ΦΟΡΩΝΤΑΣ ΜΑΣΚΕΣ

ΦΟΡΩΝΤΑΣ  ΜΑΣΚΕΣ

 

πανδημία μᾶς βασανίζει ἤδη ἐδῶ καί δυόμιση χρόνια. Λές καί ὁ Θεός, πού εἶπε κάποτε στόν Ἀδάμ ὅτι δέν εἶναι καλά νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος μόνος, τώρα ἄλλαξε γνώμη καί μᾶς χωρίζει τόν ἕνα ἀπό τόν ἄλλο. Ἀκόμη καί τά παιδιά μας τά βλέπουμε ἀπό δύο μέτρα μακριά ἤ στό Ἰντερνέτ ἤ τά ἀκοῦμε μόνο στό τηλέφωνο γιά νά βεβαιωθοῦμε ὅτι ζοῦν καί εἶναι καλά. Τό πρόσωπό μας τό καλύπτουμε σχεδόν ὅλη τήν ἡμέρα πίσω ἀπό τίς μάσκες. Γίναμε ὅλοι προσωπιδοφόροι: ὁρισμένοι μέ τίς ὑφασμάτινες μάσκες, ἄλλοι ὑπό  ψυχοβόρο προσωπεῖο, χωρίς νά ἀναρωτηθοῦμε ὅπως ὁ ποιητής «γιατί ἡ ψυχή μου νά κρυφτεῖ πίσω ἀπ’ τό σκοτεινό το προσωπεῖο;» (Γ. Γεραλής).

Ἀσφαλῶς ὁ φόβος, ἡ ἄγνοια, ἡ πληροφόρηση καί ἡ παραπληροφόρηση, τά τραγικά οἰκογενειακά γεγονότα ἤ οἱ εἰδήσεις γιά ἀπώλειες γνωστῶν καί ἀγαπημένων προσώπων δένουν ἀκόμη πιό σφικτά αὐτές τίς μάσκες ἐπάνω στά πρόσωπά μας.

Ἀκόμη καί στά γραφεῖα μας, στά μπάρ ἤ στά καφενεῖα, ὅπου ὑποτίθεται ὅτι ἔχουμε σάν σκοπό τῆς ἐργασίας μας νά συναντηθοῦμε μέ ἀνθρώπους καί νά συνομιλοῦμε μαζί τους, εἴμαστε κρυμμένοι πίσω ἀπό εἰδικά διαμορφωμένα πλαστικά κατασκευάσματα, βλέποντας μονάχα –ὅταν τό φῶς τό ἐπιτρέπει– τό ἀνήσυχο τρεμούλιασμα κάποιων ματιῶν.

Γιατί νά συνεχίζω ὅμως αὐτά τά «ἀντρίκεια κλάματα, γυναίκεια μοιρολόγια» ὅπως λέει τό δημοτικό τραγούδι; Ὁ σκοπός μου σήμερα δέν εἶναι νά σᾶς προσθέτω λύπη, κατσουφιά, ἀλλά νά σᾶς φέρνω ἕνα ἔστω καί χειλικό χαμόγελο.

Ἡ ἰδέα τῆς ἱστορίας πού θά σᾶς πῶ τήν δανείσθηκα ἀπό τόν Γάλλο χιουμορίστα καί συγγραφέα Ἀλφόνς Ἀλέϊ.

Δέν θά σᾶς κάνω κάποια μετάφραση γιά νά μή σᾶς κουράζω, ἀλλά θά σᾶς διηγηθῶ ὅσο γίνεται πιό πιστά τήν ἱστορία προσαρμοσμένη ὅμως στά σημερινά δεδομένα.

* * *

«Ἐργαζόμουν τήν περίοδο ἐκείνη σέ ἕνα δημόσιο γραφεῖο κοντά στήν Ὁμόνοια. Τό πρόγραμμα ἐλαστικό, 10 τό πρωΐ μέ 5 τό ἀπόγευμα. Ἀλλά ποιός μπορεῖ εὐθύς μετά τίς ὧρες ἐργασίας νά χωρίζει ἀμέσως μέ τήν παρέα μέ τήν ὁποία βρισκόταν ὅλη τήν ἡμέρα, καί νά τρέχει γιά τό σπίτι; Πάντα οἱ κουβέντες τοῦ γραφείου συνεχίζονται καί ἔξω, εἴτε γιά ἕνα καφέ στό χέρι, εἴτε γιά ἕνα σουβλάκι καί μπύρα «πάρτα καί φύγε» ἤ ... Ἑλληνικότατα τήν σήμερον ἡμέρα  “take away».  Καί τό ἴδιο ἀκριβῶς ἔγινε καί ἐκείνη τήν ἀξέχαστη ἡμέρα.

Πήραμε τό καφέ στό χέρι καί ἀποσυρθήκαμε σέ κάποια πιό ἥσυχη γωνιά καί ἀρχίσαμε ἀτελείωτες κουβέντες γιά τό ποδόσφαιρο, γιά τήν πολιτική, γιά τό τένις καί τήν ἀτυχία τοῦ Τζόκοβιτς καί περί παντός ἐπιστητοῦ. Ὁ χρόνος κυλοῦσε γρήγορα καί βράδιασε γιά τά καλά. Τελικά ἀποφασίσαμε νά λύσουμε τήν συνεδρίαση καί νά ξεκινήσει ὁ καθένας γιά τό σπίτι του. Ἐξ ἄλλου τό γεγονός ὅτι ἤμασταν ὅλοι ὄρθιοι, στό κρύο καί φορῶντας μάσκες μᾶς περιόριζε τήν ἐπιθυμία.

Δέν πρόλαβα νά κάνω ὅμως παρά δύο τρία βήματα, ὅταν δίπλα μου πέρασε μιά ὄμορφη γυναῖκα. Λόγῳ τοῦ σκότους καί τῆς μάσκας πού φοροῦσε δέν εἶδα τό πρόσωπόν της. Εἶδα ὅμως δύο φλογερά μάτια πού ἔκαναν ὅλο τό σῶμα μου νά ἀνατριχιάσει. Εἶναι δυνατόν, θά πεῖτε; Γιά σκεφθεῖτε ὅμως τήν περίπτωση τοῦ ποιητῆ Πετράρκα, πού εἶδε μόνο μιά φορά τά μάτια τῆς Λάουρας καί δέν τήν ξέχασε ὅλη του τήν ζωή. Ἤ ἐκείνη τοῦ Δάντε Ἀλιγκιέρι, πού ὑποδουλώθηκε στήν ὀμορφιά τῆς Βεατρίκης, ἤ τοῦ Ὀρφέα, πού κατέβηκε μέχρι τόν ᾍδη γιά τά μάτια τῆς Εὐρυδίκης. Ἀλλά γιατί νά μιλᾶμε γιά ἁπλούς ἀνθρώπους, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Δίας, ὁ πατέρας τῶν Θεῶν, κατέβηκε τόσες φορές στήν γῆ γιά τά μάτια διαφόρων ὄμορφων θνητῶν;

Καί ἡ ἄγνωστη ἔδειχνε νεαρή ὄμορφη γυναῖκα. Δέν θά σᾶς κουράζω μέ τήν περιγραφή της διότι οἱ ὄμορφες γυναῖκες δέν χρειάζονται περιγραφή. Ἔπειτα, μπορεῖ ὁ καθένας ἀπό ἐσᾶς νά φέρει στήν μνήμη του μιά νεαρή ὄμορφη γυναῖκα.

Τήν χαιρέτησα λοιπόν κλείνοντας τό μασκοφορεμένο κεφάλι μου. Ἀλλά εἴτε δέν τό πρόσεξε, εἴτε δέν ἔδωσε καμία σημασία στό νεῦμα μου.

Στήν ἀρχή ξεκίνησα πρός ἄλλη κατεύθυνση, ἀλλά τό τρέμουλο τῆς καρδιᾶς μέ ἔκανε νά τήν ἀκολουθήσω. Τόσο τά περιποιημένα μαλλιά της, τό σῶμα καί τό βάδισμά της μοῦ φαίνονταν πολύ γνωστά. Ποῦ ἄραγε ξαναεῖδα τήν ὄμορφη αὐτή γυναῖκα;

Ἡ ἴδια πέρασε ἀπό τήν πλατεία Κάνιγγος, ἀνέβηκε τήν ὁδό Ἀκαδημίας καί μπῆκε στή Ζωοδόχου Πηγῆς. Σάν νά ἤθελε νά μέ ὁδηγήσει στό σπίτι! Σταμάτησε μάλιστα μπροστά στήν πολυκατοικία μου, ἔβγαλε κάποια κλειδιά καί μπῆκε μέσα. Νά εἴμαστε ἄραγε γείτονες καί δέν τό ἤξερα; Πῆρε τό ἀσανσέρ καί ἀνέβηκε στό δεύτερο ὄροφο. Ἀνέβηκα καί ἐγώ τά σκαλιά δύο δύο καί τήν πρόλαβα … μπροστά στή πόρτα μου! Μήπως εἶναι κάποια γνωστή τῆς συζύγου μου, σκέφτηκα. Ἀλλά ἡ ἴδια δέν χτύπησε τό κουδούνι. Ἔβγαλε τά κλειδιά καί γύρισε πρός ἐμένα βγάζοντας τήν μάσκα.

― Καλῶς τό παιδί!   Ἔχασες ξανά τίς ὧρες σου μέ ἄχρηστες κουβέντες  μέ τούς φίλους σου; Δέν μπορεῖς ἔστω μία φορά νά ἔρθεις τήν ὥρα σου;

Πάγωσα. Ἡ ὄμορφη γυναῖκα πού κυνήγησα, ἦταν πράγματι…ἡ γυναῖκα μου!»         

π. Ἠλίας Φρατσέας

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 235

Μάρτιος 2022

 

Ὑποσημείωση:

1. Alphonce Allais (1854 – 1905)