Ἀπό τόν Ubermensch στόν Transhumanism

Ἀπό τόν Ubermensch στόν Transhumanism

 

Ἡ Δυτική ἐπιστήμη
ἀποκαλύπτει τό πραγματικό (καί) ἀπάνθρωπο πρόσωπό της

Τranshumanism ἤ διανθρωπισμός, ὅπως μεταφράζεται στά Ἑλληνικά –μᾶλλον ἀτυχῶς, καθώς αὐτή ἡ λέξη οὔτε ὑπάρχει στό λεξιλόγιό μας, οὔτε ἔχει κάποιο νόημα– εἶναι, σύμφωνα μέ τόν ὁρισμό τῆς ἐγκυκλοπαίδειας Britannica1, «ἕνα κοινωνικό καί φιλοσοφικό κίνημα, πού προωθεῖ τήν ἔρευνα καί τήν ἀνάπτυξη ἰσχυρῶν τεχνολογιῶν, πού βελτιώνουν τόν ἄνθρωπο. Αὐτές οἱ τεχνολογίες θά ἐπεκτείνουν ἤ θά αὐξήσουν τά ἀνθρώπινα ἐρεθίσματα μέσῳ τῶν αἰσθήσεων, τή συναισθηματική ἤ τή γνωστική ἱκανότητα, καθώς καί θά βελτιώσουν ριζικά τήν ὑγεία ἐπεκτείνοντας καί τή διάρκεια τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Τέτοιες τροποποιήσεις, πού προκύπτουν ἀπό τήν προσθήκη βιολογικῶν ἤ φυσικῶν τεχνολογιῶν θά εἶναι περίπου μόνιμες καί ἐνσωματωμένες στό ἀνθρώπινο σῶμα».

Δέν πρόκειται γιά νεωτερισμό τοῦ 21ου αἰῶνα ἤ κάποιο ρεῦμα, πού ξεκίνησε σήμερα, οὔτε ὁ ὅρος transhumanism ἐπινοήθηκε ἀπό τόν Ἄγγλο βιολόγο καί φιλόσοφο Sir Julian Sorell Huxley2 στό δοκίμιό του μέ τίτλο «New bottles for new wine», δηλαδή «νέοι ἀσκοί γιά νέο κρασί»  –πού ἔγραψε τό 1957– ὅπως γράφουν λανθασμένα τόσο ἡ Britannica, ὅσο καί ἡ (παντελῶς) ἀναξιόπιστη wikipedia. Ὁ Huxley ἀναφερόταν, κυρίως, στή βελτίωση τοῦ ἀνθρώπου μέσῳ τῆς κοινωνικῆς καί πολιτιστικῆς ἀλλαγῆς, ἀλλά τό δοκίμιο καί τό ὄνομα ἔχουν υἱοθετηθεῖ ὡς θεμελιώδη στοιχεῖα ἀπό τό διανθρωπιστικό κίνημα, πού δίνει ἔμφαση στήν ὑλική τεχνολογία. Ὁ Huxley ὑποστήριξε ὅτι, παρ’ ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε ἐξελιχθεῖ φυσικά, οἱ κοινωνικοί θεσμοί ἔχουν τήν δυνατότητα νά ὑποκαταστήσουν τήν ἐξέλιξη στόν ἐξευγενισμό καί στή βελτίωση τοῦ εἴδους. Στό πνεῦμα τοῦ δοκιμίου τοῦ Huxley –ἄν ὄχι στό γράμμα του– μποροῦμε νά διακρίνουμε τή δέσμευση τοῦ μεταανθρωπισμοῦ, νά ἀναλάβει τό ἔργο τῆς ἐξέλιξης, ἀλλά μέσῳ τῆς τεχνολογίας καί ὄχι τῆς κοινωνίας.

Σέ ἕνα ἄρθρο μέ τίτλο «The History of Transhumanism» («ἡ ἱστορία τοῦ μεταανθρωπισμοῦ»), πού δημοσιεύτηκε στό “Notes & Queries” τόν Ἰούλιο τοῦ 2015, οἱ Peter Harrison καί Joseph Wolyniak3 σωστά ἐπισημαίνουν ἕνα κοινό λάθος, πού ἐντοπίζεται σέ τυπικά ἀκαδημαϊκά ἄρθρα καί στό Διαδίκτυο, σύμφωνα μέ τά ὁποῖα ἡ λέξη transhumanism “ἐφευρέθηκε” ἀπό τόν Sir Julian Sorell Huxley τό 1957 (ἤ ἀκόμα καί τό 1927, ὅπως ἰσχυρίζονται ὁρισμένες πηγές). Ἀναφερόμενοι στή χρήση τοῦ ὅρου ἀπό τόν Καναδό δοκιμιογράφο W. D. Lighthall (1857-1954) –ὁ ὁποῖος παραπέμπει στόν «μεταανθρωπισμό τοῦ Ἁγίου Παύλου»— οἱ συγγραφεῖς κάνουν μιά σύνδεση μεταξύ αὐτῆς τῆς θρησκευτικῆς χρήσης τοῦ ὅρου (transhumanism ὡς ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ὑπερβαίνει τήν ἀνθρώπινη κατάσταση στή συνάντησή του μέ τόν Θεό) καί τή χρήση τοῦ ὅρου ἀπό τόν Δάντη στή «Θεία Κωμωδία», μέσῳ τοῦ Ἰταλικοῦ ρήματος, πού ἐπινόησε –trasumanar– τό ὁποῖο ὁ Carey, ὁ Ἄγγλος μεταφραστής τοῦ Δάντη, μετέφρασε τό 1814 ὡς μετά-ἀνθρώπινη ἀλλαγή (as transhuman change).

Ἡ ἔρευνα τῶν Dard καί Moatti μᾶς ἀποκαλύπτει πολλά σχετικά μέ τή χρήση τοῦ ὅρου, καί, συνεπῶς, γιά τό πόσο παλιό εἶναι (καί) αὐτό τό σχέδιο:

«Ἡ ἰδέα ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι ἱκανή νά ξεπεράσει τήν ἀνθρώπινη κατάσταση γιά νά φτάσει σέ μιά κατάσταση «μεταανθρωπισμοῦ» εἶναι διάχυτη στίς οὐτοπίες τοῦ Νέου Ἀνθρώπου τῆς δεκαετίας τοῦ 1930. Αὐτές οἱ οὐτοπίες τείνουν σέ δύο φαινομενικά διαφορετικές κατευθύνσεις. Ἡ πρώτη εἶναι θρησκευτική. Ἀσχολεῖται μέ τή συνάντηση ἀνθρώπου καί Θεοῦ καί μπορεῖ νά βρεθεῖ στόν Lighthall –στό ἔργο του μέ τίτλο «Pauline transhumanism», πού γράφτηκε τό 1940– καθώς καί στό ἔργο τοῦ Γάλλου Ἰησουίτη παλαιοντολόγου Pierre Teilhard de Chardin (1881–1955). Ἡ δεύτερη κατεύθυνση εἶναι κοσμική καί ἐπιστημονική. Ἀσχολεῖται μέ τό ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα ὑπερβαίνει τήν ἀνθρώπινη κατάσταση μέσῳ τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας. Αὐτός εἶναι ὁ ὑπερανθρωπισμός τοῦ Huxley, μεταξύ ἄλλων, μιά Θρησκεία χωρίς Ἀποκάλυψη4. Ἡ θρησκεία τῆς ἀνθρωπότητας. Εἶναι αὐτή ἡ τελευταία ἀντίληψη, πού συναντᾶ κανείς ἀνάμεσα στά ὑπερανθρωπιστικά κινήματα σήμερα, τά ὁποῖα, ἐκτός ἀπό μερικές σπάνιες ἐξαιρέσεις, δέν ἐπικαλοῦνται πλέον τή θρησκεία μέ τήν ἀποκαλυπτική ἔννοια. Ὡστόσο, κάποτε, μέχρι τή δεκαετία τοῦ 1960, οἱ δύο ἀντιλήψεις συνυπῆρχαν καί ἦταν συμβατές. Ἄν καί ἡ κατάληξη τῆς θεωρίας τους ἦταν διαφορετική, ὁ ἴδιος ὁ θρησκευτικός ὑπερανθρωπισμός βασίστηκε ἐκτενῶς στήν ἐπιστήμη, ἰδιαίτερα στήν ἐξελικτική βιολογία (στόν Teilhard) καί στήν κοσμολογία (στόν Lighthall).

Ὅπως τονίζουν οἱ Harrison καί Wolyniak, ἄν καί ὁ «Pauline transhumanism» τοῦ Lighthall εἶναι προφανῶς διαφορετικός ἀπό τό ὅραμα τοῦ Huxley, στήν πραγματικότητα οἱ δύο ἀντιλήψεις δέν μποροῦσαν νά ἀφαιρεθοῦν ἐντελῶς ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη, γιατί μοιράζονταν μιά ἰσχυρή ἐπιστημονική βάση. Ἄν καί ὁ Lighthall χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο μέ τήν θρησκευτική ἔννοια, μέ τή μή θρησκευτική, βρίσκει κανείς τή λέξη transhumanisme νά χρησιμοποιεῖται στό ἔργο τοῦ Γάλλου μηχανικοῦ Jean Coutrot (1895–1941) τή δεκαετία τοῦ 1930. Ἡ ζωή καί τό ἔργο αὐτοῦ τοῦ πολυτεχνίτη καί πρωτοπόρου τῆς τεχνοκρατίας ἔχουν ξεχαστεῖ ἐδῶ καί πολύ καιρό: ἦταν ταυτόχρονα θεωρητικός καί “προφήτης” τῆς ὀρθολογικῆς ὀργάνωσης τῆς οἰκονομίας καί τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας στή Γαλλία τή δεκαετία τοῦ 19305.

Ἡ λέξη transhumanisme ἐμφανίζεται σέ μιά διάλεξη, πού ἔδωσε ὁ Coutrot τήν Κυριακή 28 Μαΐου 1939, στό Entretiens de Pontigny (Yonne), τήν ὁποία ὀργάνωσε ὁ ἴδιος6. Ἀναλαμβάνοντας ἕναν προφητικό ρόλο, συχνά προσβλέπει στό ἑπόμενο στάδιο στήν ἐξέλιξη τοῦ Νέου Ἀνθρώπου. Πράγματι, εἶναι μιά «transhumanist precis» [precis de transhumanisme], πού παραδίδει7.

Σύμφωνα μέ τόν Coutrot, ὁ transhumanisme ἦταν μιά ἰδεολογία στήν ὁποία διάφοροι ἀνθρώπινοι τύποι (οἱ αἰσθητηριακοί, οἱ κομφορμιστές, οἱ διαισθητικοί καί οἱ ὀρθολογιστικοί τύποι –ὁ Coutrot ἔδινε ἔμφαση στήν ψυχολογία) «συνενώνονταν γύρω ἀπό τήν Ἀλήθεια». Ἐδῶ τό πρόθεμα -trans χρησιμοποιεῖται μέ τήν ἔννοια τῆς διέλευσης καί τῆς ὁμαδοποίησης διαφόρων κατηγοριῶν. Ἀλλά ὁ Coutrot χρησιμοποιεῖ ἐπίσης τό -trans μέ τήν ἔννοια τῆς ἐξέλιξης μέσα στό χρόνο. Αὐτό εἶναι πιό κοντά στήν τρέχουσα ἔννοια τοῦ ὅρου καί παρόμοιο μέ τήν ἔννοια τοῦ ἐξελικτικοῦ ἀνθρωπισμοῦ τοῦ Huxley: ἡ ἀνθρώπινη φυλή ἔχει ἀλλάξει, μπορεῖ νά ἀλλάξει καί θά ἀλλάξει ξανά. Οἱ μελλοντικές «ἀνθρώπινες ἐπιστῆμες», στίς ὁποῖες ἡ ἀνθρωπότητα ἐναποθέτει τίς ἐλπίδες της, –πού θά βασίζονται περισσότερο στό πνεῦμα τῆς γεωμετρίας (δηλαδή τῶν μαθηματικῶν) παρά στό πνεῦμα τῆς φινέτσας– θά πρέπει νά μᾶς παρέχουν μιά καλύτερη κατανόηση αὐτῆς τῆς ἐξέλιξης, ἀπό τόν ἀνθρωπισμό στόν μεταανθρωπισμό. Ἄν καί ἡ κατανόησή του γιά τόν ὅρο εἶναι ἀκόμα σέ ροή, στή διάλεξη τοῦ Μαΐου τοῦ 1939, ὁ Coutrot ἀναφέρεται ἐπίσης σέ ἕνα γενικό τράνς πού προεδρεύει σέ διάφορους οὑμανισμούς (καί ὄχι σέ διάφορους ἀνθρώπινους τύπους). Αὐτό εἶναι τό συμπέρασμα τῆς διάλεξής του: «Σέ σύνολο, οἱ διαφορετικές ὄψεις αὐτῶν τῶν διάφορων οὑμανισμῶν, συνθέτουν αὐτό, πού θά μποροῦσε κανείς νά ὀνομάσει διανθρωπισμό» [L’ensemble de tous ces aspects d’humanismes divers constituent ce que nous pouvons appeler le transhumanisme]».

Θά μπορούσαμε νά παραθέσουμε πολλά ἐπιπλέον στοιχεῖα ἀπό αὐτή τήν ἐνδιαφέρουσα ἔρευνα, ὡστόσο ὁ χῶρος τοῦ πάντοτε φιλόξενου περιοδικοῦ «Ἐνοριακή Εὐλογία» δέν ἐπαρκεῖ γιά μιά μελέτη, σάν αὐτή πού ξεκινήσαμε στό μεγάλο αὐτό θέμα.

Ὡστόσο, θά πρέπει νά ἐπισημάνουμε κάτι ἀκόμα. Ἦταν τό 1883 ὅταν κυκλοφορήθηκε τό βιβλίο τοῦ Friedrich Wilhelm Nietzsche, μέ τίτλο «Also sprach Zarathustra» («Τάδε ἔφη Ζαρατούστρα»), ὅπου ἐμφανίστηκε ὁ Ubermensch (Ὑπεράνθρωπος), τόν ὁποῖο ὁ Γερμανός φιλόσοφος παρουσίασε ὡς τόν στόχο, πού πρέπει νά θέσει ἡ ἀνθρωπότητα γιά τόν ἑαυτό της. Οἱ Δυτικοί χρησιμοποίησαν τόν Ubermensch παρουσιάζοντάς τον ὡς τήν εὐκαιρία γιά ἀπομάκρυνση ἀπό τίς “ἀπόκοσμες” –γιά αὐτούς– χριστιανικές ἀξίες καί εἰσάγοντας ἕναν ἄνθρωπο θεό, πού δημιουργεῖ τήν “Ἀρεία φυλή”, ἡ ὁποία ἔχει ἀρχηγό ἕναν νόθο παρανοϊκό λαοπλᾶνο, πού ἔμελλε νά αἱματοκυλίσει τήν γῆ.

Στήν ὑποκριτική ἐποχή μας, πού φωνάζει κατά τοῦ ρατσισμοῦ, ὁ Ubermensch ἔγινε Transhuman καί ἀπειλεῖ νά ἀφανίσει ὅλους ὅσοι δέν συμπορευόμαστε στήν ὁδό τῆς παραφροσύνης του. Σέ ἕνα trans κόσμο, οἱ φυσιολογικοί ὀφείλουμε νά ἀφανιστοῦμε…

Μανώλης Β. Βολουδάκης

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»  Ἀρ. Ἄρθρου 238-239

Ἰούνιος - Ἰούλιος 2022

 

  1. Hays, Sean A.. «transhumanism». Encyclopedia Britannica, https://www.britannica.com/topic/transhumanism. Ἀνακτήθηκε στίς 9 Ἰουνίου 2022.
  2. Ὁ Sir Julian Sorell Huxley, γεννήθηκε στίς 22 Ἰουνίου τοῦ 1887 στό Λονδίνο καί πέθανε στίς 14 Φεβρουαρίου τοῦ 1975, στό Λονδίνο. Ἦταν Ἄγγλος βιολόγος, φιλόσοφος, ἐκπαιδευτικός καί συγγραφέας, πού ἐπηρέασε σέ μεγάλο βαθμό τή σύγχρονη ἀνάπτυξη τῆς ἐμβρυολογίας, τῶν systematics (taxonomy) –ταξινομία, μέ τήν εὐρεία ἔννοια εἶναι ἡ ἐπιστήμη τῆς ταξινόμησης, ἀλλά πιό αὐστηρά εἶναι ἡ ταξινόμηση τῶν ζωντανῶν καί ἐξαφανισμένων ὀργανισμῶν, δηλαδή ἡ βιολογική ταξινόμηση. Ὁ ὅρος προέρχεται ἀπό τίς Ἑλληνικές λέξεις «τάξις» καί «νόμος». Ἡ ταξινομία εἶναι, ἑπομένως, ἡ μεθοδολογία καί οἱ ἀρχές τῆς συστηματικῆς βοτανικῆς καί ζωολογίας, πού ρυθμίζουν τά εἴδη τῶν φυτῶν καί τῶν ζώων σέ ἱεραρχίες ἀνώτερων καί ὑποδεέστερων ὁμάδων– καθώς καί, τίς μελέτες συμπεριφορᾶς τῶν εἰδῶν, ἀλλά καί τίς θεωρίες τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν.
  3. Ὁ Wolyniak εἶχε ἐκφράσει τήν ἴδια ἄποψη στό ἄρθρο τοῦ Religion and Transhumanism: The Unknown Future of Human Enhancement, ed. Calvin Mercer καί Tracy J. Trothen (Santa Barbara, 2015). Ἐκτός ἀπό τόν Wolyniak, καί οἱ Olivier DARD, Alexandre MOATTI στό Notes and Queries (Volume 64, Issue 1, March 2017, Pages 167–170, https://doi.org/10.1093/notesj/gjw256) εἶχαν σημειώσει τίς ἴδιες ἀσυνέπειες στή χρονολόγηση τῆς πρώτης χρήσης τῆς λέξης.
  4. Julian Huxley, Religion without Revelation (London, 1927).
  5. Olivier Dard, Jean Coutrot. De l’Ingenieur au Prophete (Besancon, 1999).
  6. Εἶναι πιθανό, αὐτή ἡ λέξη νά ἐμφανίζεται λίγο νωρίτερα στά γραπτά τοῦ Coutrot, ἐπειδή τόν Μάúο τοῦ 1939 ἕνας σχολιαστής ἐπικαλέστηκε τά «schemas transhumanistes» τοῦ Coutrot (Pierre Aube, «Faisons le point», La Semaine cepheenne, iii (15 Μαΐου 1939), παρατίθεται ἀπό τόν Dard, Jean Coutrot, 359).
  7. Dard, Jean Coutrot, 379.