ΘΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΑ

ΘΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΑ

 

ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, εἶναι πλεγμένη μέ θυσίες δικαίων καί ἀδίκων. Ἡ διαφορά μεταξύ τους, βρίσκεται στό γεγονός πώς, οἱ μέν πρῶτοι θυσιάζονται ἑκούσια γιά τό κοινό καλό, οἱ δέ δεύτεροι, ἀφοῦ θυσίασαν πρῶτα τήν ψυχή τους, εἶναι σέ θέση νά θυσιάσουν τόν ὅποιον ἄλλον, γιά τό ἀνώφελο ὄφελός τους.

Μιά ἄλλη ἰδιαίτερη ἱστορικά κατηγορία1, εἶναι αὐτή τῶν ἀνθρώπων μέ δίκαια ἐλατήρια, πού ὅμως παρασύρθηκαν ἀπό τίς Σειρῆνες τῆς πλάνης. Μιά πολύ πιό σπάνια κατηγορία ἀνθρώπων, εἶναι αὐτοί πού ἀπό ἄδικοι, μετανόησαν τόσο βαθειά καί ἀληθινά, ὥστε ἔγιναν φάροι τῶν δικαίων.

Ἀνάμεσα στίς δύο μεσαῖες κατηγορίες κινούμαστε οἱ περισσότεροι μικρομεσαῖοι ἄνθρωποι, μέ τούς μικροϋπολογισμούς, τά μικροσυμφέροντα καί τίς μικροπλάνες μας. Αὐτά λίγο - πολύ εἶναι διαχρονικά καί πανανθρώπινα φαινόμενα. Ἡ διαφορά ἴσως, παλαιότερων ἐποχῶν μέ τό σήμερα, βρίσκεται στή γενική λησμόνηση κομβικῶν σημείων ἀναφορᾶς τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι καί αὐτό τῆς θυσίας. Ὅσο περισσότερο ὅμως ἐθελοτυφλοῦμε ὑπαρξιακά, τόσο περισσότερο πέφτουμε στούς λάκκους τοῦ ἀσυνείδητου. Νομίζουμε πώς μποροῦμε νά παίρνουμε τά μέγιστα, δίνοντας τά ἐλάχιστα, πώς μποροῦμε νά μιλᾶμε χωρίς νά ἀκοῦμε, νά δικαιούμαστε χωρίς νά ὑποχρεωνόμαστε, νά ἀπολαμβάνουμε χωρίς νά κοπιάζουμε. Μέ αὐτό τόν τρόπο ὅμως, δέν ὡριμάζουμε ποτέ, ὥστε νά ἐπιλέγουμε τήν ἑκούσια θυσία, ἀλλά ἀντίθετα θυσιαζόμαστε ἀκούσια καί ἀνώφελα.

Εἶναι τόσο ἐνοχοποιημένη στήν ἐποχή μας ἡ ἔννοια τῆς θυσίας, ὥστε φτάνουμε νά τήν ἀπαρνιόμαστε, ἐνῶ τήν ἴδια στιγμή βρισκόμαστε, θύτες καί θύματα σέ ἀλλότριους βωμούς. 

Οἱ ἄνθρωποι τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου ὅπως ὁ ἀρχαῖος Ἑλληνικός, μπορεῖ νά μήν ἤξεραν ἀκριβῶς τί ἦταν οἱ δυνάμεις αὐτές στίς ὁποῖες θυσίαζαν, ἀλλά γνώριζαν πολύ καλά, τί καί γιατί θυσίαζαν, ὄχι μόνο στίς λατρευτικές τελετουργίες, ἀλλά στό σύνολο τοῦ βίου. Γνώριζαν πώς, χωρίς νοερή κατάβαση στά λαγούμια τοῦ ἀσυνείδητου –ὅπως τό ὀνομάζουμε σήμερα– δέν μπορεῖ νά φέρει κανείς στό φῶς πολύτιμα πετράδια ζωῆς. Γνώριζαν πώς, οἱ νοερές καταβάσεις στό ἀσυνείδητο, συχνά προλαμβάνουν τίς ἀνόητες πανωλεθρίες στούς ἀνθρώπους καί στίς πολιτεῖες τους. Γνώριζαν πώς, ὁ μίτος τῆς ἐξόδου ἀπό τούς λαβυρίνθους, κρατεῖται ἀπό τόν ἔρωτα τῆς ζωῆς.

Στήν ἀνεστραμμένη εἰδωλολατρεία πού ζοῦμε σήμερα, θυσιάζουμε ἀνεπί­γνωστα τήν ζωή μας, γιά νά σώσουμε τό εἴδωλό μας. Ξεχάσαμε τί ἔπαθε ὁ Νάρκισσος.  

Θά πεῖ κανείς, ψιλά γράμματα ὅλα αὐτά, παλιά, ξεθωριασμένα. Ἄν ἡ λύση εἶναι νά ξεχνᾶμε τόν τροχό ὥστε νά τόν ἐπαν-ἀνακαλύπτουμε, τότε ἡ πρόταση τῆς λήθης στήν ἀπό αἰώνων ἀνθρώπινη ἐμπειρία, μπορεῖ νά εἶναι μιά ὑπολογίσιμη πρόταση. Ἀλλά ἄν θέλουμε νά μιλᾶμε γιά πρόοδο, ὀφείλουμε νά βάζουμε τό λιθαράκι πού μᾶς ἀναλογεῖ σέ αὐτό πού παραλαμβάνουμε ἀπό τίς προηγούμενες γενιές καί παραδίδουμε στίς ἑπόμενες.

Σέ ὅσους δέν θέλουν νά διαβάζουν ψιλά, παλιά γράμματα, τούς παραπέμπουμε στούς πηχυαίους τίτλους πού ἔχουν χαραχθεῖ στά σώματα καί στίς ψυχές τοῦ καθενός καί μίας, ἀπό τίς θυσίες πού ἐπιφέρουν ἡ ζηλοφθονία, ἡ ἐκδίκηση, τό μίσος, ἡ διχόνοια καί τόσα ἄλλα πού μᾶς καθιστοῦν σκληρόκαρδους.

Ἀλλά ἄν εἴμαστε τόσο ἀνηλεεῖς, μποροῦμε νά περιμένουμε τό ἔλεος ἀπό τούς ἄρχοντες αὐτοῦ τοῦ κόσμου; Γιά νά ἐπικρατήσει κάποιος σέ «ἀλεποῦδες», δέν πρέπει νά εἶναι πολύ πιό «ἀλεποῦ»; Πόσο μᾶλλον, γιά νά μπορεῖ νά διατηρήσει αὐτόν τόν θῶκο. Συνηθίζουμε νά λέμε γιά τά αἴσχη, τίς ἀνομίες καί τά ἐγκλήματα τῶν ἰσχυρῶν αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλά δέν φαίνεται ἀπό κάπου στήν Ἱστορία, νά ὑπάρχουν λαοί ἀθῶοι τοῦ αἵματος. Τό γεγονός αὐτό δέν ἀθωώνει τούς ἰσχυρούς, πού πάντοτε χρησιμοποιοῦν μισές ἀλήθειες, ὡς ἄλλοθι γιά τά ὁλόκληρα ψεύδη, ἀλλά δέν ἀθωώνει καί ἐμᾶς, ὅταν κάνουμε μετάθεση εὐθυνῶν.

Τό ζητούμενο δέν βρίσκεται στό ποιός εἶναι καλύτερος στό νά «πετάει τό μπαλάκι» στούς ἄλλους, ἀλλά τί θυσιάζουμε καί τί σώζουμε, ὡς πρόσωπα καί ὡς κοινωνία.

Ὅσο καί ἄν προσπαθοῦν νά μᾶς ὑπνωτίσουν σήμερα, μέ τόν σύγχρονο τεχνολογικό μύθο, ὅτι μποροῦμε νά παίρνουμε σχεδόν χωρίς νά δίνουμε, τό γεγονός πώς μέ τό ἕνα χέρι παίρνουμε καί μέ τό ἄλλο δίνουμε, ἀποτελεῖ ὄχι ἁπλῶς γήϊνη, ἀλλά συμπαντική σταθερά. Ἄρα τό θέμα βρίσκεται στό τί πραγματικά δίνουμε καί παίρνουμε κάθε φορά. Ἐκεῖ ἔγκειται καί ἡ ἔννοια τῆς θυσίας. Ἐκεῖ λαμβάνουν χώρα οἱ πράξεις τῆς ζωῆς, οἱ ἀφαιρέσεις καί οἱ διαιρέσεις ἀπό τή μεριά τοῦ «δύσ», οἱ προσθέσεις καί οἱ πολλαπλασιασμοί ἀπό τή μεριά τοῦ «εὖ». Ἐκεῖ τό λιγοστό θρέφει καί περισσεύει, ὅπως μέ τούς πέντε ἄρτους καί τούς δύο ἰχθεῖς πού εὐλόγησε ὁ Χριστός, ἐκεῖ τό περίσσιο καθίσταται ἀνεπαρκές, ὅπως στά τόσα περιττά ποὐ μᾶς αὐξάνουν τήν πενία. Ἀλλά σήμερα ξεχάσαμε νά μιλᾶμε γιά θαύματα, μείναμε νά ἀπαριθμοῦμε μόνο θύματα.

Ἄλλωστε, ἀκόμα καί τά ἐπιβεβαιωμένα θαύματα, ὅπως μᾶς λένε οἱ «εἰδικοί», κάποτε θά τά ἀποκωδικοποιήσει ἡ ἐπιστήμη.

Αὐτό πού δέν μᾶς εἶπαν, εἶναι, πώς ἡ μερικότητα τῆς διάνοιας μπορεῖ νά ἀποδώσει τήν ὀλικότητα τῆς ὕπαρξης, χωρίς νά μετέχει σέ αὐτήν. Πώς μπορεῖ τό ποσοτικό, τό ὁποῖο δέν ἀποτελεῖ αὐταξία, ἀλλά τάξη τῆς ποιότητας, νά μετρήσει κάτι πού τό ἴδιο δέν περιέχει, ἀλλά περιέχεται αὐτοῦ. Πώς μπορεῖ τό πεπερασμένο, νά μετρήσει τό διηνεκές. Γιατί τό θαῦμα δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα Ἱστορικό συμβάν, δέν εἶναι κάτι πού ἔγινε στήν ἱστορία μιά φορά καί πάει τέλειωσε. Τό θαῦμα γίνεται καί θά γίνεται διαρκῶς, γιατί εἶναι ἐγγεγραμμένο στήν αἰτία τῆς ὕπαρξης. Ἡ ἴδια ἡ γένεση τῆς ζωῆς, εἶναι ἡ ἀπαρχή τοῦ θαύματος καί τό θαῦμα τῆς ζωῆς, δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, τῶν ἰχθύων, τοῦ οἴνου, εἶναι οἱ πολλαπλές ἐκδηλώσεις τοῦ ἐν λόγῳ Λόγου.

Εὔλογα θά ἀναρωτηθεῖ κανείς, πῶς μπορεῖ νά ὑπάρχει πολλαπλασιασμός στό θαῦμα. Δέν παραμένει ἡ σταθερά τῆς διατήρησης τῆς ἐνέργειας; Τό θαῦμα, ὅπως καί κάθε ἄλλη ἐκδήλωση τῆς Θείας ἐνέργειας, δέν εἶναι μαγική, οὔτε παράλογη, εἶναι ὑπέρλογη. Εἶναι ὑπερβατική γιατί εἶναι ἀμιγής κοινωνία Προσώπων.

Ὅταν λέμε πώς ἡ ποιότητα ἐμπεριέχει τήν ὕλη, αὐτό δέν εἶναι ἕνας ἀφηρημένος, μεταφυσικός πόθος, ἀλλά τό γεγονός πώς ὁ ὑλικός κόσμος, ἀναγεννᾶταιἐν σχέσει.

Αὐτό πού ἐνδιαφέρει ἐμᾶς εἶναι, τί κάνουμε κάθε ὥρα καί στιγμή, ἄν πετᾶμε τά ὠφέλιμα καί κρατᾶμε τά ἀνώφελα, ἄν διώχνουμε τή χαρά καί προσκαλοῦμε τή θλίψη, ἄν ἀντέχουμε νά εἴμαστε καλά, ἄν μποροῦμε νά ζοῦμε εἰρηνικά, ἄν χαιρόμαστε μέ τή χαρά ἀλλήλων καί παραστεκόμαστε στά δύσκολα. Αὐτά καί ἄλλα πολλά, κρίνουν τήν ποιότητα τῆς σχέσης μας, τῆς μετοχῆς μας στό ἔργο τῆς ζωῆς.  

Ἀλλά ἀπό ὅ,τι φαίνεται, ἐμεῖς ἑλκόμαστε ἀπό τούς ἤχους τῶν Σειρήνων, ἀπό τοῦ ᾍδη τά κρόταλα, πού κλέβουν νόες καί καρδιές μέ καθηλωτικά συνθήματα, τά ὁποῖα μουδιάζουν τήν κρίση, μέ γενικόλογες θωπεῖες τῶν ὤτων, πού ὑπνωτίζουν τόν λόγο, ὥστε νά μήν ἀντιλαμβανόμαστε πώς τά συνθήματα γίνονται ἐντολές καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μηχανές.

Ἴσως μᾶς πέφτει πιό εὔκολο νά εἴμαστε ἀπρόσωπα αὐτόματα, νά τρέχουμε χωρίς νά ξέρουμε ποῦ πραγματικά πηγαίνουμε, νά μιμούμαστε χωρίς νά σκεφτόμαστε, νά ἐκτελοῦμε ἐντολές χωρίς νά τίς κρίνουμε, στό ὄνομα μιᾶς ἀποτελεσματικότητας ἀγνώστου περιεχομένου.

Μέ αὐτό τόν τρόπο προσαρμοζόμαστε στήν προωθούμενη πολιτισμική(;) μοντελοποίηση, ἡ ὁποία ὑπαγορεύει τόν δικό της τύπο (ὑπ)ἀνθρώπου καί ἀπαγορεύει τούς ἄλλους ἀνθρώπινους τύπους, μέ τήν περιθωριοποίηση καί τήν μετατροπή τους σέ ἀποδιοπομπαίους τράγους, ἕτοιμους νά ριχτοῦν στήν πυρά τῆς Νέας Ἀνίερης Ἐξέτασης.

Σέ αὐτή τήν φαινομενικά ἀτέρμονη θυσιαστική ἁλυσίδα, ὅπου καταβροχθίζουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί ὅλους μαζί συντετριμμένους μᾶς καταβροχθίζει ὁ συστημικός «μεγάλος ἀδελφός» πάνω στά θυσιαστήρια τῶν φοβιῶν καί τῶν παθῶν, ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού μέ κατάφαση ζωῆς δέν γίνονται κρίκοι της. Ἀκόμα καί ἄν εἶναι λιγοστοί οἱ δίκαιοι αὐτοί, πού ἔχουν ἐξέλθει τοῦ λαβυρίνθου μέ τόν μῖτο τοῦ Θείου ἔρωτα, τό γεγονός εἶναι πώς ἡ ἁλυσίδα πού σφίγγει ἐμᾶς τούς ὑπόλοιπους, χάνει τήν ἀπόλυτη συνέχειά της, σπάει, σωριάζεται.

Τότε γιά λίγο ἔστω θυμόμαστε, πώς πλαστήκαμε ἐλεύθεροι, μέ τό μοναδικό του ἀποτύπωμα ὁ καθένας καί μία, νά ψηλαφήσουμε τό Ἀγαθό. 

Τότε πολλαπλασιαζόμαστε ὑπαρξιακά. Τότε θυμόμαστε τόν Θεάνθρωπο πού ἔγινε ἑκούσια θυσία, ὥστε νά μπορεῖ ἡ δική μας θυσία, νά εἶναι λογική καί ἀναίμακτη.

 

Θεμιστοκλῆς   Σβορῶνος

Ἠλεκτρολόγος

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Ἄρθρου 228-229

Αὔγουστος-Σεμπτέμβριος 2021

 

1. Ὁ ὅρος κατηγορία χρησιμοποιεῖται ἐδῶ ἐντελῶς συμβατικά, γιά τήν οἰκονομία μιᾶς ἁδρῆς περιγραφῆς καί ὄχι μέ πρόθεση κατηγοριοποίησης τῶν ἀνθρώπων.