Περί τοῦ Ἁγίου Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου
Ταπεινή προσωπική κατάθεση
(Στόν Γέροντα Μωϋσῆ τόν Ἁγιορείτη, ταπεινὸ Μνημόσυνο)
Τόν Γέροντα Παΐσιο1 εἶχα τήν εὐκαιρία νά τόν γνωρίσω ἀπό δύο ἀδελφούς καί Πατέρες. Τόν Ὁσιολογιώτατο Μοναχό καί λόγιο Ἁγιορείτη, τόν ἀείμνηστο π. Μωϋσῆ, στοῦ ὁποίου τή φιλόξενη Καλύβη, τήν κειμένη ἀπέναντι ἀπό τήν Καλύβη τοῦ ὁσίου Γέροντος, πάλιν καί πολλάκις εἶχα ἀβραμιαίως φιλοξενηθεῖ, καί ἀπό τόν ἀκρίτα Ἱεροδιδάσκαλο καί λόγιο, τόν π. Διονύσιο Τάτση ὕστερα ἀπό τή μελέτη τοῦ θαυμάσιου βιβλίου του, «Ἀθωνικό Ἡμερολόγιο»2. Καί λέω ὅτι τόν γνώρισα, γιατί αὐτοί οἱ δύο ἀδελφοί μέ προέτρεψαν νά τόν ἐπισκεφθῶ, τόσο μέ τόν γαλήνιο καί πειστικό λόγο του ὁ πρῶτος, ὅσο καί μέ τά γραφόμενά του ὁ δεύτερος.
Οἱ ἡμέρες κατά τίς ὁποῖες ἐπισκέφθηκα τόν Γέροντα ἦταν καί τίς δύο φορές θερινές, κάπου σιμά στίς ἀρχές τοῦ Σεπτεμβρίου, τήν πρώτη φορά, καί στίς ἀρχές Ἰουλίου ἡ ἑπομένη, σέ ὧρες ἀπομεσήμερες, δροσερές. Τό σημειώνω δέ αὐτό, γιατί θέλω νά θυμίσω στόν ἀναγνώστη μου καί, στόν πιό τακτικό ἀπό τόν ὑποφαινόμενο, ἐπισκέπτη τοῦ Γέροντα, ἐκεῖνο τό ἀπέριττο, ἀλλά τόσο ἐλκυστικό «Ὑπαίθριο Ἀρχονταρίκι».3
Ὁ καλός π. Μωϋσῆς μοῦ ἔδειξε τό μονοπάτι πού κατέβαινε ἀπό τήν Καλύβη του πρός τό χείμαρρο, τόν ὁποῖο περνοῦσες μέ μιά λιτή ξύλινη γέφυρα. Μετά ἀνηφόριζες κι ἔφτανες στό συρματοπλεγμένο χῶρο τῆς Παναγούδας.
Ἡ ἀπόσταση ἦταν σχετικά μικρή· ἡ ἀγωνία μονάχα μεγάλωνε, καθώς τά προβλήματα, πού πίεζαν ἐκεῖνες τίς μέρες τήν ψυχή, εἶχαν σχηματίσει μέσα μου ἕνα περίεργο κουβάρι, πού ἐξάπαντος ἤθελε ξεμπέρδεμα.