Paul Feyerabend: Ἕνας «ἀναρχικός» ἐπιστηµολόγος

Paul Feyerabend:
Ἕνας «ἀναρχικός» ἐπιστηµολόγος

 

«Εἶναι κρῖµα πού ἡ Ἐκκλησία τοῦ σήµερα, φοβισµένη ἀπό τόν καθολικό θόρυβο πού γίνεται ἀπό τούς ἐπιστηµονικούς λύκους, προτιµᾶ νά ἀλυχτᾶ (to howl) µαζί µέ αὐτούς, ἀντί νά προσπαθεῖ νά τούς µάθει τρόπους».

Ἡ δηκτική καί διεισδυτική φράση πού παραθέσαµε δέν ἀνήκει, ὅπως ἴσως εὔλογα θά ὑπέθετε κανείς, σέ κάποιον φονταµενταλιστή θρησκευόµενο πού ἔχει τυφλά καί πεισµατικά προσκολληθεῖ στά δόγµατα τῆς πίστης του ἀψηφῶντας τήν ἐµπειρική πραγµατικότητα, ἀλλά σέ ἕναν ἀπό τούς µεγαλύτερους ἐπιστηµολόγους τοῦ 20ου αἰῶνα, τόν Paul Feyerabend (1924-1974). Προέρχεται δέ ἀπό µιά ὁµιλία πού εἶχε κάνει στήν Κρακοβία τῆς Πολωνίας µέ θέµα της «Ὁ Γαλιλαῖος καί ἡ τυραννία τῆς ἀλήθειας», ἡ ὁποία ἐν συνεχεία περιλήφθηκε στό βιβλίο του µέ τόν προκλητικό καί παιγνιώδη τίτλο «Farewell to Reason» («Ἀπoχαιρετισµός στόν Ὀρθό Λόγο», ἐκδ. Verso, 1987), ὁ ὁποῖος ὑπενθυµίζει, σκοπίµως ὑποθέτουµε, τό διάσηµο µυθιστόρηµα «Ἀποχαιρετισµός στά ὅπλα» («Farewell to arms») τοῦ Ernest Hemingway.

Ὁ Paul Feyerabend ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀπό ἐπικριτές του ὡς «ὁ µεγαλύτερος ἐχθρός τῆς ἐπιστήµης». Ἄλλοι, ὅµως, µελετητές τοῦ ἔργου του, πιό ψύχραιµοι καί πιό προσεκτικοί, τόν ἔχουν παραλληλίσει µέ τόν ἀρχαῖο φιλόσοφο Σωκράτη, ὁ ὁποῖος, ὅπως µᾶς εἶναι γνωστό, ὁδηγοῦσε µέ τή µέθοδο τῆς εἰρωνείας τούς συνοµιλητές του στή βαθµιαία συνειδητοποίηση τῆς ἀγνοίας τους γιά τά πιό βασικά καί δῆθεν αὐτονόητα ζητήµατα.

Αὐτό πού χαρακτήρισε τόν Feyerabend ἦταν ἡ προσήλωσή του στήν ἀναζήτηση τῆς ἐπιστηµονικῆς ἀλήθειας σέ συνδυασµό µέ τή συνειδητοποίηση ὅτι ὁ καλύτερος τρόπος γιά νά φθάσει κανείς σέ αὐτήν εἶναι ὁ διάλογος µεταξύ ὅλων, ἐπιστηµόνων καί µή. Ὅµως, γιά νά ἀποδώσει τά ἀναµενόµενα, ὁ διάλογος αὐτός θά πρέπει, ὑποστήριξε, νά εἶναι ἀνοιχτός σέ κάθε ἐπιστηµονική θεωρία ἤ πρόταση, ὅσο παράδοξη ἤ µή ἐπιστηµονική καί ἄν φαίνεται αὐτή. Ὅπως ἐπισήµανε, ἐµπνεόµενος ἀπό τόν φιλελεύθερο φιλόσοφο τοῦ 19ου αἰώνα John Stuart Mill καί ἰδίως τό βιβλίο τοῦ «On Liberty», ἀκόµη καί µιά παράδοξη ἐκ πρώτης ὄψεως ἤ καί ἐσφαλµένη θεωρία µπορεῖ νά χρησιµεύσει στήν λεπτότερη ἐπεξεργασία καί στή στερεότερη θεµελίωση τῆς κρατοῦσας θεωρίας. Ἑποµένως, ἡ διεξαγωγή ἑνός εἰλικρινοῦς καί προσεκτικοῦ διαλόγου µεταξύ «εἰδικῶν» καί «µή εἰδικῶν» ἀποφέρει πάντοτε ὀφέλη ὑπέρ τῆς ἀληθείας καί δέν πρέπει ποτέ νά ἀπορρίπτεται ὡς δῆθεν ἄγονος καί ἄσκοπος περισπασµός τῶν καθ’ αὐτό ἐπιστηµονικῶν προσπαθειῶν.

Σέ ἕνα ἄρθρο του µέ τόν τίτλο «Πῶς νά εἶσαι καλός ἐµπειριστής-Μιά ἔκκληση γιά ἀνεκτικότητα στά ἐπιστηµολογικά ζητήµατα» (δηµοσιεύθηκε στό «The Philosophy of science», ἐπιµ. P.H. Nidditch, Oxford University Press, 1968, σελ. 12 κ.ἐ.) ὁ Feyerabend ἐπισηµαίνει εἰδικότερα: «Κάποιες ἀπό τίς µεθόδους τοῦ µοντέρνου ἐµπειρισµοῦ οἱ ὁποῖες εἰσήχθησαν στό ὄνοµα τοῦ ἀντι-δογµατισµοῦ καί τῆς προόδου εἶναι προορισµένες νά ὁδηγήσουν στήν καθιέρωση µιᾶς δογµατικῆς µεταφυσικῆς καί στήν κατασκευή µηχανισµῶν ἄµυνας, οἱ ὁποῖοι ἐξασφαλίζουν τή µεταφυσική αὐτή ἀπό κάθε ἀνασκευή της µέσῳ τῆς ἐµπειρικῆς ἔρευνας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κατά τή διάρκεια τῆς καθιέρωσης αὐτῆς τῆς µεταφυσικῆς οἱ λέξεις «ἐµπειρικό» καί «ἐµπειρία» θά ἀπαντῶνται συχνά. Ὅµως τό νόηµά τους θά εἶναι τόσο διαστρεβλωµένο, ὅσο τό νόηµα τῆς «δηµοκρατίας», ὅταν χρησιµοποιεῖται ἀπό κάποιους ὕπουλους ὑπερασπιστές τῆς τυραννίας. Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ κατηγορία πού διατυπώνω: Ἀπέχοντας πολύ ἀπό τό νά ἐξαλείψει τό δόγµα καί τή µεταφυσική (ἔνν. ὑπό τήν ἀρνητική τους ἔννοια ὡς αὐθαίρετων καί τελείως ὑποθετικῶν ἰσχυρισµῶν) καί ἑποµένως νά ἐνθαρρύνει τήν πρόοδο, ὁ µοντέρνος ἐµπειρισµός ἔχει ἀνεύρει µιά νέα ὁδό γιά νά καταστήσει τό δόγµα καί τή µεταφυσική ἀξιοσέβαστα. Ἤτοι, µέ τό νά τά ἀποκαλεῖ «καλῶς ἐπιβεβαιωµένες θεωρίες» καί µέ τό νά ἔχει ἀναπτύξει µιά µέθοδο ἐπαλήθευσης στήν ὁποία ἡ πειραµατική ἔρευνα παίζει ἕναν µεγάλο, ἀλλά πάντως ἐλεγχόµενο ρόλο…Ὑπῆρχαν ἱερεῖς καί σχολαστικοί φιλόσοφοι, λίγες δεκαετίες παλιότερα. Σήµερα, ἀποκαλοῦν τούς ἑαυτούς τους φιλοσόφους τῆς ἐπιστήµης καί λογικούς ἐµπειριστές…».

Στό ἄρθρο του αὐτό ὁ Feyerabend διατυπώνει τήν πρότασή του µέ συντοµία ὡς ἑξῆς: «Μπορεῖς νά εἶσαι ἕνας καλός ἐµπειριστής, µόνο ἐάν εἶσαι προπαρασκευασµένος νά ἐργασθεῖς µέ πολλές ἐναλλακτικές θεωρίες, παρά ὑπό µόνο µία ὀπτική γωνία καί µόνο µέ µία ἐµπειρία». Μάλιστα, ἐπισηµαίνει εἰδικῶς τό ὅτι ὁ θεωρητικός πλουραλισµός πού εἰσηγεῖται πρέπει, γιά νά ἔχει τό ἐπιθυµητό ἀποτέλεσµα, νά λάβει τήν πρακτική µορφή τῆς προσεκτικῆς οἰκοδόµησης πλήρων ἐναλλακτικῶν θεωριῶν, οἱ ὁποῖες θά ἀντιµετωπίζουν ἐξ ἴσου ἤ καί περισσότερο λεπτοµερῶς τά προβλήµατα πού ἔχουν ἤδη «ἐπιλυθεῖ» ἀπό τήν κρατοῦσα θεωρία καί θά ἐξηγοῦν µέ τρόπο διαφορετικό τά πιό κοινά πειράµατα καί παρατηρήσεις. Τοῦτο διότι δέν ὑπάρχουν θεωρίες οἱ ὁποῖες νά εἶναι µονοσήµαντα καθορισµένες ἀπό τά δεδοµένα τῆς πραγµατικότητας (uniquely determined by the facts). Μέ τόν τρόπο αὐτό θά δηµιουργηθοῦν µέσα γιά τήν κριτική ἀξιολόγηση τῶν κρατουσῶν «καλῶς ἐπιβεβαιωµένων» θεωριῶν, τά ὁποῖα, µάλιστα, θά εἶναι περισσότερο πρόσφορα γιά τόν σκοπό αὐτό ἀπό τήν ἁπλή ἀντιπαραβολή τῆς ἑκάστοτε θεωρίας «µέ τά δεδοµένα τῆς πραγµατικότητας», τά ὁποῖα ὑποτίθεται ὅτι «κάθονται ἐκεῖ ἔξω ἀνεπηρέαστα ἀπό τίς ἐννοιολογήσεις τῆς θεωρίας». Ἰδιαίτερα ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ παρατήρηση τοῦ Feyerabend ὅτι κάποια «δεδοµένα τῆς πραγµατικότητας» (facts), τά ὁποῖα ἐνδεχοµένως θά εἶναι τόσο ἀποφασιστικά, ὥστε νά διαψεύδουν µιά προϋπάρχουσα θεωρία, εἶναι ἐφικτό νά ἐντοπισθοῦν καί νά ἀξιολογηθοῦν µόνο στό πλαίσιο τῆς προηγούµενης ἀνάπτυξης συγκεκριµένων καί ἐπεξεργασµένων ἐναλλακτικῶν θεωριῶν, ἐνῷ δέν εἶναι δυνατόν κἄν νά γίνουν ἀντιληπτά ὑπό τήν ὀπτική γωνία τῆς κρατοῦσας θεωρίας. «Δέν ὑπάρχει θεωρία πού νά συµφωνεῖ µέ ὅλα τά πραγµατικά δεδοµένα τοῦ πεδίου ἐφαρµογῆς της», θά τονίσει, ἀκόµη, ὁ Feyerabend. «Γιά αὐτό ὅµως δέν εὐθύνεται ἡ θεωρία. Τά πραγµατικά δεδοµένα προσδιορίζονται ἀπό παλαιότερες ἰδεολογίες καί µιά σύγκρουση ἀνάµεσα σέ δεδοµένα καί θεωρίες µπορεῖ νά εἶναι ἀπόδειξη προόδου. Εἶναι ἐπίσης καί ἕνα πρῶτο βῆµα στήν προσπάθειά µας νά φέρουµε στήν ἐπιφάνεια τίς ὑπονοούµενες ἀρχές τῶν κρατουσῶν ἐννοιῶν τῆς παρατήρησης». Ὡς ἐκ τούτου µιά ἐναλλακτική θεωρία δέν χρησιµεύει µόνο στό νά µᾶς παράσχει µιά ἀκόµη ἐξήγηση κάποιων δεδοµένων, ἀλλά –ἐνδεχοµένως– διανοίγει τό ὀπτικό µας πεδίο, ὥστε νά δοῦµε καί νά ἀξιολογήσουµε πρόσθετα δεδοµένα, κρίσιµα µέν ἀλλά ἀόρατα ὑπό τήν κρατοῦσα θεωρία. Διαφορετικά, ὅπως προειδοποιεῖ ὁ Feyerabend, θά ξεµείνουµε µέ τήν πρώτη ἐπιστηµονική θεωρία πού θά ἔχει ἐπικρατήσει, ἁπλῶς καί µόνο λόγῳ τοῦ γεγονότος ὅτι ἔτυχε νά προηγηθεῖ χρονικῶς τῶν ἄλλων καί τῆς ἀπροθυµίας τῶν ἐπιστηµόνων νά ἐργασθοῦν γιά τήν ριζική ἐπανεξέτασή της.

Ἕνα ἄλλο ἰδιαιτέρως σηµαντικό καί ἀρκετά σπάνιο χαρακτηριστικό τοῦ ἀνήσυχου καί ἐρευνητικοῦ πνεύµατος τοῦ Feyerabend εἶναι ἡ προσήλωσή του στή λεπτοµερειακή ἱστορική ἔρευνα τῆς πρακτικῆς τῶν ἐπιστηµόνων ἀνά τούς αἰῶνες. Ἡ ἔρευνα αὐτή τόν ὁδήγησε στή διαπίστωση ὅτι, παρά τίς ὅποιες θεωρητικές διακηρύξεις, οἱ ἐπιστήµονες, καί µάλιστα οἱ περισσότερο ἐπιτυχηµένοι καί διάσηµοι ἀνάµεσά τους, δέν ἀκολούθησαν κατά τήν ἔρευνά τους µεθόδους ἀναγνωρισµένες ὡς ἐπιστηµονικές ἀπό τήν ἐπιστηµονική κοινότητα τῆς ἐποχῆς τους. Ἀντιθέτως, ἀρκετές φορές ἔφθασαν στίς ἀνακαλύψεις καί στίς ἐφευρέσεις τους παραβιάζοντας τίς µεθόδους αὐτές, ἀφοῦ ἁπλῶς ἀκολούθησαν τήν ἀρχική τους ἰδέα µέ ἐπιµονή, ἀγνοῶντας τίς ἀντίθετες ἐνδείξεις ἀπό τά καθιερωµένα ἐπιστηµονικά µέτρα καί κριτήρια τῆς ἐποχῆς τους.

Τό πιό ἀντιπροσωπευτικό παράδειγµα τέτοιου ἐπιστήµονα εἶναι γιά τόν Feyerabend ὁ Γαλιλαῖος, τό ὄνοµα τοῦ ὁποίου ἔχει συνδεθεῖ µέ τήν ἐπικράτηση τοῦ ἡλιοκεντρικοῦ συστήµατος τῆς διάταξης τῶν πλανητῶν καί µέ τή διαµάχη του µέ τήν Ρωµαιοκαθολική Ἐκκλησία γιά τό ζήτηµα αὐτό. Εἶναι σέ ὅλους µας γνωστό ὅτι µιά ἀπό τίς πιό βασικές σύγχρονες ἰδέες εἶναι ἐκείνη πού θέλει νά παρουσιάζει τόν πεφωτισµένο Γαλιλαῖο ὡς ἐκπρόσωπο τῆς ἐλεύθερης ἐπιστηµονικῆς ἔρευνας πού βασίζεται στήν παρατήρηση τῆς ἐµπειρικῆς πραγµατικότητας µέ τεχνικά µέσα (τό τηλεσκόπιο) σέ ἀποφασιστική ἀντιπαράθεση µέ τή σκοταδιστική Δυτική Ἐκκλησία καί τόν (δῆθεν) αἰθεροβάµονα Ἀριστοτελισµό της, ἡ ὁποία ὑπερασπίσθηκε µέ πεῖσµα τό παντελῶς ἀστήρικτο στήν ἐµπειρία δόγµα της. Στό πλαίσιο τῆς ἄποψης αὐτῆς ὁ Γαλιλαῖος ἔχει ἀναχθεῖ σέ ἕναν ἀπό τούς σηµαντικότερους ἥρωες τῆς ἐποχῆς µας καί σέ σύµβολο τῆς ἰδέας τῆς ἐλεύθερης ἐπιστηµονικῆς ἔρευνας γιά τήν ὁποία ἀγωνίσθηκε.

«Τίποτε δέν θά µποροῦσε νά ἀπέχει περισσότερο ἀπό τήν ἀλήθεια», θά ἰσχυρισθεῖ, ὅµως, ὁ Feyerabend βασιζόµενος στήν ἱστορική του ἔρευνα. «Οἱ Ἀριστοτελικοί (ἐνν. τούς ὑπερασπιστές τοῦ γεωκεντρικοῦ συστήµατος) ἦταν σέ θέση νά παραθέσουν πολλά πορίσµατα ἐµπειρικῶν παρατηρήσεων ὑπέρ τῶν θέσεών τους. Ἡ ἰδέα τοῦ Κοπέρνικου γιά τήν κίνηση τῆς γῆς, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, δέν εἶχε στή διάθεσή της χωριστή καί ἰδιαίτερη ὑποστήριξη ἀπό τίς παρατηρήσεις (did not posses independent observational support), τοὐλάχιστον κατά τά πρῶτα 150 ἔτη τῆς ὕπαρξής της. Ἐπιπροσθέτως, δέν συµφωνοῦσε µέ τά πραγµατικά δεδοµένα καί τούς σέ ὑψηλό βαθµό ἐπιβεβαιωµένους νόµους». Ὅσον ἀφορᾶ εἰδικότερα στήν πρωτοποριακή χρήση τοῦ ἀτελοῦς ἀκόµα τηλεσκοπίου ἀπό τόν Γαλιλαῖο, ὁ Feyerabend ἐπισηµαίνει ὅτι ὑπῆρχαν τότε ἰσχυροί ἐπιστηµονικοί λόγοι, πού ἤγειραν σοβαρές καί εὔλογες ἐπιφυλάξεις σέ κάθε παρατήρηση πού ἀντλήθηκε µέ ἕνα µέσο ἀκόµη ἀτελές, ἀδοκίµαστο καί θεωρητικῶς ἄγνωστο.  «Οἱ πρῶτες τηλεσκοπικές παρατηρήσεις, θά γράψει ὁ Feyerabend, ἦταν συγκεχυµένες, ἀπροσδιόριστες, ἀντιφατικές καί πολύ διαφορετικές ἀπό ὅσα µποροῦσε νά δεῖ κανείς µέ γυµνό µάτι. Ἐπιπλέον ἡ µοναδική θεωρία πού θά µποροῦσε νά βοηθήσει στόν διαχωρισµό τῶν τηλεσκοπικῶν ψευδαισθήσεων ἀπό τά ἀληθινά φαινόµενα εἶχε ἀπορριφθεῖ µέ ἁπλούς ἐλέγχους» (βλ. τό βιβλίο του µέ τόν τίτλο «Against Method», ἐκδ. NLB, 1975 καί σέ ἑλληνική µετάφραση «Ἐνάντια στή Μέθοδο», ἐκδ. Σύγχρονα Θέµατα 1983, ἴσως σέ σκόπιµη ἀντιπαράθεση µέ τόν τίτλο τοῦ κλασσικοῦ ἔργου τοῦ R. Descartes «Λόγος περί τῆς Μεθόδου», σελ.162). Τό συµπέρασµα τοῦ Feyerabend εἶναι τό ἑξῆς: «Καί αὐτός εἶναι ὁ τρόπος πού ξεκίνησε ἡ µοντέρνα φυσική ἐπιστήµη. Ὄχι σάν µιά προσπάθεια βασισµένη στήν ἐµπειρική παρατήρηση, ἀλλά ὡς µιά ἀνυποστήρικτη εἰκασία ἀσυµβίβαστη µέ τούς σέ ὑψηλό βαθµό ἐπιβεβαιωµένους νόµους» (στό «The Philosophy of science», σελ. 13). Ὅσον ἀφορᾶ εἰδικότερα στόν Γαλιλαῖο, ὁ ὁποῖος τελικά εἶχε δίκιο κατά τύχη, ὁ Feyerabend παρατηρεῖ: «Ὁ Γαλιλαῖος δέν αἰτήθηκε ἁπλῶς τήν ἐλευθερία νά δηµοσιεύσει τά ἀποτελέσµατα τῶν ἐρευνῶν του, ἤθελε νά τά ἐπιβάλει αὐτά στούς ἄλλους. Ἀπό αὐτή τήν ἄποψη ἦταν ἐξ ἴσου πιεστικός καί ὁλοκληρωτικός ὅσο πολλοί σύγχρονοι προφῆτες τῆς ἐπιστήµης –καί ἐξ ἴσου ἀπληροφόρητος» (στό «Farewell to Reason», σελ. 249). Ἀκόµη, σχολιάζει: «Ὁ Γαλιλαῖος ἐπικρατεῖ χάρη στό ὕφος καί τήν πειστικότητά του, ἐπειδή γράφει ἰταλικά καί ὄχι λατινικά καί ἐπειδή γοητεύει ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀπό ἰδιοσυγκρασία ἀντιστρατεύονται τίς παλιές ἰδέες καί τά πρότυπα µάθησης πού συνοδεύουν αὐτές» («Ἐνάντια στή Μέθοδο», σελ.184).

Εἶναι ἴσως περιττό νά ἐπισηµάνουµε ὅτι ἡ σχέση τῆς ἐπιστήµης µέ τή θρησκεία καί εἰδικότερα µέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἕνα ζήτηµα τό ὁποῖο ἀκόµη δέν ἔχει ἐρευνηθεῖ στίς ἱστορικές καί στίς δογµατικές του διαστάσεις πέρα ἀπό κάποιες γενικόλογες καί ἀµφίβολες διατυπώσεις. Στό πλαίσιο µιᾶς τέτοιας ἔρευνας τό ἔργο τοῦ Feyerabend στό ὁποῖο περιλαµβάνονται πολλές ἄλλες ἱστορικές πληροφορίες καί ἐπιστηµολογικές παρατηρήσεις γιά τά ζητήµατα τῆς ἐπιστηµονικῆς θεωρίας καί πρακτικῆς, θά εἶναι, ἐκτιµοῦµε, πολύ χρήσιµο. Γιά παράδειγµα, πέραν τῶν ὅσων προαναφέραµε σχετικά µέ τίς πραγµατικές ἱστορικές διαστάσεις ἐπιστηµονικῶν ἀνακαλύψεων τοῦ παρελθόντος, ἡ ἀξιοσηµείωτη πρότασή του γιά τόν «χωρισµό τῆς Ἐπιστήµης ἀπό τό Κράτος», τήν ὁποία ὑπέβαλε κατ’ ἀντιστοιχία µέ τήν γνωστή ἰδέα γιά τόν «χωρισµό τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Κράτος», προφανῶς διότι εἶχε ἀντιληφθεῖ τόν κίνδυνο πού ἐγκυµονεῖ µιά κακῶς νοουµένη «ἐπιστήµη» γιά τήν ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων, ἀποτελεῖ µιά πρόταση πού ἀπέκτησε ξεχωριστή ἐπικαιρότητα σήµερα καί ἀξίζει νά ληφθεῖ σοβαρά ὑπ’ ὄψη.

 

Νοµοµαθής

«Ἐνοριακή Εὐλογία» Ἀρ. Τεύχους 236

Ἀπρίλιος 2022