Τά παιδιά μας ἀρνοῦνται τόν Θεό καί ἐμεῖς καμαρώνουμε;

Τά παιδιά μας ἀρνοῦνται τόν Θεό
 καί ἐμεῖς καμαρώνουμε;

 

Τό πρῶτο Σάββατο τῆς φετεινῆς Σαρακοστῆς, τήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, ἔτυχε νά παραβρεθῶ στό μνημόσυνο συγγενικοῦ μου προσώπου σέ μιά μεγάλη ἐπαρχιακή πόλη, καί στή φιλοξενία πού ἀκολούθησε, κατά τά Ἑλληνικά εἰωθότα, συνέβη κάποιο περιστατικό πού μέ ἔβαλε σέ σκέψεις.

Διανύαμε ἤδη τήν πρώτη ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, ὅταν ὑποθετικά θά ὀφείλαμε ὡς χριστιανοί νά νηστεύουμε, ἀλλά τό τραπέζι πού παρατέθηκε στή συνέχεια τῆς τελετῆς, ἦταν γεμάτο ἀπό ψητό ἀρνί καί κοκορέτσι! Βέβαια πρός τιμή τοῦ καταστήματος ὑπῆρχε καί νηστήσιμο πιάτο πού μάλιστα ἀποδείχτηκε πεντανόστιμο.

Ὡστόσο, τό ἀξιοσημείωτο δέν ἐντοπίζεται στό ὅτι σέ τέτοια ἰδιαίτερη περίοδο οἱ περισσότεροι δέν νηστεύουν, οὔτε ἔστω κατά παράδοση, ἀλλά στήν ἀποκάλυψη στήν ὁποία προέβη μία ἀπό τίς κυρίες τῆς παρέας, στή συζήτηση πού ξεκίνησε, μέ ἀφορμή τό γεγονός, πώς, ἀνάμεσα στούς συνδαιτημόνες τοῦ γεύματος, ὑπάρχουν καί δύο πού ἐπιλέγουν νηστήσιμο φαγητό.

ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ – ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ – ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ

Ὁμοιότητες Βίου

 

«Τά δύο πρῶτα κεφάλαια τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου παρουσιάζουν πολλάς ἀντιστοιχίας μεταξύ τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ Ἰωάννου1». Ἡ φράση αὐτή πού ἐπαναλαμβάνεται ἀπό πολλούς ἐρευνητές μοῦ ἔφερε στήν μνήμη τό γνωστό ἔργο τοῦ Πλουτάρχου, «Βίοι παράλληλοι».

Ὁ Πλούταρχος (46 – 127 dHr.) ἔγραψε τούς «Βίους παράλληλους» ὄχι γιά νά κάνει ἱστορία, ἀλλά, γιά νά ἀποκαλύψει, στήν κάθε πολιτική προσωπικότητα, τῆς ὁποίας τήν βιογραφία περιγράφει, τόν ἄνθρωπο μέ τίς καλές καί τίς κακές του ἰδιότητες, ἀλλά κυρίως γιά νά προσφέρει στούς ἀναγνῶστες του μοντέλα ἀρετῶν2». «Ὁ ἴδιος ἄλλωστε ὁ Πλούταρχος ἀναγνώριζεν ὅτι δέν ἔγραψε ξηράν ἱστορίαν χρονολογιῶν καί ἀπαριθμήσεις γεγονότων. Δέν ἐπιμένει εἰς τήν ἀπόλυτον χρονολογικήν ἀκρίβειαν τῶν συμβάντων, ἀλλά ἐνδιαφέρεται πρό πάντων νά μελετήση τούς χαρακτήρας τῶν ἱστορουμένων προσώπων3». Στόν Πλούταρχο δέ, τούς κολοσσούς τῆς ἀρχαιότητος «τούς βλέπουμε νά περιορίζονται εἰς τά ἀληθινά τους ὅρια – ἀναγνωρίζομεν ἀνθρώπους4».

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Ο Α΄ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Ο Α΄
 ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

 

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ

     ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

             ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ

Ὅρµος Ὑστερνίων Τήνου, 9/3/1975

 

Πρός τούς 77 ὑποψηφίους Κληρικούς

ἐ/φ τοῦ κ. Ὀδ. Τσολογιάννη

ὁδός Σκιάθου 52

Ἀθήνας – 817

 

γαπητοί µου,

 

Ἔλαβα τό ἀντίτυπον τοῦ ψηφίσµατός σας τῆς 1/3/1975 καί σπεύδω ἀφ’ ἑνός µέν νά σᾶς εὐχαριστήσω διά τό ἀποσταλέν, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά σᾶς συγχαρῶ θερµῶς καί διά τάς ἐν αὐτῷ διατυπουµένας ἀντιλήψεις σας καί διά τάς δι’ αὐτοῦ ἐξαγγελλοµένας ἀποφάσεις σας.

Τά τῆς παραγράφου 3 τοῦ ψηφίσµατος, δυστυχῶς διά τήν Ἐκκλησίαν µας, ἀπεικονίζουν ἐν πολλοῖς τήν πραγµατικότητα. Τήν ἐγνώρισα ἐκ τοῦ πλησίον κατά τό διάστηµα τῆς ἐνεργοῦ ὑπηρεσίας µου ὡς Ἀρχιεπίσκοπος καί ἐθλιβόµην βαθύτατα, διότι διεπίστωσα, ὅτι κατά κανόνα οἱ ἀρχαιότεροι ἐµοῦ Ἀρχιερεῖς κατ’ οὐδένα τρόπον ἦτο δυνατόν νά ἀλλάξουν νοοτροπίαν. Ἰδού τί ἔγραφα εἰς τό προσωπικόν µου Ἡµερολόγιον τό 1970: «Αἰσθάνοµαι πολύν πόνον. Πρῶτον, διότι βλέπω τήν νοοτροπίαν τῶν Ἀρχιερέων, ἡ ὁποία τίποτε τό καλόν διά τήν Ἐκκλησίαν µας δέν προοιωνίζεται. Μέ τόν ἐπικρατοῦντα εἰς αὐτούς δεσποτισµόν δέν πρόκειται ποτέ νά ἀποκτήσωµεν ἀξιόλογον κλῆρον. Ποῖοι θά ἔχουν τόσην αὐτοθυσίαν, ὥστε νά ἔλθουν εἰς τόν κλῆρον ὑπ’ αὐτάς τάς συνθήκας;».

Ὡς πρός τήν συµµετοχήν τοῦ κλήρου καί τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου εἰς τήν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας, σᾶς πληροφορῶ τά ἑξῆς: Εἰς τό πρῶτον µου σχέδιον τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τοῦ 1969, ἡ συµµετοχή τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ ἐξησφαλίζετο διά τῶν ἑξῆς:

α) Διά τῆς συµµετοχῆς ἑνός Κληρικοῦ καί τεσσάρων λαϊκῶν ἐξ ἐκάστης Ἐξαρχίας εἰς τήν Γενικήν Ἐκκλησιαστικήν Συνέλευσιν.

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ

 

Δέν µπορεῖ νά σκεφτεῖ κανείς τόν µῆνα Μάϊο, χωρίς νά τοῦ ἔρθει στό νοῦ ἐκεῖνος ὁ βασιλιάς, πού πῆρε τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τό βαθύ σκοτάδι τοῦ χειµῶνα τῆς εἰδωλολατρικῆς κακίας καί τήν ὁδήγησε στήν ἄνοιξη τῆς ζωῆς “ὡς ἐν Οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς”.

Μέσα σέ αὐτόν τόν τρίτο µῆνα τῆς ἄνοιξης, συνοψίζεται ἡ περίληψη τῆς ἱστορίας τῆς ἀπόπειρας τῆς ἀνθρωπότητας νά φέρει γιά πρώτη -καί µᾶλλον καί γιά τελευταία- φορά, τό πρότυπο τῆς ζωῆς τοῦ Οὐρανοῦ στή γῆ. Καί συνοψίζεται µέ τρεῖς ἐπετείους:

α) Μέ τήν ἑορτή τῆς ἐπετείου τοῦ θανάτου αὐτοῦ τοῦ βασιλιά, ὁ ὁποῖος θεµελίωσε τοῦτο τό καινό, τό µηδέποτε, µέχρι τότε, δοκιµασµένο πολίτευµα,

β) Μέ τήν ἐπέτειο τῆς γέννησης τῆς Πόλης του, δηλαδή τά ἐγκαίνιά της καί,

γ) Μέ τήν ἐπέτειο τοῦ θανάτου τῆς Πόλης του, δηλαδή, τῆς Ἅλωσής της ἀπό βαρβάρους καί τῆς ὁριστικῆς της ἀλλοτρίωσης ἀπό τόν τρόπο ζωῆς, πού ὁ ἱδρυτής της εἶχε ὁραµατιστεῖ.