«ΕΠΕΓΡΑΦΗΜΕΝ ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΟΝΟΜΑΤΙ ΘΕΟΤΗΤΟΣ»!
«Δεῦτε ἀγαλλιασώµεθα τῷ Κυρίῳ τό παρόν µυστήριον (τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐνανθρωπήσεως) ἐκδιηγούµενοι».
Μέ τό Μυστήριο αὐτό, γιά τήν βίωση τοῦ ὁποίου ἑτοιμαζόμεθα ἐπί 40 ἡμέρες, «τό µεσότοιχον τοῦ φραγµοῦ», πού μᾶς ἐχώριζε ἀπό τήν σχέση μας μέ τόν Θεόν μας, φράσσοντάς μας τόν δρόμο, «διαλέλυται» καί «ἡ φλογίνη ροµφαία» (πού φρουροῦσε τήν Θύρα τοῦ Παραδείσου) «τά νῶτα δίδωσι». Ἀποχωρεῖ καί ἀφήνει διαβατή τήν μετάβασή μας στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Αὐτά ὅλα συνέβησαν γιατί «ἡ ἀπαράλλακτος Εἰκών τοῦ Πατρός, ὁ χαρακτήρ τῆς ἀϊδιότητος αὐτοῦ», ὁ Θεός Λόγος, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔλαβε «µορφήν δούλου ἐξ ἀπειρογάµου Μητρός προελθών, οὐ τροπήν ὑποµείνας», ἀλλά παρέμεινε Αὐτός πού ἦταν, δηλαδή «Θεός ἀληθινός», «γενόµενος ἄνθρωπος διά φιλανθρωπίαν». «Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, υἱός ἀνθρώπου γίνεται», «ἵνα θεόν, τόν Ἀδάµ ἀπεργάσηται»!
Ἐνανθρωπήσαντος τοῦ Θεοῦ «ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται» «καί εἰς µίαν Δεσποτείαν Θεότητος τά Ἔθνη ἐπίστευσαν». Ἀπό τότε πλέον, τό Πιστό στόν Θεό μας ἀνθρώπινο Γένος κατάλαβε ὅτι εἶναι πολύ πρόσκαιρη, πολύ προσωρινή ἡ ἐπίγεια ζωή καί, βεβαίως, πρόσκαιρες καί οἱ κατά καιρούς ἐπίγειες ἀπογραφές, πού γίνονται «τῷ δόγµατι τοῦ Καίσαρος», ἀφοῦ γιά ὁλόκληρη τήν αἰωνιότητα «ἐπεγράφηµεν οἱ Πιστοί ὀνόµατι Θεότητος»(!), ἀρκεῖ νά θελήσουμε νά παραμείνουμε ὑπήκοοι τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι «Βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων καί ἡ Δεσποτεία Του ἐν πάσῃ γενεᾷ καί γενεᾷ»!