Ὁ ἅγιος Νεκτάριος γιά τήν ἔννοια τοῦ «φυσικοῦ νόµου»

 

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος
γιά τήν ἔννοια τοῦ «φυσικοῦ νόµου»

 

πί ἀρκετούς µῆνες ἤδη ἔχουµε ἀσχοληθεῖ µέ τό νόηµα τῆς φράσης «ὅπου Θεός βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις», τήν ὁποία συναντᾶµε σέ τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας. Ἰδιαιτέρως ἐπισηµάνθηκε ὅτι ἡ «φυσική τάξις», στήν ὁποία ἀναφέρεται ἡ φράση αὐτή, δέν εἶναι αὐτόνοµη, ἀλλά ἐξαρτᾶται διαρκῶς ἀπό τόν Θεό, καθώς ἐπίσης καί τό ὅτι ἡ τάξις τῶν φυσικῶν φαινοµένων δέν εἶναι λογικῶς ἀναγκαία καί ἄρα ἀπαράβατη, ἀλλά ὅτι ἐπιδέχεται τροποποιήσεις κατά τήν βούλησιν τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ἐπίσκοπος Πενταπόλεως, στό βιβλίο του µέ τόν τίτλο «Χριστολογία» καί στό κεφάλαιο ΣΤ΄ µέ τόν ἐπιµέρους τίτλο «Περί τῆς Θειότητος τῆς Χριστιανικῆς πίστεως καί τῆς δυνάµεως αὐτῆς, Περί θαυµάτων» ἀναφέρει σχετικά µέ τά ζητήµατα αὐτά: «Οἱ τῆς ὑπερφυσικότητος πολέµιοι λέγουσιν ὅτι “ἡ πίστις πρός τήν ἄµεσον τοῦ Θεοῦ µεσολάβησιν ἐστίν ἀσυµβίβαστος πρός τήν νεωτέραν ἐπιστήµην”. Ἀλλά τότε πιστεύουσιν ὅτι ὁ Θεός ἤ δέν δύναται ἤ δέν θέλει νά ἐνεργήσει ἐν τῷ κόσµω. Ἀλλ’ ἀµφότερα διά τήν χριστιανικήν περί Θεοῦ ἔννοιαν εἰσί βλάσφηµα. Διότι ὁ Θεός καί δύναται καί θέλει νά ἐνεργῇ ἐν τῷ κόσµῳ, ὅν ἔπλασεν ἐξ ἰδίας ἀγαθότητος ἵνα καταστήση αὐτόν µέτοχον τῆς ἰδίας αὐτοῦ ἀγαθότητος καί µακαριότητος».

Στή συνέχεια τοῦ κειµένου του ὁ δοξασθείς γιά τά θαύµατά του ἅγιος διευκρινίζει ὡς ἑξῆς τήν ἔννοια τῶν «φυσικῶν νόµων»: «Ὁ φυσικός κόσµος δέν ἐδηµιουργήθη καί δέν διατηρεῖται ἤ διά διηνεκοῦς ἐνεργείας τῆς Θείας Βουλήσεως. Ὁ νόµος ὁ τῇ φύσει ἐπιβεβληµένος ἐστίν ἡ Θεία Βούλησις. Αὕτη ἡ Βούλησις τοῦ Θεοῦ ἐστίν ὁ τοῦ σύµπαντος νόµος, ὁ ὑπό διαφόρους µορφάς ἐµφανιζόµενος, ὁ διακυβερνῶν καί συνέχων καί συντηρῶν τά σύµπαντα. Εἷς νόµος µόνος ὑφίσταται καί αὐτός µόνος διέπει ἐν πᾶσι καί αὐτός ὁδηγεῖ τά σύµπαντα εἰς ἓν σκόπιµον καί λελογισµένον τέλος καί οὗτος ὁ νόµος εἶναι τό Θεῖον Θέληµα, ἐντεῦθεν καί τό σοφόν τοῦ νόµου. Ὅθεν οἱ καλούµενοι νόµοι τῆς φύσεως οὐδέν ἕτερον εἰσίν ἤ διάφοροι τρόποι ἐνεργείας τοῦ ἑνός καί µόνου νόµου, τῆς Θείας Θελήσεως. Ὥστε οὐ µόνον σύµφωνος πρός τήν τοῦ Θεοῦ ἔννοιαν ἡ ἐν τῷ κόσµῳ ἄµεσος µεσολάβησις, ἀλλά καί ἀναγκαία».

Τό κείµενο αὐτό τοῦ ἁγίου Νεκταρίου ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία, διότι διαλύει µιά παρεξήγηση πού ἔχει σχεδόν ἐπικρατήσει ἀκόµη καί µεταξύ τῶν θεολόγων, οἱ ὁποῖοι κατά τή µεγάλη τους πλειοψηφία ὑποστηρίζουν σήµερα τήν –ἐσφαλµένη κοινοτοπία ὅτι ἡ ἐπιστήµη καί ἡ θεολογία ἔχουν διαφορετικό ἀντικείµενο καί ἀναφέρονται σέ ἀσύµπτωτα µεταξύ τους πεδία καί ὅτι ἑποµένως δέν εἶναι κἄν νοητή ἡ ἀντίθεση καί ἡ διαφωνία µεταξύ τῶν συµπερασµάτων τους. Ὅµως, γιά τόν ἅγιο µιά τέτοια ἀντίληψη πού ἀναθέτει τή διακυβέρνηση τοῦ κόσµου σέ αὐτοδύναµους φυσικούς νόµους καί µέ τόν τρόπο αὐτό ἀποµακρύνει τόν Θεό ἀπό τόν κόσµο δέν εἶναι ἁπλῶς ἐσφαλµένη, ἀλλά καί βλάσφηµη.

Εἶναι ἐσφαλµένη, διότι γιά τόν ἅγιο «οἱ καλούµενοι νόµοι τῆς φύσεως οὐδέν ἕτερον εἰσίν ἤ διάφοροι τρόποι ἐνεργείας τοῦ ἑνός καί µόνου νόµου, τῆς Θείας Θελήσεως» πού διακυβερνᾶ καί συνέχει καί συντηρεῖ τά σύµπαντα.

Ἑποµένως, ἡ ἀληθής ἐπιστήµη δέν εἶναι ἡ ἀνακάλυψη καί ἡ διατύπωση «φυσικῶν νόµων», νοουµένων ὡς ἀνεξάρτητων ὀντοτήτων, ἀλλά ἡ µαθητεία στό Θέληµα τοῦ Θεοῦ, πού δηµιουργεῖ καί συντηρεῖ τά σύµπαντα καί κατά τοῦτο τό ἔργο τῆς ἐπιστήµης δέν διαχωρίζεται, ἀλλά συµπίπτει µέ τό ἔργο τῆς θεολογίας. Ἐπιπροσθέτως, ἡ ἀντίληψη πού διαχωρίζει τήν ἐπιστήµη ἀπό τή θεολογία ἤ, µέ ἄλλη διατύπωση, τόν κόσµο ἀπό τόν Θεό εἶναι γιά τόν ἅγιο βλάσφηµη, ἀφοῦ προϋποθέτει τήν πίστη ὅτι «ὁ Θεός ἤ δέν δύναται ἤ δέν θέλει νά ἐνεργήσῃ ἐν τῷ κόσµῳ», τοῦτο δέ ἐνῷ «ὁ Θεός καί δύναται καί θέλει νά ἐνεργῇ ἐν τῷ κόσµῳ, ὅν ἐπλασεν ἐξ ἰδίας ἀγαθότητος ἵνα καταστήσῃ αὐτόν µέτοχον τῆς ἰδίας αὐτοῦ ἀγαθότητος καί µακαριότητος».

Ἐν συνεχείᾳ, ὁ ἅγιος ἀναφέρεται στό ζήτηµα, ἐάν οἱ φυσικοί νόµοι εἶναι ἀπαράβατοι ἤ ἐάν, ὅπως πιστεύει ἡ Ἐκκλησία, «νικῶνται, ὅπου βούλεται ὁ Θεός». Στήν ἐποχή του, βέβαια, οἱ «ἐπιστήµονες», ὅπως ἄλλωστε συνηθίζουν οἱ «ἐπιστήµονες» κάθε ἐποχῆς, ὑποστήριζαν «τό ἀπολύτως µόνιµoν τῶν φυσικῶν νόµων τοῦ παντός». Ὅµως ὁ θαυµατουργός ἅγιος παρατηρεῖ: «ἀλλά τίς τῶν ἐπιστηµόνων τῶν φυσικῶν ἐπιστηµῶν ἀπεφάνθη, ἤ δύναται νά ἀποφανθῇ, περί τοῦ ἀδυνάτου τῆς ἀλλοιώσεως τῶν φυσικῶν νόµων; Τίς ἔγνω τούς πρό αὐτῶν ὑπάρξαντας ἤ τούς µετ’ αὐτούς ἐσοµένους; Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου ἤ τίς σύµβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;»

Ἐν προκειµένῳ, δηλαδή, ὁ ἅγιος θίγει ἕνα σοβαρό ζήτηµα, τό ὁποῖο ἔχει ἀπασχολήσει τούς ἐπιστηµολόγους: κανείς δέν µπορεῖ νά µᾶς δια- βεβαιώσει ὅτι οἱ «φυσικοί νόµοι» µένουν ἀναλλοίωτοι καί βρίσκουν ἀπαρέγκλιτη ἐφαρµογή σέ κάθε ἐπιµέρους περίπτωση, ἐνῷ κανείς δέν δύναται νά βεβαιώσει ὅτι οἱ «φυσικοί νόµοι», πού διαπιστώνεται νά ἰσχύουν σήµερα, ταυτίζονται µέ τούς «φυσικούς νόµους» πού ἴσχυαν στό παρελθόν, ἤ αὐτούς πού θά ἰσχύσουν στό µέλλον. Οἱ περισσότεροι, βέβαια, ἀποδέχονται ἄκριτα ὅτι οἱ «φυσικοί νόµοι» παραµένουν µόνιµοι καί ἀναλλοίωτοι εἰς τό διηνεκές, ὅµως ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι καµία ἐγγύηση δέν ὑπάρχει γιά µιά τέτοια εἰκασία.

Ὁ ἅγιος, ὅµως, ἐµβαθύνει περαιτέρω στό ζήτηµα αὐτό µέ µιά ἀκόµη σπουδαία, ἀλλά παραγνωρισµένη ἐπισήµανση: «Τίς εἶπεν ὅτι ἐπίσταται τό βάθος τοῦ µυστηρίου τῶν νόµων τούτων, τῶν καλουµένων φυσικῶν νόµων;…κατά τούς φυσικούς νόµους ὑπάρχουσι µόνον τά προσπίπτοντα ταῖς αἰσθήσεσιν. Καί ὅµως ἤδη µεγάλη τάξις ἐπιστηµόνων παραδέχεται ὅτι ὑπάρχουσι καί ὄντα µή ὑποπίπτοντα εἰς τήν ἔρευναν τῶν αἰσθητηρίων. Ὅταν λοιπόν ὑπάρχωσι τοιοῦτοι νόµοι φυσικοί ἄγνωστοι καί ἐναντίοι πρός τούς γνωστούς φυσικούς νόµους, πῶς δύναταί τις νά ἀποκρούσῃ τό ὑπέρ φύσιν γενόµενον, ἤτοι τό γινόµενον κατά νόµους ὅλως ἀγνώστους ἡµῖν τῇ δυνάµει τοῦ Θεοῦ; Πῶς δυνάµεθα νά ἀποκρούσωµεν τό κατά τούς ἀγνώστους νόµους ἐπισυµβαῖνον ἐν ὀνόµατι τοῦ ἀπολύτως µονίµου φυσικοῦ νόµου; Πῶς δυνάµεθα νά ἀποφαινόµεθα ἐπί τοῦ ἀπολύτως µονίµου τοῦ φυσικοῦ νόµου, ὅταν ἕτεροι νόµοι φυσικοί ἀναδείκνυνται κρατοῦντες αὐτῶν καί ἐπικυριαρχοῦντες αὐτῶν, ὅπου ἐφαρµοσθῶσιν;…. Ἡµεῖς φρονοῦµεν ὅτι πλήν τῶν γνωστῶν φυσικῶν νόµων ὑφίστανται καί ἕτεροι νόµοι ὑψηλοτέρας φύσεως συµπεφυρµένοι τοῖς φυσικοῖς νόµοις, οἵτινες ἐπικρατοῦσι τῶν φυσικῶν νόµων, ὡς ὑποδεεστέρων, ὅταν ἡ ἐµφάνισις αὐτῶν ἐπιζητηθῆ. Τό φαινόµενον ὅµως τοῦτο εἶναι ἐπίσης φυσικόν, ὡς προϊόν τοῦ φυσικοῦ κόσµου».

Μέ τήν ἐπισήµανσή του αὐτή ὁ ἅγιος µᾶς ἀποκαλύπτει µιά ἀκόµη ἰδιαιτέρως σηµαντική πλευρά τῆς «φυσικῆς τάξεως». Ἡ τάξις αὐτή προκύπτει δηλαδή ὅτι εἶναι τάξις καί ἱεραρχία τῶν κατώτερων καί ἀνώτερων ἐπιπέδων µιᾶς ἑτερογενοῦς καί µή συνεχοῦς πραγµατικότητας, διεποµένης ἀπό µιά ἐν πολλοῖς ἄγνωστη σειρά κατωτέρων καί ἀνωτέρων νόµων, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι κάθε ἀνώτερος νόµος κάµπτει τήν ἰσχύ τοῦ κατωτέρου νόµου, «ὅταν ἡ ἐµφάνισις αὐτοῦ ἐπιζητηθῆ». Οἱ δέ ἀνώτεροι νόµοι ἔχουν σέ σχέση µέ τούς κατωτέρους νόµους αὐτοτέλεια καί δέν ἀνάγονται σέ αὐτούς, ὅπως, ἀντιθέτως, ὑποστηρίζουν οἱ «ἀναγωγιστές», ὡς ἐπί τό πλεῖστον σύγχρονοι ἐπιστήµονες, πού τείνουν νά ἐξηγοῦν κάθε τι τό σύνθετο καί ἀνώτερο ὡς ἐξέλιξη τοῦ ἁπλοῦ καί κατωτέρου καί, ἰδίως, νά «ἀνάγουν» κάθε τι στό σύµπαν, σέ καθαρά ποσοτικές ἀλλαγές κάποιων βασικῶν µονάδων, πού οἱ ἴδιες παραµένουν ποιοτικά ἀναλλοίωτες.

Ὁ ἅγιος διευκρινίζει ὅτι «τό φαινόµενον ὅµως τοῦτο εἶναι ἐπίσης φυσικόν ὡς προϊόν τοῦ φυσικοῦ κόσµου» καί προσθέτει ὅτι ἔγινε µνεία τοῦ φαινοµένου «ἁπλῶς πρός ἀπόκρουσιν τῆς ἀντιρρήσεως περί τοῦ ἀπολύτως µονίµου τῶν νόµων τῆς φύσεως καί πρός ὑποστήριξιν τοῦ ἐναντίου, ὅτι ἀπολύτως µόνιµοι νόµοι τῆς φύσεως δέν ὑπάρχουσι». Εἶναι δέ ἄλλο τό ζήτηµα «τῶν ὑπερφυσικῶν ἐνεργειῶν τῶν ἐχουσῶν ἀληθῶς ὑπερφυσικήν τήν προέλευσιν», οἱ ὁποῖες εἶναι «ἐνέργεια κατά Θείαν Βούλησιν πρός ὕπαρξιν τοῦ ἀγαθοῦ».

Εἶναι ἀληθές ὅτι ἡ φήµη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου ὡς θαυµατουργοῦ ἔχει ἐπισκιάσει τήν ἀξία τοῦ ἐπιστηµονικοῦ του ἔργου. Καί, ὅµως, ἄν παρατηρήσει κανείς ἁπλῶς τούς τίτλους τῶν βιβλίων του θά διαπιστώσει ὅτι ὁ ἅγιος εἶχε ὀξεία συναίσθηση τῶν συγκεκριµένων κινδύνων τῆς ἐποχῆς του, πού εἶχαν ἐνσκήψει, ἀφ’ ἑνός ὑπό τή µορφή τοῦ προτεσταντικοῦ πνεύµατος, πού εἶχε εἰσδύσει στήν Ἑλλάδα καί ἐπεδίωκε τήν κατάργηση τῶν λατρευτικῶν πρακτικῶν τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς εἰδωλολατρικῶν (βλ. ἐνδεικτικά τά ἔργα του «Μελέτη περί Θείων Μυστηρίων», «Μελέτη ἱστορική περί τοῦ Τιµίου Σταυροῦ», «Μελέτη περί τῶν ἁγίων λειψάνων», «Μελέτη περί τῶν ἁγίων εἰκόνων», «Μελέτη περί τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας», «Μελέτη περί τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ», «Ἱστορική µελέτη περί τῶν διατεταγµένων νηστειῶν» κ.ἄ.) καί ἀφ’ ἑτέρου ὑπό τήν µορφή τοῦ θετικιστικοῦ ἐπιστηµονικοφανοῦς πνεύµατος, πού ἀµφισβητοῦσε τή Θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί ὑποστήριζε τή ζωϊκή καταγωγή τοῦ ἀνθρώπου (βλ. ἐνδεικτικά τά ἔργα του «Χριστολογία», «Ὑποτύπωσις περί ἀνθρώπου», «Περί τῆς ἐν τῷ κόσµῳ ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ», «Περί Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας» κ.ἄ.). Αὐτό δέ, πού εἶναι ἰδιαιτέρως θαυµαστό, εἶναι ὅτι ἀνέλαβε νά διεξαγάγει µόνος του ἕναν ἄνισο ἀγῶνα κατά τῆς πληµµυρίδας τῶν ἰδεῶν αὐτῶν καί παρά ταῦτα κατόρθωσε µέ τά πενιχρά µέσα πού διέθετε καί ἐν µέσῳ τῶν περιπετειῶν τοῦ βίου του νά συγγράψει ἕνα τόσο µεγάλο πλῆθος βιβλίων, τά ὁποῖα, µέχρι σήµερα,ὄχι µόνο διατηροῦν ἀµείωτη τήν ἀξία τους, ἀλλά παραµένουν καί ἀνεκµετάλλευτα.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ πρωτοπόρος Γάλλος Ἀκαδηµαϊκός, φιλόσοφος καί ἐπιστηµολόγος Emile Βoutroux (1845-1921), τόν ὁποῖο εἴχαµε µνηµονεύσει τόν προηγούµενο µῆνα καί ὁ ὁποῖος ἦταν σύγχρονος τοῦ ἁγίου, εἶχε ξεκινήσει τό 1874 µέ τή δηµοσίευση τῆς πολύκροτης διδακτορικῆς του διατριβῆς µέ τόν τίτλο «De la contingence des Lois de la Nature» (=Περί τῆς ἐνδεχοµενικότητας τῶν νόµων τῆς φύσης) καί συνέχισε µέ µιά σειρά µελετῶν, σχετικῶν µέ τήν ἔννοια τοῦ «φυσικοῦ νόµου», στό πλαίσιο τῶν ὁποίων ἔθετε ζητήµατα παρεµφερῆ µέ ὅσα ἔθιξε ὁ ἅγιος στήν «Χριστολογία». Γιά παράδειγµα, διατύπωσε τόν ἰσχυρισµό ὅτι οἱ φυσικοί νόµοι εἶναι ἐνδεχόµενοι καί ὄχι λογικῶς ἀναγκαῖοι καί ἐπέµεινε ἰδιαιτέρως στό ὅτι ἡ φυσική πραγµατικότητα δοµεῖται σέ µή συνεχῆ ἀλλεπάλληλα ἐπίπεδα, σέ καθένα ἀπό τά ὁποῖα ἀντιστοιχοῦν διαφορετικοί νόµοι. «Ἡ ἐπιστήµη µᾶλλον µᾶς φανερώνει µιά ἱεραρχία ἐπιµέρους ἐπιστηµῶν, µιά ἱεραρχία νόµων, οἱ ὁποῖοι µπορεῖ µέν νά συγκριθοῦν ὁ ἕνας µέ τόν ἄλλον, δέν µπορεῖ ὅµως νά ἀναµιχθοῦν µεταξύ τους, ὥστε νά ἀποτελέσουν µία µοναδική ἐπιστήµη καί ἕναν µοναδικό νόµο. Μᾶς φανερώνει ἐπίσης, µαζί µέ τήν σχετική ἑτερογένεια τῶν νόµων, τήν ἐπιρροή τοῦ ἑνός ἐπάνω στόν ἄλλον» θά ὑποστηρίξει ὁ Βoutroux καί θά ἀναρωτηθεῖ: «ἐάν στήν πραγµατικότητα οἱ φυσικοί νόµοι δέν εἶναι ἀνεξάρτητοι ἀπό ἄλλους νόµους, πού µπορεῖ νά κρύπτονται ἐντός τῆς φύσης, πῶς µποροῦµε νά διαβεβαιώσουµε ὅτι εἶναι ἀµετάβλητοι καί ἄκαµπτοι;» (βλ. τό βιβλίο του, «Natural law in science and philosophy», Μacmillan Company, 1914).

Δέν γνωρίζουµε ἐάν ὁ ἅγιος εἶχε γνωρίσει τό ἐπιστηµολογικό ἔργο τοῦ Emile Βoutroux ἤ ἐάν ὁδηγήθηκε στίς διατυπώσεις πού παραθέσαµε, ἀνεξάρτητα ἀπό ὁποιονδήποτε σύγχρονό του ἐπιστήµονα. Αὐτό πού ἔχει σηµασία, ὅµως, εἶναι νά συνειδητοποιηθεῖ ἡ ἀνάγκη νά µελετηθεῖ περισσότερο τό ἐπιστηµονικό ἔργο του, τόσο στό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς του, ὅσο καί σέ ἀντιπαραβολή µέ τά πιό σύγχρονα ἐπιστηµονικά πορίσµατα, οὕτως ὥστε νά µᾶς γίνει καλύτερα κατανοητό καί συνακολούθως περισσότερο χρήσιµο γιά τή διευκρίνιση τῶν σχετικῶν ζητηµάτων, γιά τά ὁποῖα ἐξακολουθεῖ νά ἐπικρατεῖ µεγάλη σύγχυση.

 

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 234

Φεβρουάριος 2022