Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία τῆς Δύσεως καί οἱ ἐκπρόσωποί της πρό τοῦ σχίσματος τοῦ 1054

Ἡ  Ὀρθόδοξη Θεολογία τῆς Δύσεως

καί οἱ ἐκπρόσωποί της  πρό τοῦ σχίσματος τοῦ 1054

 

Πίστη τῆς Ἐκκλησίας πρίν ἀπό τό σχῖσμα τοῦ 1054 τῶν Παπικῶν ἀπό  τήν Μία Ἐκκλησία κατά τήν διάρκεια τῶν διωγμῶν ἕως καί τήν περίοδο τοῦ διατάγματος τῶν Μεδιολάνων τό 313 ἦταν Ὁμόφωνη καί ἀδιαίρετη, παρά τίς κατά διαστήματα ἐμφανίσεις μεμονωμένων αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν λίγους ἤ πολλούς ὀπαδούς. Ὅπως πχ. μέ  τήν ἐμφάνιση τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἡ ἑνότητα αὐτή ἐμφάνιζε σημάδια διάσπασης μεταξύ τῶν χριστιανῶν, γιατί ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ προκάλεσε στίς τάξεις τῆς Ἐκκλησίας μεγάλη ταραχή, ὥστε νά χρειαστοῦν δύο μεγάλες Οἰκουμενικές Σύνοδοι, ἡ μία τό 325 στήν Νίκαια καί ἡ δεύτερη στήν Κωνσταντινούπολη τό 381.

Ἀξιόλογη ἦταν ἡ προσφορά τῶν Λατίνων Θεολόγων καί κληρικῶν στήν Ὀρθοδοξία καί ἐν γένει στήν ἀνάπτυξη τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας· συνοπτικά θά προσπαθήσω νά παρουσιάσω τά ἔργα αὐτῶν μέ σκοπό οἱ ἀναγνῶστες νά ἔχουν μιά πλήρη εἰκόνα γιά τήν Ἐκκλησία στήν Δύση κατά τήν διάρκεια τῶν πρώτων αἰώνων, τό χρονικό ὅριο ἀπό τό 330 ἕως τήν παρακμή τῆς Δυτικῆς αὐτοκρατορίας χαρακτηρίζεται ὡς ἡ Χρυσή ἐποχή γιά τήν Δυτική Θεολογία.

 

Ἰούλιος Α΄ Ρώμης

Γιά τήν δράση τοῦ Ἰουλίου τοῦ Α΄ Ρώμης ἔχουμε πληροφορίες ἀπό τίς 2 ἐπιστολές τοῦ ἰδίου πρός τήν Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς τοῦ 343μ.Χ. καί αὐτή τοῦ 346 μ.Χ. πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας συγχαίροντας γιά τήν δικαίωση τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου1. Ἀπό τό γεγονός αὐτό συμπεραίνουμε ὅτι ἀκολούθησε τήν Θεολογία τῆς Νικαίας.

 

Ἱππόλυτος Ρώμης

Πηγές γιά τήν δράση τοῦ Ἱππολύτου ἀντλοῦμε ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας στό στ΄κεφάλαιο στόν στῖχο 22 πού ἀναφέρεται μόνον στά ἔργα του. Νεότεροι μελετητές διακρίνουν τά ἔργα του σέ δύο ὁμάδες: Σ’ αὐτά πού καταλογίζονται στόν Ἱππόλυτο Ρώμης καί στά ἔργα, πού ἀποδίδονται στόν Ἰώσηπο2.

Ὁ Ἱππόλυτος Ρώμης γεννήθηκε στήν Ρώμη τό 70 μ.Χ., ὅπου ἦταν καί ὁ τόπος τῆς δράσης του. Ἔλαβε τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης καί χαρακτηριζόταν ἀπό πολυμερή μόρφωση καί ἀπό ἄλλα προσόντα του, πού τόν ἔκαναν γνωστό στό περιβάλλον τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ κύριος ἄξονας τῆς Θεολογίας του στράφηκε στήν ἀντιμετώπιση τοῦ ζητήματος τοῦ Μοναρχιανισμοῦ. Ἦλθε σέ ἀντιπαράθεση με τόν ἐπίσκοπο Ρώμης Κάλλιστο λόγῳ τῆς μή ἐκλογῆς του στόν ἐπισκοπικό θρόνο, μάλιστα δημιουργήθηκε ἡ ἐντύπωσης, ὅτι ὁ ἴδιος ἦταν αἴτιος τοῦ λεγομένου σχίσματος τοῦ Ἱππολύτου.

Τό σχῖσμα αὐτό ἔλαβε διαστάσεις τό 220 μ.Χ., ὅταν μεγάλο μέρος τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς αὐστηρῆς μετανοίας τῶν πεπτοκότων ἀντέδρασαν στίς καινοτόμες ἀπόψεις τοῦ Καλλίστου Ρώμης καί ἀνεκήρυξαν ὡς ἐπίσκοπο Ρώμης τόν Ἱππόλυτο, ὁ ὁποῖος δεχόταν τήν ἀποστολική παράδοση περί τῶν πιπτόντων στά θανάσιμα ἁμαρτήματα.

Τό σχῖσμα τοῦ Ἱππολύτου διήρκεσε ἕως τοῦ 235 μ.Χ., ἐνῷ κατά τήν διάρκεια τοῦ διωγμοῦ τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμίνου τοῦ Θρακός, ὁ Ποντιανός Ρώμης καί ὁ Ἱππόλυτος ἐξορίστηκαν  στήν Σαρδηνία, ὅπου ἐκεί ἀπεβίωσαν ἀπό τίς κακουχίες.

Τήν πολυσχιδή μόρφωσή του τήν πληροφορούμεθα ἀπό τά ἔργα του τά ὁποῖα εἶναι τά ἑξῆς:

Ὑπόμνημα εἰς τό Ἆσμα Ἀσμάτων3: Γράφηκε τό 200 μ.Χ., τό ἀκέραιο μέρος τοῦ ἔργου του σώζεται σέ Γεωργιανή μετάφραση, ἐνῷ τά ὑπόλοιπα ἔργα του στό ἴδιο ὑπόμνημα γράφτηκαν ἀποσπασματικά στήν Συριακή, Ἀρμενική καί Ἑλληνική γλῶσσα· ἔχει τήν μορφή συλλογῆς ὁμιλιῶν.

Περί Χριστοῦ καί περί τοῦ Ἀντιχρίστου: Γράφηκε τό 200 μ.Χ. ὁλόκληρο στά Ἑλληνικά καί σέ μεταφράσεις. Πραγματεύεται τήν ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου καί τό τέλος τοῦ κόσμου, χρησιμοποιεῖ χωρία ἀπό τόν Προφήτη Δανιήλ, ἄλλων Προφητῶν καθώς καί χωρία ἀπό τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου.

Ὑπόμνημα εἰς τόν Δανιήλ: Ἡ συγγραφή τοῦ ὑπομνήματος ἔγινε τό 204 μ.Χ., ὑπό τον διωγμό τοῦ Σεπτιμίου Σεβήρου, διαρθρώνεται ἀπό 4 βιβλία, ἑρμηνεύονται τά δευτεροκανονικά τεμάχια, ἀποτελεῖ τό ἀρχαιότερο ἐξηγητικό ὑπόμνημα σέ ὅλο τό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Κυριαρχοῦν ἡ Σλαβική καί ἡ Ἑλληνική γλῶσσα.

Ἀπόδειξη χρόνων τοῦ Πάσχα: Ἀποδίδεται στό ἐνεργητικό του ὁμότιτλο ἔργο, συμπεριλαμβανομένου πίνακα 112 πασχαλίων ἀπό τό ἔτος 222 μ.Χ. καί ἔπειτα. Τά ἔργα του πού ἔχουν ξεχωριστή σημασία εἶναι τά ἀντιαιρετικά, ὅπου σέ αὐτά φαίνεται ἡ θεολογική του κατάρτιση.

Εἰς τήν αἵρεση τοῦ Νοητοῦ: Πρόκειται περί ἀντιαιρετικοῦ κειμένου πού γράφηκε κατά τήν διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Καλλίστου Ρώμης 212-223 μ.Χ. Σ’ αὐτό τό ἔργο περιέχονται ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῶν Μοναρχιανῶν, τῶν Πατροπασχιτῶν καί ἐκφράζονται ἀπόψεις ταυτότητος φύσεως Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ.

Κατά πασῶν αἱρέσεων: Ἀποτελεί τό πιό ὁλοκληρωμένο καί ἀντιπροσωπευτικό ἔργο τῆς σταδιοδρομίας του. Ἄν καί δέν τό μνημονεύουν οἱ Εὐσέβιος καί Ἱερώνυμος, ἐν τούτοις δέν θά πρέπει νά παραθεωρεῖται.

Τό 1851  ὁ Miller τό ἐξέδωσε ὁλόκληρο ὡς ἔργο τοῦ Ὡριγένους. Πηγές γιά τό ἔργο του ἀποτελοῦν οἱ Κοπτικοί πάπυροι τῶν Γνωστικῶν κειμένων πού βρέθηκαν.

 

Κορνήλιος Ρώμης

Ὁ Κορνήλιος Ρώμης ἄν καί δέν ἄφησε θεολογική παρακαταθήκη, ἔπαιξε σπουδαῖο ρόλο στήν καταδίκη τοῦ Νοβατιανοῦ τόν ὁποῖον καταδίκασε ἡ Σύνοδος τῆς Ρώμης τό 251 μ.Χ. Εἶναι γνωστός ἀπό τίς 10 ἐπιστολές του μέ θέμα τήν ἀποδοχή ἤ μή τῆς συγχώρεσης τῶν πεπτυκότων (lapsi) καί τοῦ ζητήματος τῆς ἐπιείκιας, τό ὁποῖο παλαιότερα εἶχε θίξει ὁ Διονύσιος Κορίνθου καί τό ἐφάρμοσε ὁ Κυπριανός καί ὁ Διονύσιος Ἀλεξανδρείας.

Ὁ Κορνήλιος Ρώμης εἰσηγήθηκε στό ζήτημα τῆς ἐπιείκιας νά δοθεῖ ἄφεση ἁμαρτιῶν, ὑπό τήν προϋπόθεση νά ὑπάρξει ἔμπρακτος μετάνοια ἀπό τήν πλευρᾶ τοῦ πεπτωκότος. Στό δεύτερο θέμα ἀκολουθεῖ ὀξεῖα πολεμική στάση ἐναντίον τοῦ Ναυατιανοῦ. Ἀπό τίς 10 ἐπιστολές τοῦ Κορνηλίου σώζονται μόνον 2 καί εἶναι γραμμένες ὅλες στήν Λατινική γλῶσσα.

 

Τερτυλλιανός 150- 240 μ.Χ.

Συγκαταλέγεται στούς προεξέχοντες Λατίνους Θεολόγους. Ἡ συγγραφική δράση του ἐπεκτείνεται μεταξύ τῶν ἐτῶν 196-212 μ.Χ. στήν Καρθαγένη τῆς Βορείου Ἀφρικῆς.

Ὁ Τερτυλλιανός χαρακτηρίζεται ἀπό τό θάρρος καί τήν ἀγωνιστικότητα του, χαρακτηριστικά τά ὁποῖα ἔδειξε ὅταν ὁ ἴδιος ἔγινε αὐτόπτης μάρτυρας τοῦ θαρραλέου μαρτυρικοῦ θανάτου τῶν χριστιανῶν. Ἐπηρεάστηκε ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ Μοντανισμοῦ, πρᾶγμα τό ὁποῖο τοῦ ἄλλαξε τόν τρόπο σκέψης καί τήν προσωπικότητά του.

Πολλές φορές ἐκδήλωνε βίαιη συμπεριφορά, ἦταν ἀνυποχώρητος καί ἀπόλυτος στίς ἀπόψεις του καί ἀκούραστος ὡς πρός τήν ζήτηση καί τήν ἔρευνα καί ἀναζήτηση τῆς ἀληθείας. Συνδυάζει στήν σκέψη του, τήν νομική καί τήν ρητορική τέχνη, οἱ ὁποῖες μαζί μέ τήν σοφιστεία ἀποτελοῦν τά σημαντικότερα ὅπλα γιά τόν Τερτυλλιανό. Στούς ἐθνικούς τονίζει ὅτι ἡ νομική θέση τῶν χριστιανῶν εἶναι ἡ κατάταξή τους στήν κοινωνία τῶν ἐθνικῶν. Στούς λόγους του, χαρακτηρίζεται ἀπό τό δικανικό πνεῦμα καί τήν νομική σκέψη.

Τά ἔργα του εἶναι τά ἑξῆς: De spectaculis (Περί θεαμάτων): συγγράφηκε τό 196 μ.Χ. καί περιέχει λόγους ἀπαγορευτικούς πρός τούς χριστιανούς στό νά παρακολουθοῦν ἐθνικά θεάματα.

De idololatria (Περί εἰδωλολατρείας): Καί αὐτό συγγράφηκε στό τέλος τοῦ 196 μ.Χ. ἤ στίς ἀρχές τοῦ 197 μ.Χ. καί περιέχει λόγους πού ἀντιτάσσονται στήν εἰδωλολατρεία καί στίς ὑπηρεσίες τοῦ κράτους.

De cultu Feminarum (Περί στολισμοῦ γυναικῶν): τό ἔργο αὐτό καταδικάζει τόν περιττό στολισμό τῶν γυναικῶν καί τήν ὑπερβολική ματαιοδοξία.

Ad nationes (πρός τά ἔθνη): Συγγράφηκε τό θέρος τοῦ 197 μ.Χ. καί ἀπορρίπτει τίς κατηγορίες τῶν ἐθνικῶν ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ὅτι οἱ τελευταῖοι ἀποτελούν γιά τό κράτος καί τόν αὐτοκράτορα ἀνατρεπτική ἀπειλή.

Αdversus Judaeos (κατά Ἰουδαίων): Καί αὐτό τό ἔργο γράφηκε τό καλοκαίρι τοῦ 197 μ.Χ. μέ σκοπό νά ἀποδείξει ὅτι ὁ Νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἴσχυε μόνον ἕως τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ.

Ad martyras (Πρός τούς μάρτυρας): Πρόκειται γιά λόγο ἐνθαρρυντικό πρός τούς Μάρτυρες τῆς Πίστεως.

Apologeticum (Ἀπολογητικός): Ἡ συγγραφή τοῦ ἔργου αὐτοῦ ὑπολογίζεται ὅτι ἔγινε μεταξύ τῶν ἐτῶν 197 μέ 198 καί ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά πιό σπουδαῖα ἔργα του. Σ’ αὐτό περιλαμβάνει ἀνατρεπτικούς λόγους τῶν Ἀπολογητῶν μαρτύρων τοῦ β΄ αἰῶνος σάν ἀπάντηση στίς κατηγορίες τῶν ἐθνικῶν, ὅτι οἱ χριστιανοί ἐγκληματοῦν ἐναντίον τοῦ κράτους καί τοῦ αὐτοκράτορα. 

 

Ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων

Ἕνας ἄλλος ἐκπρόσωπος τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων, ὁ ὁποῖος προσέφερε πάρα πολλά θεολογικά ἔργα καί ἑδραίωσε τήν Ὀρθοδοξία στήν Δύση ὅσο διάστημα ἐπισκόπευε στό Μεδιόλανο.

Γεννήθηκε τό 339 μ.Χ. στά Τρέβηρα τῆς Γαλατίας, ἐνῷ ὁ πατέρας του ἦταν διοικητής στήν ἐπαρχία τῆς Γαλατίας. Μετά τόν θάνατο αὐτοῦ πῆγε στήν Ρώμη καί ἀκολούθησε τίς νομικές σπουδές, ἀφοῦ πρῶτα ὑπηρέτησε γιά ἀόριστο χρονικό διάστημα στά Ρωμαϊκά δικαστήρια.

Διορίστηκε τό 370 μ.Χ. διοικητής τῶν ἐπαρχιῶν Αἰμιλίας καί Λυγουρίας μέ ἕδρα τό Μεδιόλανο, ἐνῷ τό 374 μ.Χ. μέ ὁμόφωνη ἀπόφαση Ἀρειανοφρόνων καί Ὀρθοδόξων δέχεται τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα, ἀφοῦ πρῶτα ἔλαβε τό βάπτισμα. Ἐπέδειξε ζῆλο γιά τήν καθιέρωση τῆς Ὀρθοδοξίας καί τά συγγραφικά του ἔργα τόν ἀνέδειξαν πρότυπο ποιμενάρχου καί κατηχητοῦ.

Ἀπό τά ἴδια του τά ἔργα πληροφορούμαστε ὅτι εἶχε γνώσεις τῆς Νεοπλατωνικῆς καί Στωϊκῆς Φιλοσοφίας, ἐνῷ ἀπό τούς Λατίνους συγγραφεῖς γνώριζε τόν Βιργίλιο καί τόν Κικέρωνα.4 Πέραν τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνα του, συγκρότησε τόν μοναχισμό στήν Δύση καί συγκαταλέγεται στήν γενιά τῶν μεγάλων ἱεραρχῶν ὅπως εἶναι λόγου χάριν ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης.

Κύριο ἀντικείμενο τῆς ποιμαντορίας του ἦταν ἡ καταπολέμηση τοῦ Ἀρειανισμοῦ στήν Βόρειο Ἰταλία, τό 375 μ.Χ. καί συγκεκριμένα ὑποστήριξε τόν Ἀνέμιο στήν χηρεύουσα ἐπισκοπή τοῦ Σιρμίου. Ἐφάρμοσε στήν πράξη σκληρή τακτική ἔναντι τῶν Ἀρειανφρόνων, ὅταν αὐτοί μέ ἐκπρόσωπό τους τόν Οὐάλη, κατέλαβαν  αἰφνιδιαστικά στό Μεδιόλανο μία βασιλική Ἐκκλησία, καί ἀφοῦ ὀργάνωσαν κοινότητα, προχώρησαν σέ ἀντικανονικές χειροτονίες πρεσβυτέρων μέ τήν συνδρομή δημοσίων προσώπων, τά ὁποῖα εἶχαν ἐξουσία, δημιουργῶντας δυσάρεστη κατάσταση στήν τοπική Ἐκκλησία.

Τά ἔργα του εἶναι τά ἑξῆς: De Fide: Τό ἔργο αὐτό γράφηκε κατόπιν παραίνεσης τοῦ αὐτοκράτορα Γρατιανοῦ, ἔχει ἁγιογραφικό περιεχόμενο καί τονίζει ὅτι ἡ ὀρθόδοξος Πίστη βασίζεται στήν Ἁγιογραφική παράδοση τῶν Ἀποστόλων καί τῶν συνεχιστῶν τους.

Τούς κατηγορεῖ ὅτι διαστρεβλώνουν ἐπί τούτου τά χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς μέ σκοπό νά δώσουν ἁγιογραφικό στήριγμα στήν αἵρεσή τους. Μετά ἀπό ἀλλεπάλληλες συγκρούσεις Ἀρειανῶν καί Ὀρθοδόξων, ἡ διαμάχη κατέληξε στήν Σύνοδο τῆς Ἀκυληΐας. Σ’ αὐτήν συμμετείχαν ὁ Παλλάδιος καί ὁ Σεκουνδιανός ἀπό τό Ἰλλυρικό μέ τήν ἐλπίδα να ἀποκατασταθοῦν καί νά ἐπιστρέψουν στίς ἕδρες τους.

Ἡ Σύνοδος ἔγινε τό Πάσχα τοῦ 381 μ.Χ. Σ’ αὐτήν ἔλαβαν μέρος 32 ἐπίσκοποι στήν πλειονότητά τους ἀπό τήν Βόρειο Ἰταλία. Ἡ Σύνοδος δέν ἀσχολήθηκε μ’ αὐτό καθ’ αὐτό τό ζήτημα τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ἀλλά μέ τό φρόνημα τῶν Ἀρειανοφρόνων Παλλαδίου καί Σεκουνδιανοῦ, τούς ὁποίους καί ἀναθεμάτισε.

Τό σκεπτικό τοῦ  Ἁγίου Ἀμβροσίου περιστρέφεται σέ 4 ἄξονες στήν Θεολογία, στήν Κοσμολογία, στήν Χριστολογία καί στήν Ἐσχατολογία.

 

α) Θεολογία.  Ὁ ἕνας καί Τριαδικός Θεός.

Βάση τῆς θεολογίας του εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἡ ἀνθρώπινη σοφία καί γνώση. Συνεχίζοντας ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος τονίζει τήν ἱστορική καί θεολογική ἀξία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Καί τά δύο βιβλία εἶναι ἱερά· ἡ Παλαιά Διαθήκη προετοίμασε τόν ἄνθρωπο γιά τό πλήρωμα τοῦ χρόνου τό ὁποῖο περιέχει ἡ Καινή Διαθήκη.

Προτρέπει τούς πιστούς νά μελετήσουν τήν Ἁγία Γραφή μέ τήν ἀρωγή5 τοῦ Θεοῦ, γιατί μόνον μέ τήν σωστή ἀνάγνωση δύναται κανείς νά καταλάβει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας μέ τήν ἔννοια, ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος Θεός. Εἶναι ἕνας ὡς πρός τήν ὀνομασία, τήν Θεότητα καί τήν μεγαλωσύνη καθώς καί ὡς πρός τήν φύση καί τήν ἐνέργεια, Τριαδικός δέ κατά  τά πρόσωπα6.

Ἡ Θεολογία τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου, ἀντικρούει τόν Μοναρχιανισμό καί τήν ἐθνική πολυθεΐα καθώς καί τήν Ἀρειανική ἐκδοχή περί τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Θεός κατά τόν Ἅγιο Ἀμβρόσιο εἶναι ἀπαθής, ἄτρεπτος, ἀναλλοίωτος, δέν περιορίζεται σέ τόπο καί πληρεῖ τά πάντα, ἐπιπλέον δέν περιορίζεται σέ χρονικά ὅρια τοῦ παρελθόντος, τοῦ παρόντος καί τοῦ μέλλοντος.

Ὡς πρός τά τρία Θεῖα πρόσωπα Πατήρ, Υἱό καί Ἅγιον Πνεῦμα τό κάθενα χωριστά ἔχει στήν πληρότητα του, τή Μία καί ἀδιαίρετη Θείᾳ Φύση ἤ Οὐσία χωρίς αὐτό να σημαίνει ὅτι ὑπάρχει σύγχυση τῶν προσώπων.

Τό κάθε Θεῖο πρόσωπο διακρίνεται ἀπό τά ἄλλα, χωρίς να συγχέεται ἤ νά χωρίζεται ἀπό αὐτά. Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος ἀντιτίθεται στήν Σαβελλιανική ἄποψη, ὅτι τά Τρία Πρόσωπα εἶναι ἐκφράσεις τοῦ ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ Θείου προσώπου, τοῦ Πατρός, καθώς ἐπίσης καί στήν Ἑλληνική τριθεΐα.

Ὑπάρχει διάκριση ὡς πρός τά ὑποστατικά ἰδιώματα τοῦ καθενός Προσώπου, χωρίς ὄμως νά διασπᾶται ἡ Θεία ἑνότητα. Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος εἶναι ὁ πρῶτος Θεολόγος τῆς Δύσης, ὁ ὁποῖος μελέτησε τό Πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκτενέστερα.7 Τό πόνημά του De spiritu Sancto8 ἀπευθύνεται ἐναντίον τῶν Πνευματομάχων τῆς ἐποχῆς του. Χρησιμοποίησε δέ ὡς πηγή τήν Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία ἀναφέρει ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ὁμοούσιο καί ἱσοδύναμο μέ τά ἄλλα Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί δέν ἀποτελεῖ ἁπλῆ δύναμη, οὔτε εἶναι κτῖσμα. Καλεῖ αὐτό ″Αἰώνιον″, ″Πηγή ὕδατος Ζωῆς″, ″Φῶς″, ″Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας″.

 

β) Κοσμολογία. Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου.

Ἀφετηρία τῆς κοσμολογίας του, εἶναι ἡ ἑξαήμερος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού περιλαμβάνεται στήν Γένεση. Ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος ἔτσι καί ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος συνέγραψε καί αὐτός εἰδική μελέτη ἐπάνω στήν ἑξαήμερο, ὑποστηρίζοντας ὅτι ὁ κτιστός κόσμος δημιουργήθηκε ″ἐκ’ τοῦ μηδενός″. Ἀπορρίπτει τήν προΰπαρξη τῆς ὕλης, δέν ὑπάρχει ὕλη ἀδημιούργητη καί αἰώνια, ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου ἀποτελεῖ ἔργο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ κόσμος εἶναι ὑποδεέστερος τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀφοῦ εἶναι κτῖσμα Του Αὐτῆς. Ὁ κτιστός κόσμος διαιρεῖται στά ὁρατά καί στά ἀόρατα κτίσματα. Στά ἀόρατα κτίσματα συμπεριλαμβάνονται οἱ ἄγγελοι καί ὅλες οἱ νοερές δυνάμεις, ἐνῷ στά ὁρατά κτίσματα συμπεριλαμβάνονται οἱ ἄνθρωποι καί τά κτιστά ὄντα τοῦ κτιστοῦ ζωϊκοῦ καί φυτικοῦ βασιλείου.

Οἱ ἄγγελοι ὡς λειτουργικά πνεύματα εἶναι ἀνώτεροι τῶν ἀνθρώπων, ἔχουν ὡς ἔργο τήν προστασία τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτό ἀκριβῶς οἱ ἄνθρωποι ἐπικαλοῦνται τήν βοήθεια τους καί τήν μεσιτεία τους. Τό κακό δέν εἶναι αὐθύπαρκτο, παρά μονάχα λαμβάνει ὑπόσταση ὅταν τό διαπράτει ὁ ἄνθρωπος.

Ἐφευρέτης τοῦ κακοῦ εἶναι ὁ διάβολος ὁ ὁποῖος μισεῖ τόν ἄνθρωπο καί θέλει νά τόν ἐξαφανίσει μαζί μέ ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Εἶναι τό πνεῦμα τῆς ἀποστασίας καί γι’ αὐτό ἀκριβῶς τόν λόγο ὑποκινεῖ τούς ἀνθρώπους ἐνάντια στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ἡ κοσμολογική θέση τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου ἀποσκοπεῖ στό νά προστατεύσει τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς κακοδοξίες τοῦ Μαρκίωνα καί τοῦ Ἑρμογένη ἀλλά καί τῶν Μανιχαίων.

 

γ) Χριστολογία. Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἀνάπτυξη τοῦ θέματος τῆς Χριστολογίας σκοπό νά διδάξει στήν Ἐκκλησία τῶν Μεδιολάνων τήν ὀρθή Πίστη, καί, ἀφ’ ἑτέρου, δέ νά προφυλάξει τό ποίμνιό του, ἀπό τήν κακοδοξία τοῦ Ἀπολλινάριου Λαοδικείας καθώς καί ἀπό τούς ἄλλους αἱρετικούς οἱ ὁποῖοι ἀμφισβητοῦσαν εἴτε τήν Θεότητα, εἴτε τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ.

Βασικοί ἄξονες τῆς διδασκαλίας του εἶναι ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τέλειος ἄνθρωπος καί τέλειος Θεός· ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν φανταστική, ἀλλά πραγματική ὅπως τῶν ὑπολοίπων ἀνθρώπων πλήν τῆς ἁμαρτίας.

Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος τονίζει ὅτι ἐάν ὁ Χριστός δέν ἐλάμβανε λογική ψυχή ὅπως ὑποστήριζε ὁ Ἀπολλινάριος Λαοδικείας, ἀλλά ἄλογη πού ἀναπληρώθηκε ἀπό τόν Θεῖο Λόγο τότε αὐτόματα μειώνεται ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀπεναντίας ἀντιπροτείνει ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή του προσέλαβε ὅλο τόν ἄνθρωπο, ἀληθινό σῶμα καί μέ τέλεια λογική ψυχή.

Χρησιμοποιεῖ καί τό ἐπιχείρημα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «Τό γάρ ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον· ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ τοῦτο καί σώζεται». Ὁ συνδυασμός αὐτός τοῦ χωρίου δηλώνει στόν Ἀπολλινάριο ὅτι ἡ διδασκαλία του περί ἀλόγου ψυχῆς ἔχει σοβαρές συνέπειες γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

 

δ) Ἐκκλησιολογία. Ὁ ἄνθρωπος, ἡ Ἐκκλησία, τά ἱερά Μυστήρια.

Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό ὡς τέλεια οὐράνια ὀντότητα· ἡ ζωή του ἦταν ἀγγελοειδής. Μέσα στόν παράδεισο ζοῦσε μέσα στήν κατάσταση ἀπόλυτης αὐθεντικότητας καί καθαρότητας. Ἡ ψυχή τοῦ δημιουργήθηκε ″κατ’ εἰκόνα″ Θεοῦ καί εἶχε τήν δυνατότητα να ὁμοιάσει στόν Θεόν. Ἡ ὁμοιότητα ἀφοροῦσε στόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο.

Ἡ παρακοή τοῦ ἀνθρώπου ἔφερε τόν χωρισμό του, ἀπό τόν Θεό, ἦταν τό ἀποτέλεσμα τῆς κακῆς χρήσης τοῦ αὐτεξουσίου, μέ συνέπεια ὁ ἄνθρωπος νά μετατραπεῖ σέ δοῦλο τῆς ἁμαρτίας. Ἡ λύση δόθηκε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί προσφέρεται στούς πιστούς μέσα ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ κάθε πιστός ἀναγεννᾶται πνευματικά μέσα ἀπό μέσα στήν Ἐκκλησία.

Τά ἅγια μυστήρια συνδέουν τόν πιστό μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ· αὐτά εἶναι τό Βάπτισμα, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ ἐξομολόγηση, τό εὐχέλαιο, ὁ γάμος, ἡ ἱερωσύνη καί τό χρίσμα. Ἀνάμεσα σέ αὐτά τά 7 μυστήρια προτεραιότητα δίνει στό Βάπτισμα, καί στήν Θεία Εὐχαριστία.

 

ε) Ἐκκλησιολογία.

Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος συνδύασε τούς πολέμους, τίς ἀρρώστιες καί τίς φυσικές καταστροφές τῆς ἐποχῆς του, ὡς σημεῖα τῶν ἐσχάτων καιρῶν. Αὐτά τά στηρίζει στό Εὐαγγελικό χωρίο τοῦ ἀποστόλου Ματθαίου ″Καί κηρυχθήσεται τοῦτο τό εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ εἰς μαρτύριον πᾶσι τοῖς ἔθνεσι, καί τότε ἥξει τό τέλος.″ (Ματθαίου 24:14).

Τόν ἀντίχριστο τόν παρουσιάζει ὡς τόν Υἱόν τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος θά ὑπερβεῖ στήν ἔπαρση καί στήν οἴηση τόν ἴδιο τόν διάβολο. Γνωρίσματα τῆς ἐλεύσεως τοῦ ἀντιχρίστου εἶναι ἡ κυριαρχία τοῦ ψεύδους, τῆς ἀνθρώπινης κακίας, τῆς ἀπιστίας, τῆς ἔξαρσης τῶν παθῶν καί γενικά ἡ ἔλλειψη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.

Κατά τήν διάρκεια τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, θα προηγηθεῖ τῆς Μελλούσης Κρίσεως ἡ κοινή ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί ἔπειτα θα ἐπακολουθήσει ἡ κρίση, ἡ ὁποῖα θά γίνει βάσει τῶν πεπραγμένων ἀπό τούς ἀνθρώπους καί ἐξαρτᾶται ἀπ’ αὐτούς ἐάν θα εἶναι ἀνάσταση κρίσεως ἤ ἀνάσταση ζωῆς9!

 

Νικόλαος  Βολουδάκης

Θεολόγος

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 221

Ἰενουάριος 2021

  

  Ὑποσημειώσεις:

 

1: Στυλιανοῦ Γ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Τόμος Β΄ 4ος αἰώνας, Ἀνατολή – Δύση, Ἐκδόσεις Γρηγόρη, σελίδα 179.

2: Στυλιανοῦ Γ. Παπαδόπουλου Πατρολογία Τόμος Α΄, 2ος καί 3ος αἰώνας, σελ. 374-375.

3: Προέρχεται ἀπό τό ρῆμα ὑπομιμνήσκω.

4: Κωνσταντίνου Σκουτέρη, Ἱστορία Δογμάτων, τόμος 2ος σελίδα 676, , ἡ Ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία καί οἱ νοθεύσεις της, ἀπό τίς ἀρχές τοῦ τετάρτου αἰῶνος μέχρι καί τήν Τρίτη Οἰκουμενική Σύνοδο, Ἀθήνα 2004.

5: Ἀρωγή: βοήθεια, ἐπικουρία, ὑπεράσπιση, προέρχεται ἀπό τό ρῆμα ἀρήγω πού σημαίνει βοηθάω, ἐπικουρῶ.

6: Ἱστορία Δογματων, ὅ. ἀ.

7: Ἐκτενέστερα: ἀδιάκοπα, ἀκατάπαυστα.

8: Πόνημα: ἐργασία, ἔργον, ἐκπονηθέν ἔργο τό ὁποῖο προῆλθε μετά ἀπό κόπο.

9: Ἱστορία Δογματων, ὅ. ἀ.