ΕΝΑΣ ΕΞΥΠΝΟΣ ΛΑΟΣ

ΕΝΑΣ ΕΞΥΠΝΟΣ ΛΑΟΣ *

 

Εἴμαστε ἕνας ἔξυπνος λαός. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Ἕνας ἀπό τούς ἐξυπνότερους λαούς τῆς γῆς· καμιά φορά συλλογιέται κανείς μήπως συμβαίνει νά εἴμαστε καί ὁ ἐξυπνότερος. Ἀπό τά ἀρχαιότατα χρόνια, ἡ Ἑλληνική εὐφυΐα, ἄς τήν ποῦμε ἐδῶ “ἐξυπνάδα”, ἔδωσε λαμπρές ἐξετάσεις. Αὐτό πού ὀνομάζεται “Ἑλληνικό θαῦμα” καί πού ὀφείλεται, βέβαια, σέ πολλά δεδομένα, εἶναι, κατά σημαντικό ποσοστό, καί τό κατόρθωμα ἑνός λαοῦ μέ κοφτερή ματιά, μ᾽ εὐκίνητο πνεῦμα, μέ ἀντιληπτική καί ἀφομοιωτική ἱκανότητα, πού πῆρε στά χέρια του τό θολό κόσμο τῆς Ἀνατολῆς καί τόν ἔκαμε κόσμο διαφανή, σαφή, ἀκριβομετρημένο, καλοζυγισμένο, ἁρμονικό. Δέν πρόκειται νά ἐπιχειρήσω ἐδῶ τό ἐγκώμιο, τόσο κοινότυπο ἄλλωστε, τῶν Ἑλλήνων τῆς κλασσικῆς ἐποχῆς, γιατί ἐπιθυμῶ νά σπουδάσω καί τήν ἄλλη πλευρά τοῦ νομίσματος. ἩἙλληνική ἐξυπνάδα δέν ἔπαυσε νά ὑπάρχει ἀπό τούς καιρούς τῶν πρώτων ἀποίκων πού μεταφύτευσαν τό “δαιμόνιο τῆς φυλῆς” στίς ἀκροθαλασσιές τῆς Μέσης θάλασσας ἴσαμε τή στερνή τούτη στιγμή. Ἀλλά στό ἀναμεταξύ ἔχει ὑποστεῖ τόσες περιπέτειες, τόσες φαλκιδεύσεις, τόσες νοθεῖες καί τόσες ἀπαλλοτριώσεις, ὥστε τήν ὥρα τούτη νά ἀποτελεῖ περισσότερο ἐλάττωμα, παρά προτέρημα.

   Τό πρῶτο λάθος μας εἶναι πώς δέν κατορθώσαμε νά ἀναγνωρίσουμε τά ὅρια τῆς ἐξυπνάδας, τίς δυνατότητές της καί τίς ἰδιότητές της. Ἐνιώσαμε πώς εἴμαστε ἕνας ἔξυπνος λαός, ἀκούσαμε καί τούς ἄλλους νά μᾶς παινεύουν γιά τοῦτο, πιστέψαμε στήν παντοδυναμία τῆς ἐξυπνάδας καἰ, καθώς κρατούσαμε τό μαχαίρι στά χέρια, λησμονήσαμε πώς ἡ κόψη του εἶναι διπλή καί κατακομματιάσαμε τό κορμί μας. Λησμονήσαμε καί τοῦτο: πώς οἱ ἐξυπνότεροι ἄνθρωποι διαπράττουν τίς μεγαλύτερες ἠλιθιότητες. Οἱ φοβερότερες συμφορές ἔχουν προκληθεῖ ἀπό μερικά ἀστραφτερά καί ἀσύστολα πνεύματα. Γιατί καί ἡ ἀμετακίνητη πεποίθηση στήν ἔμφυτη ἐξυπνάδα εἶναι ἕνα ζευγάρι παρωπίδες πού ἐμποδίζουν τήν εὐρύτερη ἐποπτεία καί διευκολύνουν τήν αὐτεγκατάλειψη σέ δυνάμεις πού δέν εἶναι ἀρκετές νά περαιώσουν σπουδαῖο ἔργο. Ἡ ἐκπαίδευση θά μᾶς προσφέρει τά πρῶτα παραδείγματα. Θά συναναστραφοῦμε ἐκεῖ τά παιδιά μέ τό ἀστραφτερό μυαλό. Καί θά τά ἰδοῦμε νά προσπαθοῦν νά ἀποκτήσουν τή γνώση χωρίς νά κοπιάσουν, νά περάσουν τίς τάξεις στό φτερό, νά πάρουν τό ἀπολυτήριο, τό πτυχίο, τήν τιμητική διάκριση, καταβάλλοντας τό μικρότερο δυνατό τίμημα. Και νά γίνονται ἀλαζονικά, ἀπειθάρχητα, ἀκόμη καί ἀσυμβίβαστα πρός τόν ὁλόγυρά τους κόσμο. Ἐνῶ τά ἄλλα, πού δέν ὑπερτιμοῦν τήν ἀντιληπτική καί τήν ἀφομοιωτική τους ἱκανότητα καί συναισθάνονται τήν εὐθύνη τῆς σπουδῆς, δουλεύουν συστηματικότερα καί ὁδηγοῦνται σέ μονιμότερα ἀποτελέσματα. Αὐτά τά παιδιά ὀνομάζονται εἰρωνικά στά σχολεῖα μας “σπασίκλες”. Εἶναι ὅσα “σπάζουν στή μελέτη”. Ἐνῶ τό σωστό εἶναι, βέβαια, νά μή σπάζουν στή μελέτη, ἀλλά νά μαθαίνουν τό μάθημά τους στό λεωφορεῖο, στό δρόμο, στό διάλειμμα, νά τό ἀντιγράφουν ἀπό τό διπλανό τους, νά τό παίρνουν ἀπό τά χείλη τοῦ φίλου, ὅταν ἐξετάζονται προφορικά, νά τό μαντεύουν, τέλος, συνδυάζοντας κατά τήν κρίσιμη ὥρα καί τήν πιό ἀδιόρατη ἔνδειξη. Περιττό νά προσθέσω πώς οἱ τύποι αὐτοί προκαλοῦν τό γενικό θαυμασμό. Καί γι᾽ ἄλλα πολλά καί γιατί -καί εἶναι τοῦτο τό κυριότερο- εἶναι προορισμένοι νά ἐπικρατήσουν σέ μιά κοινωνία πού δέν ἔχει μάθει νά σέβεται τήν ἀξία, ἀλλά τήν ἐπιτηδειότητα.

   Φυσικό εἶναι, ὕστερα ἀπό τοῦτο, νά ὀνομάζουμε τούς ξένους “κουτόφραγκους”· γιατί ἐκεῖνοι ἔχουν συνηθίσει νά σπουδάζουν γερά, νά δουλεύουν σκληρά, νά μή “σκοτώνουν τήν ὥρα τους”, μιά πού τό ξέρουν πώς ὁ χρόνος εἶναι τό πολυτιμότερό τους κεφάλαιο καί δέν ἐπιτρέπεται νά τό ἀσωτεύουν ἀσυλλόγιστα. Ἐμεῖς, ὁλωσδιόλου ἀντίθετα, τά ἀναθέτουμε ὅλα στήν ἐξυπνάδα μας, σέ μιά ἐξυπνάδα τόσο ἄγονη, τόσο παρανοημένη, τόσο κακά χρησιμοποιημένη, ὥστε νά ἔχει πιά καταντήσει ἀρρώστια τῆς φυλῆς καί κατάρα. Θά εὐχόταν κανείς νά εἴχαμε ὑπάρξει λιγότερο ἔξυπνοι, γιά νά μπορούσαμε νά ὑπάρξομε καί περισσότερο προκομένοι. Ὅλες οἱ ἀρετές πού συνιστοῦν τό σωστό μέλος μιᾶς καλά ὀργανωμένης κοινωνίας θεωροῦνται ἀσυμβίβαστες πρός τήν ἐξυπνάδα. Ἡ ἐπιμέλεια, ἡ τιμιότητα, ἡ φρόνηση, ἡ πειθαρχία, ἡ μέθοδος, τό σύστημα, ἡ εἰλικρίνεια, δέν εἶναι ἔξυπνες ἀρετές. Ἔξυπνο εἶναι νά κερδίζεις τήν ἐπαγγελματική εὐδοκίμηση, τήν κοινή προβολή καί τήν εὐζωία χωρίς γνώσεις πού ἀπαιτοῦν μόχθο, χωρίς μόχθο πού ἀπαιτεῖ προσήλωση, χωρίς προσήλωση πού ἀπαιτεῖ ἀνάλωση σωματικῶν, ψυχικῶν ἤ πνευματικῶν δυνάμεων. Ὁ ψυχικός καί πνευματικός ὑποσιτισμός δέν εἶναι μιά κατάσταση πού μᾶς ἐπιβάλλεται ἀπό ἀντίξοες περιστάσεις, ἀλλά ἕνα ἰδανικό πού τό καλλιεργούμε χωρίς τύψη.

……………………………………………………………………………………

   Πηγαίνετε σ᾽ ἕνα χωριάτικο καφενεῖο καί προσπαθῆστε ἔστω καί ἄν δέν εἶστε ὠτακουστής -οἱ περισσότεροι Νεοέλληνες καί μάλιστα τοῦ ὕπαιθρου χώρου εἶναι ὠτακουστές- νά παρακολουθήσετε τίς συνομιλίες τῶν θαμώνων. Θά διαπιστώσετε μέ πολύ λίγο κόπο, πώς τό πιό ἀξιοθαύμαστο πρόσωπο, τό πρόσωπο πού παινεύουν καί ζηλεύουν ὅλοι, εἶναι ὁ “ἀτσίδας”. Λυποῦμαι πού ἀναγκάζομαι νά χυδαιολογήσω, ἀλλά πῶς νά γίνει διαφορετικά; Ὁλόκληρος ὁ νεοελληνικός κόσμος περιστρέφεται γύρω ἀπό τόν ἄξονα τοῦ “ἀτσίδα”· καί μάλιστα ἄν ὁ “άτσίδας” συμβαίνει νά εἶναι καί σοβαροφανής, νά ἔχει λίγα τά λόγια του καί νά χρησιμοποιεῖ, ὅταν ἀποφασίσει νά μιλήσει, μόνο βαριά ὀνόματα, πού, φυσικά, εἶναι πολύ φιλικά του. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἐπίστευαν πώς ὅποιος δέν εἶναι “Ἕλληνας” εἶναι βάρβαρος (παίρνω τίς λέξεις μέ τή σημασία πού κοινά τούς ἔχει ἀποδοθεῖ).  Οἱ νεότεροι Ἕλληνες πιστεύουν πώς ὅποιος δέν εἶναι “ἀτσίδας” (ἄς μοῦ συγχωρηθεῖ καί πάλι ἡ χυδαιολογία) εἶναι “κόπανος”. Ἡ νεοελληνική κοινωνία ἀποτελεῖται ἀπό δύο ὁμάδες: τούς ἀτσίδες καί τούς κόπανους· οἱ ἀτσίδες εἶναι οἱ πατρίκιοι· οἱ κόπανοι εἶναι οἱ πληβεῖοι. Τώρα, βέβαια, συμβαίνει νά μήν εἶναι κανείς μήτε τό ἕνα μήτε τό ἄλλο καί κάπως νά μπορεῖ νά ὑπάρχει καί ἀκόμη νά διαπρέπει· αἴ, αὐτός εἶναι ὁ ἥρωας! Κάποτε πρέπει σέ τοῦτον τόν τόπο, νά στηθεῖ μνημεῖο, γιά νά τιμηθεῖ, ὅσο ὁ Ἄγνωστος Στρατιώτης, ὁ ἄγνωστος τίμιος ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος, θέλω νά πῶ, πού κατόρθωσε μέ τίμια μέσα νά εὐδοκιμήσει καί πού κατόρθωσε ἐπίσης, αὐτό εἶναι τό δυσκολότερο ἀνάμεσα σ᾽ ὅλα, ν᾽ ἀπομείνει τίμιος καί ἀφοῦ εὐδοκίμησε.

 

Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 237

Μάϊος 2022

 

* Ἀπό τό βιβλίο: «Ἐρήμην τῶν Ἑλλήνων»