«ΠΕΡΣΑΙ»

2500 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ

 

«ΠΕΡΣΑΙ»

 

Τραγωδία τοῦ Σαλαμινομάχου Αἰσχύλου (525-456 π.Χ.)

ὑπόθεση τοῦ ἔργου ἐκτυλίσσεται στά Σοῦσα, πρωτεύουσα τῆς Περσίας, μπροστά στό βασιλικό ἀνάκτορο, κοντά στόν τάφο τοῦ Δαρείου. Ὁ Χορός, πού ἀποτελεῖται ἀπό γέροντες Πέρσες προεστούς, ἐκφράζει τήν ἀνησυχία του γιά τήν ἔλλειψη εἰδήσεων γιά τήν ἐκστρατεία ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος, πού εἶχε ἐπιχειρήσει ὁ βασιλιάς τους Ξέρξης. Μιλᾶ γιά τό μεγάλο πλῆθος τοῦ στρατεύματος πού ἐξεστράτευσε μέ ἄλογα, πλοῖα, πεζοί. Ἀναφέρει πολλά ὀνόματα ἀρχόντων καί ὑποτελῶν στήν Περσία βασιλιάδων.

Βγαίνει ἀπό τό ἀνάκτορο ἡ βασίλισσα Ἄτοσσα, μητέρα τοῦ Ξέρξη, καί διηγεῖται στό Χορό τό ἄσχημο ὄνειρο πού εἶχε ἰδεῖ. Ὁ Χορός ἀδυνατεῖ νά τό ἐξηγήσει καί τῆς συνιστᾶ νά προσφέρει θυσίες στούς θεούς καί σπονδές στόν νεκρό σύζυγό της Δαρεῖο. Ἐρωτῶντας τόν Χορό, παίρνει πληροφορίες γιά τήν Ἑλλάδα καί ἰδιαίτερα γιά τήν Ἀθήνα καί τό πολίτευμά της.

Ὅ,τι λέει ὁ Χορός ἀποτελοῦν ὕμνο τοῦ Αἰσχύλου γιά τήν πατρίδα του Ἀθήνα (στίχοι 234-244): Ἄν ὁ Ξέρξης νικοῦσε τήν Ἀθήνα, «ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα θά ὑποτασσόταν στό βασιλιά». Ὁ «στρατός της τέτοιος πού στούς Μήδους προξένησε πολλά κακά». Δέν ἔχουν οἱ Ἀθηναῖοι «ἄφθονο πλοῦτο στά σπίτια τους». «Ἔχουν μιά φλέβα ἀσημιοῦ, ἕνα θησαυρό μέσα στή γῆ», «ἔχουν ὅπλα τοῦ χεριοῦ κι’ ἀρματωσιές μ’ ἀσπίδες». Καί γιά τό πολίτευμα: «Κανενός ἀνθρώπου δοῦλοι κι’ ὑποταχτικοί δέ λέγονται». Καί ἡ Ἄτοσσα ἀρθρώνει τό συμπέρασμα: «Πῶς λοιπόν θά ἄντεχαν ἐχθρούς πού πάνω τους θά ἔρχονταν;». Ὁ Χορός συμπληρώνει: «Ὅπως τό μεγάλο καί ἄξιο στρατό τοῦ Δαρείου ἔφθειραν».

Καταφθάνει Ἀγγελιοφόρος καί πληροφορεῖ μέ συναρπαστικό τρόπο τήν Ἄτοσσα καί τόν Χορό γιά τήν πανωλεθρία πού ὑπέστη ὁ στρατός τῶν Περσῶν στή ναυμαχία τῆς Σαλαμίνος, στήν Ψυττάλεια (ἐπίλεκτοι Πέρσες πολεμιστές ἐξοντώθηκαν ἐκεῖ), καί κατά τήν φυγή του μέσω Βοιωτίας, Θεσσαλίας, Μακεδονίας καί Θράκης. Ὁ Ἀγγελιοφόρος τούς βεβαιώνει ὅτι ὁ στόλος τῶν Ἑλλήνων ἦταν πολύ μικρότερος ἀπό τῶν Περσῶν. Περιγράφει πῶς ἄρχισε καί πῶς ἐξελίχθηκε ἡ ναυμαχία. Ἐπαναλαμβάνει τόν παιάνα πού ἀκούστηκε: «Ὦ, παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ’, ἐλευθεροῦτε δέ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρώων ἕδη, θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπέρ πάντων ὁ ἀγών». (στίχοι 401-405). Ἡ θλιβερή εἴδηση συγκλονίζει τήν βασίλισσα καί τόν Χορό πού θρηνοῦν γιά τήν συμφορά πού βρῆκε τήν χώρα.

Ὁ Δαρεῖος, πού βγαίνει ἀπό τόν τάφο του, διαλέγεται μέ τήν Ἄτοσσα καί τόν Χορό. Τόν πληροφοροῦν γιά τήν συμφορά πού ἔχει προκαλέσει στή χώρα ὁ Ξέρξης. Τούς συνιστᾶ νά μήν ἐπιχειρήσουν πόλεμο ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος, κι ἄς ἔχουν μεγαλύτερο στράτευμα. Ἐπιστρέφει στήν αἰώνια κατοικία του καί ἡ Ἄτοσσα μπαίνει στό ἀνάκτορο. Φθάνει καταταλαιπωρημένος καί ρακένδυτος ὁ Ξέρξης. Διαλέγεται μέ τόν Χορό, πού τόν συνοδεύει στόν θρῆνο του.

Ὑπενθυμίζεται ὅτι οἱ δραματικοί ποιητές στήν ἀρχαία Ἀθήνα ἦσαν οἱ δάσκαλοι τῶν πολιτῶν, τοῦ λαοῦ. Ὅπως σέ ὅλες τίς τραγωδίες ἔτσι καί σ’ αὐτή ὁ Αἰσχύλος μέ τήν ἔκθεση τῆς ὑποθέσεως τοῦ ἔργου καί τίς ρήσεις τῶν προσώπων ἐπισημαίνει καίρια θέματα πνευματικῆς τάξεως. Ὅπως σέ ὅλες τίς τραγωδίες καί στούς «Πέρσες» ἔχουμε τόν Χορό, ἐκφραστή τῆς κοινῆς γνώμης, πολυπρόσωπο ὀργανικό μέρος, συνέχεια τοῦ συνόλου τῶν προσώπων τοῦ Διθυράμβου.  Ἐδῶ εἶναι γέροντες Πέρσες προεστοί.

Κεντρικό θέμα πού θέτει ὁ δραματουργός ἀποτελεῖ ἡ ἀτομική καί συλλογική ὑπερηφάνεια, ἡ ἔπαρση, ἡ ἀλαζονεία, πού ὀφείλεται σέ σωματική ρώμη, ἱκανότητες, δεξιότητες, εὐφυΐα, ὑλικό πλοῦτο, στρατιωτική, πολιτική ἰσχύ. Μέ τήν ἐξέλιξη τοῦ μύθου τῆς τραγωδίας καί μέ τίς ρήσεις τῶν προσώπων ἐπισημαίνονται οἱ συνέπειες αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἀσθένειας, τῆς ἐγωπάθειας.

Πρίν μάθουν τήν συμφορά τά μέλη τοῦ Χοροῦ ἐκφράζονται μέ κομπασμό γιά τόν βασιλιά τους καί τόν στρατό τους (στίχοι 71-80): «Τῆς Ἀσίας τῆς πολύαντρης ὁ ἀντρεῖος ἄρχοντας σ’ὅλη τή γῆ τό κοπάδι τό θαυμαστό ὁδηγεῖ ἀπό δύο δρόμους, κι’ ἀπό στεριά κι’ ἀπό θάλασσα, ἐμπιστοσύνη ἔχοντας σέ γερούς κι’ ἀντρείους ἀρχηγούς, τῆς χρυσῆς γενιᾶς βλαστάρι ὁ ἰσόθεος ἄντρας». Δέν εἶναι μόνον ἀντρεῖος ἀλλά καί ἰσόθεος ὁ Ξέρξης τους! Καί ἐμεῖς γνωρίζουμε ἀπό προσωπική πεῖρα καί ὄχι μόνον ἀπό μελέτες πόσο εὔκολο εἶναι νά «πάρουν τά μυαλά μας ἀέρα»!

Ἔρχεται ὁ Ἀγγελιοφόρος καί δίνει μιά συνοπτική εἰκόνα τῆς συμφορᾶς (στίχοι 249-255): «χωριά ὁλόκληρης τῆς ἀσιατικῆς γῆς, γῆ περσική λιμάνι τόσου μεγάλου πλούτου, πῶς μ’ ἕνα μόνο χτύπημα ἔχει χαθεῖ μεγάλη εὐτυχία καί τ’ ἄνθος τῶν Περσῶν γκρεμίστηκε καί πάει!» Μετά ἀπό αὐτό ἡ οἴηση τῶν μελῶν τοῦ Χοροῦ ἐξαερώθηκε (στίχοι 256-258): «Δυσάρεστα, δυσάρεστα κακά πρωτάκουστα καί φοβερά. Ἀλίμονο κλάψτε, Πέρσες, ἀκούοντας τό φοβερό μαντάτο».

Ὁ Ξέρξης διέπραξε καί μίαν ἄλλην σοβαρή ὕβρη. Ἔζευξε τόν Βόσπορο γιά νά περάσουν στήν Εὐρωπαϊκή ἀκτή τά πεζοπόρα τμήματα τοῦ στρατοῦ καί τό ἱππικό «τοποθετῶντας στερεοκαρφωμένο δρόμο στῆς θάλασσας τό σβέρκο» (στίχοι 70,71). Ὁ ποιητής ἐπισημαίνει αὐτή τήν ὕβρη μέ τό στόμα τοῦ Δαρείου (στίχοι 745-752): «Ὁ γιός μου μέ νεανική ἀποκοτιά τά ἔκανε μή νιώθοντας· διότι αὐτός τοῦ Ἑλλήσποντου τοῦ ἱεροῦ, σάν δοῦλο μέ ἁλυσίδες ἔλπιζε νά κρατήσει τή ροή, τό θεϊκό ρέμα τοῦ Βόσπορου· κι’ ἄλλαζε τοῦ πορθμοῦ τή μορφή καί μέ σφυρηλατημένα δεσμά μεγάλο δρόμο γιά πολύ στρατό κατάφερε ν’ ἀνοίξει. Κι’ ἐνῶ ἦταν θνητός, φανταζόταν μ’ ἀστοχασιά ὅλους τούς θεούς καί τόν Ποσειδώνα νά νικήσει». Εἶναι τυχαῖο τό γεγονός ὅτι ἡ ἰδιαιτέρα πρός τόν θεό τῆς θάλασσας Ποσειδῶνα ἀσέβεια τοῦ Ξέρξη τιμωρήθηκε μέ τήν πανωλεθρία πού ἔπαθε στό βασίλειο τοῦ Ποσειδῶνα, στή θάλασσα; Μήπως σ’ αὐτό πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε ἐκπληκτική ἔμπνευση στόν Αἰσχύλο; Τί θησαυροί κρύβονται σ’ αὐτά τά κείμενα!

Καί ἕνα ἄλλο παράδειγμα συλλογικῆς ὑπερηφάνειας, τοῦ Χοροῦ (στίχοι 87-92): «Κανείς δέν μπορεῖ ν’ἀντισταθεῖ στό μεγάλο ρέμα τῆς ἀνθρωποπλημμύρας καί μέ φράχτες ὀχυρούς νά ἐμποδίσει τῆς θάλασσας τό κῦμα τ’ ἀπολέμητο· γιατί εἶναι ἀκαταμάχητος τῶν Περσῶν ὁ δυνατός στρατός κι’ ὁ λαός». Ἀποδείχθηκε πόσο ἀκαταμάχητος εἶναι!

Δέν εἶναι ὑπεύθυνη γιά τήν συμφορά ἡ ἀλαζονεία, ἡ πλεονεξία λαοῦ καί ἀρχόντων, ἡ κενοδοξία τους πού τούς ὤθησε σέ μεγαλύτερες κατακτήσεις, ἀλλά ἡ πολυμίσητη Σαλαμῖνα (στίχος 284) καί ἡ μισητή Ἀθήνα (στίχοι 285, 286); Ἡ βασίλισσα ἐπισημαίνει ὅτι «ἡ συμφορά πέρασε κάθε μέτρο» (στίχος 291). Καί συνεχίζει (στίχοι 293, 294): «Ὡστόσο εἶναι ἀνάγκη οἱ θνητοί ν’ ἀντέχουν στίς συμφορές, ὅταν οἱ θεοί τίς στέλνουν». Οἱ θεοί τίς στέλνουν ἤ ἐμεῖς τίς προκαλοῦμε; Δέν εἶναι καρποί τῶν παθῶν μας;

Παραθέτουμε τήν περιγραφή τῆς ναυμαχίας ἀπό τόν Ἀγγελιοφόρο γιά νά ἐκτιμηθεῖ ἡ δύναμη τοῦ λόγου τοῦ ποιητῆ πού ζωντανεύει τά συγκλονιστικά συμβάντα. Μόνον στόν κινηματογράφο μποροῦν νά προβληθοῦν αὐτές οἱ εἰκόνες. Δέν ὑπάρχει στήν παγκόσμια δραματουργία κάτι ἀνάλογο! Ὁ Ἀγγελιοφόρος πρός τήν Ἄτοσσα καί τόν Χορό (στίχοι 384-432): «Ἡ νύχτα προχωροῦσε κι’ ὡστόσο ὁ στόλος ὁ Ἑλληνικός διόλου κρυφά νά φύγει ἀπ’ ἐκεῖ δέν πάσχιζε· ὅταν ὅμως ἡ μέρα μέ τ’ ἄσπρα της ἄλογα, στήν ὄψη λαμπροστόλιστη σ’ ὅλη τή γῆ ἁπλώθηκε, πρῶτα ἀπ’ τῶν Ἑλλήνων τή μεριά βουή μέ τραγούδια ἀντιλάλησε καί δυνατά ἀντιβούιξε στούς βράχους τούς νησιωτικούς ἡ ἠχώ· κι’ ὅλους ἐμᾶς ὁ φόβος μᾶς κυρίεψε, καθώς εἴχαμε γελαστεῖ· διότι ὄχι γιά ἀποχώρηση τό σεμνό παιάνα τους τότε οἱ Ἕλληνες ἔψαλλαν ἀλλά μ’ ἀντρειωμένο θάρρος γιά μάχη ξεκινῶντας· κι’ ἡ σάλπιγγα μέ τόν ἦχο της ὅλα ἐκεῖνα φλόγιζε. Κι’ ἀμέσως μ’ ὅλα μαζί τά πλαταγιστά κουπιά χτύπησαν μέ τό πρόσταγμα τή βαθιά ἅρμη τῆς θάλασσας καί γρήγορα ὅλοι μπροστά μας φάνηκαν. Πρώτη ἡ δεξιά παράταξη μέ τάξη πειθαρχημένη προχωροῦσε κι’ ἔπειτα ὁλόκληρος ὁ στόλος τους πίσω ἀκολουθοῦσε· καί ν’ ἀκούσεις μποροῦσες ἀπό κοντά τή μεγάλη φωνή: «Τῶν Ἑλλήνων παιδιά, ἐμπρός, ἐλευθερῶστε τήν πατρίδα σας, ἐλευθερῶστε τά παιδιά σας, τίς γυναῖκες σας, τῶν πατρικῶν θεῶν ναούς, τούς τάφους τῶν προγόνων σας· γιά ὅλα τώρα γίνεται ὁ ἀγῶνας!». Ὅμως κι’ ἀπ’ τή μεριά μας φωνή στή γλῶσσα τήν περσική τούς ἀπαντοῦσε καί πιά δέν ἦταν καιρός γιά ἀναβολή. Κι’ ἀμέσως τό ἕνα πλοῖο στό ἄλλο τή χάλκινη ἁρματωσιά του ἔριχνε· τήν ἀρχή τῆς συμπλοκῆς ἔδωσε πλοῖο ἑλληνικό κι’ ἔσπασε κάποιου πλοίου φοινικικοῦ ὅλα τά ἀκροστόλια καί τότε ὁ ἕνας πάνω στόν ἄλλο τό πλοῖο του κινοῦσε. Στήν ἀρχή λοιπόν τό πλῆθος τοῦ στόλου τοῦ περσικοῦ ἄντεχε· μόλις ὅμως στό στενό μέρος τό πλῆθος τῶν πλοίων μαζεύτηκε καί καμία βοήθεια ὁ ἕνας δέν ἔδινε στόν ἄλλο κι’ οἱ ἴδιοι μεταξύ τους μέ τά χαλκόστομα ἔμβολα χτυπιοῦνταν κι’ ἔσπαγαν ὅλων τῶν πλοίων τά κουπιά, τά πλοῖα τά ἑλληνικά μ’ ἐπιδεξιότητα πολλή τριγύρω μᾶς χτυποῦσαν κι’ ἀναποδογυρίζονταν τά πλοῖα μας καί πιά θάλασσα νά δεῖς δέν ἦταν δυνατό, καθώς ἀπό ναυάγια κι’ ἀνθρώπους σκοτωμένους ἦταν γεμάτη, κι’ ἦταν γεμάτες μέ νεκρούς οἱ ἀκτές κι’ οἱ ξέρες. Φεύγοντας χωρίς τάξη κωπηλατοῦσαν σέ κάθε πλοῖο ὅσα βέβαια ἦταν ἀπ’ τό δικό μας στόλο. Κι’ ἐκεῖνοι, σάν θῦννοι νά ἤμασταν ἤ ἄλλου εἴδους ψάρια, μέ τσακισμένα κουπιά ἤ μέ συντρίμια ναυαγίων χτυποῦσαν, μᾶς σκότωναν· βόγγος μαζί καί θρῆνος ἁπλωνόταν στά ἀνοιχτά τῆς θάλασσας, ὡσότου τῆς μαύρης νύχτας ἡ ματιά ἔβαλε τέλος στό κακό. Τῶν συμφορῶν τό πλῆθος κι’ ἄν δέκα μέρες μιλοῦσα δέν θά ἦταν μπορετό νά σοῦ τό πῶ μέ τή σειρά. Αὐτό καλά τό ξέρεις: μέσα σέ μιά μέρα ποτέ τόσων ἀνθρώπων πλῆθος δέ χάθηκε μέ θανατικό».

Μετά τήν περιγραφή τῆς συμφορᾶς στήν Ψυττάλεια ἡ βασίλισσα ξεσπᾶ (στίχοι 472-478): «Ὠ, μοῖρα μισητή, πόσο ξεγέλασες τή σκέψη τῶν Περσῶν! Πικρή ἐκδίκηση ὁ γιός μου ἀπ’ τήν Ἀθήνα τήν ξακουστή βρῆκε καί δέν ἔφτασαν οἱ δικοί μας πού πρωτύτερα ὁ Μαραθώνας χάλασε· ὁ γιός μου νομίζοντας πώς θά πάρει ἀντίποινα γι’ αὐτά τόσο πλῆθος συμφορῶν ἔσυρε στήν κεφαλή του πάνω». Τό πλῆθος τῶν συμφορῶν δέν ἔπληξε μόνον τόν Ξέρξη, ἀλλά καί τήν χώρα του. Τούς Πέρσες καί τῶν ὑποτελῶν χωρῶν μαχητές. Τούς εὐγενεῖς καί τούς ἄρχοντες. Πολλούς ἀναφέρει ὁ Ἀγγελιοφόρος μέ τά ὀνόματά τους. Εὐγενῶν καί ἀρχόντων τό ἄδοξο τέλος ἀναφέρει καί ὁ Ξέρξης ἀπαντῶντας στόν Χορό. Γιά τούς δούλους κωπηλάτες οὐδείς λόγος!

Δέν μᾶς φταίει ἡ «μισητή μοῖρα». Ὁ κακός ἑαυτός μας εἶναι ἡ αἰτία πού προκαλεῖ δεινά σ’ ἐμᾶς τούς ἴδιους, σέ δικαίους καί ἀδίκους, στίς κοινωνίες, στά ἔθνη. Ἄν και αἱματοβαμμένη ἡ Ἱστορία μας, δέν μᾶς συνετίζει!

 

Νίκος Τσιρώνης

Οἰκονομολόγος

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Ἄρθρου 228-229

Αὔγουστος-Σεμπτέμβριος 2021