«ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ»

«ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ  ΓΑΜΟΣ»

 

παρουσίαση θεατρικῶν ἔργων μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά καταδυθοῦμε στά κείμενά τους, νά ἀνασύρουμε μαργαριτάρια καί νά τά προσφέρουμε στούς ἀναγνῶστες τῆς ΕΝΟΡΙΑΚΗΣ ΕΥΛΟΓΙΑΣ μέ τά σχόλιά μας. Γράφοντας «μαργαριτάρια», δέν ἐννοοῦμε μόνον ἐνέργειες καί ρήσεις ἀξιολογικά ὀρθές καί ἐποικοδομητικές, σύμφωνα μέ τήν Πίστη μας, τήν Ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια. Ἐννοοῦμε καί λόγους καί ἐνέργειες προσώπων τῶν θεατρικῶν ἔργων ἀξιολογικά ἀρνητικές πού ἐπισημαίνουν τίς συνέπειες τῶν ἐσφαλμένων ἐπιλογῶν μας. Τό θέατρο, καί ὄχι μόνον, πειστικά ἀναπαριστάνει (μίμησις πράξεως κατά τόν Ἀριστοτέλη) φάσεις τῆς ἀτομικῆς καί συλλογικῆς ζωῆς μέ θετικά καί ἀρνητικά στοιχεῖα. Λόγοι καί ἐνέργειες φέρουν στήν ἐπιφάνεια, προσφέροντας στήν παρατήρηση καί μελέτη μας, ψυχικές καταστάσεις, συναισθήματα, ἐπιθυμίες, ἰδέες, κριτήρια, ἀντιλήψεις, προθέσεις, κίνητρα, ἐπιδιώξεις, φιλοδοξίες.

Ἡ τραγωδία αὐτή τοῦ Ἱσπανοῦ συγγραφέα Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898-1936), πού τόσο πρόωρα καί ἄδικα ἔχασε ὄχι μόνον ἡ Ἱσπανία, ἀλλά καί ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα, παίζεται στό ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ.

Στό ἔργο αὐτό ὁ συγγραφέας ἔχει συνυφάνει τό ποιητικό στοιχεῖο μέ τήν λιτότητα τοῦ μύθου (ὑπόθεση). Μέ ἁδρές πινελιές σκιαγραφεῖται ἐπίσης τό περιβάλλον (κοινωνικό, φυσικό). Ἡ λιτότητα χαρακτηρίζει καί τόν λόγο τῶν προσώπων τοῦ ἔργου. Δέν φλυαροῦν. Εἶναι γνήσια παιδιά τῆς φειδωλῆς σέ ἀποδόσεις γῆς πού καλλιεργοῦν.

ΦΟΡΩΝΤΑΣ ΜΑΣΚΕΣ

ΦΟΡΩΝΤΑΣ  ΜΑΣΚΕΣ

 

πανδημία μᾶς βασανίζει ἤδη ἐδῶ καί δυόμιση χρόνια. Λές καί ὁ Θεός, πού εἶπε κάποτε στόν Ἀδάμ ὅτι δέν εἶναι καλά νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος μόνος, τώρα ἄλλαξε γνώμη καί μᾶς χωρίζει τόν ἕνα ἀπό τόν ἄλλο. Ἀκόμη καί τά παιδιά μας τά βλέπουμε ἀπό δύο μέτρα μακριά ἤ στό Ἰντερνέτ ἤ τά ἀκοῦμε μόνο στό τηλέφωνο γιά νά βεβαιωθοῦμε ὅτι ζοῦν καί εἶναι καλά. Τό πρόσωπό μας τό καλύπτουμε σχεδόν ὅλη τήν ἡμέρα πίσω ἀπό τίς μάσκες. Γίναμε ὅλοι προσωπιδοφόροι: ὁρισμένοι μέ τίς ὑφασμάτινες μάσκες, ἄλλοι ὑπό  ψυχοβόρο προσωπεῖο, χωρίς νά ἀναρωτηθοῦμε ὅπως ὁ ποιητής «γιατί ἡ ψυχή μου νά κρυφτεῖ πίσω ἀπ’ τό σκοτεινό το προσωπεῖο;» (Γ. Γεραλής).

Ἀσφαλῶς ὁ φόβος, ἡ ἄγνοια, ἡ πληροφόρηση καί ἡ παραπληροφόρηση, τά τραγικά οἰκογενειακά γεγονότα ἤ οἱ εἰδήσεις γιά ἀπώλειες γνωστῶν καί ἀγαπημένων προσώπων δένουν ἀκόμη πιό σφικτά αὐτές τίς μάσκες ἐπάνω στά πρόσωπά μας.

Ἡ ὅραση τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ μυωπία τῆς σημερινῆς ἐποχῆς!

Ἡ ὅραση τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ
 καὶ ἡ μυωπία τῆς σημερινῆς ἐποχῆς!

 

Στὸ συναξάρι τῆς 17ης Νοεμβρίου, ἀναφέρεται μιὰ ὠφέλιμη διήγηση γιὰ τοὺς Ἁγίους Ζαχαρία τόν Σκυτοτόμο καὶ Ἰωάννη:

Ἕνας ἄνθρωπος, μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάννης, ἦταν ἔνδοξος καὶ περιφανὴς στὰ κοσμικὰ πράγματα ἀλλὰ κάποια στιγμὴ καταφρόνησε ὅλες τὶς χαρὲς τοῦ κόσμου καὶ τὶς ἀντάλλαξε μὲ μιὰ ζωὴ ταπεινὴ καὶ μοναχικὴ καὶ φρόντιζε νὰ ἀρέσει μόνο στὸν Θεό. Ἀφιερώθηκε στὴν προσευχὴ στὴν ἄσκηση καὶ προέκοπτε πνευματικά. Συνήθιζε δὲ νὰ πηγαίνει σὲ διαφόρους ναοὺς καὶ νὰ ἀγρυπνεῖ. Ἡ διήγηση, μάλιστα, ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὅτι αὐτὸ ἦταν «ἀπαραίτητον ἔργον τό νὰ πηγαίνη νὰ ἀγρυπνῆ ὅλην τὴν νύκτα εἰς τοὺς ναοὺς τοῦ Κυρίου». Μία νύκτα πῆγε στὸν μεγάλο Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Λόγου Ἁγίας Σοφίας, στὴν Κωνσταντινούπολη. Καὶ ἀφοῦ βρῆκε κλειστὲς τὶς θύρες τοῦ Ναοῦ, κάθισε σὲ ἕνα σκαμνί, ποὺ ἦταν ἐκεῖ κοντά, γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ προσευχόμενος. Καὶ καθὼς προσευχόταν βλέπει μία λάμψη φωτός, ἡ ὁποία ἐρχόταν ἀπὸ ἔξω. Κοιτάζοντας πιὸ προσεκτικὰ εἶδε πίσω ἀπὸ τὸ φῶς ἕναν σεμνὸ ἄνδρα νὰ τὸν ἀκολουθεῖ. Χάρηκε πολὺ μὲ τὸ θέαμα αὐτὸ καὶ παρακολουθοῦσε θέλοντας νὰ μάθη, τί ἔχει νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔφθασε μπροστὰ στὶς κλειστὲς θύρες τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, γονάτισε στὸ κατώφλι τῆς πόρτας καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται. Ἔπειτα σήκωσε ψηλά τά χέρια του καὶ κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στὶς θύρες, ἀπὸ θαῦμα οἱ πόρτες ἄνοιξαν καὶ μαζὶ μὲ τὸ φῶς μπῆκε μέσα στὸ Ναὸ ὁ “θαυμάσιος”, ὅπως τὸν χαρακτηρίζει ἡ διήγηση, ἐκεῖνος ἄνθρωπος. Ἀφοῦ δὲ μπῆκε, πάλι γονάτισε στὸ ἔδαφος, ὅπου ἀπὸ πάνω ἦταν ζωγραφημένη ἡ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ὅταν σηκώθηκε ἄνοιξε καὶ ἐκεῖ τὶς πόρτες. Καὶ μπαίνοντας στὶς ἀσημένιες καὶ ὄμορφες θύρες στὸ νάρθηκα τοῦ Ναοῦ, προσευχήθηκε ἐκεῖ πολλὴ ὥρα. Ἔπειτα ἄνοιξε καὶ αὐτὲς τὶς θύρες μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καὶ ἔτσι μπῆκε στὸν Ναὸ ὄντας ὅλος λουσμένος στὸ φῶς.

ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΘΕΟΦΟΒΟΙ!

ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΘΕΟΦΟΒΟΙ!

 

Τό ὅτι ὁ Κόσμος δέν βαδίζει καλά νομίζω τό παραδέχονται οἱ πάντες. Ἡ ἀνθρωπότητα ἐδῶ καί χρόνια κατηφορίζει χωρίς φρένα καί ὁ ἀξιακός της κώδικας ἐκφυλίζεται στήν πορεία της μέσα στό χρόνο.

Πολλοί θά ποῦν ὅτι δέν πρόκειται γιά κατήφορο, ἀλλά γιά μιά φυσιολογική πορεία τῆς παγκόσμιας κοινωνίας πρός τό μέλλον, γιά κάτι πολύ συνηθισμένο, γιά κάτι πού συμβαίνει σέ ὅλες τίς ἐποχές, ὅτι τό  φαινόμενο ἐξηγεῖται ἐπειδή οἱ καιροί ἀλλάζουν καί ὁ πολιτισμός φυσικά ἐξελίσσεται.

Τό ζητούμενο ὅμως εἶναι ἄν οἱ κοινωνίες ἐξελίσσονται ἐπ’ ἀγαθῷ, ἄν ἐξημερώνονται τά ἤθη τῶν ἀνθρώπων καί ἄν καί σέ ποιό βαθμό ἐξυπηρετεῖται τό ὄντως συμφέρον τους.

Μικρή ἀναφορά στήν Σύναξη πάντων τῶν Ρώσων Νεομαρτύρων (1917-1991)

«Ἡτοιμάσθην καί οὐκ ἐταράχθην» (Ψαλμός 118)

 

Μικρή ἀναφορά στήν Σύναξη
πάντων τῶν Ρώσων Νεομαρτύρων
(1917-1991),

 

Τελεῖται κατά τήν πλησιέστερη Κυριακή, τῆς 25ης Ἰανουαρίου.

 

Κατά τήν φρικτή, γιά τούς μοναχούς, στιγμή πού λαμβάνουν, «ἑκουσίᾳ τῇ γνώμῃ» των, τόν «χρηστόν ζυγόν» τῆς περιβολῆς τοῦ Ἀγγελικοῦ Σχήματος, ἀκούγονται ἀπό τά χείλη τοῦ τελετουργοῦ (Ἐπισκόπου, Ἡγουμένου ἤ καί ἁπλοῦ  Ἱερομονάχου) τά ἑξῆς προειδοποιητικά ἤ «κατηχητικά» λόγια: «Καί γάρ πεινᾶσαι ἔχεις καί διψῆσαι, ὑβρισθῆναι τε καί διωχθῆναι καί πολλοῖς ἄλλοις περιαχθῆναι λυπηροῖς, οἷς ἡ κατά Θεόν ζωή χαρακτηρίζεται». Κι ἔτσι, ὁ κάθε νέος μοναχός, ἀκούγοντας αὐτές τίς «κατηχητικές» προειδοποιήσεις, προετοιμάζεται ψυχικά καί ὅταν αὐτές πραγματοποιηθοῦν – σέ χρόνο, τόπο καί μέ τρόπο, πού ὁ Κύριος «ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ»  δέν ταράζεται οὔτε τά χάνει, διότι, ἤδη, ἀπό τήν ὥρα τῆς μοναχικῆς του κουρᾶς, εἶναι προετοιμασμένος· καί μπορεῖ κι αὐτός νά πεῖ ταπεινά, «ἡτοιμάσθην καί οὐκ ἐταράχθην», Κύριε.