς φησαν συχους καί πό τήν μιά κρη στήν λλη, πό δ ψηλά που βρισκόμαστε μες, κούγαμε –σάν νά βγαίνει πό κάποια ποταμιά, πό κε, πέρα πό τούς τοίχους– ψιθυριστό κουσμα μνου, πού τόν παναλαμβάναμε κι μες ψιθυριστά»12.

Ἀπό τήν φυλακή Μισλέα, ἡ Ἀσπαζία Ὀτσέλ θυμᾶται δύο ἑορτασμούς τῆς Ἀναστάσεως:

«Τήν μέρα τς ναστάσεως, λη λεύθερη” φυλακή (δηλαδή,  λες κενες ο γυνακες πού ργάστηκαν γιά κάποια περίοδο στά ργαστήρια ραπτικς), μαζευτήκαμε στήν αθουσα τν τραπεζν που χορωδία, πού διηύθυνε Μάργα, κτέλεσε μιά πρωτότυπη κολουθία, φτιαγμένη μόνο πό ποσπάσματα τς Θείας Λειτουργίας, ργανωμένα κατά πώς τά νοιωθε Νάνα»13.

«Μπορούσαμε νά ορτάζουμε μέ συχία τίς μέρες τίς σχετισμένες μέ τά για Πάθη καί τς γίας ναστάσεως. παγγείλαμε πό μνήμης κάποια Εαγγέλια, κάποιους στίχους πό τίς στάσεις τν Θρήνων, μετατρέψαμε τήν σόμπα μας σέ γία Τράπεζα καί μαζευτήκαμε τριγύρω της γιά νά δεχθομε πως πρέπει τόν Σωτρα τν ψυχν μν. Καταφέραμε νά ψάλουμε καί τό «νέβη ες τόν ορανόν καί κάθισεν…», τό «Χριστός νέστη!» καί κάποιους στίχους πό τήν Θεία Λειτουργία. κτελεσμένα pianissimo (πολύ σιγανά) τά τραγούδια μας, ντηχοσαν πολύ κατεσταλμένα στήν λεεινή μας φυλακή, τήν ποία μεταμορφώσαμε σέ οράνιο χρο, που ο ψυχές μας συμμετεχαν στό θαμα, πού χαρακτηρίζει τίς γιες ατές μέρες.»14

Ἀπό τίς ἀναμνήσεις τῆς Νικόλ Βαλερύ μαθαίνουμε γιά τόν ἑορτασμό τῆς Ἀναστάσεως σέ ἄλλο κελί τῶν φυλακῶν Μισλέα. Ὅταν στό κοντινό χωριό χτύπησαν οἱ καμπάνες, περισσότερες ἀπό πενήντα φυλακισμένες ἦσαν ἤδη ὄρθιες. Ἡ Μητέρα Εὐδοξία καθισμένη σ’ ἕνα ἐπιπρόσθετο κρεβάτι, ἐδέσποζε σέ ὁλόκληρη τήν σύναξη. Ἡ Μητέρα διάβασε ὅλες τίς εὐαγγελικές περικοπές, πού σχετίζονται μέ τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως. Νά σημειώσουμε ὅτι ἡ Νικόλ Βαλερύ εἶχε ἀνακαλύψει μία Βίβλο στήν παλαιά ἐκκλησία τήν ὁποία εἶχαν μετατρέψει σέ ἀποθήκη. Ἡ Βίβλος μοιράσθηκε σέ τεύχη πού κυκλοφοροῦσαν μέ μεγάλη μυστικότητα, προσφέροντας, ὅμως, μεγάλη ὠφέλεια στίς φυλακισμένες.Ἔπειτα ὅλες ἔψαλαν. «Χωρίς πλέον τόν φόβο νά μήν μς κονε, ψέλναμε λες μέ μία φωνή τόν θαυμάσιο ρθόδοξο μνο Χριστός νέστη κ νεκρν…”, τόν ποο παναλάβαμε τρες φορές… φο, γκαλιασμένες σάν ληθινές δελφές, παναλαμβάναμε ξανά μία πρός τήν λλη τό «Χριστός νέστη!», πιστρέφοντας κάθε μιά στό κρεβάτι της. Ερισκόμενες μακριά πό τούς δικούς μας καί ναγκασμένες νά ζομε σ’ να λεεινό μέρος, ασθανόμασταν πολύ πιό κοντά στόν Θεό καί ντιλαμβανόμασταν καλύτερά τό μυστήριο τς ναστάσεως, σέ σχέση μέ τήν ποχή πού ορτάζαμε μέ λευθερία τό γιο Πάσχα. κείνη τήν μέρα καταλάβαμε πραγματικά τήν θαυμάσιά του μορφιά.»15.

*

Ἀσφαλῶς παρόμοιες χριστιανικές ἐκδηλώσεις τιμωρήθηκαν πολλές φο­ρές αὐστηρά ἀπό τίς διοικήσεις τῶν φυλακῶν. Ἀλλά οἱ τιμωρίες αὐτές δέν μπόρεσαν νά σκιάσουν τήν χαρά τῆς ἐκδήλωσης τῆς πίστε­ως στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Θεωρούμενοι νεκροί ἀπό τό κομμου­νιστικό καθεστώς, μνημονευόμενοι σάν κεκοιμημένοι ἀπό τούς συγγενεῖς τους, ἀφοῦ εἶχαν πλέον χάσει τά ἴχνη τους, οἱ φυλακισμένοι ἀπέδειξαν ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἀποτελεῖ πραγματικότητα, ὄχι μόνο γιά τήν μέλλουσα ζωή ἀλλά καί γιά τήν παροῦσα. Διότι τόσο ἐκεῖνοι πού πέθαναν στίς φυλακές, ὅσο καί ἐκεῖνοι πού ἐπεβίωσαν τῶν φυλακῶν, νίκησαν τόν θάνατον. Ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεώς τους εἶναι τό γεγονός ὅτι τήν στιγμή αὐτή τό κομμουνιστικό καθεστώς ἡττήθηκε. Αὐτοί οἱ φυλακισμένοι μᾶς ἀπέδειξαν μέσα στό χρόνο, τό γεγονός ὅτι πραγματικός νικητής δέν δύναται νά εἶναι παρά ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μαζί μέ ὅλους ἐκείνους πού πιστεύουν στήν Ἀνάστασή Του!  Χριστός νέστη!

                        

π. λίας Ι. Φρατσέας

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»  - Ἀρ. Φύλλου 188

τος 2018

ποσημειώσεις:

  1. Vasilică Militaru, Biserica din temniță. Mărturisire și jertfă creștină în închisorile comuniste – România 1948 – 1964 (Ἡ Ἐκκλησία στήν φυλακή. Μαρτυρία καί χριστιανική θυσία στίς κομμουνιστικές φυλακές –Ρουμανία 1948 -1964), Ἐκδ.Vicovia, 2008, σ.172-178.
  2. Aspazia Oțel Petrescu, Stigat-am către Tine, Doamne…(Κύριε πρός Σέ ἐκέκραξα…), Ἐκδ.  Bunavestire, Βουκουρέστι, 2000, σ. 135.
  3. Traian Popescu, Experimentul Pitești (Τό πείραμα τοῦ Πιτέστι), Ἐκδ. Criterion, Βουκουρέστι, 2005, σ. 65-66.
  4. Dumitru Bordeianu, Mărturisiri din mlaștina disperării (Ἐξομολογήσεις ἀπό τό βοῦρκο τῆς ἀπελπισίας) Ἐκδ. Scara, Βουκουρέστι, 2001, σ. 101-102.
  5. Grigore Caraza, Aiud însângerat (Ματωμένο Ἀϊούδ), Ἐκδ. Conta, Piatra Neamț, 2007, σ. 44.
  6. Preot Dimitrie Bejan, Bucuriile suferinței (Οἱ χαρές στό νά ὑποφέρεις), Hârlău, Iași, 20002, σ. 88.
  7. Adrian Alui Gheorghe, Părintele Iustin Pârvu și morala unei vieți câștigate (Ὁ πατήρ Ἰουστίν Πάρβου καί ἡ ἠθική μιᾶς κερδισμένης ζωῆς), Ἐκδ. Credința Strămoșească, σ.84.
  8. Preot Liviu Brânzaș, Raza din catacombă (Ἡ ἀκτίνα ἀπό τήν κατακόμβη), Ἐκδ. Scara, Βουκουρέστι, 2001, σ. 44.
  9. Αὐτόθι, σ. 118-119.
  10. Mihai Rădulescu, Rugul Aprins (Καιόμενη βάτος), Ἐκδ. Ramida, Βουκουρέστι, 1993, σ. 69.
  11. Αὐτόθι, σ. 67.
  12. Nicolae Steinhardt, Jurnalul fericirii (Τό ἡμερολόγιο τῆς εὐτυχίας), Dacia,Cluj-Napoca, 2001, σ.205.
  13. Aspazia Oțel Petrescu, Μν. ἐργ. σ. 186.
  14. Αὐτόθι, σ. 265.
  15. Nicole Valery-Grossu, Binecuvântată fii, închisoare (Εὐλογημένη νά εἶσαι, φυλακή …), Ἐκδ. Duh și Adevăr, Βουκουρέστι, 1998, 265.