Τά παιδιά μας ἀρνοῦνται τόν Θεό καί ἐμεῖς καμαρώνουμε;

Τά παιδιά μας ἀρνοῦνται τόν Θεό
 καί ἐμεῖς καμαρώνουμε;

 

Τό πρῶτο Σάββατο τῆς φετεινῆς Σαρακοστῆς, τήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, ἔτυχε νά παραβρεθῶ στό μνημόσυνο συγγενικοῦ μου προσώπου σέ μιά μεγάλη ἐπαρχιακή πόλη, καί στή φιλοξενία πού ἀκολούθησε, κατά τά Ἑλληνικά εἰωθότα, συνέβη κάποιο περιστατικό πού μέ ἔβαλε σέ σκέψεις.

Διανύαμε ἤδη τήν πρώτη ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, ὅταν ὑποθετικά θά ὀφείλαμε ὡς χριστιανοί νά νηστεύουμε, ἀλλά τό τραπέζι πού παρατέθηκε στή συνέχεια τῆς τελετῆς, ἦταν γεμάτο ἀπό ψητό ἀρνί καί κοκορέτσι! Βέβαια πρός τιμή τοῦ καταστήματος ὑπῆρχε καί νηστήσιμο πιάτο πού μάλιστα ἀποδείχτηκε πεντανόστιμο.

Ὡστόσο, τό ἀξιοσημείωτο δέν ἐντοπίζεται στό ὅτι σέ τέτοια ἰδιαίτερη περίοδο οἱ περισσότεροι δέν νηστεύουν, οὔτε ἔστω κατά παράδοση, ἀλλά στήν ἀποκάλυψη στήν ὁποία προέβη μία ἀπό τίς κυρίες τῆς παρέας, στή συζήτηση πού ξεκίνησε, μέ ἀφορμή τό γεγονός, πώς, ἀνάμεσα στούς συνδαιτημόνες τοῦ γεύματος, ὑπάρχουν καί δύο πού ἐπιλέγουν νηστήσιμο φαγητό.

«Ναί, καλό εἶναι νά νηστεύει κανείς, βοηθᾶ καί τήν ὑγεία», καί τά γνωστά. Καί φτάνουμε στό ὡραῖο. «Ἐμένα ὁ γιός  μου εἶναι ἄθεος» καταθέτει ἡ κυρία μέ πολύ ψύχραιμο ὕφος, «καί τοῦ ἀδερφοῦ μου τά παιδιά ἐπίσης εἶναι ἄθεα»! Ὑπέροχα, μπράβο! Μεγάλο τό κατόρθωμα καί πρέπει νά τό μάθει ὁ κόσμος.

Δέν ξαφνιάστηκα στό ἄκουσμα τῆς εἴδησης, γιατί ἔχω ἀκούσει καί ἄλλοτε καί ἔχω συναντήσει παιδιά ἀλλά καί πιό μεγάλους πού δηλώνουν ἄθεοι. Ἄλλωστε τό νά δηλώνει κανείς ἄθεος δέν εἶναι καθόλου πρωτότυπο ἤ παράξενο στίς ἡμέρες μας. Ταιριάζει ἀπόλυτα μέ τό lifestyle. Δείχνεις στούς ἄλλους ὅτι εἶσαι καί μοντέρνος. Ἀλλά τό νά μήν ντρέπεται ὁ γονιός πού τό παιδί του δηλώνει ἄθεο, πρώτη φορά μου συμβαίνει!

Λένε τά παιδιά μας πώς δέν πιστεύουν στό Θεό καί δέν χάσαμε τή γῆ κάτω ἀπ’ τά πόδια μας, καί δέν νοιώθουμε ἔστω ντροπή; Οὔτε προεκτείνουμε λίγο; Δέν πρέπει νά μᾶς ἀνησυχεῖ ἡ ὑποψία πώς ἕνα παιδί πού δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό μᾶλλον δέν μπορεῖ νά ἀγαπήσει κανέναν;

Τί σοβαρότερο μπορεῖ νά συμβεῖ; Ἄν ἕνα παιδί δηλώνει ὅτι δέν πιστεύει στόν Θεό, σέ τί καλό μπορεῖ νά ἐλπίζει ὁ γονιός ὅτι θά προσβλέπει τό παιδί του; Τί μπορεῖ νά περιμένει; «Τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδήση τόν κόσμον ὅλον καί ζημιωθεῖ τήν ψυχήν αὐτοῦ;». Φαντάζομαι θά τό ἄκουσαν οἱ γονεῖς κάποτε αὐτό. Τί νά τά κάνεις τά πτυχία, τή μόρφωση, τήν προκοπή;

Δέν συζήτησαν μέ τά παιδιά γιά νά ἐξηγήσουν πῶς κατέληξαν σέ τέτοιο συγκλονιστικό συμπέρασμα; Προσπεράστηκε τό θέμα ἀσυζητητί ἤ μήπως νικήθηκαν οἱ μεγάλοι ἀπό τά ἐπιχειρήματα ποῦ κατέθεσαν οἱ βλαστοί τους; Καί τό δηλώνουν δημόσια χωρίς νά κοκκινίζουν; Δέν ἔπρεπε νά ἀνησυχοῦν μήπως τά παιδιά τους παρασύρθηκαν; Ἄραγε, μόνο ἀπό τά ναρκωτικά καί τήν ἀλητεία κινδυνεύουν οἱ νέοι σήμερα;

Φοβᾶμαι, ὅμως, πώς, αὐτή ἡ ἀντίληψη τῆς ἄρνησης τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἐκφράζει καί ἐμᾶς τούς ἴδιους τούς γονεῖς. Τό μαρτυρεῖ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας πού δείχνει ἀνερμάτιστος. Τά παιδιά εἶναι ὁ καθρέφτης μας, τόν ἑαυτό μας βλέπουμε στά πρόσωπά τους. Ἐμεῖς εὐθυνόμαστε γιά τόν χαρακτῆρα τους, γιά τίς ἀντιλήψεις τους καί τήν ἀγωγή τους.

Εἶναι ἄραγε τό ζήτημα σημαντικό; Μήπως εἶναι ἁπλά μόδα καί θά περάσει; Πιστεύουμε ὅτι αὐτά τά παιδιά θά ξαναβροῦν τό δρόμο μέ τά χρόνια; Δέν νομίζω πώς θά γίνει ἔτσι.

Αὐτές τίς μέρες εἶχα καί ἄλλη σχετική ἐμπειρία. Τήν ἑπομένη τῆς γιορτῆς τῶν Σαράντα Μαρτύρων ἀνδρῶν μέ τά ἀρχαιοελληνικά ὀνόματα (10 Ἀπριλίου), εὔχομαι σέ μιά γνωστή μου χρόνια πολλά γιά τόν γιό της τόν Ἐπαμεινῶνδα καί ἐκείνη μέ ρωτάει: «Γιατί τί ἔχουμε;» Ὅταν τῆς ἐξηγῶ, μοῦ ἀπαντάει: «Ἄ, ἐμεῖς δέν τόν γιορτάζουμε»! Βγάλτε συμπέρασμα! Παλιότερα ἔψαχναν νά βροῦν πότε μπορεῖ νά γιορτάσει κανείς πού τό ὄνομά του δέν ἦταν κάποιου γνωστοῦ ἁγίου, γιά νά μήν ὑστεροῦν ἀπό τούς ἄλλους, καί σήμερα, πού ἔχουμε τή δυνατότητα νά πληροφορηθοῦμε τά πάντα, ἀδιαφοροῦμε;

Τί κάναμε ἐμεῖς γιά μήν φτάσουν τά παιδιά μας στήν ἀμφισβήτιση, ἐφ’ ὅσον αὐτό μᾶς ἀνησυχεῖ; Τούς φορέσαμε σταυρό στό λαιμό τους; Τούς μάθαμε νά προσεύχονται πρίν κοιμηθοῦν; Τούς πήγαμε στήν Ἐκκλησία καμία Κυριακή; Τούς κοινωνήσαμε ποτέ; Τούς δείξαμε τό παράδειγμα; «Ὅ,τι μικρομάθει, δέν τό τρανοαφήνει» ἔλεγαν οἱ παλαιότεροι. Ζημιώθηκαν οἱ προηγούμενοι ἀπό ἐμᾶς πού ἔδιναν σημασία σέ αὐτά; Τώρα εἰσπράτουμε τούς κόπους μας.

Γιά νά φτάσουν τά παιδιά μας στό σημεῖο νά ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἔχουν κοπιάσει πολλοί, γι’ αὐτό μή νομίζετε ὅτι τό φαινόμενο εἶναι τυχαῖο. Σέ ὅλες τίς ἐποχές οἱ γενιές ἐξελίσσονταν, ἀλλά μόνο στίς ἡμέρες μας πλήθυναν τόσο πολύ τά φαινόμενα τῆς νεανικῆς ἀθεΐας.

Ἐφ’ ὅσον δέν μᾶς νοιάζει, πάει καλά!  Ἄν, ὅμως, ἀνησυχοῦμε, κάτι πρέπει νά κάνουμε. Τά πράγματα εἶναι ἁπλά. Ἄν μπορεῖ καθένας μας ὅλα νά τά κάνει μόνος του ὄντως δέν ἔχει ἀνάγκη τόν Θεό. Ἄν ὄχι, μᾶλλον πρέπει νά ψάχνεται. Τούς τό εἴπαμε αὐτό; Τά παιδιά μας ἐδῶ καί χρόνια τά βρίσκουν ὅλα ἕτοιμα. Ποιό ἀπ’ τά παιδιά μας πάλεψε γιά νά ζήσει; Ὅλα τακτοποιημένα τά βρίσκουν, οἱ δυσκολίες εἶναι μόνο γιά τούς γονεῖς. Ἔχετε δεῖ πολλά φτωχόπαιδα νά βρίσκουν χρόνο γιά νά ἀμφιβάλλουν γιά τόν Θεό; Αὐτή εἶναι ἡ πολυτέλεια τῶν βολεμένων!

Ἐμεῖς φταῖμε λοιπόν. «Μαθητής δέν ἔμαθε, δάσκαλος δέν δίδαξε» λέει ὁ λαός. Τί μάθαμε στά παιδιά μας ἄν δέν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει Θεός;

Ἄν τούς τά εἴπαμε αὐτά καί δέν γίνεται τίποτε, τότε ἕνα μένει. «Ἄν δέν παρουσιασθοῦμε μπροστά στόν Θεό μέ τά παιδιά μας σωσμένα, τότε νά παρουσιασθοῦμε μέ τά γόνατά μας ματωμένα» ἄκουσα νά λέει κάποιος Γέροντας. Ξεχάσατε τί κατάφεραν τά δάκρυα τῆς Ἁγίας Μόνικας; Κλάψαμε ἐμεῖς; Γονατίσαμε μπροστά στά εἰκονίσματα;

Ἀλλά γιά σταθεῖτε! Δικαιοῦνται τά Ἑλληνόπουλα νά ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ; Νά ζοῦσαν στά βάθη τῆς ζούγκλας, νά μήν εἶχαν ἀκούσει γιά τόν Χριστό θά τό καταλάβαινα, μά νά ζοῦν σέ τοῦτον τόν τόπο πού καί οἱ πέτρες του μιλοῦν γι’ Αὐτόν, μοῦ φαίνεται ἀκατανόητο.

Πολλά ἀπό τά παιδιά μας σήμερα, ἀλλά καί ἐμεῖς οἱ μεγαλύτεροι θυμίζουμε τόν Ἰουδαϊκό λαό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τότε πού πορεύονταν πρός τῆς Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας καί ἐνῶ τούς ἔτρεφε ὁ Θεός, ἐνῶ τούς ἔσκεπε τήν ἡμέρα καί τούς φώτιζε τή νύχτα, ἐκεῖνοι ἔχασαν τήν πίστη τους καί ὅπως λέει ἐκεῖνο τό ψαλμικό: «καί ἠλλάξαντο τήν δόξαν αὐτῶν ἐν ὁμοιώματι μόσχου ἐσθίοντος χόρτον. καί ἐπελάθοντο τοῦ Θεοῦ τοῦ σώζοντος αὐτούς ...» (Ψαλμ. 105ος).

 Νά εἶσαι δικαιοῦχος μιᾶς τόσο σπουδαίας κληρονομιᾶς, ὅπως αὐτῆς, πού μᾶς παραδόθηκε, καί νά τήν ἀποποιεῖσαι, δέν ἔχει λογική. Πῶς μποροῦν τά παιδιά μας νά ἀμφιβάλλουν; Ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ σέ ἐμᾶς εἶναι παραδεδομένη, δέν εἶναι ἀφηρημένη. Τόν ἔζησαν οἱ Ἕλληνες τόν Χριστό, δέν εἶναι ψέμα, μποροῦν νά Τόν ἀμφισβητοῦν τά παιδιά τους;

Ὁ πάπα-Γιώργης ὁ Μεταλληνός, συνήθιζε νά λέει κάτι ὡραῖο στίς συζητήσεις του ἐκεῖ στόν Ἅγιο Ἀντίπα γιά τόν Χριστό καί τό πώς τόν γνώρισαν οἱ πατεράδες μας, γιά ὅσους ἔχουν ἀμφιβολίες σχετικά μέ τήν ὕπαρξή Του. Ἔλεγε: «Τόν Χριστό μου εἶπε ὁ πατέρας μου ὅτι, τοῦ εἶπε ὁ Πατέρας του ὅτι, Τόν εἶδε ὁ πατέρας του, καί ἄν αὐτό τό ἐπεκτείνουμε γιά 80 γενιές φτάνουμε, διαδοχικά, σέ ἐκείνους πού ἔζησαν τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ καί τόν γνώρισαν πραγματικά». Καί ἄν αὐτό φαντάζει ὑπερβολικό σέ διάρκεια, ὥστε νά μπορεῖ νά ἔχει πιστότητα, θυμηθεῖτε τήν ἀρχή τοῦ Βιβλίου τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐκεῖ πού ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος περιγράφει μέ ὀνόματα τήν Βίβλο τῆς Γενέσεως τοῦ Χριστοῦ καί ἀναφέρει τρίς, τίς γνωστές «γεννεαί δεκατέσσαρες». Καί ἐκεῖνες οἱ βιβλικές γενεές μᾶλλον ἔχουν, ἡ κάθε μία, μεγαλύτερη διάρκεια σέ σχέση μέ τά 25 χρόνια πού ὑπολογίζεται ἡ διάρκεια κάθε γενιᾶς ἀπό τίς 80 πού μετροῦσε ὁ πάπα-Γιώργης.

Δέν ἔζησε ἑκατομμύρια χρόνια πρίν ὁ Χριστός, καί ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἔχουμε τήν ἀπόλυτη διαδοχή. Ἑπομένως μποροῦμε νά μιλήσουμε στά παιδιά μας μέ στοιχεῖα. Ἕνας ἀπό αὐτούς τούς «δικούς μας» πού ἔζησαν τόν Χριστό, ἄν ψάχνετε ὀνόματα, εἶναι ὁ Ἀπόστολος Λουκᾶς πού ἦταν Ἕλληνας τό γένος. Δέν γελάστηκαν οἱ Ἕλληνες τῆς Ἱστορίας.

Ὑπάρχουν λοιπόν ἐπιχειρήματα. Μποροῦμε νά δείξουμε στά παιδιά μας τόν δρόμο γιά νά ψάξουν, ἔστω τώρα. Δέν εἶναι ἀργά. Ἀρκεῖ νά πιστέψουμε ὅτι ἀξίζει νά τό παλέψουμε. «Μήν μείνουμεν ἔξω του νυμφῶνος Χριστοῦ» καί ἐμεῖς καί τά παιδιά μας.

Τό τραγουδάει καί ἡ γνωστή καλλιτέχνις, «Ἡ Σωτηρία τῆς ψυχῆς εἶναι πολύ μεγάλο πράγμα σάν ταξιδάκι ἀναψυχῆς μ’ ἕνα κρυμμένο τραῦμα».

 

Δημήτριος Κοσκινιώτης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 237

Μάϊος 2022