Οἱ θεωρητικὲς ἔννοιες τῆς ἐπιστήµης

Οἱ θεωρητικὲς ἔννοιες τῆς ἐπιστήµης

 

να ἐντυπωσιακὸ χαρακτηριστικό τῆς νοοτροπίας µας, τὸ ὁποῖο ἰδιαιτέρως ἀνέδειξαν οἱ ἐξελίξεις τῶν τελευταίων χρόνων, εἶναι ἡ πλήρης ἀναντιστοιχία ἢ ἀκόµα καὶ τὸ βαθὺ χάσµα ποὺ ὑπάρχει, ἀνάµεσα στὴν εἰκόνα ποὺ ἔχουν γιὰ τὴν ἐπιστήµη, ὅσοι ἐµπλέκονται αὐτοπροσώπως στὴν πράξη τῆς ἐπιστηµονικῆς ἔρευνας ὡς ἐρευνητὲς «ἐπὶ τοῦ πεδίου» ἢ µελετοῦν τὰ θεωρητικὰ προβλήµατα τῆς ἐπιστηµονικῆς µεθόδου ὡς ἐπιστηµολόγοι ἀφ’ ἑνὸς, καὶ στὴν εἰκόνα, ποὺ ἔχουν γιὰ τὴν ἐπιστήµη οἱ ὑπόλοιποι ἀπὸ ἐµᾶς, ποὺ δὲν ἔχουµε ἄµεση ἐπαφὴ µὲ τὰ ζητήµατα τῆς ἐπιστηµονικῆς ἔρευνας καὶ τῶν πορισµάτων της, ἀφ’ ἑτέρου.

Ἔτσι, οἱ τελευταῖοι, λόγῳ τοῦ ὅτι δὲν κατανοοῦν πλήρως, ὅπως ἄλλωστε εἶναι ἀπολύτως εὔλογο, τὴν εἰδικὴ θεµατολογία κάθε ἐπιστήµης καὶ τὰ συγκεκριµένα προβλήµατα ποὺ ἀπαντᾶ κάθε εἰδικευµένος ἐπιστήµονας στὴν καθηµερινὴ ἐρευνητική του πράξη, τείνουν νὰ πιστεύουν, συναισθανόµενοι καὶ τὸ σχετικὸ δέος, ὅτι κάθε ἐπιστηµονικὸς κλάδος, ὅσο ἀτελῆ καὶ συγκεχυµένα καὶ ἂν εἶναι στὴν πραγµατικότητα τὰ πορίσµατά του καὶ κάθε συγκεκριµένος ἐπιστήµονας, ὅσο ἄπειρος ἢ ἀκατάρτιστος καὶ ἂν εἶναι, ἐνσαρκώνουν τὴν ἴδια τὴν «ἰδέα τῆς ἐπιστήµης» καθ’ αὐτήν!

Εἶναι ἰδιαιτέρως ἐνδεικτικὲς ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ οἱ παραινέσεις ποὺ ἀπεύθυναν κρατικὰ στελέχη ἢ καὶ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἀδίστακτη, «θρησκευτικοῦ τύπου» πίστη, µὲ τὴν ὁποία θὰ πρέπει νὰ δεχθοῦµε, «ἐν ὀνόµατι τῆς ἐπιστήµης» (κατανοουµένης στὸ πλαίσιο τῆς φράσης αὐτῆς ὡς ἑνὸς ἰδανικοῦ ἰδεώδους!) ὅλες τὶς συστάσεις τῶν «εἰδικῶν» γιὰ τὴν ἀντιµετώπιση µιᾶς πρωτόγνωρης ἀσθένειας, γιὰ τὴν ὁποία, ὅµως, ἡ συγκεκριµένη γνώση µας ἦταν, στὴν καλύτερη περίπτωση, ἐλλιπὴς καὶ ὑποθετική.

Μιὰ σύντοµη ἐπισκόπηση, ὅµως, τῶν δηλώσεων τῶν ἴδιων τῶν πεπειραµένων ἐπιστηµόνων, καθὼς καὶ τῶν διαπιστώσεων τῶν ἐπιστηµολόγων, ἐκείνων, δηλαδή, ποὺ εἰδικεύονται στὴν ἀξιολόγηση τῆς ἐρευνητικῆς ἐπιστηµονικῆς πρακτικῆς, µᾶς δείχνει ὅτι τὸ «ἰδεῶδες τῆς ἐπιστηµονικῆς γνώσης», ὅσο σεβαστὸ καὶ ἐπιθυµητὸ καὶ ἄν εἶναι, ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν πραγµατικότητα. Ἔτσι, οἱ ἐπιστήµονες ποὺ ἔχουν καθηµερινὴ τριβὴ µὲ τὰ συγκεκριµένα προβλήµατα καί, ἰδίως, µὲ τὶς ἀποτυχίες τῆς ἔρευνας ἢ τῆς συνήθως πρόωρης ἀπόπειρας νὰ γενικευθοῦν θεωρητικά τά πορίσµατα τῆς ἔρευνας, φθάνουν νὰ δηλώνουν ὅτι «πλέουµε σὲ µιὰ θάλασσα πραγµάτων ποὺ δὲν βγάζουν νόηµα» καὶ ὅτι ἡ ἀµφισβήτηση τῶν συγκεκριµένων πορισµάτων τῶν συγκεκριµένων ἐπιστηµόνων εἶναι ἀπαραίτητος ὅρος γιὰ τὴν γνώση τῆς ἀλήθειας. Ἀπὸ τὴν πλευρά τους, οἱ ἐπιστηµολόγοι ἔχουν  φθάσει νὰ ἀµφισβητήσουν ὅτι ὑπάρχει σωρευτικὴ πρόοδος στὴν γνώση µας γιὰ τὸν κόσµο, ὑποστηρίζοντας ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀλλάζει στὴν πραγµατικότητα εἶναι τὸ συνολικὸ ἑρµηνευτικό µας πρῖσµα, τὸ «ἐπιστηµολογικὸ παράδειγµα», ὅπως ἔχει καθιερωθεῖ νὰ λέγεται, ὑπὸ τὸ ὁποῖο βλέπουµε τὴν πραγµατικότητα. Ὡς σχετικὰ παραδείγµατα ἀναφέρονται τό ὅτι ἀπὸ ἕνα ἱστορικὸ χρονικὸ σηµεῖο καὶ µετὰ ἀποφασίσθηκε νὰ παραµερισθεῖ πλήρως, ὡς «ἀνθρωποµορφική», ἡ ἀριστοτελικὴ ἔννοια τοῦ «τελικοῦ αἰτίου/σκοποῦ» καὶ νὰ ἐξηγεῖται πλέον ἡ ἐξέλιξη κάθε πράγµατος µὲ βάση τὴν ἔννοια τοῦ «µηχανικοῦ αἰτίου», καθὼς καὶ τὸ ὅτι στὶς ἐπιστηµονικὲς θεωρίες οἱ ἐννοιολογικὲς κατηγορίες τῆς «οὐσίας» καὶ τῆς «ποιότητας» παραµερίσθηκαν πλέον ἀπὸ τὴν ἐννοιολογικὴ κατηγορία τῆς «ποσότητας» καὶ τῶν ἀριθµητικῶν σχέσεων. Ἐξ ἄλλου, τείνει νὰ καθιερωθεῖ ὡς κοινὸς τόπος µεταξύ τῶν ἐπιστηµολόγων ἡ παραδοχὴ ὅτι δὲν δικαιούµαστε νὰ χαρακτηρίσουµε ὡς ἀληθεῖς τὶς ὁποιεσδήποτε ἐπιστηµονικὲς θεωρίες, ἀλλὰ µόνο ὡς προσωρινὰ «βολικὲς» ἢ «χρήσιµες», προκειµένου, δηλαδή, νὰ ἀξιοποιήσουµε τὶς τεχνολογικὲς ἐφαρµογὲς στὶς ὁποῖες δίδουν πρόσβαση αὐτές.

Οἱ ἐπιστηµολόγοι, µάλιστα, παρατηρῶντας τὴν ἐπιστηµονικὴ πρακτική, ὅπως αὐτὴ διεξάγεται στὴν ἀληθινὴ πραγµατικότητα καὶ ὄχι στὴν ἰδεαλιστικὴ φαντασία τῶν πολλῶν, ἔχουν φθάσει νὰ ἀµφισβητήσουν ἀκόµη καὶ τὴν ἀξία τῆς πειραµατικῆς µεθόδου γιὰ τὴν θεµελίωση ἢ τὴ διάψευση µιᾶς θεωρητικῆς ἐπιστηµονικῆς ὑπόθεσης! Σχετικῶς µὲ τὸ ζήτηµα ὅτι τὸ πείραµα καθ’ αὐτὸ δὲν ἀρκεῖ ποτὲ γιὰ νὰ ἐπαληθεύσει µιὰ ἐπιστηµονικὴ θεωρία παρατηρεῖται: «Ἔχουµε µάθει ἀπὸ πάρα πολλὰ παραδείγµατα ὅτι οἱ γενικὲς ἀρχὲς τῆς ἐπιστήµης δὲν ὑπαγορεύονται µονοσήµαντα ἀπὸ τὰ παρατηρηµένα γεγονότα καὶ στοιχεῖα. Ἄν λάβουµε δὲ ὡς πρόσθετα κριτήρια ἐπιλογῆς (τῆς ἀληθοῦς θεωρίας ἔναντι τῆς ψευδοῦς) τό κριτήριο τῆς ἁπλότητας τῆς θεωρίας (=κατὰ τὸ κριτήριο αὐτὸ µιὰ θεωρία ἁπλῆ θεωρεῖται ὡς προτιµότερη ἔναντι µιᾶς πολυπλοκότερης) καὶ τὸ κριτήριο τοῦ «κοινοῦ νοῦ» (ὁ κοινὸς νοῦς θεωρεῖται, κατὰ τὸ κριτήριο αὐτό, ὅτι ἔχει προνοµιακὴ πρόσβαση στὴν ἀλήθεια!) ναὶ µὲν περιορίζονται οἱ θεωρίες ποὺ (κατὰ τὰ κριτήρια αὐτὰ) µπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθεῖς, ὅµως, ἀκόµη καὶ τότε, δὲν ἀποµένει µόνο µιὰ ἐπιλογὴ (µεταξύ τῶν ἐναλλακτικῶν θεωριῶν)…Ποτὲ δὲν ὑπάρχει µόνο µιὰ θεωρία ποὺ νὰ εἶναι σὲ πλήρη µάλιστα συµφωνία µὲ ὅλα τά παρατηρηµένα στοιχεῖα, ἀλλὰ πολλὲς καὶ διάφορες θεωρίες, ποὺ εὑρίσκονται σὲ µερικὴ µόνο συµφωνία (µὲ ὅλα τά παρατηρηµένα στοιχεῖα). Πρέπει νὰ διαλέξουµε µιὰ θεωρία µὲ βάση ἕνα συµβιβασµὸ (τῶν ἀπαιτήσεων ποὺ θέτει ἡ ἐπιστηµονικὴ µεθοδολογία)» (βλ. Ian Barbour, «Science and religion», Harper Torchbooks, σελ.148).

Ὅσον ἀφορᾶ, εἰδικότερα, στὴν ἀξία τῆς πειραµατικῆς µεθόδου, ὄχι πιὰ γιὰ τὴ θεµελίωση, ἀλλὰ γιὰ τὴ διάψευση µιᾶς θεωρητικῆς ἐπιστηµονικῆς ὑπόθεσης παρατηρεῖται: «Στὴν ἐπιστηµονικὴ πρακτικὴ µιὰ πειραµατικὴ ἀσυµφωνία (τῆς θεωρίας µὲ τὴν πραγµατικότητα), ἀκόµη καὶ ἂν πάντοτε λαµβάνεται ὑπόψη ὡς στοιχεῖο ἐνάντιο πρὸς µιὰ θεωρία, δὲν ἔχει τὴν πλήρη ἐξουσία νὰ τὴν ἀνατρέψει, ἰδίως ὅταν δὲν προσφέρονται ἐναλλακτικὲς θεωρητικὲς ἐξηγήσεις. Ἐµπειρικὲς παρατηρήσεις ἀσύµφωνες µὲ µιὰ ἀποδεκτὴ θεωρία εἶναι πιὸ πιθανὸν νὰ ἀπορριφθοῦν ὡς «ἀνωµαλίες» ἢ ὡς ἀνεξήγητες παρεκκλίσεις ἢ ἁπλῶς νὰ παραµερισθοῦν προκειµένου νὰ ἐρευνηθοῦν στὸ µέλλον, παρὰ νὰ ἐκτιµηθοῦν ὡς στοιχεῖα ποὺ διαψεύδουν µιὰ θεωρία» (βλ. Ian Barbour, «Science and religion», Harper Torchbooks, σελ.148).

Στὰ ἀµέσως προηγούµενα τεύχη τῆς «ΕΝΟΡΙΑΚΗΣ ΕΥΛΟΓΙΑΣ»εἴχαµε ἀναφερθεῖ στὸν µεγάλο, ἀλλὰ σήµερα λησµονηµένο ἐπιστηµολόγο Emile Βoutroux, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπισηµάνει ἤδη ἀπὸ τὸν 19ο αἰῶνα τὰ ζητήµατα αὐτά. Ἐδῶ θὰ παραθέσουµε ἁπλῶς ἀποσπάσµατα ἀπὸ τὸ βιβλίο του «Ὁ φυσικὸς νόµος στὴν ἐπιστήµη καὶ στὴ φιλοσοφία» («Natural law in science and philosophy», ἐκδ. MacMillan Company, 1914, σελ. 49 κ.ε.), πού ἀφοροῦν στὴν κυρίαρχη στὴ νεώτερη φυσικὴ ἔννοια τῆς «ἀδράνειας» καὶ τὰ ὁποῖα εἰκονογραφοῦν πολὺ χαρακτηριστικά, ὅσα προαναφέρθηκαν γιὰ τὸ ὅτι ἡ ἐπιστήµη εἶναι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον «theory laden» κατὰ τὸν σχετικὸ ὅρο, ὅτι δηλαδή, παρὰ τὸ ὅσα πιστεύονται, τὰ πορίσµατά της εἶναι περισσότερο θεωρητικὰ (=ὑποθετικὰ) παρὰ πειραµατικὰ καὶ ἐµπειρικὰ ἐπαληθευµένα:

«Στὴν ἀρχαιότητα…αὐτὸ ποὺ περισσότερο ἀπὸ τὰ ἄλλα ἐντυπωσιάζει τὸ ἀνθρώπινο µυαλὸ εἶναι ἡ διαφορὰ ἀνάµεσα στὴ στάση καὶ στὴν κίνηση. Αὐτὴ ἡ ἀντίθεση ἐλήφθη ὡς τὸ σηµεῖο ἀφετηρίας καὶ ἔγινε δεκτὸ ὅτι ἡ ὕλη, καθ’ αὑτήν, εἶναι σὲ ἀκινησία. Αὐτό, ἑποµένως, ποὺ πρέπει νὰ ἐξηγηθεῖ εἶναι ἡ µετάβαση ἀπὸ τὴν ἀκινησία στὴν κίνηση». Κατὰ τὸν Βoutroux οἱ ἀρχαῖοι ἔλυσαν τὸ πρόβληµα αὐτὸ δεχόµενοι, κατ’ ἀναλογία µὲ τὴν σχέση ἀνάµεσα στὸ ἀνθρώπινο ὑλικὸ σῶµα καὶ τὴν ἄϋλη ψυχή,  τὴν ὕπαρξη µιᾶς χωριστῆς δύναµης, ποὺ ἔµοιαζε λίγο πολὺ µὲ τὴν ψυχή, κατάλληλης γιὰ τὴν ἐπίδραση ἐπάνω στὰ κοσµικὰ σώµατα. Ὅµως, «στὴν περίοδο τῆς Ἀναγέννησης ἀναπτύχθηκε µιὰ τελείως διαφορετικὴ ἔννοια: ἀντὶ νὰ ἀντιπαραθέσει τὴν κίνηση µὲ τὴ στάση, ὁ Γαλιλαῖος τὶς ἀντιµετώπισε ὡς ἀνάλογες: ἡ ὕλη εἶναι αὐτάρκης τόσο γιὰ κίνηση, ὅσο καὶ γιὰ στάση. Ἀπὸ µόνη της καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ κάθε ὑπερφυσικὴ παρέµβαση, συνεχίζει (ἡ ὕλη) νὰ κινεῖται ἀσταµάτητα σὲ µιὰ ὁµοιόµορφη καὶ εὐθύγραµµη πορεία. Ἀπὸ µόνη της (ἡ ὕλη) δὲν µπορεῖ νὰ περάσει ἀπὸ τὴν στάση στὴν κίνηση, οὔτε ἀπὸ τὴν κίνηση στὴ στάση. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀδράνειας…Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀδράνειας θεωρήθηκε δυνατὸ ἀρχικὰ νὰ παραµερισθεῖ ἡ ἰδέα τῆς χωριστῆς δύναµης..».

Ὁ Βoutroux συνεχίζει τὴν ἀνάλυση τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης στὶς ἐννοιολογήσεις τῆς «ἀδράνειας» («inertia») καὶ τῆς «δύναµης» («force») ὑποστηρίζοντας ὅτι ὁ Νεύτων ὑποχρεώθηκε νὰ ἐπανεισαγάγει τὴν ἔννοια τῆς «δύναµης», κατανοηµένης πλέον ὑλιστικὰ καὶ ὄχι πνευµατικά, προκειµένου νὰ ἐξηγήσει τὴν κυκλικὴ πορεία τῶν πλανητῶν, ἀφοῦ ἡ ἀδράνεια ἐξηγοῦσε µόνο τὴν εὐθύγραµµη κίνηση. Αὐτὸ ποὺ ἔχει, ὅµως, γιὰ ἐµᾶς σηµασία στὸ συγκεκριµένο πλαίσιο εἶναι ἡ ἑξῆς παρατήρησή του: «Δὲν δυνάµεθα µὲ τὴν ἐµπειρία νὰ γνωρίσουµε τὴν ἀδράνεια καὶ τὴ δύναµη. Γιὰ νὰ τὸ κάνουµε αὐτό, θὰ ἔπρεπε νὰ εἴµαστε παρόντες στὴν ἀρχὴ τῆς δηµιουργίας. Δὲν παρατηροῦµε τὴν ἀκριβῶς ὁµοιόµορφη καὶ εὐθύγραµµη πορεία ἑνὸς κινουµένου σώµατος, ἀποµονωµένου ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἐξωτερικὴ ἐπίδραση, περισσότερο ἀπὸ τὴν παραµονὴ στὴν ἀκινησία ἑνὸς σώµατος ποὺ δὲν δέχθηκε ἐξωτερικὴ ὤθηση. Ἡ δυαδικότητα τῆς ἀδράνειας καὶ τῆς δύναµης, ἡ δράση τῶν περισσότερων δυνάµεων καὶ ἡ σύνθεση αὐτῶν τῶν δυνάµεων εἶναι «ἀφηρηµένες ἔννοιες» οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπαληθευθοῦν».

Στὸ βιβλίο του ὁ Βoutroux παρουσιάζει καὶ ἕνα ἄλλο ἰδιαιτέρως ἀξιοσηµείωτο παράδειγµα, τὸ ὁποῖο σχετίζεται µὲ τὶς αὐθαίρετες εἰκασίες ποὺ τείνουν ἑκάστοτε νὰ θεµελιώνονται σὲ ἐπιστηµονικὲς παρατηρήσεις: «ὁ νόµος τῆς ἰσότητας τοῦ παραγόµενου ἔργου καὶ τῆς θερµότητας θεωρήθηκε ὡς ἐπιµέρους περίπτωση τοῦ γενικοῦ νόµου ποὺ διέπει τὴ µεταβολὴ τῶν φυσικῶν δυνάµεων. Θεώρησαν ὅτι θὰ ἀποδείκνυε τὴν συνέχεια ἀνάµεσα στὰ φαινοµενικῶς πιὸ ἑτερογενῆ πράγµατα. Πράγµατι, ἐὰν ἡ κίνηση µπορεῖ νὰ µεταβληθεῖ σὲ θερµότητα, γιατί ἡ θερµότητα νὰ µὴν µπορεῖ νὰ µεταβληθεῖ σὲ ζωτικὴ δύναµη καὶ ἡ τελευταία (νὰ µεταβληθεῖ) σὲ νόηση; Ὅλα µποροῦν νὰ µεταµορφωθοῦν σὲ ὅλα καὶ τὸ ὄνειρο τοῦ Ἡρακλείτου ἔχει πραγµατοποιηθεῖ. Ἡ µεταστοιχείωση, τὴν ὁποία οἱ ἀλχηµιστὲς ἀναζήτησαν µόνο στὰ µέταλλα, γίνεται ὁ γενικὸς νόµος τῆς φύσης» («Natural law in science and philosophy», σελ. 85).

Αὐτὸ ποὺ ἐπισηµαίνει ἐδῶ ὁ Βoutroux εἶναι ἡ χαρακτηριστικὴ τάση τῆς σύγχρονης ἐπιστήµης νὰ ποσοτικοποιεῖ καὶ µὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ ὁµογενοποιεῖ τὰ φυσικὰ φαινόµενα, παραµερίζοντας τὶς ποιοτικές τους διαφορὲς ὡς δῆθεν ἐπιφανειακὲς καὶ δευτερογενεῖς! Ὑπαινίσσεται δὲ καὶ τὸ κίνητρο, ποὺ λανθάνει στὶς προσπάθειες αὐτὲς πολλῶν ἐκπροσώπων τῆς ἐπιστήµης: τὸ νὰ ἀνακαλύψουν, δηλαδή, τοὺς νόµους ποὺ διέπουν τὴν πραγµατικότητα, ὥστε νὰ τὴν χειριστοῦν ἐξουσιαστικὰ καὶ νὰ τὴν ἀνακατασκευάσουν κατὰ τὸ δοκοῦν, κατὰ τὸ πρότυπό τῶν περιβόητων ἀλχηµιστῶν.

Δὲν εἶναι ὁ σκοπὸς µας βέβαια νὰ ἐξιστορήσουµε τὴν ἐξέλιξη τοῦ περιεχοµένου τῶν ἐννοιῶν τῆς φυσικῆς ἐπιστήµης. Ἔχει, ὅµως, ἰδιαίτερη σηµασία νὰ διεξαχθοῦν, κατὰ τὸ παράδειγµα τοῦ Βoutroux, τέτοιες ἔρευνες σὲ ὅλα τά ἐπιστηµονικὰ πεδία, ὥστε νὰ ἀνιχνευθοῦν ἐκεῖνοι οἱ ἐπιστηµονικοὶ ἰσχυρισµοὶ ποὺ προβάλλονται, ὅτι δῆθεν στηρίζονται σὲ ἐπαληθευµένα στοιχεῖα, ἀλλὰ στὴν πραγµατικότητα ἀντανακλοῦν τὶς κοσµοθεωρητικὲς προτιµήσεις τῶν “ἐπιστηµόνων”, ποὺ ὄχι µόνο τὶς ἀποδέχονται, ἀλλὰ καὶ ἐπιδιώκουν νὰ τὶς ἐπιβάλλουν ὡς ἀναµφισβήτητες σὲ ὅλους µας, χωρὶς νὰ συνειδητοποιοῦν ἢ χωρὶς νὰ ὁµολογοῦν, ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ ἐπιστήµη, ἀλλὰ γιὰ συγκαλυµµένη θρησκευτικοῦ τύπου πίστη, ἡ ὁποία στὴν οὐσία ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ τοῦ Χριστιανισµοῦ τὶς ἰδιότητές Του, ὅπως µεταξὺ ἄλλων τὴν «ἀεικίνητον στάσιν», γιὰ νὰ προικίσει µὲ αὐτές, πανθεϊστικά, τὴν κοσµικὴ ὕλη!

 

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 235

Μάρτιος 2022