Ὁ Θεός δέν εἶναι ἐδῶ, εἶναι στό δάσος!
Κάποια μέρα, λίγο πρίν τίς γιορτές τοῦ ἁγίου δωδεκαημέρου βρέθηκα στόν πιό πολυσύχναστο πεζόδρομο τῆς μεγάλης πόλης μέ τόν γιό μου καί εἴπαμε νά καθίσουμε σέ μιά φιλόξενη γωνιά γιά νά ξαποστάσουμε.
Καθισμένοι παρακολουθούσαμε τόν κόσμο πού περιδιάβαινε καί, παρ’ ὅτι γιορτές περιμέναμε, καί ἀπό μόνη της ἡ προσμονή γιά τό χαρμόσυνο γεγονός τῶν Χριστουγέννων θά ἀρκοῦσε γιά νά εἶναι τά πρόσωπα τῶν περαστικῶν φωτεινά καί χαριτωμένα, ἡ εἰκόνα πού ἔφτανε σ’ ἐμᾶς πού τούς παρακολουθούσαμε νά περνοῦν μπροστά μας ἦταν ἐντελῶς διαφορετική· πρόσωπα συνοφρυωμένα, ἀγέλαστα, ἄνθρωποι προβληματισμένοι, καρδιές προφανῶς κλειστές. Ἴδια εἰκόνα ἀκόμη καί οἱ νέοι πού μόνο ἡ νιότη τους θά ἀρκοῦσε γιά νά τούς δίνει φτερά.
Συλλογιστήκαμε τήν κατάσταση τῶν ἀνθρώπων καί ἀναρωτηθήκαμε, γιατί νά εἶναι ὁ κόσμος ἔτσι καί νά μήν μπορεῖ νά χαρεῖ ἐνῶ ἔχει στή διάθεσή του τόσο πολλά; Καί ἡ σκέψη τοῦ νεαροῦ τῆς παρέας καταλήγει σέ μιά ἀπάντηση αὐθόρμητη: «Πῶς νά μήν εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἔτσι ἀφοῦ στήν κοινωνία μας δέν ὑπάρχει ὁ Θεός» καί συνεχίζει: «ὁ Θεός δέν εἶναι ἐδῶ, ὁ Θεός εἶναι στό δάσος!»