Ἡ ὅραση τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ μυωπία τῆς σημερινῆς ἐποχῆς!

Ἡ ὅραση τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ
 καὶ ἡ μυωπία τῆς σημερινῆς ἐποχῆς!

 

Στὸ συναξάρι τῆς 17ης Νοεμβρίου, ἀναφέρεται μιὰ ὠφέλιμη διήγηση γιὰ τοὺς Ἁγίους Ζαχαρία τόν Σκυτοτόμο καὶ Ἰωάννη:

Ἕνας ἄνθρωπος, μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάννης, ἦταν ἔνδοξος καὶ περιφανὴς στὰ κοσμικὰ πράγματα ἀλλὰ κάποια στιγμὴ καταφρόνησε ὅλες τὶς χαρὲς τοῦ κόσμου καὶ τὶς ἀντάλλαξε μὲ μιὰ ζωὴ ταπεινὴ καὶ μοναχικὴ καὶ φρόντιζε νὰ ἀρέσει μόνο στὸν Θεό. Ἀφιερώθηκε στὴν προσευχὴ στὴν ἄσκηση καὶ προέκοπτε πνευματικά. Συνήθιζε δὲ νὰ πηγαίνει σὲ διαφόρους ναοὺς καὶ νὰ ἀγρυπνεῖ. Ἡ διήγηση, μάλιστα, ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὅτι αὐτὸ ἦταν «ἀπαραίτητον ἔργον τό νὰ πηγαίνη νὰ ἀγρυπνῆ ὅλην τὴν νύκτα εἰς τοὺς ναοὺς τοῦ Κυρίου». Μία νύκτα πῆγε στὸν μεγάλο Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Λόγου Ἁγίας Σοφίας, στὴν Κωνσταντινούπολη. Καὶ ἀφοῦ βρῆκε κλειστὲς τὶς θύρες τοῦ Ναοῦ, κάθισε σὲ ἕνα σκαμνί, ποὺ ἦταν ἐκεῖ κοντά, γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ προσευχόμενος. Καὶ καθὼς προσευχόταν βλέπει μία λάμψη φωτός, ἡ ὁποία ἐρχόταν ἀπὸ ἔξω. Κοιτάζοντας πιὸ προσεκτικὰ εἶδε πίσω ἀπὸ τὸ φῶς ἕναν σεμνὸ ἄνδρα νὰ τὸν ἀκολουθεῖ. Χάρηκε πολὺ μὲ τὸ θέαμα αὐτὸ καὶ παρακολουθοῦσε θέλοντας νὰ μάθη, τί ἔχει νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔφθασε μπροστὰ στὶς κλειστὲς θύρες τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, γονάτισε στὸ κατώφλι τῆς πόρτας καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται. Ἔπειτα σήκωσε ψηλά τά χέρια του καὶ κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στὶς θύρες, ἀπὸ θαῦμα οἱ πόρτες ἄνοιξαν καὶ μαζὶ μὲ τὸ φῶς μπῆκε μέσα στὸ Ναὸ ὁ “θαυμάσιος”, ὅπως τὸν χαρακτηρίζει ἡ διήγηση, ἐκεῖνος ἄνθρωπος. Ἀφοῦ δὲ μπῆκε, πάλι γονάτισε στὸ ἔδαφος, ὅπου ἀπὸ πάνω ἦταν ζωγραφημένη ἡ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ὅταν σηκώθηκε ἄνοιξε καὶ ἐκεῖ τὶς πόρτες. Καὶ μπαίνοντας στὶς ἀσημένιες καὶ ὄμορφες θύρες στὸ νάρθηκα τοῦ Ναοῦ, προσευχήθηκε ἐκεῖ πολλὴ ὥρα. Ἔπειτα ἄνοιξε καὶ αὐτὲς τὶς θύρες μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καὶ ἔτσι μπῆκε στὸν Ναὸ ὄντας ὅλος λουσμένος στὸ φῶς.

Πηγαίνοντας στὸ μέσον τοῦ Ναοῦ, σήκωσε τὰ χέρια του ψηλὰ προσευχόμενος. Ὅταν τελείωσε τὴν προσευχή του, γύρισε πίσω καὶ κατευθύνθηκε στὸ προαύλιο τοῦ Ναοῦ ἐνῶ οἱ θύρες ἔκλειναν καθὼς ἐκεῖνος ἔβγαινε ἔξω. Στεκόταν, λοιπόν, ὁ ἱερὸς Ἰωάννης, καὶ ἔβλεπε προσεκτικά, ποῦ ἤθελε νὰ πάει ὁ θαυμαστὸς αὐτὸς ἄνθρωπος, ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸ Ναό. Τὸν εἶδε νὰ ἀπομακρύνεται στὸ δρόμο καὶ τὸν ἀκολούθησε θέλοντας νὰ μάθει ποῦ πηγαίνει. Ὁ ἄνθρωπος ἔστριψε ἀπὸ τὸν δρόμο καὶ κατηφόρησε, ὅπως ἀναφέρει ἡ διήγηση, πρὸς τὴν σκάλα τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἰουλιανοῦ. Πλησίασε σὲ ἕνα μικρὸ σπιτάκι καὶ χύπησε τὴν πόρτα μὲ τὸ χέρι. Μὲ σιγανὴ φωνὴ φώναξε τὸ ὄνομα τῆς γυναίκας ποὺ βρισκόταν μέσα στὸ σπίτι καί, ὅταν ἡ Μαρία τοῦ ἄνοιξε, μπῆκε μέσα. Τὸ φῶς ποὺ τὸν φώτιζε στὸ δρόμο ἐξαφανίσθηκε καὶ ὁ δρόμος ἔμεινε σκοτεινός.

Ἡ γυναῖκα τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ ἀνθρώπου ἄναψε τὸ λυχνάρι ἀπὸ τὸ κανδήλι καὶ τὸ ἔφερε στὸν ἄνδρα της. Ἐκεῖνος δὲν ξάπλωσε στὸ κρεββάτι του οὔτε ἔκατσε νὰ ξεκουραστεῖ ἀλλὰ ἄρχισε νὰ δουλεύει. Ἦταν τσαγκάρης καὶ ἔραβε τὰ δέρματα. Τότε ὁ Ἰωάννης, χωρὶς νὰ ντραπεῖ πῆγε στὸ σπίτι του. Καὶ πέφτοντας στὰ πόδια τοῦ ἀνθρώπου τὰ  ἔβρεχε μὲ τὰ δάκρυά του καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τοῦ ἀποκαλύψει ποιὸς ἦταν. «Ποία εἶναι ἡ ὑψηλὴ πολιτεία σου, διὰ μέσου τῆς ὁποίας ποιεῖς ἐξαίσια θαύματα, τὰ ὁποῖα εἶδον ἐγὼ μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου». Ὁ ταπεινὸς ἐκεῖνος ἄνθρωπος τοῦ ἀπάντησε: «συγχώρησον, γέρων διὰ τὸν Κύριον. Ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, καὶ δὲν ἔχω κανένα ἔργον καλὸν εἰς τὸν ἑαυτόν μου. Ποῖος γὰρ εἶμαι ὁ ἰδιώτης ἐγώ; ἢ πόθεν ἔμαθον καμμίαν ὑψηλὴν πολιτείαν, ὡς αὐτὸς λέγεις, εἰς καιρὸν ὁπού εἶμαι πτωχὸς καὶ ἐργάτης μιᾶς τέχνης εὐτελεστάτης; Ἐπλανήθης ὢ ἄνθρωπε, ἐπλανήθης, καὶ φάντασμα μᾶλλον εἶδες, παρὰ ἀλήθειαν». Τότε ὁ γέρων ἐπρόσθεσε δάκρυα ἐπάνω στὰ δάκρυα καὶ δὲν σταμάτησε νὰ τὸν παρακαλεῖ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτόν του καὶ τὴν ἀρετή του. Καὶ τοῦ ἔλεγε ὅτι «ἂν δὲν ἦταν ἔργο τῆς Θείας Προνοίας νὰ φανερωθεῖ ἡ ὑψηλή σου πολιτεία τότε δὲν ἤθελα νὰ ἀξιωθῶ ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος νὰ δῶ τέτοια θαυμάσια». Στενοχωρήθηκε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἐπιμονὴ καὶ τὶς παρακλήσεις τοῦ γέροντα καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔβαλε μετάνοια ἄρχισε νὰ λέει:

«Μάθε καλά, ἀδελφέ μου, ὅτι κανένα κατόρθωμα ἐπὶ τῆς γῆς δὲν ἀπέκτησα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ μολύνωμαι μὲ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὸ νὰ προτιμῶ τὴν καλοπέραση τῆς σάρκας. Ὅμως, ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ἄρχισα νὰ σκέφτομαι τὸν φόβο τῆς κολάσεως καὶ ἀφοῦ παντρεύτηκα αὐτὴν τὴν γυναίκα διατηρήσαμε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ἀποκρύπτοντας αὐτὸ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ λέγοντας ὅτι ἡ γυναῖκα εἶναι στείρα, γιὰ τὸν πόθο καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ μας. Θέλω δὲ νὰ προσθέσω καὶ κάτι ἄλλο: Ὁ δικός μου πλοῦτος ὅλος, δὲν εἶναι περισσότερος ἀπὸ ἕνα τριμίσιο (νόμισμα τῆς ἐποχῆς). Μὲ αὐτὸ ἀγοράζω δέρματα, καθὼς ἐργάζομαι τὴν τέχνη τῶν ὑποδημάτων. Καὶ ὅ,τι μισθὸ βγάλω ἀπὸ αὐτήν, τὸν μοιράζω σὲ δύο ἴσα μερίδια. Καὶ τὸ μὲν ἕνα μερίδιο, τὸ πρῶτο καὶ κυριώτερο, τὸ ἀφιερώνω στὸν Χριστό, δίδοντάς το στοὺς πτωχούς, τὸ δὲ ἄλλο τὸ ξοδεύω γιὰ τὶς δικές μας ἀνάγκες. Καὶ ἔτσι ζῶντας, φαντάζομαι κάθε μέρα τὸν φοβερὸ Κριτή, ὅπου μέλλει νὰ ἔλθη. Καὶ ἐνθυμοῦμαι τὴν ἐξέτασιν, ποὺ ἔχουν νὰ μοῦ κάμουν οἱ “φορολόγοι” δαίμονες».

Ἀκούγοντας αὐτὴν τὴν διήγηση ὁ Ἰωάννης καὶ θαυμάζοντας τὴν καθαρὰ καὶ μακαρία ζωὴ τοῦ Ζαχαρίου (ἔτσι ἦταν τὸ ὄνομά του) τὸν ἐπαίνεσε καὶ ἀφοῦ ἀποχαιρέτισε τὸν θαυμαστὸ αὐτὸ ἄνδρα, βγῆκε ἀπὸ τὸ σπίτι μὲ πολλὴ χαρά. Καὶ ὁ μὲν Ἰωάννης, πῆγε στὸ σπίτι ὅπου διέμενε καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ τὰ μεγαλεῖα ποὺ τοῦ ἀποκάλυψε, ὁ δὲ μακάριος Ζαχαρίας, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀληθινὰ ταπεινός, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸ δόλωμα τῆς ἀνθρώπινης δόξας ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι του πρὸς ἄλλο μέρος ὅπου ἦταν τελείως ἄγνωστος.

Ξεχώρισα αὐτὴ τὴν διήγηση, γιατί μοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση πῶς οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο δὲν ὑπερηφανεύονται γιὰ τὰ χαρίσματα ποὺ τοὺς δίνει ὁ Θεός, ἀλλὰ σὲ ὅλη τους τὴν ζωὴ αὐτὸ ποὺ βλέπουν μπροστά τους εἶναι μόνο οἱ ἁμαρτίες τους. Ἄνθρωποι χαρισματοῦχοι, ἄνθρωποι ποὺ ἀξιοποιοῦν τὸν ἑαυτόν τους σὲ πολὺ μεγάλο βαθμό, αὐτὸ ποὺ βλέπουν μόνο εἶναι οἱ ἁμαρτίες τους ἐνῶ ἐμεῖς, ἄνθρωποι τοῦ σώματος καὶ τῆς ὕλης ὄχι μόνο δὲν βλέπουμε τὶς ἁμαρτίες μας, ἀλλὰ ἐπιτιθέμεθα μὲ σφοδρότητα σὲ ὅποιον ἢ ὅ,τι μᾶς ἐλέγχει. Οἱ καθαροὶ ἄνθρωποι τὸ μόνο ποὺ βλέπουν μπροστά τους εἶναι ὁ παραμικρὸς “λεκές” ποὺ καλύπτει τὴν καθαρότητά τους, σὲ ἀντίθεση μὲ ἐμᾶς ποὺ ὄντες βουτηγμένοι στὴ βρωμιά, τὸ μόνο ποὺ βλέπουμε εἶναι πῶς θὰ βρωμίσουμε καὶ τοὺς ἄλλους γιὰ νὰ μὴν ξεχωρίζει ἡ δική μας κατάσταση! 

Τὸ ἦθος τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸ ἦθος καὶ τὴν ποιότητα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Σήμερα, ὄχι μόνο δὲν ἀσχολούμαστε μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀλλὰ ἀγανακτοῦμε γιατί οἱ ἄλλοι δὲν διακρίνουν τὶς ἀρετές μας! Ἡ ἀλαζονεία καὶ ἡ ὑποκρισία τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, ἔχει διαστρέψει τὴν ἀλήθεια καὶ ἔχει μετατρέψει τὴν ἁμαρτία σὲ ἀρετὴ γιὰ νὰ μὴν μᾶς ἐλέγχει.

Ζήσαμε καὶ ζοῦμε δυστυχῶς ἀκόμη, τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν ἀλαζονεία ὅλων αὐτῶν ποὺ ἔχουν κοσμικὴ ἐξουσία (εἴτε πολιτικὴ εἴτε ἐκκλησιαστική), οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν συνάνθρωπο (ἄκουσον-ἄκουσον!!!) μᾶς στέρησαν κάθε ἐλευθερία καὶ ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια. Μᾶς στέρησαν τὴν δυνατότητα νὰ τιμήσουμε τοὺς Ἁγίους μας καὶ νὰ προσευχηθοῦμε μέσα στοὺς Ναοὺς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὅπως ἀναφέρεται στὴν διήγηση, εἶχε ἀπαραίτητο ἔργο νὰ πηγαίνει στοὺς Ναοὺς ὅλη τὴν νύχτα, θέλοντας νὰ δείξει ὅτι εἶναι ζωτικῆς σημασίας γιὰ τὸν πιστὸ ἡ προσευχὴ μέσα στὸ Ναό. Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας, μὲ τὴν δυνατή του προσευχὴ καὶ τὴν παρρησία του πρὸς τὸν Θεό, κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ἄνοιγε τὶς θύρες τοῦ Ναοῦ. Καί ἐμεῖς, μικρόψυχα ἀνθρωπάκια, ποὺ τὸ μόνο ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι νὰ μὴν πάθει ἡ ὑγεία μας, σφραγίζουμε τὶς θύρες τῶν Ναῶν τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ μὴν μολυνθοῦμε!

Γέμισε ὁ κόσμος αὐτὲς τὶς μέρες μὲ μηνύματα ἀγάπης καὶ “ἀγαπολογίες”! Ἕνας κόσμος ποὺ μέχρι χθὲς δὲν ἔδινε πεντάρα ἐὰν ὁ διπλανός του ἦταν ζωντανός, ἐὰν πεινοῦσε, ἐὰν κρύωνε…! Μοιράζουμε ἀγάπη ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη καταγγέλουμε τὸν γείτονα γιατί τόλμησε νὰ πάει στὴν ἐκκλησία!

Ἄς εὐχηθοῦμε ὅλοι νὰ μᾶς ἀνοίξουν τὰ μάτια, νὰ δοῦμε τὶς δικές μας ἁμαρτίες καὶ ὄχι τῶν ἄλλων. Νὰ συνειδητοποιήσουμε τί ἀντίκτυπο ἔχουν οἱ πράξεις μας καὶ τί κακὸ προξενοῦμε κάθε μέρα στοὺς συνανθρώπους μας. Αὐτὸ εἶναι πράξη ἀγάπης καὶ ὄχι ἡ ὑποκριτικὴ “καραμέλα” ποὺ πιπιλᾶμε ὅλοι, πώς, ὅποιος δὲν πειθαρχεῖ στὰ αὐθαίρετα καὶ ἀστήρικτα μέτρα τοῦ κράτους, δὲν ἔχει ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους!

 

Μαρίνα Διαμαντῆ

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 235

Μάρτιος 2022