ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΑΙ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΑΙ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Σᾶς ὑπενθυμίζουμε καί στό τεῦχος αὐτό τά προλογικά, πού ἔχουμε γράψει σέ προηγούμενα τεύχη τοῦ περιοδικοῦ μας,  ὅτι ἀπό τόν σεβαστόν καί ἀγαπητόν μας π. Νεκτάριον Μπουραζερίτην ἐλάβαμε (βλ.τεῦχος ἀρ. 246) Λειτουργικά καί Τελετουργικά ἐρωτήματα, ἄλλα ἀπό αὐτά σύντομα καί ἄλλα μακροσκελῆ. Ἤδη σέ προηγούμενα τεύχη ἀπαντήσαμε σέ 10 ἐρωτήματά του καί στό τεῦχος αὐτό ἐπιχειροῦμε νά ἀπαντήσουμε στά ἑπόμενα δύο (11 καί 12), ὁλοκληρώνοντας αὐτή τήν σειρά τῶν ἐρωτημάτων του. Ὡστόσο, ὁ π. Νεκτάριος ἐν τῷ μεταξύ μᾶς ἔστειλε καί ἄλλα ἐρωτήματα, ὁπότε ἀπό τό προσεχές τεῦχος θά προσπαθήσουμε νά ἀπαντήσουμε καί σ’ αὐτά. Ζητῶ καί πάλι τήν κατανόηση τοῦ π. Νεκταρίου ἀλλά καί ὅλων τῶν ἀναγνωστῶν μας γιά τήν καθυστέρηση ὁλοκληρώσεως ὅλων τῶν ἐρωτημάτων, δεδομένου ὅτι ἀφ’ ἑνός οἱ ὑποχρεώσεις μᾶς ὁδηγοῦν στά τρέχοντα, πού ἀπαιτοῦν ἄμεση διεκπεραίωση, ἀφ’ ἑτέρου δέ, ἡ ἐπικαιρότητα ἀπαιτεῖ καί ἐκείνη τήν προτεραιότητά της.

Γράφει ὁ π. Νεκτάριος:

 

ΕΡΩΤΗΜΑ 11ο: ΜΙΑ ΑΠΟΡΙΑ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΕΘΕΣΕ

 Ἡ ἀπορία μου τώρα αὐτή, εἶναι κάτι πού ἄνθρωπος ποτέ δέν σκέφθηκε. Τό πιστεύω ἀκράδαντα καί ἀπόλυτα: Μετά ἀπό δυό-τρεῖς ἐκφωνήσεις, μετά τήν τελείωση τοῦ Καθαγιασμοῦ τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀκοῦμε: «Καί ἔσται τά ἐλέη τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μετά πάντων ὑμῶν». Φυσικά, γιά νά ὑπάρχει τέτοιος λόγος καθιερωμένος, ἐδῶ καί αἰῶνες, στό συγκεκριμένο μάλιστα μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας – στήν τέλεση τῆς ὁποίας τίποτε τό περιττό δέν ὑπάρχει ἐξ ὁρισμοῦ– θά πεῖ ὅτι ἔχει τό δίκιο του.  Ἐγώ ὅμως δέν μπορῶ νά τό καταλάβω. Πρό τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς προηγήθηκε ἡ μεγαλειώδης ἐκφώνηση: «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἴη μετά πάντων ὑμῶν». Νομίζω, αὐτή ἡ ἐκφώνηση τά λέει ὅλα, πρό τοῦ Καθαγιασμοῦ μάλιστα. Δέν καταλαβαίνω, γιατί μετά τόν Καθαγιασμό πρέπει νά ξαναπροφερθεῖ αὐτή ἡ ἐκφώνηση καί μάλιστα μέ μία διατύπωση σαφῶς ὑποδεέστερη καί ἀσθενέστερη τῆς πρώτης; Πράγματι, ἡ ἐκφώνηση «καί ἔσται τά ἐλέη…» ἐμπεριέχεται ὁλόκληρη – καί ἐπί τριαδολογικῆς μάλιστα βάσεως – καί μέ πιό πλούσιο περιεχόμενο στήν προηγηθεῖσα ἐκφώνηση «Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ…». Πρός τί λοιπόν αὐτή ἡ δευτέρωσις, πιό ἀδυνατισμένη λεκτικῶς καί ἐννοιολογικῶς; Ποῦ, τέλος πάντων, καί πῶς «κολλάει» καί «δένει» μέ τό ἤδη βαρύ, φορτισμένο κλῖμα, τό μετά τόν Καθαγιασμό; Τό νόημα αὐτῆς τῆς ἐκφωνήσεως, εἶναι ἕνα νόημα παντός καιροῦ, θά λέγαμε· κάτι πού, ἄνετα, μποροῦμε νά τό συναντήσουμε σέ ὁποιαδήποτε Ἀκολουθία ἐκτός Θείας Λειτουργίας. Δέν καταλαβαίνω, τί προσθέτει σέ κείνη τή στιγμή τῆς Θείας Λειτουργίας; Τέλος, ὁ ἐπιθετικός προσδιορισμός, τοῦ «μεγάλου» (Θεοῦ), δηλ., λέει ἤ προσθέτει κάτι;

 

ΤΙ ΘΥΜΑΜΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΙΜΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ

ΤΙ ΘΥΜΑΜΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΙΜΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ

 

Εἰσαγωγή

νταποκρινόµενος στήν πρόσκληση τοῦ ἀγαπητοῦ ἐν Χριστῷ ἀδελφοῦ πατρός Βασιλείου Βολουδάκη, καταθέτω καί ἐγώ µέ τήν σειρά µου ἕνα πνευµατικό ὀβολό, ἄνθος ταπεινό στό ἱερό κανίσκιο (πανέρι) τῶν πνευµατικῶν ἀρετῶν ἑνός ἁγιασµένου Γέροντα. Καί τοῦτο, ἐπειδή ὁ Γέροντας Σίµων Ἀρβανίτης ὑπῆρξε τό πνευµατικό στήριγµα τοῦ γράφοντος, κατά τά ἔτη τῆς µαθητικῆς καί -ἐν συνεχείᾳ- φοιτητικῆς ζωῆς του στήν Ἀθήνα. Καί τό κάνω τοῦτο µετά πολλῆς χαρᾶς, εὐχαριστῶντας πρῶτα τόν Ἅγιο Θεό καί κατόπιν τόν π. Βασίλειο γιά αὐτή τήν δυνατότητα πού µοῦ δίνεται, ὥστε νά ἐκφράσω καί ἐγώ τήν ἀπέραντη εὐγνωµοσύνη µου, «µικρόν Ἀντίδωρον» πρός ἐκεῖνον τόν εὐλογηµένο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος µέ σοφία καί διάκριση µοῦ ἔδωσε πνευµατική βοήθεια στήν «ἐπαναστατική» ἐκείνη -καί (δῆθεν) ἀνέµελη- ἐποχή τῶν δεκαετιῶν τοῦ 60 καί τοῦ 70, µέσα στούς πολλούς κινδύνους ἐκείνης τῆς µεταβατικῆς περιόδου.

Θά προσπαθήσω τώρα νά καταγράψω ὅσα θυµᾶµαι, ἀπό τίς ἀλησµόνητες ἐκεῖνες ἐπισκέψεις µου στό µοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παντελεήµονος, στόν «Κοκκιναρᾶ» τῆς Νέας Πεντέλης, γιά νά συναντήσω ἐκεῖ τόν τότε Πνευµατικό µου Πατέρα (τό Π. γράφεται ἐδῶ µέ Κεφαλαῖα γράµµατα) ἱεροµόναχο Σίµωνα Ἀρβανίτη. Αὐτό γίνεται καί εἰς Μνηµόσυνον Αἰώνιον αὐτοῦ. Γιά τίς τυχόν ἀτέλειες ἢ ἀνακρίβειες, παρακαλῶ τούς πνευµατικούς µου ἀδελφούς νά µέ διορθώσουν.

 

Τί λέει, ἄραγε, ὁ Ἅγιος Δηµήτριος γιά µᾶς;

Ταξίδια στό σήµερα κι’ ἕνα ταξίδι στό χθές...

 

Τί λέει, ἄραγε, ὁ Ἅγιος Δηµήτριος γιά µᾶς;

 

Τό φθινόπωρο ὡρίµασε πιά, ὅπως τό φῶς τοῦ ἥλιου ἀπό ἐκτυφλωτικά λευκό, ἔφτασε στό ὁλόχρυσο ἀποκορύφωµα τῆς ὥριµης δόξας του. Ἄλλαξε τό φῶς, ἄλλαξε τό χρῶµα τοῦ οὐρανοῦ, ἄλλαξε τό χρῶµα τῆς θάλασσας. Ἄλλαξε τό χρῶµα τοῦ νεροῦ σέ λίµνες καί ποτάµια, ἄλλαξαν τά δέντρα, ἀπό πράσινα, σέ ὤχρα, σέ πορτοκαλί, ἤ στό βαθυκόκκινο τῆς σιέννας. Καί τά στίφη τῶν βαρβάρων ἐπιδροµέων τοῦ καλοκαιριοῦ, µάζεψαν τό θόρυβό τους καί τή ρύπανσή τους καί ἐπέστρεψαν στίς βάσεις τους. Τά ταξίδια τέλειωσαν. Ὁ χειµώνας δέν ἀργεῖ.

Ὡς ἐδῶ, τίποτα τό παράξενο. Τό παράξενο εἶναι ὅµως, ὅτι οἱ καλοκαιρινοί ταξιδιῶτες ἐπιστρέφουν τό ἴδιο ἀνικανοποίητοι, ὅπως ἔφυγαν. Ἔφυγαν γεµάτοι κούραση καί ἐκνευρισµό, κυνηγῶντας κάτι, µιά ἐπιθυµία, µιά προσδοκία, ἕνα στόχο, µιά ἐλπίδα νά γεµίσουν ἕνα κενό, πού τούς κρατοῦσε σέ διαρκῆ ἀνησυχία. Γύρισαν ἀκριβῶς στήν ἴδια κατάσταση, ἀλλά καί µέ µιά προσθήκη: Τήν ἔνταση τοῦ χρόνου πού χάθηκε σάν ὅσο κρατάει µιά ἀστραπή, χωρίς τήν πλησµονή καί τή γαλήνη τοῦ τέλους µιᾶς γεµάτης µέρας.

Ἡ εἰδωλοποίηση τοῦ Κράτους

Ἡ εἰδωλοποίηση τοῦ Κράτους

 

Στίς τελευταῖες δεκαετίες ἔχει εἰσαχθεῖ στήν Ἑλληνική νοµική καί πολιτική ὁρολογία ἡ ἔννοια καί ἡ ἰδέα τοῦ «οὐδετερόθρησκου κράτους». Σύµφωνα µέ αὐτήν, τό Ἑλληνικό κράτος πρέπει νά ἀκολουθήσει τό παράδειγµα τῶν προηγµένων Δυτικῶν κρατῶν, πού ἀναγνωρίζουν καί σέβονται ἐµπράκτως τά ἀνθρώπινα δικαιώµατα καί ἰδίως τό ἀτοµικό καί συλλογικό δικαίωµα τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης καί τῆς ἀνεµπόδιστης ἄσκησης τῆς θρησκευτικῆς λατρείας. Στό πλαίσιο αὐτό, στά σχετικά δηµοσιευόµενα ἄρθρα ἐπισηµαίνονται, συνήθως, κάποια χαρακτηριστικά τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγµατος, στά ὁποῖα ἀναγνωρίζεται ὅτι «ἐκ πρώτης ὄψεως» καί κατά τό «γράµµα» τους δέν εὐνοοῦν τόν ἰσχυρισµό ὅτι ἡ Ἑλληνική Πολιτεία ἔχει συνταχθεῖ ὡς ἕνα κοσµικό/οὐδετερόθρησκο κράτος, ὅπως ἡ ἐπίκληση στήν Ἁγία Τριάδα καί τό ἄρθρο 3 πού ἀναγνωρίζει τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Κύριον ἡµῶν, Κύριο, δηλαδή, καί τῶν ὀργάνων τῆς Πολιτείας. Ὅµως, αὐτό πού προτείνεται ἐν συνεχείᾳ εἶναι, κατ’ οὐσίαν, νά παραγνωρισθεῖ ἡ γραµµατική διατύπωση τῶν στοιχείων αὐτῶν τοῦ Συντάγµατος καί νά µεθερµηνευθοῦν, ἤτοι ἐν τοῖς πράγµασι νά ἐξουδετερωθοῦν διά τῆς (παρ)ερµηνείας, προκειµένου νά µήν ὑπάρχει πλέον καµία ἀµφιβολία πώς ἡ Ἑλληνική Πολιτεία δέν ὑστερεῖ ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, συγκρινόµενη µέ τά ἐκσυγχρονισµένα καί ἐκκοσµικευµένα Δυτικά κράτη! Διαβάζουµε, γιά παράδειγµα, σέ ἕνα σχετικό ἄρθρο ἑνός σύγχρονου συνταγµατολόγου τίς ἑξῆς φράσεις πού καταγράφουν τή στάση αὐτή: «Δέν χρειάζεται γιά τό λόγο αὐτό νά γίνει ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγµατος. Ἀρκεῖ µιά σύγχρονη µέ βάση τίς θεµελιώδεις ἀρχές του ἑρµηνεία του. Τά Ἑλληνικά συντάγµατα καί ἡ συνταγµατική ὀργάνωση τοῦ κράτους δέν ὑστερεῖ θεσµικά σέ σχέση µέ τά ἄλλα συντάγµατα τῆς Εὐρώπης». Στίς λίγες αὐτές φράσεις συµπυκνώνεται, ὅπως νοµίζουµε, µιά νοοτροπία, ἡ ὁποία, στό ὄνοµα τῆς προστασίας ἀτοµικῶν δικαιωµάτων καί ἀρχῶν, προτείνει, στήν οὐσία, τήν καταστρατήγηση τῶν διατάξεων τοῦ Συντάγµατος περί ἀναθεώρησης του, γιά τήν ὁποία, ὅµως, προβλέπονται ρητῶς συγκεκριµένα οὐσιαστικά καί διαδικαστικά ὅρια. (βλ. ἄρθρο 110 τοῦ Συντάγµατος). Προτείνει, δηλαδή, οὐσιαστικά τόν σφετερισµό τῆς ἀναθεωρητικῆς ἐξουσίας ἀπό τά προβλεπόµενα κατεστηµένα ὄργανα καί, µάλιστα, ἀπό τό ἐκλογικό σῶµα καί τήν ἀνάθεσή της σέ ἀναρµόδιους, ἀλλά ‘‘φωτισµένους’’ εἰδικούς! Διότι ποιοί θά εἶναι αὐτοί πού θά ἀναλάβουν τήν ἰδιότυπη αὐτή ‘‘ἑρµηνεία’’ τῶν ‘‘ἐνοχλητικῶν’’ καί ‘‘ἀνοικονόµητων’’ ἄρθρων τοῦ Συντάγµατος, ἄν ὄχι κάποιοι εἰδικοί συνταγµατολόγοι ἤ ἴσως καί δικαστές µέ ἀκτιβιστική νοοτροπία; Δέν εἶναι, ἀκόµη, τυχαία ἡ προσθήκη τοῦ ἰσχυρισµοῦ ὅτι «τά Ἑλληνικά συντάγµατα καί ἡ συνταγµατική ὀργάνωση τοῦ κράτους δέν ὑστερεῖ θεσµικά σέ σχέση µέ τά ἄλλα συντάγµατα τῆς Εὐρώπης», ἀλλά, ὅπως νοµίζουµε, ἐκφράζει τήν ἀγωνία τοῦ συγγραφέα νά ἀποδείξει ὅτι ἡ Ἑλληνική πολιτεία δέν εἶναι «καθυστερηµένη» καί «παραδοσιοκρατική», ἀλλά ὅτι «κατά βάθος» καί «κατ’ οὐσίαν» εἶναι ἤδη ἐκσυγχρονισµένη καί ἐκκοσµικευµένη, ὅπως τά «πρότυπα» Δυτικά κράτη.

Οἱ ἀνάποδοι ἐπανασυµβολισµοί τοῦ Τιµίου Σταυροῦ

Οἱ ἀνάποδοι ἐπανασυµβολισµοί
 τοῦ Τιµίου Σταυροῦ

 

Τό ἐπάρατο ὄργανο τῆς ἀρχαιότητας, πού ἔγινε σωτήριο σύµβολο ἀλλά στίς µέρες µας κατήντησε περιττό καί ἀνεπιθύµητο

 

Σέ ἕνα πόνηµα 70 σελίδων τοῦ ἐµβληµατικοῦ ἐκπαιδευτικοῦ, θεολόγου καί συγγραφέως, Χρήστου Μ. Ἐνισλείδου (1895-1985), µέ τίτλο «Ὁ Σταυρός εἰς τήν Ἱστορίαν, τήν Πίστιν, τήν Λατρείαν» (ἔκδ. «Ἐνορίας», Ἀθῆναι 1953), περιέχονται σκέψεις πού µᾶς συνδέουν µέ τήν περίφηµη θεωρία τοῦ Θαυµαστοῦ Ἀνάποδου Κόσµου, ἡ ὁποία ἐπαληθεύεται ὁλοένα καί συχνότερα στίς µέρες µας.

Στό πρῶτο κεφάλαιο, ὁ συγγραφέας ἀνατρέχει στήν ἀρχαιότητα ἐπισηµαίνοντας ὅτι, προτοῦ ἡ Πολιτεία µεταχειρισθεῖ ὡς µέσον θανατικῆς ἐκτελέσεως τήν ἠλεκτρική καρέκλα, τό πυροβόλο ὅπλο ἤ τήν λαιµητόµο-καρµανιόλα, χρησιµοποιοῦσε ὡς τέτοιο τήν ἀγχόνη, τόν λιθοβολισµό, τόν τυµπανισµό ἀλλά πρωτίστως τόν σκόλοπα (ὁ ἀνασκολοπισµός, δηλ. τό παλούκωµα ἤ σούβλισµα ἦταν συνήθης τρόπος θανατικῆς ἐκτέλεσης στούς ἀρχαίους Πέρσες) καί τόν σταυρό, ὁ ὁποῖος θεωρεῖτο τό ἀτιµωτικότερο µέσο θανάτωσης.

Οἱ ἀρχαῖοι λαοί µεταχειρίζονταν τούς σκόλοπες καί τούς σταυρούς γιά τήν περίφραξη τῶν σπιτιῶν τους καί τήν περιχαράκωση τῶν πόλεων ἤ τῶν στρατοπέδων τους, ἀλλά, µέ τό πέρασµα τοῦ χρόνου, τά ξύλα αὐτά καθιερώθηκαν ὡς µέσα θανατικῆς ἐκτέλεσης τῶν δούλων, τῶν αἰχµαλώτων, τῶν ληστῶν καί ἐν γένει τῶν κακούργων.

Ἄξια ἰδιαιτέρας µνείας γιά τήν προδιαγεγραµµένη σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους µέσῳ τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶναι οἱ προορατικές ρήσεις τόσο τοῦ Πλάτωνος ὅσο καί τοῦ προφήτου Ἠσαΐα.