Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ

 

Δέν µπορεῖ νά σκεφτεῖ κανείς τόν µῆνα Μάϊο, χωρίς νά τοῦ ἔρθει στό νοῦ ἐκεῖνος ὁ βασιλιάς, πού πῆρε τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τό βαθύ σκοτάδι τοῦ χειµῶνα τῆς εἰδωλολατρικῆς κακίας καί τήν ὁδήγησε στήν ἄνοιξη τῆς ζωῆς “ὡς ἐν Οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς”.

Μέσα σέ αὐτόν τόν τρίτο µῆνα τῆς ἄνοιξης, συνοψίζεται ἡ περίληψη τῆς ἱστορίας τῆς ἀπόπειρας τῆς ἀνθρωπότητας νά φέρει γιά πρώτη -καί µᾶλλον καί γιά τελευταία- φορά, τό πρότυπο τῆς ζωῆς τοῦ Οὐρανοῦ στή γῆ. Καί συνοψίζεται µέ τρεῖς ἐπετείους:

α) Μέ τήν ἑορτή τῆς ἐπετείου τοῦ θανάτου αὐτοῦ τοῦ βασιλιά, ὁ ὁποῖος θεµελίωσε τοῦτο τό καινό, τό µηδέποτε, µέχρι τότε, δοκιµασµένο πολίτευµα,

β) Μέ τήν ἐπέτειο τῆς γέννησης τῆς Πόλης του, δηλαδή τά ἐγκαίνιά της καί,

γ) Μέ τήν ἐπέτειο τοῦ θανάτου τῆς Πόλης του, δηλαδή, τῆς Ἅλωσής της ἀπό βαρβάρους καί τῆς ὁριστικῆς της ἀλλοτρίωσης ἀπό τόν τρόπο ζωῆς, πού ὁ ἱδρυτής της εἶχε ὁραµατιστεῖ.

Ὁ Μάϊος ἀνήκει στόν Κωνσταντῖνο, στόν πρῶτο καί Μέγα βασιλέα καί αὐτοκράτορα καί στήν Πόλη τοῦ Κωνσταντίνου, στήν Βασιλεύουσα Πόλη, στό “καύχηµα τῶν ὑπό τήν ἡλίου Ἀνατολήν”, στήν Κωνσταντινούπολη.

Τήν εἰκοστή πρώ-τη µέρα αὐτοῦ τοῦ Μαΐου, θά ἀπέχουµε χίλια ἑξακόσια ὀγδόντα καί πέντε χρόνια ἀπό τήν ὁσία τελείωση τοῦ µεγάλου βασιλέα.

Τήν ἑνδέκατη µέ-ρα αὐτοῦ τοῦ Μαΐου, θά ἀπέχουµε χίλια ἑξακόσια ἐνενῆντα καί δύο χρόνια ἀπό τά ἐγκαίνια τῆς Πόλης του.

Καί τήν εἰκοστή ἔνατη µέρα αὐτοῦ τοῦ Μαΐου, θά ἀπέχουµε πεντακόσια ἑξῆντα καί ὀκτώ χρόνια ἀπό τήν πτώση τῆς Πόλης του, ἀπό τό τέλος τοῦ πολιτεύµατος, τό ὁποῖο ἦταν ἐκεῖνος ὁ πρῶτος του ἐµπνευστής, ἀλλά κατανοήθηκε καί ἀγαπήθηκε ἀπό ὁλόκληρο τόν ἑτερόκλητο πληθυσµό τῆς Ἀνατολικῆς Ρωµαϊκῆς αὐτοκρατορίας.

Ἡ ζωή καί ἡ προσωπικότητα αὐτοῦ τοῦ Μεγάλου ἀνθρώπου, δέν ἦταν καί δέν εἶναι εὔκολο νά κατανοηθεῖ. Σάν ἄνθρωπος χωρίς πατρίδα, ἔζησε καί γνώρισε σχεδόν ὅλη τήν τότε οἰκουµένη καί διάλεξε µόνος του τόν τόπο πού ἔκανε πατρίδα του καί τόν ἔδωσε καί σέ ὅλους ὅσοι θέλησαν νά ξεπεράσουν τά στενά ὅρια τῆς φυλῆς, τῆς καταγωγῆς, τῆς γενεᾶς καί νά ἐνταχθοῦν σέ ἕνα νέο “λαό”, στόν  Λαό τοῦ Θεοῦ. Γι᾽αὐτό καί οἱ αὐτοκράτορες πού τόν ἀκολούθησαν, δέν εἶχαν κανένα φυλετικό ἤ ἄλλο ἐµπόδιο, ἀλλά ἦσαν ἀπό ὅλες τίς φυλές, Θρᾶκες, Ἕλληνες, Ἴσαυροι, Ἀρµένιοι, Μακεδόνες, ἀπό ὅλα τά µορφωτικά ἐπίπεδα, διανοούµενοι εὐγενεῖς ἤ ὀλιγογράµµατοι (ἤ καί ἀγράµµατοι) στρατιῶτες, ἀλλά ὑπέγραφαν ὅλοι, µηδενός ἐξαιρουµένου: «Πιστός ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ρωµαίων»!

Βασιλεῖς καί πολῖτες τῆς Πόλης τοῦ Κωνσταντίνου καί τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Κωνσταντίνου, ἔτσι προσδιόριζαν τόν ἑαυτό τους, ἔτσι δήλωναν τήν καταγωγή τους, ἔτσι δήλωναν τήν ταυτότητά τους: Πιστοί στόν Χριστό, τόν Θεό, Ρωµαῖοι. Αὐτή ἦταν ἡ σφραγῖδα τῆς ὕπαρξής τους καί ἔτσι ἔµειναν στήν ἱστορική µνήµη τῶν ἀνθρώπων, ἀκόµη καί αὐτῶν πού δέν συµφωνοῦσαν µέ αὐτό τόν τρόπο ζωῆς, ἤ, πού δέν συµφωνοῦν οὔτε σήµερα, ἀλλά δέν µποροῦν νά µήν τόν βλέπουν καί νά µήν τόν διαπιστώνουν.

Γράφει ἕνας σύγχρονος ἱστορικός: «Ἀπό τόν καιρό τοῦ Κωνσταντίνου εἶναι πού µπορεῖ κανείς ἐξ ἀρχῆς νά διακρίνει ὅλα τά χαρακτηριστικά στοιχεῖα τοῦ Βυζαντινοῦ πολιτισµοῦ: µιά µνηµειώδη καί ἀπόρθητη πρωτεύουσα στήν Κωνσταντινούπολη· κυρίαρχη Χριστιανικότητα· ἕνα πολιτικό σύστηµα πού ἐξαίρει τό αὐτοκρατορικό ἀξίωµα, ἀλλά ταυτόχρονα τοῦ βάζει περιορισµούς· θαυµασµό τῆς ἀσκητικῆς πνευµατικότητας· ἔµφαση στήν ἔµπρακτη ἔκφραση τῆς πνευµατικότητας· καί µιά τέτοια θεώρηση τῆς ἀπειλῆς τῶν ὁρίων, πού ξεπερνοῦσε τήν ἀµειγῶς στρατιωτική θεώρηση»1.

Ἑποµένως, ὅταν δέν καταλαβαίνουν οἱ Δυτικοί ἱστορικοί τήν ἰδιαιτερότητα καί τόν τρόπο τῆς ζωῆς τῆς Ἀνατολικῆς Ρωµαϊκῆς αὐτοκρατορίας, δέν εἶναι ὅτι δέν καταλαβαίνουν, ἀλλά ὅτι δέν θέλουν νά καταλάβουν!

Καί, ὅπως παραδέχεται καί ἕνας ἄλλος σύγχρονος ἱστορικός, καθηγητής τῆς Ὀξφόρδης: «Γιά νά κάνει κάποιος µιά ἐκτίµηση τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, εἶναι ἀπαραίτητο τό νά κάνει ἕνα ἅλµα πίστεως, πρός ὁποιαδήποτε κατεύθυνση καί ἄν τό κάνει»2.

Καί, ἀναφέροντας τό τεράστιο διάστηµα ἀνάµεσα στή λατρεία καί στό ἔντονο µῖσος, πού δείχνουν κάποιοι ἱστορικοί πρός τό πρόσωπο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, παραδέχεται ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά τόν δεῖ καί νά τόν καταλάβει κάποιος, ἔξω ἀπό τήν Πίστη του, συµπληρώνοντας: «ἀκόµα καί οἱ πιό οὐδέτεροι, µπορεῖ νά εἶναι προκατειληµµένοι»3.

Μά πῶς µπορεῖ νά δεῖ κανείς, αὐτή τήν προσωπικότητα καί τή ζωή του, ἔξω ἀπό τήν Πίστη; Δέν εἶναι ἀρκετός ὁ χῶρος, ὄχι ἑνός περιοδικοῦ, ἀλλά οὔτε καί ἑνός βιβλίου γιά νά ἀναφέρει περιληπτικά κανείς, πόσες φορές ἡ ζωή του κρεµόταν ἀπό µία κλωστή καί πῶς σωζόταν τήν τελευταία στιγµή.

Πῶς νά ἑρµηνεύσει κανείς, ἔξω ἀπό τήν Πίστη, τό ὅτι ἕνας εἰδωλολάτρης, ὀπαδός τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ-Ἥλιου, ὑπακούει σέ ἕνα ὅραµα, ἀναγνωρίζει ἕνα Φῶς πιό δυνατό ἀπό αὐτό τοῦ ἥλιου, πού µέχρι τότε ἤξερε, κι ἀποφασίζει νά παραδώσει τή ζωή του σέ Αὐτόν πού δέν ἤξερε καί νά Τόν ἀκολουθήσει σέ ἕνα δρόµο πού ἔβγαζε στή Μουλβία Γέφυρα, σέ ἕνα δρόµο πού, στρατηγικά, δέν ἦταν σωστός, ἔχοντας ἀπέναντί του ἕναν µεγαλύτερο καί καλύτερα ὁπλισµένο στρατό, γνωρίζοντας καλά ὅτι, αὐτή ἡ µάχη, θά τέλειωνε µόνο µέ δύο τρόπους: ἤ µέ τό θάνατό του, ἤ µέ τή νίκη του!

Ποιός τρελός τό κάνει αὐτό χωρίς Πίστη; Καί τό ἀποτέλεσµα τί ἔδειξε; Τί λέτε; Ἦταν τρελός;

Ἐπίσης, ὅταν προχωροῦσε πρῶτος, πάνω στό ἄλογό του χαράζοντας τά ὅρια τῆς Πόλης του καί οἱ ἀξιωµατικοί του καί οἱ µηχανικοί πού ἀκολουθοῦσαν πίσω του κουράστηκαν καί τόν ρώτησαν πότε θά σταµατήσει καί αὐτός ἀπάντησε: «ὅταν σταµατήσει αὐτός πού πηγαίνει µπροστά µου», ἐνῶ κανείς τους δέν ἔβλεπε τίποτα, τί πιστεύετε; Τόν πέρασαν γιά τρελό;

Κι ἡ πράξη, ποιόν δικαίωσε; Τήν Πίστη τοῦ Κωνσταντίνου, πού µᾶς ἐµπιστεύτηκε τήν Πόλη του καί τόν τρόπο τῆς ζωῆς του, ἤ τήν ὀλιγοπιστία τή δική µας καί τόν δικό µας τρόπο ζωῆς, πού µᾶς ἔκανε νά καταφέρουµε νά τήν κρατήσουµε µόνο γιά 1123 χρόνια καί 17 ἡµέρες;

 

Γιά Σχόλια:  ninetta1.blogspot.com           Νινέττα Βολουδάκη 

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 237

Μάϊος 2022

 

Ὑποσηµειώσεις: 

  1. Harris Jonathan, “The lost World of Byzantium”, 1,p.51
  2. Kershaw, S. P. A Brief History of the Roman Empire 14, p. 311
  3.  ὅ. ἀ.