Δικαιώματα Κληρικῶν καί Μοναχῶν στά Ἐκκλησιαστικά Δικαστήρια

Δικαιώματα Κληρικῶν καί Μοναχῶν
στά Ἐκκλησιαστικά Δικαστήρια

 

Tό σύνολο τῶν κανόνων καί τῶν ἀρχῶν τοῦ Δικαίου, πού ρυθμίζουν συστηματικά τήν Ἐκκλησιαστική πειθαρχία τῶν κληρικῶν καί μοναχῶν σέ μία Ἐκκλησία, ὀνομάζεται Ἐκκλησιαστικό Πειθαρχικό Δίκαιο. Παρά τό γεγονός ὅτι ὑπάρχει πλούσια νομολογία, ἰδιαίτερα τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, ἡ ἐπιστήμη τοῦ δικαίου δέν ἔχει διατυπώσει μία σαφῆ δογματική θεώρηση τοῦ δικαίου αὐτοῦ.

Ὁ νόμος 5383/1932 «Περί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν διαδικασίας» (ΦΕΚ Α΄ 110), ρυθμίζει πειθαρχικά ζητήματα στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μέ ἡμερομηνία οὐσιαστικῆς ἰσχύος του, τήν 1η Ἀπριλίου 1932. Τά ἄρθρα 55 ἕως 72 τοῦ Ν. 4149/1961 «Περί καταστατικοῦ Νόμου τῆς ἐν Κρήτη Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἄλλων τινῶν διατάξεων» (ΦΕΚ  Α΄ 41) μέ ἰσχύ ἀπό τήν 16 Μαρτίου 1961 περιέχουν πειθαρχικές διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Οἱ Μητροπόλεις τῶν Δωδεκανήσων καί ἡ Ἐξαρχία τῆς Πάτμου διέπονται ἀπό Προεδρικό Διάταγμα, πού ἐκδίδεται δυνάμει τοῦ ἄρθρου 342 τοῦ Ν. 4957/2022 (ΦΕΚ A 141 - 21.07.2022).

Στό παρόν ἄρθρο ἐπιχειρεῖται μία κριτική θεώρηση τῶν ρυθμίσεων τῶν νόμων, καταδεικνύονται οἱ βασικότερες στρεβλώσεις, πού προκαλοῦν οἱ νομικές διατάξεις τους καί προτείνονται λύσεις, πού θά ἐναρμονίζονται μέ τίς ἀπαιτήσεις ἑνός σύγχρονου Κράτους Δικαίου, ὥστε νά ὑπάρχει μία δίκαιη ἰσορροπία ἀνάμεσα στήν ἀνάγκη εὔρυθμης λειτουργίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης καί τήν προστασία τῶν θεμελιωδῶν δικαιωμάτων τῶν κληρικῶν καί τῶν μοναχῶν.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΑΙ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΚΑΙ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

 

Θά ἐπαναλάβουμε καί στό τεῦχος αὐτό τά προλογικά, πού ἔχουμε γράψει σέ προηγούμενα τεύχη τοῦ περιοδικοῦ μας,  ὅτι ἀπό τόν σεβαστόν καί ἀγαπητόν μας π. Νεκτάριον Μπουραζερίτην ἐλάβαμε (βλ.τεῦχος ἀρ. 246) Λειτουργικά καί Τελετουργικά ἐρωτήματα, ἄλλα ἀπό αὐτά σύντομα καί ἄλλα μακροσκελῆ. Ἤδη σέ προηγούμενα τεύχη ἀπαντήσαμε σέ 7 ἐρωτήματά του καί στό τεῦχος αὐτό ἐπιχειροῦμε νά ἀπαντήσουμε στά ἑπόμενα τρία (8,9 καί 10).

Ζητῶ καί πάλι τήν  κατανόηση τοῦ π. Νεκταρίου ἀλλά καί ὅλων τῶν ἀναγνωστῶν μας γιά τήν καθυστέρηση ὁλοκληρώσεως ὅλων τῶν ἐρωτημάτων, δεδομένου ὅτι ἀφ’ ἑνός οἱ ὑποχρεώσεις μᾶς ὁδηγοῦν στά τρέχοντα, πού ἀπαιτοῦν ἄμεση διεκπεραίωση, ἀφ’ ἑτέρου δέ, ἡ ἐπικαιρότητα ἀπαιτεῖ καί ἐκείνη τήν προτεραιότητά της. Γράφει ὁ π. Νεκτάριος:

 

Ὁ Ρωσικός λαός κράτησε τήν Πίστη του. Ἐµεῖς τί θά κάνουµε;

 

Ὁ Ρωσικός λαός κράτησε τήν Πίστη του. Ἐµεῖς τί θά κάνουµε;

 

«ρνοῦµαι νά µιλήσω µαζί σας.» Αὐτή ἦταν ἡ µόνη πρόταση πού  πρόφερα κατά τή διάρκεια τῆς τελευταίας µου ἐπισκέψεως στήν Κ.G.B.». Βρισκόµαστε στό ἔτος 1979, µήνας Νοέµβριος, λίγο πρίν ἐξοριστεῖ ἀπό τήν πρώην Σοβιετική Ἕνωση ἡ Τατιάνα Γκορίτσεβα. Γεννηµένη τό 1947 ἀπό ἄθεους γονεῖς καί χωρίς καµία χριστιανική ἀγωγή, ὡς ἄριστη µαθήτρια εἶχε σπουδάσει φιλοσοφία, εἶχε γίνει ὑπεύθυνη τῆς κοµµουνιστικῆς νεολαίας καί ἀπό νεαρή ἡλικία δίδασκε φιλοσοφία στό Πανεπιστήµιο. Ξαφνικά, στά 26 της χρόνια, µεταστράφηκε στήν Ὀρθόδοξη πίστη. Γι’ αὐτό καί οἱ ἀνακριτές της ἀποροῦσαν µέ τήν πορεία της, ὅπως µᾶς φανερώνει ἡ ἴδια στό βιβλίο της µέ τίτλο «Εἶναι ἐπικίνδυνο νά µιλᾶς γιά τό Θεό» (Ἐκδόσεις «Τῆνος», Ἀθήνα 1988). Μέ τίς ὑλιστικές τους πεποιθήσεις ἦταν τελείως ἀδύνατο νά ἐξηγήσουν µιά τέτοια πορεία, ὅπως καί γενικά τήν ἀναγέννηση τῆς Ἐκκλησίας στή Ρωσία, τήν ὁποία αἰσθάνονταν ὡς ἀπειλῆ καί γι’ αὐτό τήν πολεµοῦσαν µέ λύσσα.

 

 «Δύναται ὁ Θεός ἐκ τῶν λίθων τούτων
 ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάµ»

 «Πεῖτε µου, Τατιάνα, Μιχαήλοβνα», συνέχιζε ὁ βασικός ἀνακριτής, «πῶς γίνεται νά ἔχετε τέτοια πίστη στό Θεό… ἀφοῦ ἀνατραφήκατε σέ µιά φυσιολογική σοβιετική οἰκογένεια καί οἱ γονεῖς σας εἶναι ἄνθρωποι τῶν γραµµάτων καί τῆς διανοήσεως καί ἄθεοι; Οἱ κοινωνικές σας ρίζες δέν σᾶς προδιαθέτουν γιά τήν πίστη: δέν εἴσαστε οὔτε ἀριστοκράτισσα, οὔτε καµιά ἁπλή γυναίκα τοῦ λαοῦ. Στήν κοινωνία µας τίποτε δέν µπορεῖ νά εὐνοήσει τή θρησκευτική συνείδηση: δέν ὑπάρχει ἐκµετάλλευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ἄνθρωπο, παντοῦ κάνουµε ἀντιθρησκευτική προπαγάνδα, ὅλος ὁ κόσµος εἶναι µορφωµένος, κανένας δέν πιστεύει σέ παραµύθια. Αὐτό πού ἐνδιαφέρει ὅλους µας ἐδῶ, εἶναι νά µάθουµε πῶς ἄνθρωποι πού ἔχουν, ὅπως ἐσεῖς, µιά πανεπιστηµιακή µόρφωση, πιστεύουν σ’ αὐτές τίς βλακεῖες, σάν γυναικοῦλες ἀµόρφωτες.»

Ἀπάντηση στό ἐρώτηµα αὐτό γιά ἀνθρώπους παραδεδοµένους στήν ὑλιστική νοοτροπία καί πεθαµένους πνευµατικά, δέν µπορεῖ νά ὑπάρξει. Στόν πιστό καί πνευµατικά ζωντανό ἄνθρωπο ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή, δίνεται µέ τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «ὅτι δύναται ὁ Θεός ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάµ.» ὅτι δηλ. ὁ Θεός ἀπό αὐτές τίς πέτρες µπορεῖ νά ἀναστήσει τέκνα στόν Ἀβραάµ. Στήν περίπτωση τῆς Τατιάνας Γκορίτσεβα ἐπιβεβαιώνεται αὐτός ὁ λόγος τοῦ Σωτήρα µας, ὅταν πλέον εἶχε φθάσει στόν ἀπόλυτο πόνο λόγῳ τοῦ ἐσωτερικοῦ κενοῦ πού τήν κυριάρχησε. Στήν κατάσταση αὐτή, χρησιµοποιώντας τό «Πάτερ Ἡµῶν» ὡς µαντρά γιά τίς ἀσκήσεις γιόγκα, δηλ. ὡς κείµενο διαλογισµοῦ, ξαφνικά αἰσθάνθηκε, ὅτι Αὐτός ὄντως ὑπάρχει, ὅτι εἶναι ζωντανός Θεός.

Τήν πορεία της, ὡς τήν µεταστροφή της αὐτή, περιγράφει πολύ ζωντανά στό παραπάνω βιβλίο στό κεφάλαιο «Γράµµα σέ µιά φίλη τῆς Δύσεως». Κανένα φιλοσοφικό σύστηµα, καµία ἰδεολογία, δέν µποροῦσε νά τῆς παρέχει καταφύγιο στήν χώρα πού γεννήθηκε, ὅπου οἱ πολιτιστικές καί ἠθικές ἀξίες πολύ ἔντεχνα εἶχαν ξεριζωθεῖ. Ἡ ἐνασχόλησή της µέ τόν Νίτσε καί τήν ὑπαρξιακή φιλοσοφία ἀπό τά 19 της χρόνια τήν καθιστοῦσε µιά «ψυχρή ὑπαρξίστρια», γιά τήν ὁποία ὁ χριστιανισµός δέν ἦταν παρά ἕνα παλιό παραµύθι. Ἔχοντας ἀπέναντί της τούς «ἀδύναµους» καί «συνηθισµένους» ἀνθρώπους, ἡ ἴδια αἰσθάνθηκε ὡς «ἀριστοκράτισσα τοῦ πνεύµατος» καί καµάρωνε τήν ἀνεξάρτητη καί ἰσχυρή της βούληση. «Ὦ, πῶς τούς ἀπεχθανόµουνα ὅλους», λέει, ὅλους ἐκείνους πού ἦταν ἀνίκανοι νά ἀντικρίσουν τό ὑπαρξιακό κενό τῆς ζωῆς τους καί ζητοῦσαν καταφύγιο στήν οἰκογένεια καί στήν πολιτική καί κοινωνική ἐξέλιξη. Τό ἑπόµενο στάδιο στή ζωή της, µετά τό τέλος τῶν σπουδῶν της, συνδέεται µέ τή γιόγκα. Ναί µέν ἔστρεψε τή ζωή της πρός τήν ἀναζήτηση τοῦ «ἀπόλυτου» καί διέλυσε ἔτσι τή διανοητική της ἔπαρση, µά καί πάλι ὄχι µόνο δέν µποροῦσε νά διαλύσει τό ὑπαρξιακό κενό µέσα της, ἀλλά ἀντίθετα τό αὔξησε µέχρι σηµείου παραφροσύνης. «Μιά θλίψη, ὁµολογεῖ, χωρίς τέλος εἰσέβαλε µέσα µου, σκοτεινοί φόβοι, ψυχροί  καί ἀπελπιστικοί  µέ βασάνιζαν. Νόµιζα ὅτι χάνω τό µυαλό µου, δέν εἶχα πλέον ὄρεξη νά ζῶ…». Καί ἐκεῖ µέ τήν αἴσθηση τοῦ ὄντως ἐπουράνιου Πατέρα, τῆς ἀποκαλύφτηκε τό «µυστήριο» τοῦ χριστιανισµοῦ, ὅταν χρησιµοποίησε µετά ἀπό ὑπόδειξη ἑνός ἐγχειριδίου γιόγκα τό «Πάτερ Ἡµῶν» ὡς µανδρά. Ἀνατράπηκε ἐξαίφνης ὁλόκληρη ἡ ζωή της µέ τά ἰδανικά καί τίς παλιές συνήθειες πού εἶχε. Εἶχε βαπτιστεῖ ἀπό τούς ἄθεους γονεῖς τους ὡς παιδί, πιθανόν γιά παραδοσιακούς λόγους, ἀλλά  στή ζωή της, ὡς τότε, εἶχε καταπατήσει ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. «Ὁλόκληρη ἡ ζωή µου, ὅπως καταθέτει, ἦταν γεµάτη ἀπό διάφορα βίτσια, ἐγκλήµατα καί διαστροφές». Ἀκολούθησε ἡ συνταρακτική γιά ἐκείνην πρώτη ἐξοµολόγηση σέ µιά ἀπό τίς λίγες ἐκκλησίες πού εἶχαν µείνει στήν τεράστια Ρωσία καί σέ ἕναν ἀπό τούς ἀκόµα λιγότερους ἱερεῖς.

 

Γιά νά ἀναδειχθεῖ ὁ νέος σοβιετικός ἄνθρωπος

ἔπρεπε νά ἐξολοθρευτεῖ ὁ Χριστιανισµός

 Πῶς ὅµως εἶχε ἐπιβληθεῖ αὐτή ἡ πνευµατική ἐρηµιά στήν πρώην Σοβιετική Ἕνωση; Ἤ, µᾶλλον, νά θέσουµε ἀρχικά τό ἐρώτηµα, πῶς οἱ ἡγέτες τῆς µπολσεβίκικης ἐπανάστασης καί ριζικοί ἀναµορφωτές τῆς Ἱστορίας θεωροῦσαν τήν Ὀρθοδοξία στή Ρωσία; Σαφῶς ἔκριναν τή θρησκευτική πίστη παντελῶς ἀσυµβίβαστη µέ τό διαλεκτικό καί ἱστορικό ὑλισµό. Ἐπίσης, θεωροῦσαν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ὡς σύµµαχο τοῦ Τσάρου καί προφανῶς, ἀκόµα καί µετά τή δολοφονία τῆς τσαρικῆς οἰκογένειας, ἀφοῦ ἐκπροσωποῦσε γι’ αὐτούς τήν παλαιά τάξη τῆς ἐκµετάλλευσης τῶν πολιτῶν, ἔπρεπε νά ἐξαφανιστεῖ. Καί ἕνα τρίτο ἰδιαίτερα οὐσιῶδες στοιχεῖο: στούς µπολσεβίκους εἶχε ἑδραιωθεῖ ἡ πεποίθηση, ὅτι διέθεταν µιά «ἐπιστηµονική» ἐξήγηση τοῦ κόσµου, τή µόνη ἀληθινή. Ὅλες οἱ ἄλλες κοσµοθεωρίες, καί εἰδικά ἡ χριστιανική, ἦταν γι’ αὐτούς αὐταπάτες, µέσα ἀποπλάνησης καί συνεπῶς ἄκρως ἐπιζήµιες καί δηλητήριο γιά τήν νέα ἀνθρωπότητα, πού ἤθελαν νά ἐγκαταστήσουν στόν κόσµο.

Ἔτσι οἱ µπολσεβίκοι, θεωρώντας τούς ἑαυτούς τους ὡς πρόµαχους µιᾶς νέας παγκόσµιας κατάστασης, προέβαλλαν µία γενική κάθαρση, προκειµένου νά πλαστεῖ ὁ νέος ἄνθρωπος, ὅπως τόν φαντάζονταν. Σύµφωνα µέ τόν Λεονίντ Τρότσκι, ἕνα ἀπό τά κορυφαῖα ἡγετικά στελέχη τῶν µπολσεβίκων, ἡ κάθαρση ὄφειλε νά ξεκινήσει µέ τήν ἀπαλλαγή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό. Ἡ δίωξη τῆς Ἐκκλησίας ξεκίνησε ἀµέσως µετά τήν Ὀκτωβριανή Ἐπανάσταση τοῦ 1917. Ὡς βασικό ἐργαλεῖο τοῦ µαζικοῦ καί ἐξοντωτικοῦ διωγµοῦ, χρησίµευσε τό διάταγµα γιά τόν χωρισµό Ἐκκλησίας καί Κράτους ἀπό τόν Ἰανουάριο τοῦ 1918. Μέ τό διάταγµα αὐτό ἀπαγορεύτηκε σέ ὅλες τίς ἐκκλησιαστικές κοινότητες νά ἔχουν ἰδιοκτησία καί τούς ἀρνήθηκε ὁποιαδήποτε µορφή νοµικοῦ προσώπου. Κάθε εἶδος θρησκευτικῆς διδασκαλίας καί ἡ κυκλοφορία θρησκευτικῶν βιβλίων ἀπαγορεύτηκε. Ὡς τό καλοκαίρι τοῦ 1920 τά πιό σηµαντικά ἐκκλησιαστικά ἀκίνητα κρατικοποιήθηκαν, σπίτια, ἐµπορικά καταστήµατα, σχολεῖα, γηροκοµεῖα, παιδικές στέγες, νοσοκοµεῖα ὅπως καί ρευστά κεφάλαια καί ἀγροτικές ἐκτάσεις. Ἀνάµεσα στά εἴδη κατάθεσης ἦταν φυσικά καί τά ἅγια λείψανα. Ἤδη στίς 16 Σεπτεµβρίου τοῦ 1919 µέ τή διαταγή 1019 εἶχε ἀπαγορευτεῖ «νά παραχωροῦνται πτώµατα ἤ ὀστᾶ ἀπό πτώµατα σέ ἰδιῶτες γιά λόγους θρησκευτικῶν ἀναγκῶν». Ὁ στόχος ἦταν ἡ «ἐκκαθάριση ὅλων των λειψάνων στή Ρωσία» καί ἡ συγκέντρωσή τους σέ µουσεῖα, γιά «νά τεθεῖ τέρµα στούς βάρβαρους ἀναχρονισµούς τοῦ παρελθόντος, ὅπως εἶναι ἡ λατρεία τῶν νεκρῶν σωµάτων» (ἔγγραφο τῆς Συνέλευσης τοῦ ἀνωτάτου ὀργάνου τῆς Λαϊκῆς Ἐπιτροπῆς Δικαιοσύνης ἀπό τή 30η Ἰουλίου τοῦ 1920). Τό ἀποτέλεσµα: Ἅρπαξαν τά Ἅγια Λείψανα ἀπό τά µοναστήρια, τά ὁποῖα ἀποκαλοῦσαν «µαῦρες φωλιές» καί στή συνέχεια τά ἔκλεισαν. Ὡς τό 1921 καταστράφηκαν περίπου 1500 µοναστήρια, σέ πολλές περιπτώσεις ἑκατοντάδων ἐτῶν. Πολλά ἀπό αὐτά µετατράπηκαν καί σέ στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τά δέ Ἅγια λείψανα ἤ ἐνταφιάστηκαν ἡ ἔγιναν ἐκθέµατα µουσείων καί στή συνέχεια κρυφά τά κατέστρεψαν.

Ἰδιαίτερα ὠµά καί ἀποκαλυπτικά εἶναι τά παρακάτω λόγια τοῦ Λένιν σέ µιά µυστική ἐπιστολή πού ἀπηύθυνε στίς 19 Μαρτίου τοῦ 1922 στά µέλη τοῦ πολίτµπιρο, τοῦ ἀνώτατου πολιτικοῦ σώµατος διαµόρφωσης καί ἄσκησης τῆς κυβερνητικῆς πολιτικῆς τοῦ Κοµµουνιστικοῦ Κόµµατος στή Σοβιετική Ἕνωση. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία, προκειµένου νά ἁπαλύνει τήν µεγάλη πεῖνα τῶν ἐτῶν 1921 καί 1922, ἀντιστάθηκε στήν κατάσχεση ἐκκλησιαστικῶν ἀντικειµένων ἀξίας, ὁ Λένιν ἔγραψε: «Ὅσο µεγαλύτερος εἶναι ὁ ἀριθµός τῶν ἐκπροσώπων τῆς ἀντιδραστικῆς ἀστικῆς τάξης καί τοῦ κλήρου, τούς ὁποίους καταφέρνουµε νά ἐκτελέσουµε µέ αὐτή τήν εὐκαιρία, τόσο τό καλύτερο. Ἰδίως τώρα αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά πάρουν ἕνα µάθηµα τόσο ἰσχυρό, ὥστε ἐπί δεκαετίες νά µήν τολµήσουν πιά, οὔτε νά διανοηθοῦν νά προβάλουν ἀντίσταση». Τό λόγια τοῦ Λένιν βρῆκαν εὐρύτατη ἀπήχηση. Τό 1923 ὁ ἀριθµός τῶν ἐκτελεσθέντων κληρικῶν ἀνερχόταν περίπου στίς 18 χιλιάδες.

Ὁ Jorg Baberowski, συγκρίνοντας τή βία πού ἀσκοῦσε ὁ Λένιν µέ ἐκείνην τοῦ Στάλιν, κατέληξε στό ἐξαιρετικό ἔργο του «Verbrannte Erde. Stalins Herrschaft der Gewalt (Καµένη γῆ – Ἡ κυριαρχία τοῦ Στάλιν διά τῆς βίας)» (C. H. Beck, Μόναχο 2012) στό συµπέρασµα, ὅτι ὁ Λένιν ὑπῆρξε ἕνας «κακοποιός γραφειοκράτης». Μαζί µέ τούς συντρόφους του δέν γνώρισε δισταγµούς στήν ἀντιµετώπιση τῶν ἀντιπάλων του. Τό µονοπώλιο τῆς βίας στά χέρια του γνώρισε ἀσύλληπτες διαστάσεις. Τά ἀνυπολόγιστα θύµατα τῆς ἀγριότητας τῶν ἐκτελεστῶν τῶν διαταγῶν του ἦταν ἁπλῶς µιά ἀµελητέα ποσότητα ἀνθρώπινων θυµάτων χάρις στήν ἐπικράτησή του. Χαρακτηριστικά εἶναι τά λόγια τοῦ Grigori Sinowjew, ἀρχηγοῦ τοῦ κόµµατος στήν Ἁγία Πετρούπολη, τέλη Σεπτεµβρίου τοῦ 1918: «Γιά νά νικήσουµε τούς ἐχθρούς µας, ἔχουµε ἀνάγκη τό δικό µας σοσιαλιστικό µιλιταρισµό. Ἀπό τά ἑκατό ἑκατοµµύρια τῶν κατοίκων τῆς σοβιετικῆς Ρωσίας πρέπει νά πάρουµε µέ τό µέρος µας τά ἐνενῆντα. Ὅσον ἀφορᾶ στό ὑπόλοιπο, δέν ἔχουµε νά τοῦ ποῦµε τίποτα. Πρέπει νά ἐξολοθρευτεῖ». Γιά τόν Λένιν ἡ βία ἦταν τό µέσο ἐπιβολῆς του στήν ἀπέραντη ἔκταση τῆς χώρας. Ἀντίθετα, γιά τόν Στάλιν, ἡ βία δέν χρησίµευσε ἁπλῶς ὡς µέσο πολιτικῆς ἐπικράτησης, ἀλλά τοῦ παρεῖχε ἡδονή. «Πρέπει νά φανταστοῦµε τόν Στάλιν ὡς ἕναν εὐτυχισµένο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος χαιρόταν µέ τά ψυχικά βασανιστήρια τῶν θυµάτων του», ἀναφέρει κατά λέξιν ὁ Baberowski. Γιά παλαιούς συντρόφους ἔδινε ἐντολή νά τούς περάσουν ἀνάµεσα στό θάλαµο βασανιστηρίων καί στό ἐκτελεστικό ἀπόσπασµα ἀπό τό γραφεῖο του, προκειµένου νά χαρεῖ µέ τούς πόνους καί τίς ταπεινώσεις τους.

Τό ἴδιο, φυσικά, ἴσχυε γιά τούς συνεργάτες τοῦ Στάλιν. Ἡ τροµοκρατία ἦταν τό βάπτισµα πυρός γιά τούς ἀξιωµατούχους του. Ὡς χαρακτηριστικό τοῦ τρόµου πού διασκόρπιζε ὁ Στάλιν καταγράφεται, ὅτι ἦταν ἀνυπολόγιστος καί ἀπεριόριστος. Ὅποιος βρισκόταν κοντά του, ὡς ἐκτελεστικό ὄργανο τοῦ τρόµου του, µποροῦσε ἀπό τή µιά στιγµή στήν ἄλλη καί αὐτός νά γίνει θῦµα αὐτοῦ τοῦ τρόµου. Ἔτσι, ἐπί Στάλιν, οἱ συνθῆκες γιά τήν Ἐκκλησία προφανῶς δέν βελτιώθηκαν, ἀλλά ἔγιναν πολύ χειρότερες ἀκόµα. Χαρακτηριστικό δεῖγµα τῆς πολεµικῆς ἦταν ἡ «Ἕνωση τῶν µαχητικῶν Ἄθεων» πού ἱδρύθηκε τό 1925. Στό δεύτερο συνέδριό της, πού ὀργάνωσε τό 1929 στή Μόσχα, ἐξέδωσε ψήφισµα, πού ζητοῦσε νά ξεκινήσει ἡ κολεκτιβοποίηση τῆς ἀγροτικῆς γῆς µέ τό κατέβασµα τῶν καµπανῶν καί τό κλείσιµο τῶν ναῶν, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία συνδεόταν στά µάτια τῶν µπολσεβίκων µέ τή διατήρηση τοῦ παλαιοῦ καθεστῶτος τῆς καλλιέργειας τῆς γῆς. Ὡς ἐπί πλέον χτύπηµα στήν ἤδη δεινή θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἐπί Λένιν, ἀποδείχθηκε ὁ νόµος τοῦ 1929 «Περί τῶν θρησκευτικῶν ἑνώσεων». Περιόρισε τίς θρησκευτικές ἐλευθερίες µόνο στίς τελετές λατρείας στούς ναούς. Ἀπό ἐκεῖ καί ἔπειτα ἀπαγορεύτηκε αὐστηρῶς ὁποιαδήποτε κατήχηση καί διδασκαλία. Ὅλες οἱ Ἀκαδηµίες καί ὅλα τά ἐκκλησιαστικά ἱδρύµατα πού εἶχαν σκοπό τήν κατάρτιση στελεχῶν καί τῶν πιστῶν, εἶχαν ἤδη κλείσει στήν δεκαετία τοῦ 20. Πρός τό τέλος αὐτῆς τῆς δεκαετίας σφραγίστηκαν καί τά τελευταῖα µοναστήρια καί ἕνας τεράστιος ἀριθµός ναῶν ἔκλεισε. Ἀπό τούς 500 ναούς τῆς Μόσχας, τό 1932 εἶχαν µείνει µόνο 87. Τό 1934 ἀκολούθησε ἕνα νέο κῦµα µέ κλείσιµο ναῶν καί διώξεις κληρικῶν καί ἐνεργῶν πιστῶν στίς ἐνορίες. Ὅταν τό 1937 ἔγινε ἀπογραφή καί, παρά αὐτή τήν τόσο σκληρή δίωξη τῆς Ἐκκλησίας, παρά τίς ἀπειλές καί τίς πιέσεις, στίς πόλεις τό 50% καί στήν ἐπαρχία τό 70% τῶν πολιτῶν, δήλωσε ὅτι πιστεύει στόν Θεό, ξεκίνησε ἡ τροµοκρατία τῶν ἐτῶν 1937 ἕως 1940. 175.000 κληρικοί ἐξαφανίστηκαν σέ στρατόπεδα ἤ ἐκτελέστηκαν (περίπου 100.000) καί µαζί τους ἕνας µεγάλος ἀριθµός ἐνεργῶν πιστῶν καί µελῶν τῆς θεολογικῆς διανόησης. Οἱ προεπαναστατικά,περίπου 50.000, ναοί εἶχαν µειωθεῖ σέ µόλις 1277, ἀπό τούς ὁποίους µόνο οἱ 100 ἦταν ἐνοριακοί ναοί. Ἀπό τούς 163 ἐν ἐνεργείᾳ ἐπισκόπους τοῦ 1914, εἶχαν µείνει τό 1939 µόνο 4. Ἡ τελική λύση ἦταν ἕτοιµη καί προωθήθηκε καί µέσῳ τῆς λεγοµένης «ἀνακαινιστικῆς» κίνησης,  µιᾶς αἱρετικῆς ὁµάδας, πού µέ τή στήριξη τῶν µπολσεβίκων εἶχε ἱδρυθεῖ τό 1922 καί ἔφερε τό ἠχηρό καί ἀπατηλό ὄνοµα «Ζῶσα Ἐκκλησία».Μέ τούς 400 ψευδό-ἐπισκόπους πού διέθετε, στόχευε στήν καταστροφή τῆς µαρτυρικῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας ἐκ τῶν ἔσω..

Τελικά, µέ αὐτή τή συστηµατική δίωξη ἀποπειράθηκε ἡ ἐξαφάνιση  τῆς Ἐκκλησίας. Στόχος ἦταν ἡ ἐξουδετέρωση τοῦ «παλαιοῦ» ἀνθρώπου, πού γιά τόν κοµµουνισµό εἶναι ὁ εὐτελής ἄνθρωπος, ἐκεῖνος πού εἶναι στραµµένος σέ κάτι πέρα ἀπό τή γήϊνη, τήν ὑλική πραγµατικότητα, γιά νά ἐπικρατήσει στή συνέχεια ὁ νέος σοβιετικός ἄνθρωπος, ἕνα εἶδος ὑπερανθρώπου, τόν ὁποῖο εὐαγγελιζόταν τό καθεστώς ὡς θριαµβευτική ἔκφραση τοῦ πρώτου σοσιαλιστικοῦ κράτους. Μέσα σέ µιά συλλογική πίστη στήν λύτρωση, ὁ λεγόµενος «homo sovieticus» ἐνσάρκωνε ἕναν ὁλοκαίνουργο ἄνθρωπο, ἐλεύθερο ἀπό κάθε εἴδους ψέµατος, ἀπάτης, ὠµότητας, κλοπῆς, τεµπελιᾶς καί µέθης. Ὑµνεῖτο ὡς ἀσύγκριτα πιό ἰσχυρός, πιό ἔξυπνος ἄνθρωπος. Εἶχε συνδεθεῖ µέ τό νέο περιούσιο λαό, τό µαχητικό καί νικηφόρο προλεταριάτο, µέ τήν ἰδιαίτερη ἱστορική ἀποστολή τοῦ σοβιετικοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία θά κατέληγε µέ τήν ἐπικράτηση τῶν ἡρωϊκῶν καί ἐπαναστατικῶν ἰδανικῶν στήν ἀπελευθέρωση καί κατάκτηση ὅλου τοῦ κόσµου, στήν παύση κάθε ἐκµετάλλευσης καί καταπίεσης. Ἐπί τέλους θά ἔφερε τήν τόσο ποθητή γιά τήν ἀνθρωπότητα ἐλευθερία, ἰσότητα καί ἀδελφότητα. Μέ τό ὅραµα τῆς ἀταξικῆς κοινωνίας οἱ µπολσεβίκοι προσδοκοῦσαν κατά κάποιον τρόπο τή σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας ὡς ἐνδοκοσµικῆς πραγµατικότητας.

 

Ὁ Χριστός εἶναι ὁ µόνος Κύριος τῆς Ἱστορίας

Ἡ ἐπίθεση τῆς ναζιστικῆς Γερµανίας στή Σοβιετική Ἕνωση ἀπέτρεψε τήν πραγµατοποίηση τοῦ σχεδίου τοῦ Στάλιν γιά τόν τελικό ἀφανισµό τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Φανέρωσε τόν πολιτικό ρεαλισµό τοῦ δικτάτορα, ὁ ὁποῖος, παρά τόν ἰδεολογικό ἐπηρεασµό του, εἶχε συνειδητοποιήσει, ἰδίως µέ τήν ἀπογραφή τοῦ 1937, ὅτι χωρίς τή συµβολή τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἀδύνατο νά ἐπιτευχθεῖ ἡ νίκη ἐπί τῆς Γερµανίας. Κηρύχτηκε ὁ Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεµος καί µειώθηκαν οἱ διώξεις. Ἄνοιξαν πάλι ἀρκετοί ναοί καί µοναστήρια, ἐπιτράπηκε σέ ὁρισµένο βαθµό καί ἡ ἀνόρθωση τῆς θεολογικῆς παιδείας καί κάποια ἐκδοτική δραστηριότητα. Ἀπό τά στρατόπεδα ἀπελευθερώθηκαν ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς. Ἐνδιαφέρον εἶναι, ὅτι σέ αὐτή τήν ἀναβίωση τῆς Ἐκκλησίας ἀνεπίσηµα δέν ἐπιτράπηκε νά συµµετέχουν διανοούµενοι, ἔτσι ὥστε ἡ σύνθεση τοῦ κόσµου πού ἐπισκεπτόταν τούς ναούς καί συµµετεῖχαν στή Λατρεία, ἦταν κυρίως µεγάλοι ἄνθρωποι, συνταξιοῦχοι καί γυναῖκες.

Ἤδη ἀπό τό 1943 δηµιουργήθηκε ἀπό πλευρᾶς τοῦ κράτους ἕνα συµβούλιο γιά τίς θρησκευτικές ὑποθέσεις, ὥστε µέ τόν τρόπο αὐτό νά ὑπάρχει ὁ ἀπαραίτητος ἔλεγχος γιά τή τήρηση τοῦ νοµικοῦ πλαισίου. Ἔτσι µέσῳ τῆς κάλυψης νέων ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωµάτων καί τῆς πανταχοῦ παρουσίας τῶν µελῶν τοῦ συµβουλίου δηµιουργήθηκε ἕνα ἄγρυπνο σύστηµα ἐπιτήρησης. Μετά τό θάνατο τοῦ Στάλιν τό 1953, αὐτή ἡ ἀναβίωση τῆς Ἐκκλησίας κράτησε πέντε χρόνια ἀκόµα µέχρι τό 1958. Περίπου 20.000 ναοί ἦταν σέ λειτουργία καί ἐπίσης ἕνας ὁρισµένος ἀριθµός µοναστηριῶν. Τότε, ἐπί Χρουτσόβ, ἐντάθηκε πάλι ἡ δίωξη τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή τέθηκε τό κοινωνικό ὅραµα τῆς ἐπικράτησης ἑνός πραγµατικοῦ κοµµουνισµοῦ, στό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία προφανῶς δέν εἶχε καµία θέση. Μέχρι τό 1964 χιλιάδες ναοί κλείστηκαν ἤ κατεδαφίστηκαν. Ἀπό τά 67 ἀνδρικά καί γυναικεῖα µοναστήρια πού ὑπῆρχαν στή Σοβιετική Ἕνωση τό 1959, ἔµειναν µόνο 12. Τήν ἴδια ἤ καί µιά χειρότερη κατάσταση ἐπέβαλε ὁ Μπρέζνιεβ µέ τήν ἐπανασταλινοποίηση τοῦ κόµµατος καί τοῦ κράτους, ὥστε πρός τό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 60 οἱ ἀνοιχτοί ναοί νά περιοριστοῦν περίπου στίς 7.000. Μόνο στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 90 µέ τήν Γκλάσνοστ τοῦ Γκορµπατσόβ, µέ µιά δέσµη µέτρων, πού καθιέρωναν τήν ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης, ἀπελευθερώθηκε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τά δεσµά τοῦ κράτους.

Παρά τίς νέες σκληρότατες διώξεις σέ βάρος τῆς Ἐκκλησίας, τούς ἐγκλεισµούς σέ στρατόπεδα καί φρενοκοµεῖα, ὑπῆρξαν ὅµως πάµπολλες µεταστροφές ἄθεων στήν ὀρθόδοξη πίστη µέ ἰδιαίτερα ἐµφανῆ σηµεῖα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Μιά πολύ πλούσια µαρτυρία δίνει τό βιβλίο τῶν Chrysostomus Dahm καί Josef Kunzli µέ τίτλο «Millionen in Russland glauben an Gott», τό ὁποῖο κυκλοφορήθηκε ἀπό τό 1972 σέ ἐπάλληλες ἐκδόσεις στήν Γερµανία καί ἐκδόθηκε τό 1979 ἀπό τήν Ἀποστολική Διακονία στά Ἑλληνικά µέ τίτλο «Ἑκατοµµύρια Ρῶσοι πιστεύουν στόν Θεό». Τό ἔργο µεταφέρει µεταξύ πολλῶν ἄλλων τή συγκλονιστική ἱστορία τοῦ κοµµουνιστῆ ἠθοποιοῦ Ἀλέξανδρου Ροστόφτσεφ. «Ὁ Χριστός µέ φράκο» ἦταν ὁ τίτλος τοῦ ἔργου, πού ἦταν νά ἀνεβεῖ σέ ἕνα γνωστό θέατρο τῆς Μόσχας. Στή σκηνή εἶχε τοποθετηθεῖ Ἁγία Τράπεζα φτιαγµένη ἀπό ἄδεια µπουκάλια µπύρας καί βότκας. Τριγύρω περιφέρονταν µεθυσµένοι ἱερεῖς, µοναχοί καί µοναχές. Ὁ Ροστόφτσεφ ἀνέβηκε στή σκηνή µέ τήν Ἁγία Γραφή στό χέρι, προκειµένου νά διαβάσει κάποιους στίχους ἀπό τήν «Ἐπί τοῦ Ὄρους ὁµιλία». Μέ τόν κωµικό τρόπο ἀπαγγελίας του κατάφερε νά ξεσπάσουν οἱ θεατές σέ ἀκράτητα γέλια. Ὁ σκηνοθέτης ἔδειξε τήν µεγάλη του ἱκανοποίηση. Ἀντί ὅµως νά σταµατήσει µετά τούς πρώτους 2 στίχους, νά πετάξει τήν Ἁγία Γραφή καί τόν χιτώνα πού φοροῦσε καί νά φωνάξει «Φέρτε µου φράκο καί ἡµίψηλο», ὁ Ροστόφτσεφ συνέχιζε νά διαβάζει τήν «Ἐπί τοῦ Ὄρους ὁµιλία». Μόλις τελείωσε τό κείµενο, σιώπησε. Οἱ θεατές συνειδητοποίησαν ὅτι κάτι τοῦ συνέβη καί ἔµειναν ἀκίνητοι µέ κρατηµένη τήν ἀναπνοή τους.

Μετά ἀπό λίγο ξεκίνησε πάλι µέ τήν ἀνάγνωση τῆς «Ἐπί τοῦ Ὄρους ὁµιλίας», ἀλλά τώρα µέ ἐντελῶς διαφορετικό ὕφος. Διάβασε καί τούς 48 στίχους, χωρίς νά τόν διακόψει κανένας. Τό κοινό τόν παρακολουθοῦσε, σάν νά τούς µιλοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ Ροστόφτσεφ ἔκλεισε τήν Ἁγία Γραφή καί κοίταξε πρός τό πλῆθος. Κάνοντας τό σταυρό του, ἐπανέλαβε τά λόγια τοῦ εὐγνώµονα ληστοῦ: «Μνήσθητί µου Κύριε ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου». Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ σχεδιασµένη γελοιοποίηση τοῦ Χριστοῦ µετατράπηκε σέ ὁµολογία πίστεως. Ὁ µεγάλος κωµικός ἠθοποιός ἐπέδειξε τήν ἀνδρεία Ἁγίων καί Μαρτύρων καί κανένας θεατής δέν διαµαρτυρήθηκε. Ὅλοι ἐγκατέλειψαν σιωπηλοί τό θέατρο. Τό ἔργο αὐτό φυσικά ποτέ δέν ξαναπαίχθηκε καί ὁ Ἀλέξανδρος Ροστόφτσεφ µετά ἀπό αὐτή τήν «παράσταση» ἐξαφανίστηκε.

Καί τί ἀπέγινε µέ τόν «Homo Sovieticus», τόν ὑπεράνθρωπο τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισµοῦ; Μετά τήν ἀποθεοποίηση τοῦ Στάλιν, τήν ὁποία ἐπέβαλε ὁ Χρουτσόφ µέ τήν ἀποσταλινοποίηση ἀπό τό 1956 καί ἔπειτα, µετά τήν ἀπογύµνωση ἐκείνου, τόν ὁποῖο ἡ σοβιετική προπαγάνδα παρουσίασε ὡς ἄτεγκτο ἀτσάλινο ἄνθρωπο χωρίς ἀδυναµίες, µετά τή φανέρωση τοῦ µεγαλύτερου, ἴσως, τροµοκράτη τῆς ἀνθρώπινης Ἱστορίας, ὡς σέ ὕψιστο βαθµό τροµοκρατηµένου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος συνεχῶς βασανιζόταν ἀπό φοβίες, πῶς µποροῦσε πλέον νά σταθεῖ αὐτό τό παραµύθι τοῦ σοβιετικοῦ ὑπερανθρώπου; Ἀφοῦ ἀποδείχθηκε ὡς ἀπάνθρωπος καί ὑπάνθρωπος σέ πρωτοφανῆ βαθµό στήν παγκόσµια Ἱστορία. Ἔτσι, ἀπό τή δεκαετία τοῦ 50 καί ἔπειτα, ἄρχισε νά ἀποκαλύπτεται ὅλο καί περισσότερο αὐτή ἡ κοινωνική ἀπάτη. Ἄλλωστε ἡ κοινωνική πραγµατικότητα ἀπεῖχε µίλια ὁλόκληρα ἀπό τήν προφητευµένη «ἀταξική κοινωνία». Ἐνῶ τά ἀνώτερα στρώµατα τοῦ κοµµατικοῦ κράτους, ἡ λεγόµενη νοµενκλατούρα, ἀπολάµβαναν ὅλων τῶν εἰδῶν τά ὑλικά ἀγαθά καί εἶχαν ἕνα ὑψηλό ἐπίπεδο ζωῆς, τά ἑκατοµµύρια τῶν ἐργατῶν καί ἀγροτῶν, στό ὄνοµα τῶν ὁποίων εἶχε οἰκοδοµηθεῖ ὁ σοσιαλισµός, ζοῦσε ἀκόµα σέ µεγάλο βαθµό στήν ἀνέχεια. Ἀντιφρονοῦντες τοῦ κοµµατικοῦ κράτους χαρακτήριζαν αὐτόν τόν “Homo Sovieticus“, πού εἶχε κατασκευαστεῖ στά ἐργαστήρια τῆς σοβιετικῆς προπαγάνδας, ὡς συνώνυµο τοῦ καιροσκόπου, κοµφορµιστῆ, συνεργοῦ, τσιρακιοῦ. Διέκριναν στόν ὑπεράνθρωπο αὐτό, τόν ἄνθρωπο, πού ἀπό συµφέρον ἤ ἀπό φόβο, συναινεῖ σέ µιά ἐπικρατοῦσα τάξη.  Ἀναφέρω ἐνδεικτικά τό ἔργο του τόν Γιουγκοσλάβου Μίλοβαν Dilas: Ἡ νέα τάξη. Μιά ἀνάλυση τοῦ κοµµουνιστικοῦ συστήµατος (ἐκδόθηκε τό 1958 στό Μόναχο), τοῦ Μιχαήλ Voslenskij: Nomenklatura. Ἡ κυρίαρχη τάξη τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης (ἐκδόθηκε στή Βιέννη τό 1980) καί τοῦ Ἀλέξανδρο Sinowjew: Homo Sovieticus, (ἐκδόθηκε στή Ζυρίχη τό 1984). Μάλιστα, πρός τό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 80, αὐτή ἡ στηµένη λυτρωτική µορφή τοῦ “Homo Sovieticus“ µεταλλάσσεται σέ sovok πού σηµαίνει ἀφ’ ἑνός «σοβιετάκι» καί ἀφ’ ἑτέρου «φαράσι», ταυτίζοντας ἔτσι τόν σοβιετικό πολίτη κυριολεκτικά µέ τή βρωµιά.

Τελικά µόνο στήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχουν οἱ ἀληθινοί ὑπεράνθρωποι, οἱ ἅγιοί µας, οἱ κατά χάριν θεάνθρωποι, πού στή ζωή τους ἐκφράζουν τό ἦθος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί, εὐτυχῶς, κρατᾶνε τό πρότυπο τοῦ ἀνθρώπου, τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, ζωντανό µπροστά στά µάτια µας. Αὐτό, ὅµως, προϋποθέτει τή συνέχεια τῆς Πίστης µας, τῆς ἀληθινῆς Πίστης!

 

Λέων Μπράνγκ

Δρ. Θεολογίας-Ἀντιπρόεδρος τῆς ΠΕΘ

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 252-253

Αὔγουστος-Σεπτέμβριος 2023

ΕΚΟΙΜΗΘΗ Ο ΠΡΩΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΚΟΥΡΑΣ!

ΕΚΟΙΜΗΘΗ Ο ΠΡΩΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΚΟΥΡΑΣ!

 

Στίς 4 Ἰουλίου 2023 ἐκοιμήθη εἰρηνικά στά χέρια τῆς συζύγου του (μετά τό πρόγευμά τους) ὁ πολιός πρώην Ἐπίτροπος τοῦ Ναοῦ μας Σταῦρος Σκούρας.

Ὁ μεταστάς ὑπηρέτησε εὐόρκως τήν Ἑλληνική Ἀστυνομία ἀλλά καί διηκόνησε τόν Ναόν μας ἐπί μακρά σειράν ἐτῶν ἐπί τῶν ἡμερῶν δύο Προϊσταμένων τοῦ Ναοῦ, τοῦ ἀειμνήστου π. Νικολάου Φίλια καί τοῦ ὑπογράφοντος.

Ἄοκνος, μέ ἀμέριστο ἐνδιαφέρον γιά τόν Ναόν, δέν ἔλειψε οὔτε μιά μέρα, δίδοντας συνεχῶς τό παρόν στίς διακονίες τῆς Ἐκκλησίας μας, προσφέροντας τίς ὑπηρεσίες του.

Μέ βαθειά Πίστη στόν Χριστόν μας καί ἀγάπη πρός τήν Πατρίδα, ἐργάσθηκε ἐπί πολλά ἔτη στήν Ἑλληνική Ἀστυνομία καί, ἐν συνεχείᾳ, ὡς νέος συνταξιοῦχος τῆς τότε ἐποχῆς, ἐπεδόθη μέ ὅλη του τήν ψυχή στήν ἐκτέλεση τῶν Ἐπιτροπικῶν του καθηκόντων. Εὐγενής ἀλλά καί αὐστηρός πρός τούς ἀτακτοῦντας, ἤθελε, ὅμως, καί ἐπιζητοῦσε, τήν εἰρήνευση μέ τούς συνανθρώπους του, γι’ αὐτό, ὁσάκις μετελάμβανε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ζητοῦσε συγχώρηση ἀπό ὅλους τούς Ἱερεῖς, Συνεργάτας καί ἐργαζομένους στόν Ναό!

Ἰδιαιτέρως καί μέ ζῆλο ἐργάσθηκε κατά τά χρόνια τῆς ριζικῆς ἀνακαινίσεως τῆς Ἐκκλησίας μας, κατά τά ἔτη 2003-2009, καί δικαίως ἀνεγράφη τό ὄνομά του, μαζί μέ τῶν ἄλλων Ἐπιτρόπων τῆς Ἀνακαινίσεως, στήν προμετωπίδα τοῦ Ναοῦ.

Ποιός θά σώσει τόν Πλανήτη ἀπό ἐµᾶς;

 

Ποιός θά σώσει τόν Πλανήτη ἀπό ἐµᾶς;

 

Σέ ἕνα παλιό Μίκυ Μάους, ὑπῆρχε µιά πολύ ὄµορφη ἱστοριούλα. Ὁ περίφηµος Κύρος ὁ ἐφευρέτης, ἀκούγοντας ἕνα πουλάκι, πού κελαηδοῦσε ἔξω ἀπό τό παράθυρό του, θέλησε νά µάθει τό λόγο πού κελαηδοῦν τά πουλάκια. Κατασκεύασε, λοιπόν, ἕναν ὑπολογιστή, πού εἶχε τίς ἀπαντήσεις γιά ὅλα τά ἐρωτήµατα (ἡ ἱστορία ἦταν γραµµένη τή δεκαετία του 80, πρίν ἀπό τους  ‘‘παντογνῶστες’’  σηµερινούς ὑπολογιστές) καί τόν ρώτησε γιατί κελαηδοῦσε τό πουλάκι. Ὁ ὑπολογιστής τοῦ ἀπάντησε: ἴσως εἶναι χαρούµενο, ἴσως εἶναι λυπηµένο, ἴσως εἶναι καί λιγάκι τρελό. Ὁ Κύρος θύµωσε καί πέταξε στά σκουπίδια τόν ὑπολογιστή καί µετά ἀποφάσισε νά φτιάξει ἕνα µικροσκοπικό καπελάκι, τό οποῖο θά διάβαζε τίς σκέψεις τῶν πουλιῶν καί νά τίς µετατρέπει σέ λόγια. Κατασκεύασε τό καπελάκι, ἔπιασε τό πουλάκι, τοῦ τό φόρεσε καί, ἐπιτέλους, µπόρεσε νά ρωτήσει τό ἴδιο γιατί κελαηδοῦσε. Καί τό πουλάκι ἀπάντησε: «ἴσως εἶµαι χαρούµενο, ἴσως εἶµαι λυπηµένο, ἴσως εἶµαι καί λιγάκι τρελό»!