Ἡ Ὀρθολογική ἐξήγηση τοῦ θαύµατος

Ἡ Ὀρθολογική ἐξήγηση τοῦ θαύµατος

 

Τόν προηγούµενο µήνα εἴχαµε ἀναφερθεῖ στή φράση «ὅπου Θεός βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις», τήν ὁποία συναντᾶµε σέ ὕµνους τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ὁποία συµπυκνώνει τό δόγµα σχετικά µέ τή σχέση τοῦ Ἄκτιστου Θεοῦ µέ τήν κτισθεῖσα φύση.

Ἡ «τάξις τῆς φύσεως» εἶναι ἕνα ζήτηµα πού ἀπασχόλησε ἰδιαιτέρως τή φιλοσοφία καί τήν ἐπιστηµολογία τῶν Νεωτέρων Χρόνων, τῆς ἐποχῆς, δηλαδή, πού διαδέχθηκε τόν Μεσαίωνα καί ἦλθε σέ εὐθεῖα σύγκρουση µέ τίς ἰδέες καί τίς πρακτικές µιᾶς ἐποχῆς, πού χαρακτηρίστηκε ὡς «σκοτεινή ἐποχή» καί ὡς «ἐποχή καταπίεσης», σέ ἀντίθεση µέ τόν αὐτο-χαρακτηρισµό τῶν Νέων Χρόνων ὡς ἐποχῆς διαφωτισµοῦ καί ἐλευθερίας.

Στήν «συµβατική» ἱστορία τῶν ἰδεῶν σχετικά µέ τήν «φυσική τάξη» µιά ἀπό τίς πρῶτες θέσεις, τόσο χρονολογικά ὅσο καί ἀπό πλευρᾶς τῆς σηµασίας της, κατέχει ὁ Σκῶτος φιλόσοφος David Hume (1711-1776). Ὁ Hume διακρίθηκε ἰδιαιτέρως γιά τήν ὀξύνοια καί τή λεπτότητα τῆς ἀναλυτικῆς του σκέψης, ἄν καί ὄχι πάντοτε γιά τήν εὐθύτητά του, καί ἔχει ἀφήσει συγγράµµατα, τά ὁποῖα ἔχουν ὡς κύριο θέµα τους τήν ἔρευνα γιά τήν ἀνθρώπινη γνωστική ἱκανότητα καί τά ὅριά της, τή διάκριση τῶν ἐµπειρικῶν µεθόδων τῆς ἐπιστήµης ἀπό τίς ὑποθετικές εἰκασίες ἑνός κακῶς ἐννοούµενου µεταφυσικοῦ στοχασµοῦ, καθώς καί γιά τήν ἀξιοπιστία τῶν θρησκευτικοῦ τύπου διηγήσεων περί ὑπερφυσικῶν συµβάντων. Χαρακτηριστική τῆς σηµασίας πού τοῦ ἀποδίδεται ἀπό τήν καθιερωµένη µέχρι σήµερα ἄποψη εἶναι ἡ ἐγκωµιαστική ἀναγνώριση πού τοῦ ἐπιφύλαξε ὁ Kant, ὁ φιλόσοφος, δηλαδή, πού δέν θά ἦταν ὑπερβολή νά ἰσχυρισθεῖ κανείς ὅτι ἔχει περισσότερο ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον ἐπηρεάσει τόν τρόπο πού σκεπτόµαστε καί δροῦµε σήµερα. Σύµφωνα, λοιπόν, µέ τόν Kant: «Μέ µεγάλη εὐκολία παραδέχοµαι ὅτι ἡ προειδοποίηση τοῦ David Hume ἦταν τό πράγµα ἐκεῖνο, πού πρῶτο διέκοψε τόν δογµατικό µου ὕπνο καί ἔδωσε µιά τελείως διαφορετική κατεύθυνση στίς ἔρευνές µου ἐπί τοῦ πεδίου τῆς θεωρητικῆς φιλοσοφίας». Μέ τή φράση του αὐτή ὁ Kant θέλησε νά δηλώσει ὅτι ὀφείλει στόν Hume τόν ἀφετηριακό του ἰσχυρισµό, ὅτι, δηλαδή, σέ πολύ γενικές γραµµές, ὁ ἄνθρωπος δέν µπορεῖ νά γνωρίσει τίποτε περισσότερο ἀπό ὅσα τοῦ ἀναπαριστοῦν οἱ πέντε αἰσθήσεις του καί ὅτι κάθε τί ὑπεραισθητό, ὅπως ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καί τῆς ψυχῆς, δέν εἶναι δυνατόν νά γίνουν γνωστά µέ βεβαιότητα, οὔτε εὐθέως (δυνάµει µιᾶς ἐνορατικῆς δύναµης τοῦ νοῦ), οὔτε ἐµµέσως (µέ τό µέσο, δηλαδή, τῶν ἀποδεικτικῶν συλλογισµῶν).

Ἐν προκειµένῳ, θά ἀναφερθοῦµε σέ ἐπιστηµολογικές παρατηρήσεις τοῦ Hume σχετικά µέ «τήν τάξιν τῆς φύσεως», οἱ ὁποῖες θεωρήθηκαν καί ἐξακολουθοῦν νά θεωροῦνται ὡς πρωτοποριακές καί τίς συναντάει κανείς σχεδόν σέ ὅλα τά σχετικά ἐγχειρίδια καί βιβλία. Ἡ κεντρική του ἰδέα εἶναι ὅτι πρέπει κανείς νά διακρίνει τή «φυσική τάξη» ἀπό τήν «ὀρθο-λογική τάξη». Ἔτσι, στό µέν πλαίσιο τῆς ὀρθο-λογικῆς τάξης ἐπικρατεῖ ἡ σχέση τῆς ἀναγκαιότητας, ἀφοῦ οἱ συλλογιστικοί κανόνες τῆς τυπικῆς λογικῆς εἶναι διαχρονικοί καί παγκόσµιοι καί, ἐφ’ ὅσον ἡ ἀνθρωπότητα τούς τηρεῖ καί δέν παραλογίζεται, θά ὁδηγοῦν πάντοτε στό αὐτό πόρισµα. Ἡ ἀρχή τῆς µή ἀντίφασης, τό ὅτι δηλαδή δέν εἶναι δυνατόν δύο ἀντιφατικοί καί ἀλληλοαποκλειόµενοι ἰσχυρισµοί νά ἀληθεύουν ταὐτόχρονα καί οἱ δύο, ἀποτελεῖ ἕνα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγµα. Δέν ἰσχύει, ὅµως, τό ἴδιο µέ τήν τάξιν πού διέπει τά αἰσθητά φυσικά φαινόµενα, τά ὁποῖα σχετίζονται µεταξύ τους ὄχι µέ τρόπο λογικῶς ἀναγκαῖο («ἀεί ὡσαύτως ἔχοντα»), ἀλλά µέ τρόπο ἁπλῶς ἐνδεχόµενο («contingent»). Γιά παράδειγµα, µπορεῖ κανείς νά διαπιστώσει µέ τίς αἰσθήσεις του ὅτι τήν αὔξηση τῆς θερµοκρασίας σέ 100 βαθµούς Κελσίου τήν ἀκολουθεῖ ὁ βρασµός τοῦ νεροῦ, ὡς ἕνα γεγονός φυσικῆς ἀκολουθίας καί τάξης. Ὅµως, θά µποροῦσε κανείς νά ὑποθέσει, χωρίς νά διαπράξει κάποιο λογικό σφάλµα, ὅτι τό νερό θά ἦταν λογικῶς δυνατό νά βράζει, ὑπό µιά διαφορετική φυσική τάξη, σέ ἄλλη θερµοκρασία χαµηλότερη ἤ ὑψηλότερη. Δέν θά ὑπῆρχε τίποτε τό παράλογο, ἀδιανόητο ἤ ἀντιφατικό στό νά κάνει κανείς µιά τέτοια ὑπόθεση.

Ὁ Hume φτάνει στό σηµεῖο νά ἐπισηµάνει ὅτι τό µόνο πού δικαιούµαστε νά ἰσχυρισθοῦµε ὅτι γνωρίζουµε µέ βάση τήν αἰσθητή ἐµπειρία µας εἶναι τό ὅτι ἕνα φυσικό φαινόµενο (πχ. ἡ παρατηρηµένη θερµοκρασία τῶν 100 βαθµῶν Κελσίου) ἀκολουθεῖται ἀπό ἕνα ἄλλο φαινόµενο (τόν βρασµό τοῦ νεροῦ) καί ὅτι µόνο νά περιγράψουµε µποροῦµε τήν ἐµπειρία µας αὐτή. Δέν δικαιούµαστε, ὅµως, ἐφ’ ὅσον ἔχουµε δεχθεῖ ὅτι οἱ πέντε αἰσθήσεις µας εἶναι ἡ µόνη πηγή τῆς γνώσης, νά ἰσχυρισθοῦµε ὅτι τό πρῶτο γεγονός προκάλεσε τό δεύτερο καί ὅτι, συνεπῶς, συνδέονται µεταξύ τους µέ σχέση αἰτίας καί ἀποτελέσµατος, διότι, ἁπλούστατα, µιά τέτοια αἰτιώδης ἐπενέργεια τοῦ χρονικῶς προτέρου φαινοµένου ἐπί τοῦ χρονικῶς ὑστέρου φαινοµένου δέν εἶναι αἰσθητή. Ἁπλῶς, µέ τά λόγια τοῦ ἰδίου, «µετά ἀπό τήν ἐπανάληψη παρόµοιων περιστατικῶν, ὁ νοῦς ὁδηγεῖται ἀπό τή συνήθεια, ὥστε ὅταν ἐµφανισθεῖ ἕνα γεγονός, ἐκεῖνος νά ἀναµένει τό ἑπόµενο γενονός, πού συνήθως ἀκολουθεῖ καί νά πιστεύει ὅτι αὐτό θά συµβεῖ». Ἐπιπροσθέτως, ὅµως, δέν δικαιούµαστε νά ἰσχυρισθοῦµε οὔτε τό ὅτι παντοῦ καί πάντοτε τό νερό θά βράζει στούς 100 βαθµούς Κελσίου. Τοῦτο, διότι οἱ αἰσθήσεις µας µᾶς ἔχουν πληροφορήσει µόνο γιά τίς µετρηµένες ἐκεῖνες καί συγκεκριµένες περιπτώσεις πού εἴχαµε αὐτή τήν ἐµπειρία. Ὅµως, τίποτε δέν µᾶς δίδει τό δικαίωµα –ἀκολουθῶντας τή µέθοδο τῆς ἐπαγωγῆς– νά προεκτείνουµε τήν περιορισµένη αὐτή διαπίστωση, πού ἀφορᾶ πάντοτε συγκεκριµένες περιπτώσεις καί νά συµπεράνουµε ὅτι ἡ διαπίστωσή µας αὐτή ἴσχυε στό ἀπεριόριστο παρελθόν (ὅτι δηλαδή τό φαινόµενο πού ἐµεῖς παρατηρήσαµε πάντοτε συνέβαινε ἔτσι) καί θά ἰσχύει στό ἀπεριόριστο µέλλον (ὅτι δηλαδή θά ἐξακολουθήσει νά συµβαίνει ἔτσι). Ὁ Hume θά πεῖ σχετικά: «γιά ποιόν λόγο ἡ ἐµπειρική µας γνώση αὐτή θά πρέπει νά ἐπεκταθεῖ στό µέλλον καί σέ ἄλλα πράγµατα, τά ὁποῖα, ὅσο µποροῦµε νά γνωρίζουµε, µπορεῖ νά εἶναι παρόµοια µόνο κατά τήν ἐµφάνιση πού ἔχουν, αὐτό εἶναι τό βασικό ἐρώτηµα στό ὁποῖο ἐπιµένω. Τό ψωµί πού ἔφαγα πρίν µέ ἔθρεψε… ἀλλά αὐτό συνεπάγεται τό ὅτι ἕνα ἄλλο ψωµί πού θά φάω σέ ἄλλο χρονικό σηµεῖο θά µέ θρέψει ἐπίσης; … Τό ἀποτέλεσµα αὐτό δέν φαίνεται σέ καµία περίπτωση (λογικά) ἀναγκαῖο..».

Ὅποιες καί ἄν ἦταν οἱ προθέσεις του, ὁ Hume ἔθεσε µιά οὐσιαστική «σκεπτικιστική» πρόκληση στό κακῶς ἐννοούµενο «ἐπιστηµονικό πνεῦµα», τό ὁποῖο ἀπαιτεῖ τήν ἀναγνώριση µιᾶς σταθερῆς καί µόνιµης φυσικῆς τάξης, σύµφυτης στά ἴδια τά πράγµατα. Ὁ Νίetzsche, συνοψίζοντας κατά τόν 19ο αἰῶνα τή διάκριση ἀνάµεσα σέ (ἀναγκαία) ἐξήγηση καί σέ (ἁπλῆ) περιγραφή, ἔγραψε σχετικά: «Αἰτία καί ἀποτέλεσµα. «Ἐξήγηση» εἶναι τό ὄνοµα πού δίνουµε στή σχέση αὐτή, ἀλλά ὁ ὅρος «περιγραφή» εἶναι αὐτό πού διαχωρίζει τήν ἐποχή µας ἀπό παλαιότερες περιόδους τῆς γνώσης καί τῆς ἐπιστήµης. Οἱ περιγραφές µας εἶναι καλύτερες –δέν ἐξηγοῦµε περισσότερο ἀπό τούς προγενεστέρους… συνάγουµε: αὐτό καί ἐκεῖνο πρέπει νά προηγηθεῖ κατά τάξη, ὥστε αὐτό ἤ ἐκεῖνο νά ἐπακολουθήσει– ἀλλά σέ αὐτό δέν ἐµπεριέχεται καµία κατανόηση…Αἰτία καί ἀποτέλεσµα: µιά τέτοια δυαδικότητα πιθανόν δέν ὑπάρχει ποτέ…». Ἀργότερα, ὁ Sartre ἦταν ἐκεῖνος πού τόν 20ο πιά αἰῶνα, ἀφοµοιώνοντας µέ δραµατικό τρόπο τήν βασική ἰδέα τοῦ Hume περί τῆς ἔλλειψης λογικῆς ἀναγκαιότητας στόν κόσµο, ἀνέπτυξε τήν «ὑπαρξιστική» φιλοσοφία γιά τό «παράλογο» τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ὑπό τήν ἔννοια τῆς ριζικῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου νά ἀποφασίσει γιά τόν ἑαυτό του καί τῆς ἀγωνίας, πού συνεπάγεται ἡ ἀκαθοδήγητη ἐλευθερία του αὐτή.

Προηγουµένως, χαρακτηρίσαµε ὡς «συµβατική» τήν καθιερωµένη ἱστοριογραφία τῶν ἰδεῶν πού ἀναγνωρίζει στόν Hume πρωτεύουσα θέση ὡς πρός τήν ἔµφαση πού ἔδωσε στό ζήτηµα τῆς σχέσης τῆς λογικῆς µέ τή φυσική τάξη. Ὁ λόγος εἶναι πώς, ὅπως συνήθως συµβαίνει καί σέ πολλά ἄλλα σηµαντικά θέµατα, ἡ γραµµένη κατά κανόνα ἀπό Δυτικούς ἤ Δυτικίζοντες ἱστορικούς ἱστοριογραφία αὐτή, εἴτε ἀγνοεῖ, εἴτε παρασιωπᾶ, ὅσα εἶχαν προηγηθεῖ σέ ἄλλους τόπους καί σέ ἄλλες ἐποχές καί ἀναδεικνύει µόνο ὅσα συνέβησαν στόν Δυτικό κόσµο µετά τόν 16ο αἰῶνα. Ὅµως, τά ζητήµατα αὐτά εἶχαν τεθεῖ καί συζητηθεῖ πρό πολλῶν αἰώνων.

 Γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές θά παραθέσουµε λίγες µόνο, ἀλλά ἐνδεικτικές, φράσεις ἀπό τόν Β΄ Λόγο πρός Βαρλαάµ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, ἑνός ἁγίου πού εἶναι γνωστός σχεδόν ἀποκλειστικά γιά τήν Ἡσυχαστική του Θεολογία, ὄχι, ὅµως, γιά τίς γνωσιολογικές καί ἐπιστηµολογικές ἀπόψεις του:

«Οἱ γενικές προτάσεις, στίς ὁποῖες βασίζονται οἱ ἀποδεικτικοί συλλογισµοί, στηρίζουν τήν ἀξιοπιστία τους στήν ἐπαγωγή. Ἡ ἐπαγωγή δέ συνίσταται στό νά γενικεύσει κανείς ὡς πρός ὅλα ἐκεῖνα πού εἶναι ἐπί µέρους καί νά µήν παραλείψει τίποτε. Ὅµως, τά ἐπιµέρους δέν εἶναι δυνατό νά τά γνωρίσει κανείς ὅλα. Ἡ ἐπαγωγή, ἄρα, εἶναι ἀδύνατη καί ἑποµένως οἱ γενικές προτάσεις (ἡ διατύπωση γενικῶν νόµων) δέν εἶναι ἀξιόπιστες, οὔτε εἶναι δυνατό νά τίς γνωρίσει κανείς, οὔτε νά βεβαιώσει τόν καθολικό τους χαρακτῆρα. Καί δέν εἶναι µόνο τό ὅτι δέν ἔχουµε ἄλλο τρόπο ἀνώτερο ἀπό τόν ἀποδεικτικό συλλογισµό, γιά νά τίς γνωρίσουµε, ἀλλά οὔτε κἄν βέβαιη ἄποψη δέν ἔχουµε γιά αὐτές. Ἀπό τέτοια λοιπόν ἀφετηρία, πῶς θά συγκροτηθεῖ ἀποδεικτικός συλλογισµός, πού νά ὁδηγεῖ σέ µιά ἀδιάσειστη πεποίθηση;», θά γράψει σχετικά ὁ Ἅγιος: «τά καθόλου, ἅ εἰσίν ἀρχαί τῆς ἀποδείξεως, δι’ ἐπαγωγῆς ἔχουσι τήν πίστιν. Ἐπαγωγή δέ ἐστίν ἐν τῷ πάντα τά µερικά ἐπαγαγεῖν καί µηδέν ἀφεῖναι. Τά δέ µερικά ἀδιεξίτητα. Τῶν ἀδυνάτων ἄρα ἐπαγωγήν γενέσθαι καί τά καθόλου ἄρα ἄπιστα καί ἀνεπίστητα καί ὅτι γέ καθόλου. Καί οὔ µόνον οὐκ ἐπιστάµεθα αὐτά κρεῖττον ἤ κατά ἀπόδειξιν, ἀλλ’ οὐδέ δόξαν βεβαίαν ἔχοµεν περί αὐτῶν. Ἐκ δέ τῶν τοιούτων ἀρχῶν πῶς ἄν γένοιτο ἀπόδειξις, ἥτις ἐστίν ὑπόληψις ἀµετάπειστος;», (βλ. Β΄ Λόγος πρός Βαρλαάµ, 58).

Ἐν συνεχείᾳ, ὁ Ἅγιος παραθέτει ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγµα γιά νά τεκµηριώσει τόν ἰσχυρισµό του αὐτό καί, πρᾶγµα ἰδιαιτέρως σηµαντικό, γιά νά δείξει ὅτι τό θαῦµα, στήν πραγµατικότητα, ἐξηγεῖται µέ τήν ὀρθή λογική, τή λογική, δηλαδή, ἐκείνη πού ἐρευνᾶ κριτικά καί µέ αὐτεπίγνωση τά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης γνώσης.

Πῶς γνωρίζουµε ὅτι ὁ ἥλιος περιφέρεται ἀεικίνητα γύρω ἀπό τή γῆ; θά θέσει τό ἐρώτηµα. Ἡ συνήθης ἀπάντηση εἶναι, βέβαια, ὅτι ἡ γνώση µας αὐτή προέρχεται «ἐξ ἐπαγωγῆς», ἀπό τήν «ἐπισύναψιν» παρόµοιων παρατηρήσεων περί ἀνατολῆς καί δύσης τοῦ ἡλίου. Τό κρίσιµο, ὅµως, ζήτηµα εἶναι ὅτι οὐδείς ἔχει παρατηρήσει ὅλες τίς ἀνατολές καί ὅλες τίς δύσεις τοῦ ἡλίου, ὅσες ἔχουν συµβεῖ ἤδη καί ὅσες µέλλουν νά συµβοῦν, ὥστε νά εἶναι βέβαιος ὅτι ἡ «ἀεικινησία» του εἶναι πράγµατι «ἀδιάκοπος». Τό ἀκόµη σηµαντικότερο, ὅµως, εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν περιπτώσεις πού παρατηρήθηκε ἀπό ἀξιόπιστους µάρτυρες («ἐµεῖς πιστεύουµε τούς αὐτόπτες µάρτυρες», θά πεῖ ὁ Ἅγιος) ὅτι ἡ ἀεικινησία τοῦ ἡλίου διεκόπη. Γιά παράδειγµα, θά ἀναφέρει ὁ Ἅγιος, «διακόπηκε ἐπί Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ ἡ συνεχής τοῦ ἡλίου κίνηση καί στήν περίπτωση τοῦ Ἐζεκίου ἀνέστρεψε τήν συνήθη πορεία του». Μέ τόν τρόπο αὐτό, ὅµως, διαψεύσθηκε τό πρόωρο καί δογµατικό «πόρισµα» περί δῆθεν «ἀεί ὡσαύτως ἐχούσης» ἀεικινησίας τοῦ ἡλίου, πού στηριζόταν στίς ἐπιµέρους, ἀλλά ἀποφασιστικά ἐλλιπεῖς, παρατηρήσεις πού εἶχαν συγκεντρωθεῖ.

Εἶναι περιττό νά ἐπισηµάνουµε τίς ἐξόφθαλµες ὁµοιότητες πού παρουσιάζουν οἱ παρατηρήσεις τοῦ δῆθεν πρωτότυπου David Hume µέ τή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ. Αὐτό, ὅµως, πού νοµίζουµε ὅτι ἔχει κρίσιµη καί ἐπίκαιρη σηµασία εἶναι νά ἐπιχειρηθεῖ µιά πληρέστερη καί βαθύτερη ἀξιοποίηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου πού ἤξερε, διά τῆς Χάριτος, νά «αἰχµαλωτίζει πᾶν νόηµα εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ», οὕτως  ὥστε νά θεµελιώσει µιά Ὀρθόδοξη γνωσιολογία, ἀντί νά ὁδηγηθεῖ σέ σκεπτικιστικά ἤ ἀθεϊστικά συµπεράσµατα, ὅπως ὁ Hume καί οἱ διάδοχοί του Δυτικοί φιλόσοφοι.

 

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 131

Νοἐμβριος 2021