Καθημερινὰ μαθήματα πνευματικῆς ἀθλήσεως

Καθημερινὰ μαθήματα πνευματικῆς ἀθλήσεως

 

«πορῶ καὶ ἐξίσταμαι, τὶ ποιήσω ὁ ἄθλιος, ὅταν τέλος φθάσῃ, τὸ τῆς ζωῆς μου λοιπόν, ποῦ μοι ὁ δρόμος ὁ ἄκαιρος; ποῦ τὰ ἀξιώματα; ποῦ ὁ πλοῦτος, ποῦ τρυφή; ποῦ ἡ δόξα ἡ πρόσκαιρος; ποῦ τῆς φύσεως, τὸ καινότατον ἄνθος; Ἀλλὰ δεῦρο, πρὸ τοῦ τέλους ὦ ψυχή μου, τῇ Θεοτόκῳ προσπέσωμεν» (Θεοτοκίον τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς 11ης Ὀκτωβρίου).

Τὰ κορυφαῖα μαθήματα Ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας –ἄρα καὶ βιοτῆς– ποὺ λαμβάνει κάθε μέρα ὁ πιστός, εἶναι ἀναμφίβολα καὶ βασικά, ἀλλὰ κυρίως εὐεργετικά, ὥστε νὰ ἀποβάλλει «πᾶσαν βιοτικὴν μέριμναν» καὶ νὰ ἐξετάζει βαθειὰ τὴν ψυχή του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία, κάθε μέρα, ἔχει νὰ τοῦ προσφέρει λόγους παραμυθίας καὶ στοργῆς, ὥστε νὰ ἠρεμήσει ἀπὸ τὸν κάματο τῆς καθημερινότητας, νὰ σταθεῖ «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» καὶ νὰ ψιθυρίσει αὐτὰ ποὺ ἀπόψε, στὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ διάβασε. Λές καὶ  ἔγραψε ὁ ἴδιος τὸ τροπάριο αὐτό, λὲς καὶ ἔνοιωθε τὴν ἀνάγκη νὰ ἐξομολογηθεῖ, μὲ τὰ λόγια αὐτά, ἐκειδὰ στὸ σύνορο τῆς μέρας μὲ τὴ Νύχτα. Νὰ προετοιμαστεῖ δηλαδή, γιατὶ δὲ γνωρίζει τὸ αὔριο καί ἡ ψυχή του δὲν ἀντέχει ἄλλο τὸ βάρος τῶν ὅποιων του ἀστοχιῶν καὶ πράξεων.

«Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΡΕΧΕΙ» ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ!

«Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΡΕΧΕΙ»
 ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ!

ζωή σ’ αὐτόν τόν γήινο κόσμο εἶναι τό μοναδικό ἐκπαιδευτήριο τοῦ «θεοειδοῦς ὄντος», πού λέγεται ἄνθρωπος, κυρίως δέ ἡ ἐκπαίδευση αὐτή γίνεται μέσῳ τοῦ χρόνου τῆς Ἐκκλησίας, πού λέγεται Καιρός (=εὐκαιρία), γι’ αὐτό ἄλλωστε ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει λέγοντάς μας ὅτι πρέπει νά ἐκπαιδευόμεθα ὅσο γίνεται πιό ἀποτελεσματικά, «ἐξαγοραζόµενοι τόν καιρόν ὅτι αἱ ἡµέραι πονηραί εἰσιν».

ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, αὐτός ὁ μοναδικός ἀνατόμος τῶν Ἐπουρανίων καί τῶν ἐπιγείων, μᾶς παρουσιάζει τήν τραγικότητα τοῦ χρόνου ὅπως θά ἔπρεπε νά τήν ζεῖ ὁ χωρίς Θεό ἄνθρωπος, γιά νά νοιώσῃ τήν ἀνάγκη νά σπεύσῃ στό μοναδικό Νόημα τῆς Ζωῆς, στόν Χριστόν μας:  «Ὁ χρόνος: Πικρόν φορτίον. Καί ὁ χῶρος; Θλιµµένος δίδυµος ἀδελφός τοῦ χρόνου. Δέν ὑπάρχει τίποτε πιό τραγικόν καί πιό θλιβερόν ἀπό τό ἀνθρώπινο γένος, ζευγµένον εἰς τόν βαρύν ζυγόν τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου. Σύρει τόν χρόνον χωρίς νά γνωρίζῃ οὔτε τήν φύσιν, οὔτε τό νόηµα, οὔτε τόν σκοπόν του. Σύρει καί τόν χῶρον, ἀλλ’ οὔτε αὐτοῦ γνωρίζει τήν φύσιν, τό νόηµα, τόν σκοπόν. Τό ἄσκοπον λοιπόν εἰς τήν αἰχµαλωσίαν τοῦ παραλόγου!

Καλύτερα…γαϊδουράκι λοιπόν!

Καλύτερα…γαϊδουράκι λοιπόν!

 

σο πλησιάζουν οἱ μέρες τῶν Χριστουγέννων, ἡ «φίλη» μας ἡ τηλεόραση δέν μᾶς ξεχνάει καθόλου.

Μέ τήν μέθοδο μαστίγιο-καρότο προσπαθεῖ ὅσο μπορεῖ ἀπό τήν μία νά μᾶς προβάλει εἰδήσεις πού ἀμαυρώνουν τήν ψυχή καί ἀπό τήν ἄλλη, ἄλλες πού ἀγαλλιάζουν τό σῶμα.

Σκηνές οἰκογενειακῆς βίας λεκτικῆς, σωματικῆς καί πάσης ἄλλης μορφῆς βίας-παιδοφιλίας (γιά τέρψη ὀφθαλμῶν;) σέ ὅλες τίς εἰδήσεις καί τά κανάλια σέ συνδυασμό μέ φόνους-ἐγκλήματα νά παίζουν ἀπό τό πρωΐ μέχρι τό βράδυ λές καί τά νέα ἔχουν γίνει ἕνα ἀστυνομικό δελτίο τύπου!

Ἀπό τήν ἄλλη μεταδίδουν ὅτι θά αὐξηθοῦν οἱ συντάξεις καί οἱ μισθοί, θά μεγαλώσει τό καλάθι τοῦ νοικοκυριοῦ ἀπό 51 σέ 61 ἤ 81 προϊόντα, θά ἐπεκταθεῖ τό ὡράριο καταστημάτων γιά νά μποροῦμε νά ἀγοράσουμε καί ἄλλα ἀγαθά, νά καταναλώσουμε καί ἄλλα ὑλικά  καί νά ξεχάσουμε τά πνευματικά γιά τά ὁποῖα οὐδείς λόγος βέβαια γίνεται.

Ὁ μεγάλος χαμένος!

Ὁ μεγάλος χαμένος!

 

Tά δύο τελευταῖα χρόνια, πού ὅλος ὁ κόσμος βιώνει ὅλα αὐτά τά ὑπέροχα γεγονότα καί τίς καταστάσεις οἱ ὁποῖες σχετίζονται μέ τά μέτρα πού ἐπιβλήθηκαν στή δημόσια ζωή γιά νά νικηθεῖ τό κακό πού ὀνομάστηκε πανδημία ὅλοι χάσαμε πολλά, καί μάλιστα σημαντικά, ἀπό αὐτά πού εἴχαμε μέχρι πρίν.

Μεταξύ αὐτῶν πού ὑπέστησαν ἀπώλειες αὐτή τήν περίοδο δέν ἔλειψε καί ἡ Ἐκκλησία, ὡς θεσμός, καί μάλιστα θά ἔλεγα ὅτι στήν περίπτωσή της ἡ Ἐκκλησία δέχθηκε τεράστιο πλῆγμα, σέ σύγκριση μέ ἄλλους, παρότι θά μποροῦσε νά εἶναι ὁ μεγάλος κερδισμένος, ἐφ’ ὅσον διαπραγματευόταν τή στάση της μέ διαφορετικό τρόπο.

Εἶναι γεγονός πώς ἡ διεισδυτικότητα τῆς Ἐκκλησίας στήν Ἑλληνική κοινωνία συρρικνώνεται ὁλοένα. Ἄν θυμᾶμαι καλά ἡ μέτρηση πού ἀπέδωσε τήν πληροφορία πώς μόνο τό 3-4 % τῶν Ἑλλήνων ἐκκλησιάζεται, ἔχει προκύψει κάποια χρονιά τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 (νομίζω τό 1973), πολύ παλιά δηλαδή, καί ἴσως αὐτό τό ποσοστό ὡς τίς μέρες μας ἔχει μικρύνει ἀκόμη περισσότερο. Μαρτυρᾶ γι’ αὐτό ἡ εἰκόνα πού βλέπει κανείς τά Κυριακάτικα πρωϊνά. Τά ἴδια πρόσωπα κάθε φορά καί ὁ ἀριθμός μειούμενος, σταθερά.