Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΒΙΑΣ

Η  ΕΠΟΧΗ  ΤΗΣ  ΒΙΑΣ

 

Μέ λύπη παρατηροῦμε τήν τελευταία διετία σωρεία ἐγκλημάτων μέ βίαιο τρόπο, τόσο σέ ἐνδοοικογενειακά πλαίσια, ὅσο καί ἐκτός τῶν ὁρίων τῆς οἰκογενείας, μέ παράλληλη κατακρήμνιση ὅλων τῶν ἀξιακῶν συστημάτων.

Ἐπίσης παρατηρεῖται προσπάθεια μετατόπισης τῆς ἀνθρώπινης σεξουαλικότητας ἀπό τό φυσιολογικό στό μή φυσιολογικό. Φαινόμενα παιδοφιλίας καί παιδικῆς πορνογραφίας παρουσιάζονται στήν καθημερινή ἀτζέντα τοῦ δελτίου εἰδήσεων.

Τό πέρασµα τοῦ ἀνθρώπου!

Τό πέρασµα τοῦ ἀνθρώπου!

 

Στά παιδικά µου χρόνια, ὅταν σήκωνα τά µάτια στόν οὐρανό τῆς νύχτας, τά µικρά, φωτεινά µατάκια τῶν ἀστεριῶν γύριζαν πίσω τό βλέµµα µου. Τά κοίταζα ἴσια καί κατάµατα, ἔχοντας τήν ἀκράδαντη βεβαιότητα πώς, αὐτά ἐκεῖ πάνω, κι ἐγώ ἐδῶ κάτω, εἴµαστε µικρές µικρές ψηφίδες µιᾶς ἀπέραντης ἁρµονίας, ἑνωµένοι µεταξύ µας στή ζωή καί στό θάνατο.

   Γιατί ἤξερα ὅτι, ὅπως ἐγώ, ἴσως, ἔβλεπα τό φάντασµα αὐτοῦ πού κάποτε ὑπῆρχε (ἀφοῦ τό ἴδιο τό ἀστέρι τοῦ ὁποίου τό φῶς κοίταζα, µπορεῖ νά εἶχε πεθάνει πολλά γήϊνα χρόνια πρίν, κι ὅµως τά δικά µου µάτια ἔβλεπαν αὐτό πού ὑπῆρξε καί δέν ὑπάρχει) ἔτσι καί τά δικά τους ἀστερένια µάτια κοιτάζοντας τό δικό µου ἀστέρι, βλέπουν στό δικό τους χρόνο πέρα ἀπό τό θάνατό µου, αὐτό πού κάποτε ἤµουν κι ἔπαψα πιά νά εἶµαι.

Ο ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΜΑΣ, Ο π. ΣΙΜΩΝ ΠΡΟΦΗΤΕΥΕΙ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΜΑΣ!

Ο ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΜΑΣ, Ο π.  ΣΙΜΩΝ
ΠΡΟΦΗΤΕΥΕΙ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΜΑΣ!

 

 Στίς 4 Μαρτίου 1988 ἐκοιμήθη ὁ ἅγιος Γέροντάς μας, Ἀρχιμανδρίτης Σίμων Ἀρβανίτης καί στήν φετεινή ἐπέτειο τῆς Κοιμήσεώς του καί εἰς Μνημόσυνον αὐτοῦ, προδημοσιεύουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἐκτενῆ Βιογραφία του, πού ἑτοιμάζουμε πρός ἔκδοσιν.

Τό κείμενο πού παραθέτουμε, ἔχει μεγάλη ἐπικαιρότητα, διότι αὐτά τά ὁποῖα μοῦ ὑπαγόρευσε τό 1974, ἀρχίζουν νά πραγματοποιοῦνται ἐπί τῶν ἡμερῶν μας!

  

Τό κατωτέρῳ ἀπόσπασμα εἶναι ἀπό τό Κεφάλαιο τοῦ βιβλίου μας, πού ἔχει τίτλο: «Ἡ Νοσηλεία τοῦ Γέροντα στό Νοσοκομεῖο τῶν Κληρικῶν (ΝΙΚΕ)» :

 

Οἱ Κυριακὲς τῆς Τυρινῆς ποὺ (ὀφείλεις νὰ) θυμᾶσαι...

Οἱ Κυριακὲς τῆς Τυρινῆς ποὺ (ὀφείλεις νὰ) θυμᾶσαι...

 

Θεοκλήτου Μοναχοῦ Διονυσιάτου, ἱερὸ Μνημόσυνο.

 

Μπορεῖ τὸ «ἡμερολόγιο νὰ μὴν ἔγραφε τὴν ἴδια μηνολογία, ὡστόσο τὸ περιεχόμενο, ποὺ διακρατεῖ ὡς ἄλλο εἰδικὸ βάρος ἡ ἡμέρα αὐτή, σημαδεύει τὴν ψυχὴ μὲ τὴν κορυφαία ὀνομασία ποὺ φέρει: Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς. Κυριακή, ντυμένη ὅμως μὲ  τὸ χαρμολυπικό της μανδύα. Καί ὕστερα εἶναι καὶ τὰ πρόσωπα ποὺ τὴν συντροφεύουν: πρόσωπα ποὺ ἄφησαν τὸ ἐκτύπωμα τῆς σφραγίδας τους νὰ ντύνει τὴν γυμνότητα τῆς ψυχῆς, ὥστε νὰ τὴν παραμυθεῖ, νὰ τῆς χαρίζει τὶς πρῶτες σταγόνες ἀπὸ μιὰν ἀλλόκοτη δροσιά. Δροσιὰ ποὺ ραντίζει τὰ πρόσωπα σὲ καιροὺς αὐχμηρούς.

Ἀλήθεια, τὶ θυμᾶσαι ἀπ’ αὐτὲς τὶς περασμένες Κυριακές; Τὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ τὶς ὑψώνει μέσα σου καὶ τὶς διατηρεῖ μαζὶ με τὰ γεγονότα ποὺ τὶς σημάδεψαν;

Ἑσπέρας, Μέγα Προκείμενον...

Ἑσπέρας, Μέγα Προκείμενον...

 

Τὸ μενεξελί δειλινό, ἡ μεγάλη καμπάνα τοῦ πρώτου κατανυκτικοῦ ἑσπερινοῦ, καί ὕστερα ἡ μικρὴ ἡ σύναξη τῶν πιστῶν, τῶν ὅσων πιστῶν, ποὺ περιμένουν μὲ τὸ ἄκουσμα τοῦ Μεγάλου Προκειμένου νὰ δοῦν καί ἐφέτος νὰ εἰσοδεύει ἡ Κυρὰ-Σαρακοστή. Σοβαρή, σιωπηλή, μὲ τὸ λιπόσαρκο κορμί της νὰ κινεῖται ἀνάλαφρα μέσα στὸ νυχτωμένο ναὸ ποὺ εὐωδιάζει θυμίαμα, μελισσοκέρι καὶ τὸ ἄρωμα ποὺ ἀπόμεινε ἀπὸ τὴν πρωϊνὴ τὴ Λειτουργία. Ποιὸς ξέρει, ἴσως νὰ τὸ ἀναδίνει  καί ὁ Ἀμνὸς τῆς Προηγιασμένης ποὺ περιμένει πάνω στὴ Ἁγία Τράπεζα «σφαγιασθῆναι καὶ δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς» (βλ. Χερουβικὸ Μ. Σαββάτου)...