Μικρή ἀναφορά στήν Σύναξη πάντων τῶν Ρώσων Νεομαρτύρων (1917-1991)

«Ἡτοιμάσθην καί οὐκ ἐταράχθην» (Ψαλμός 118)

 

Μικρή ἀναφορά στήν Σύναξη
πάντων τῶν Ρώσων Νεομαρτύρων
(1917-1991),

 

Τελεῖται κατά τήν πλησιέστερη Κυριακή, τῆς 25ης Ἰανουαρίου.

 

Κατά τήν φρικτή, γιά τούς μοναχούς, στιγμή πού λαμβάνουν, «ἑκουσίᾳ τῇ γνώμῃ» των, τόν «χρηστόν ζυγόν» τῆς περιβολῆς τοῦ Ἀγγελικοῦ Σχήματος, ἀκούγονται ἀπό τά χείλη τοῦ τελετουργοῦ (Ἐπισκόπου, Ἡγουμένου ἤ καί ἁπλοῦ  Ἱερομονάχου) τά ἑξῆς προειδοποιητικά ἤ «κατηχητικά» λόγια: «Καί γάρ πεινᾶσαι ἔχεις καί διψῆσαι, ὑβρισθῆναι τε καί διωχθῆναι καί πολλοῖς ἄλλοις περιαχθῆναι λυπηροῖς, οἷς ἡ κατά Θεόν ζωή χαρακτηρίζεται». Κι ἔτσι, ὁ κάθε νέος μοναχός, ἀκούγοντας αὐτές τίς «κατηχητικές» προειδοποιήσεις, προετοιμάζεται ψυχικά καί ὅταν αὐτές πραγματοποιηθοῦν – σέ χρόνο, τόπο καί μέ τρόπο, πού ὁ Κύριος «ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ»  δέν ταράζεται οὔτε τά χάνει, διότι, ἤδη, ἀπό τήν ὥρα τῆς μοναχικῆς του κουρᾶς, εἶναι προετοιμασμένος· καί μπορεῖ κι αὐτός νά πεῖ ταπεινά, «ἡτοιμάσθην καί οὐκ ἐταράχθην», Κύριε.

Ἐάν θά θέλατε, Σεβαστοί Ἅγιοι Πατέρες καί ἐν Χριστῷ ἀγωνιζόμενοι Ἀδελφοί, νά ἔκανα μιά μικρή ἀλλά εἰλικρινῆ ἐξαγόρευση τῶν σκέψεών μου, θά σᾶς ἔλεγα, ὅτι ποτέ δέν πίστεψα ἀληθῶς, στό ὅτι ὁ Μοναχός (κυρίως) πρέπει νά μονοπωλεῖ τήν ὑλοποίηση τῆς ἀνωτέρω προειδοποιήσεως. Ἀπό τήν στιγμή πού ἕνας Ἀπόστολος Παῦλος, τό Σκεῦος τῆς Ἐκλογῆς, βροντοφωνάζει ἀνά τούς αἰῶνες, σέ ὅλο τό χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας: «Διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν  εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν» ἤ «Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζεῖν διωχθήσονται», δέν βρίσκω τό λόγο τῆς μονοπωλήσεως τῶν ἀνωτέρω λογίων μόνο ὑπό τῶν Μοναχῶν. «Πάντες», χωρίς ἐξαίρεση δηλαδή, «διωχθήσονται».

Νομίζω, πράγματι, ὅτι ἡ προηγηθεῖσα ἑβδομηκονταετής περίπου σταυρική πορεία τῆς ὁμοδόξου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, δικαιώνει τίς σκέψεις μου. Διώξεις  ἐξορίες – φυλακίσεις  ἐξοντώσεις  καταναγκαστικά ἔργα  στρατόπεδα συγκεντρώσεως – σωματικά καί ψυχικά ὀδυνηρά μαρτύρια καί τυραννήρια – τυφεκισμοί  ὁμαδικές ἐκτελέσεις καί ὁμαδικοί ἐνταφιασμοί σέ ἄγνωστα (πολλές φορές) μέρη καί τά λοιπά, ὅλα αὐτά, ἦταν τό τίμημα τῆς ἐμμονῆς στήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική πίστη, ὄχι μόνο Κληρικῶν καί Μοναχῶν, ἀλλά καί ἀμέτρητων ἀνδρῶν καί γυναικῶν, πάσης ἡλικίας, ἐκ τῶν λαϊκῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Κι ὅταν πιά ἡ Ρωσική Ἐκκλησία ὀρθοπόδησε, τότε ἀπεφάσισε Συνοδικῶς (τό ἔτος 2000) νά τελεῖται ἡ Σύναξη πάντων τῶν Κληρικῶν Μοναχῶν καί Λαϊκῶν νεομαρτύρων της, κατά τήν πλησιέστερη πρός τήν 25ην Ἰανουαρίου Κυριακή, μέ εἰδική ὑμνολογική Ἀκολουθία. Στούς ἐν λόγῳ Ἁγίους, συμπεριλαμβάνονται καί οἱ λεγόμενοι «ὁμολογητές», δηλαδή ὅσοι ἁπλῶς ἐδιώχθησαν ἤ ἐβασανίσθησαν, χωρίς νά τελειωθοῦν μέ αἱματηρό μαρτύριο καί ποικιλότροπο θάνατο.

Ἐπειδή κάποια σύννεφα καί στόν δικό μας  Ἑλλαδικό ὀρίζοντα, ἐδῶ καί δύο χρόνια, μέ τήν ἐμφάνιση καί – κυρίως – μέ τήν ποικιλότροπη ἀντιμετώπιση τῆς γνωστῆς (ἐντός εἰσαγωγικῶν) «πανδημίας», προοιωνίζουν ἴσως κάποια πνευματική «μπόρα» [ἡ λέξη εἶναι, σημειώσατε, σλαβορωσικῆς προελεύσεως καί ἐτυμολογίας], κάποια «μπόρα» πού ἐνδεχομένως νά πλήξει ὅλο τό χριστεπώνυμο πλήρωμα ποικιλοτρόπως, σκέφθηκα ὅτι ἡ παροῦσα ἀναφορά στήν κατά Ἰανουάριον τελουμένη Σύναξη τῶν Ρώσων νεομαρτύρων, δέν θά ἦταν ἄστοχη· ἀπεναντίας, κατά τό ψαλμικό «ἡτοιμάσθην καί οὐκ ἐταράχθην»  πού εἶναι καί ὁ τίτλος της – θά μᾶς προετοιμάσει νά ἀντιμετωπίσουμε, «τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος» κατά τήν ἔκφραση τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἀγγελικοῦ Σχήματος, ὁ,τιδήποτε ἴσως θά συνεπάγεται ἕνα, παρόμοιο τῶν Ρώσων ἀδελφῶν μας, «πειρατήριον» (=δοκιμασία)· τῶν ἀναλογιῶν τηρουμένων, ἐννοεῖται.

Ἐπειδή, πάλι κατά τόν Ψαλμωδό, «τοῦ Κυρίου αἱ διέξοδοι τοῦ θανάτου», πρέπει νά τονισθεῖ, ὅτι στήν θέληση τοῦ Κυρίου εἶναι καί «αἱ διέξοδοι τῶν διωγμῶν καί θλίψεων», πού φαίνεται νά ὑποφώσκουν. Δηλαδή, στό χέρι καί στήν βούληση τοῦ Κυρίου εἶναι ὅλα αὐτά, τά ὁποῖα «ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ», ὡς πρός τόν χρόνον – τόπον καί τρόπον τῆς ἐνδεχομένης πραγματοποιήσεώς των.

Σάν μιά εὐλαβική, λοιπόν, ἀναφορά στούς τελειωθέντας Ρώσους νεομάρτυρας, ἄς κάνουμε ἕνα νοερό «προσκλητήριο» αὐτῶν, ἰδιαίτερα ὅσων Κληρικῶν ἤ Μοναχῶν μαρτύρησαν κατά τήν πρώτη τριετία τῶν διωγμῶν (1917 -1920). Διότι, κακά τά ψέματα, οἱ ρασοφόροι Ρῶσοι ἦταν οἱ πρῶτοι στό στόχαστρο τῶν ἀθέων διωκτῶν· καί φυσικά, ἐμψυχωμένοι ἀπό αὐτούς, ἀκολούθησαν καί οἱ λαϊκοί. Ὅλοι τους, «ἡτοιμάσθησαν καί οὐκ ἐταράχθησαν». Ἄς ἀναφέρουμε λοιπόν κι ἐμεῖς, ὡς «ἑτοιμασία» μας ἐνδεχομένως, κάποια ἐλάχιστα ἀπ’ τά πρῶτα, χρονολογικῶς, μαρτύρια αὐτά. Μᾶλλον θά μᾶς χρειασθοῦν… Διότι, ἀκόμη, εἴμαστε μόνο στήν ἀρχή!

Θά προχωρήσουμε στήν ἐπιλογή ἀπό μαρτύρια  Ἐπισκόπων καί  Ἱερέων, κατά τήν ἀθεϊστική περίοδο στήν Ρωσία:

Πρωτομάρτυς τοῦ Ρωσικοῦ κλήρου: Ὁ πρωτοπρεσβύτερος τῆς Πετρουπόλεως Ἰωάννης Κοτσούρωφ. Μαρτύρησε στίς 8 Νοεμβρίου 1917. Τόν κτύπησαν ἄγρια στό σπίτι του καί τόν πέταξαν μισοπεθαμένον στίς γραμμές τοῦ τρένου…

Πρῶτος  Ἐπίσκοπος μάρτυς: ὁ Κιέβου Βλαδίμηρος (τοῦ ὁποίου ἡ  Ἱ. εἰκών κατωτέρῳ), ἐξετελέσθη στίς 29  Ἰανουαρίου 1918.

1919:  Ἑπτά μοναχές τῆς Μονῆς Ἁγίου Μητροφάνους στό Βορονέζ, ἐβλήθησαν ζωντανές σέ κλίβανο κοχλαζούσης πίσσης, ἕως ὅτου ἔβρασαν.

Στήν ἴδια πόλη, Βορονέζ, τό ἴδιο ἔτος 1919, ἐξετελέσθησαν μαζικά 160 κληρικοί, μέ πρῶτον τόν ἀρχιεπίσκοπο Τύχωνα, πού τόν κρέμασαν στήν Ὡραία Πύλη τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Ἁγίου Μητροφάνους.

Παρόμοιο μέ τοῦ ἀνωτέρω ἐπισκόπου τέλος, εἶχε καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Νίζνι Νόβγκορον  Ἰωακείμ. Τόν κρέμασαν ἀνάποδα στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Σεβαστουπόλεως.

1918:  Ἐπίσκοπος τοῦ Μιχαϊλόφσκι Ἰσίδωρος. Τόν σούβλισαν ζωντανό στήν πόλη Σαμάρα. Τό ἴδιο ἔτος, 1918, ὁ ἐπίσκοπος τοῦ Σολικάμσκ Θεοφάνης μαρτύρησε στόν παγωμένο ποταμό Κάμα. Ἀφοῦ τόν ἔδεσαν ἀπ’ τά μαλλιά σέ ξύλινη χοντρή ράβδο, τόν ἀνεβοκατέβαζαν μέσα στά νερά, ἕως ὅτου ἔγινε παγοκολώνα.

Παγοκολώνα ἔγινε καί ὁ ἱερεύς Νικόλαος Κοτούρωφ, ὅταν τοῦ ἔριχναν συνεχῶς νερό μέ κουβά, πού πάγωνε ἐπάνω του.

Πρωθιερεύς Εὔγραφος Πλετνιώφ καί ὁ υἱός του Μιχαήλ ἐκάησαν ζωντανοί στόν λέβητα ἀτμοπλοίου.

Ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Πέρμ Ἀνδρόνικος ἐνταφιάστηκε ζωντανός.

Ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Ἀστραχάν Μητροφάνης, γκρεμίστηκε ἀπό πύργο.

Ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Σάραπουλ Ἀμβρόσιος, δέθηκε σέ οὐρά ἀλόγου, τό ὁποῖο τρέχοντας τόν ξεμάτωσε.

Ὁ ἱερεύς Παῦλος Καλινόφσκυ ἐμαστιγώθη ἕως θανάτου.

Ὁ ὑπέρ ὀγδοηκοντούτης ἱερεύς Ζολοτόφσκυ, ἐνεδύθη γυναικεῖα ροῦχα καί ὑποχρεώθηκε νά χορέψει, μετά τόν ἐμπαιγμό του. Ἀρνήθηκε νά ὑπακούσει καί κρεμάστηκε.

Ὁ ἱερεύς Ἰωακείμ Φλόρωφ, ἐκάη ζωντανός σέ χωράφι.

Σαράντα δύο (42) κληρικοί τοῦ Πέρμ ἐβασανίσθησαν ἕως θανάτου, ἐτάφησαν μέσα σέ χιόνια καί ἀνευρέθησαν μετά τήν τήξιν τῆς χιόνος.

Ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Τομπόλσκ Ἑρμογένης, στίς 16 Ἰουνίου 1918 ἐπνίγη ζωντανός στόν ποταμό Τούρα, ὅταν τόν ἔδεσαν μέ πέτρα 33 κιλῶν, καί τόν ἔριξαν μέσα. Ἀργότερα βρέθηκε τό σῶμα.

Ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Σερπούκωφ Ἀρσένιος ἐξετελέσθη καί μετά τήν ἐκτέλεσή του, τοῦ ἔβαλαν μέσα στό σῶμα του χλωρανθρακικό ἀσβέστιο, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀπομείνουν μόνο τά κόκκαλά του κι αὐτά μαυρισμένα.

Τούς  Ἐπισκόπους Θαδδαῖο τοῦ Τβέρ καί Νικόδημο τοῦ Μπέλγκοροντ, μετά τήν ἐκτέλεσή τους, τούς ἔθαψαν σέ κοινά δημόσια ὁμαδικά κοιμητήρια, γιά νά μήν βρεθοῦν τά Λείψανα.

Ὁ ἱερεύς Μιχαήλ Λισίτσιν, στίς 22 Φεβρουαρίου 1922, στό χωριό τῶν Κοζάκων Οὔστ Λαμπίνσκ, δέθηκε μέ θηλειά στό λαιμό καί, συρόμενος, ἠναγκάσθη νά γυρίσει τό χωριό, ἐνῶ συγχρόνως τόν χτυποῦσαν, μέχρις ὅτου ἐξέπνευσε.

Σέ ἄλλο κοζάκικο χωριό, στό Βλαντιμίρσκαγια, ὁ ἱερεύς Ἀλέξανδρος Ποντόλσκυ, πρίν ἐκτελεσθεῖ, ἀναγκάστηκε νά γυρίζει γιά πολλές ὧρες τούς δρόμους τοῦ χωριοῦ, ἐνῶ συγχρόνως τόν χλεύαζαν καί τόν κτυποῦσαν. Ὅταν τόν κατακρεούργησαν, πέταξαν τό σῶμα του σέ σκουπιδότοπο.  Ἕνας ἐνορίτης του, λαϊκός, πού πῆγε γιά νά τόν θάψει, ἐκτελέσθηκε ἐπί τόπου.

Τό 1918-1919, ὁ ἐπίσκοπος τοῦ Τσερνιγκώφ Βασίλειος καί ἡ συνοδεία του, προσπαθῶντας νά ἐρευνήσουν τά περιστατικά τοῦ θανάτου τῶν ἐπισκόπων τοῦ Πέρμ Ἀνδρονίκου καί Θεοφάνους, (κατόπιν ἐντολῆς τῆς  Ἱερᾶς Συνόδου), μετά τήν ἔρευνά τους, ἐπιστρέφοντας γιά τήν Μόσχα (πρός τήν Ἱερά Σύνοδο), ἐθανατώθησαν μέσα στό τρένο πού ταξίδευαν καί τά σώματά τους πετάχτηκαν ἔξω. Ἐπειδή οἱ πιστοί πού ἔμεναν ἐκεῖ τά ἐνεταφίασαν εὐλαβῶς καί προσκυνοῦσαν τόν τάφο τους, ἀπεφασίσθη ἡ ἐκταφή τους καί ἡ πυρπόλησή τους.

Ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Τρόϊτσκυ Ἰλαρίων.  Ἐτελειώθη μαρτυρικῶς στίς φυλακές Πετρουπόλεως τό 1929 ἀπό ἐξανθηματικό τῦφο.

Ἐκτενέστερα Περιστατικά

Τό 1918 ὁ ἐπίσκοπος τῆς Βυάζμα Μακάριος ἐκτελέστηκε μέ πυροβολισμό. Ἕνας ἀπό τούς ἐκτελεστές στρατιῶτες, βλέποντάς τον πρίν τήν ἐκτέλεσή του ἀποσχηματισμένον καί ὁδηγούμενον στό ἀπόσπασμα, κατάλαβε ὅτι πρέπει νά ἦταν ἱερέας καί ἡ καρδιά του ράγισε, εἰς τρόπον ὥστε δέν ἤθελε νά λάβει μέρος στήν ἐκτέλεση. Ὁ ἐπίσκοπος τό ἀντελήφθη πνευματικῶς καί τόν εὐλόγησε λέγοντας: «Παιδί μου, ἄς εἶναι ἀναπαυμένη ἡ καρδιά σου· κάνε ὅ,τι σέ πρόσταξαν». Ἀργότερα αὐτός ὁ στρατιώτης, πρίν πεθάνει, ὁμολόγησε: «Πιστεύω πώς σκοτώσαμε ἕναν ἅγιο. Πῶς ἀλλιῶς θά μποροῦσε νά γνωρίζει ὅτι ἡ καρδιά μου τότε εἶχε ραγίσει καί μέ εὐλόγησε»;

Ὁ πρῶτος ἱερομάρτυς ἐπίσκοπος, Βλαδίμηρος τοῦ Κιέβου, σταύρωσε κι εὐλόγησε μέ τό χέρι του τούς ἐκτελεστές του καί εἶπε: «Εἴθε ὁ Θεός νά σᾶς συγχωρήσει». Δέν πρόλαβε νά κατεβάσει τά χέρια του καί ἔπεσε νεκρός μέ τρεῖς πυροβολισμούς.

Ὁ ἐπίσκοπος Νικόδημος τοῦ Μπέλγκοροντ, πρίν ἀπό τήν ἐκτέλεσή του, προσευχήθηκε κι εὐλόγησε τούς ἕτοιμους νά τόν ἐκτελέσουν Κινέζους στρατιῶτες. Ἐκεῖνοι τότε ἀρνήθηκαν νά τόν πυροβολήσουν καί τούς ἀντικατέστησαν ἄλλοι στρατιῶτες. Αὐτή τή φορά, τόν ἱερομάρτυρα τόν ἔβαλαν ἀπέναντί τους, ἀφοῦ τόν ἀποσχημάτισαν καί τόν ἔντυσαν μέ στρατιωτική φόρμα, γιά νά καμφθοῦν οἱ δισταγμοί τῶν ἐκτελεστῶν.

Ὁ ἐπίσκοπος Λαυρέντιος τοῦ Μπαλακνά, πρίν ἀπό τήν ἐκτέλεσή του, κάλεσε τούς στρατιῶτες τοῦ ἀποσπάσματος σέ μετάνοια καί, μπροστά στίς κάνες τῶν ὅπλων πού τόν σημάδευαν, τούς ἔκανε κήρυγμα περί τῆς μελλοντικῆς σωτηρίας τῆς Ρωσίας. Τότε οἱ Ρῶσοι στρατιῶτες ἀρνήθηκαν νά τόν πυροβολήσουν· καί ἔτσι τόν ἱερομάρτυρα πυροβόλησε ἕνας Κινέζος στρατιώτης.

Στήν Πετρούπολη, ὁ ἱερεύς Φιλόσοφος Ὀρνάτσκυ, ὁδηγήθηκε στήν ἐκτέλεση μαζί μέ τούς δύο γιούς του, Νικόλαο καί Μπόρις. Τόν ρώτησαν: «Ποιός θά ἐκτελεστεῖ πρῶτος, ἐσύ ἤ οἱ γιοί σου;» Ὁ ἱερεύς ἀπάντησε: «Οἱ γιοί μου». Ἐνῶ, λοιπόν, τά παιδιά του ἐκτελοῦνταν, ὁ ἴδιος εἶχε γονατίσει καί τούς διάβαζε τήν «εὐχή εἰς ψυχορραγοῦντα». Οἱ στρατιῶτες μετά τήν ἐκτέλεση τῶν παιδιῶν, ἀρνήθηκαν νά σκοτώσουν τόν ἱερέα, ὁπότε ὁ ἀξιωματικός τοῦ ἀποσπάσματος, μέ τό περίστροφό του τόν πυροβόλησε ἐξ ἐπαφῆς.

 Ὁ πενθερός τοῦ π. Φιλοσόφου, πρωτοπρεσβύτερος Πέτρος Σκίπετρωφ, πυροβολήθηκε στό στόμα ἀπό ἀπόσπασμα στρατιωτῶν, ἐνῶ βρισκόταν στήν αὐλή τῆς ἐκκλησίας του (Ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νιέφσκι) τελῶντας ἱεροπραξία καί φορῶντας τήν ἱερατική του στολή. (Μαρτύρησε πρίν ἀπό τόν γαμβρό του π.Φιλόσοφο, τό 1918). Ὁ π. Φιλόσοφος μαρτύρησε στίς 20  Ἰουλίου 1918 (Προφήτου Ἠλιού) καί τά σώματα αὐτοῦ καί τῶν δύο υἱῶν του βρέθηκαν πεταμένα στή θάλασσα.

Τό «προσκλητήριο» ἀναφορά πού προηγήθηκε, πρέπει νά μᾶς χρησιμεύσει πρωτίστως γιά ἀφορμή μετανοίας καί ἐξομολογήσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας καί κατόπιν γιά ἐφαρμογή τοῦ κανόνα μετανοίας, πού ὅλοι ὀφείλουμε νά ἐκτελέσουμε, μέ τίς ὑποδείξεις τῶν πνευματικῶν μας ἐξομολόγων.

Διότι καί οἱ Ρῶσοι βασανισθέντες ἀδελφοί μας – μήν σᾶς φανεῖ αὐτό παράδοξο – κανόνα μετανοίας ἔκαναν μέ τά μαρτύριά τους τά ποικιλότροπα· τόσο ἐπί προσωπικοῦ ἀτομικοῦ, ὅσο καί ἐπί μαζικοῦ ἐπιπέδου. «Πολλά γάρ ἔπταισαν ἅπαντες»· καί γι’ αὐτό, οἱ ἅγιοι πνευματικοί τους στάρετς  ἀρχῆς γενομένης ἀπό αὐτόν ἀκόμη τόν Ὅσιο Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ – εἶχαν προφητεύσει τήν ἔλευση τῶν μαρτυρικῶν δεινῶν, ὅλου τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ. Καί ἑπομένως καί τήν λυτρωτική μετάνοια, στήν ὁποία θά τούς ὁδηγοῦσαν τά δεινά.

Ἔτσι καί τώρα σ’ ἐμᾶς – τῶν ἀναλογιῶν τηρουμένων βεβαίως – κώδων μετανοίας μᾶς κρούεται. «Ἐάν μή μετανοεῖτε, πάντες ὁμοίως» θά πειρασθεῖτε, σάν νά μᾶς λέγει ὁ Κύριος· «ἔφη τό σεπτόν καί σεβάσμιον στόμα» τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.

Ἄλλωστε μήν ξεχνᾶμε, ὅτι εἰδικά ἐφέτος, στά  μέσα Φεβρουαρίου, ἀρχίζει τό Τριώδιον, ἡ κατ’ ἐξοχήν περίοδος μετανοίας. Θά ψάλουμε: «Ἰδού καιρός εὐπρόσδεκτος· ἰδού καιρός μετανοίας· ἀποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός». Ἀμήν!

 Μέ τίς ἅγιες εὐχές τῶν βασανισθέντων Ρώσων νεομαρτύρων, ὧν τήν Σύναξιν ἐπιτελοῦμεν.

Μέ ἀγάπη Χριστοῦ

Μοναχός Νεκτάριος

Χιλανδαρινόν Κελλίον Ἁγ. Νικολάου Μπουραζέρη

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 235

Μάρτιος 2022