«ΤΡΑΧΙΝΙΑΙ»

«ΤΡΑΧΙΝΙΑΙ»

να ἀπό τά λιγώτερο γνωστά ἔργα τοῦ ἀρχαίου δράματος ἡ τραγωδία αὐτή τοῦ Σοφοκλῆ (496-406 π.Χ.).

Ἡ ὑπόθεσή του ἐκτυλίσσεται μπροστά στό ἀνάκτορο τῆς ἀρχαίας πόλεως Τραχίνα, κοντά στίς Θερμοπύλες (στίχος 638). Τόν πρόλογο ἀρθρώνει ἡ Δηιάνειρα, γυναῖκα τοῦ Ἡρακλῆ. Περιγράφει τήν πρό τοῦ γάμου της δυσάρεστη κατάσταση. Κόρη τοῦ βασιλέα τῆς Πλευρώνας Οἰνέα τήν ζητοῦσε σέ γάμο ὁ Ἀχελῶος πού ἔπαιρνε τίς ἀκόλουθες μορφές. Ἄλλοτε σάν ταῦρος, ἄλλοτε σάν φίδι καί ἄλλοτε μέ ἀντρική κορμοστασιά καί πρόσωπο βοδιοῦ. Μετά ἀπό πολλά ἐμφανίστηκε ὁ ξακουστός Ἡρακλῆς, γιός τοῦ Δία καί τῆς θνητῆς Ἀλκμήνης. Ἐνίκησε τόν Ἀχελῶο καί τήν νυμφεύθηκε. Τήν ἐπῆρε καί ἔφευγαν ἀπό τήν Αἰτωλία. Περνῶντας τόν ποταμό Εὔηνο - ὁ Ἡρακλῆς προηγεῖτο – τήν Δηιάνειρα μετέφερε ὁ κένταυρος Νέσσος. Ἀπρεπής χειρονομία του προκάλεσε κραυγή τῆς Δηιάνειρας. Ὁ Ἡρακλῆς ἐτόξευσε τόν Νέσσο. Ἐκπνέοντας ἐκεῖνος ἔδωσε στή Δηιάνειρα χιτῶνα ἐμποτισμένο μέ τό αἷμα του, γιά νά τόν δίνει στόν ἄντρα της νά τόν φοράει προκειμένου νά τῆς εἶναι πιστός.

Ὁ Ἡρακλῆς ἀπουσιάζει δέκα πέντε μῆνες καί δέν ἔχει δώσει σημεῖα ζωῆς. Συζητῶντας μέ τήν Τροφό, ἡ Δηιάνειρα ἐκφράζει στεναχώρια, ἀγωνία καί φόβους. Ἡ Τροφός τήν συμβουλεύει νά στείλει τόν γιό της Ὕλλο νά πάρει πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ πατέρα του. Ὁ  Ὕλλος ἔχει ἀκούσει ὅτι ὁ Ἡρακλῆς ὑπηρετεῖ μιά γυναίκα Λυδή, τήν Ὀμφάλη. Μετά τήν θητεία του αὐτή θά πολιορκήσει τήν πόλη τῆς Εὔβοιας Οἰχαλία. Ὁ  Ὕλλος φεύγει γιά νά πάρει πληροφορίες γιά τόν πατέρα του Ἡρακλῆ.

Ὁ Χορός, πού ἀποτελεῖται ἀπό νέες τῆς Τραχίνας, παρακαλεῖ τόν Ἥλιο νά δώσει εἰδήσεις γιά τόν Ἡρακλῆ γιά νά ἡσυχάσει ἡ Δηιάνειρα. Ἀγγελιοφόρος τήν πληροφορεῖ ὅτι ἄκουσε ἀπό τόν κήρυκα Λίχα ὅτι ὁ Ἡρακλῆς ζεῖ καί ἐπιστρέφει νικητής μετά τήν πολιορκία καί ἅλωση τῆς πόλεως Οἰχαλίας.

Μέ τόν Λίχα φθάνουν στήν Τραχίνα αἰχμάλωτες γυναῖκες καί ἡ βασιλοπούλα Ἰόλη, λάφυρα ἀπό τήν Οἰχαλία. Ἡ ὀμορφιά τῆς νέας κοπέλας ἀναστατώνει τήν Δηιάνειρα, γιατί φοβᾶται ὅτι θά περάσει στό περιθώριο τῆς καρδιᾶς καί τῆς ζωῆς τοῦ Ἡρακλῆ. Γιά νά μή χάσει τόν ἄντρα της τοῦ στέλνει μέ τόν κήρυκα Λίχα τόν χιτῶνα ἐμποτισμένο μέ τό εἰδικό φίλτρο, πού τῆς εἶχε δώσει ὁ κένταυρος Νέσσος, νά τόν φοράει ὅταν προσφέρει θυσίες. Μετά τήν ἀποχώρηση τοῦ Λίχα, ἡ Δηιάνειρα ἀνακαλύπτει ὅτι ὁ Νέσσος τήν ἔχει ἐξαπατήσει. Τό φίλτρο εἶναι θανατηφόρο. Ἀποφασίζει νά αὐτοκτονήσει, ἄν πάθει τίποτε ὁ Ἡρακλῆς.

Φθάνει ὁ  Ὕλλος, πού ἔχει ἰδεῖ τί συνέβη στόν πατέρα του ὅταν ἐφόρεσε τόν χιτῶνα γιά νά κάνει εὐχαριστήριες θυσίες στούς θεούς. Τόν νομίζει νεκρό καί κατηγορεῖ γι’ αὐτό τήν μητέρα του. Ἐκείνη μπαίνει στό ἀνάκτορο καί αὐτοκτονεῖ. Ὑπενθυμίζεται ὅτι στό ἀρχαῖο δρᾶμα φόνος καί αὐτοκτονία δέν γίνεται ἐπί σκηνῆς, ἐνώπιον τῶν θεατῶν. Ἔχουμε δύο ἐξαιρέσεις. Στήν τραγωδία «Αἴας» τοῦ Σοφοκλῆ ὅπου ὁ ἥρωας πέφτει ἐπάνω στό σπαθί του, πού ἔχει μπήξει στό ἔδαφος. (Βλ. ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ τεῦχος 156-157). Καί στήν τραγωδία τοῦ Εὐριπίδη «Ἱκέτιδες» ὅπου ἡ γυναῖκα τοῦ Καπανέα Εὐάδνη πέφτει ἀπό βράχο στή φωτιά πού καίει τό σῶμα τοῦ ἄντρα της (Βλ. ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ τεῦχος 207). Πληροφορούμενος τόν τραγικό θάνατο τῆς μητέρας του, καί ὅτι χωρίς νά τό θέλει προκάλεσε τό κακό στόν πατέρα του, ὁ  Ὕλλος θρηνεῖ καί τούς δύο γονεῖς του.

Στρατιῶτες φέρνουν ἀπό τήν βόρεια Εὔβοια τόν Ἡρακλῆ, πού μετά τήν κρίση πού εἶχε πάθει ἀπό τόν ἐμποτισμένο μέ θανατηφόρο φίλτρο χιτῶνα, κοιμᾶται. Ὅταν ξυπνᾶ συνειδητοποιεῖ τήν δεινή του κατάσταση καί ζητᾶ ἀπό τόν Ὕλλο νά τόν φονεύσει καί νά τιμωρήσει τήν μητέρα του. Ὅταν μαθαίνει τήν ἀλήθεια, θυμᾶται σχετικό χρησμό καί ζητᾶ νά μεταφερθεῖ στήν κορυφή τῆς Οἴτης ὅπου θά καεῖ σέ πυρά. Μετά ἀπό ἐκβιαστική πίεση ὁ   Ὕλλος πείθεται νά συμμορφωθεῖ μέ τήν ἀπαίτηση τοῦ πατέρα του νά τόν καύσει. Στρατιῶτες τόν βοηθοῦν νά τόν ἀνεβάσει στήν κορυφή τῆς Οἴτης ὅπου θά καεῖ. Ὅλο αὐτό τό διάστημα ὁ Ἡρακλῆς ὑποφέρει φοβερά. Καί μιά ἄλλη ἐπιθυμία του ἐκφράζει πρίν διά πυρᾶς περάσει στήν περιοχή τῶν ἀθανάτων. Ζητᾶ ἀπό τόν γιό του νά νυμφευθεῖ τήν Ἰόλη μέ τήν ὁποία μόνον αὐτός εἶχε πλαγιάσει.

Ἡ Δηιάνειρα στόν γιό της  Ὕλλο (στίχοι 61-64): «Παιδί μου, γιέ μου, κι’ ἀπό ταπεινούς στήν καταγωγή λοιπόν βγαίνουν λόγια σωστά· διότι ἡ γυναῖκα αὐτή ἐδῶ εἶναι δούλα, ὅμως μοῦ εἶπε λόγο πού σ’ ἐλεύθερο ταιριάζει». Ἐννοεῖ, δηλαδή, τήν Τροφό. Εὐχῆς ἔργον εἶναι νά λαμβάνουμε πληροφορίες, μηνύματα, διδάγματα καί ἀπό ἀγράμματους καί ἀπό παιδιά. Ἐκεῖνος πού μᾶς ἀγαπᾶ εἶναι πάνσοφος καί χρησιμοποιεῖ ὅλους τούς διαύλους.

Ὁ Χορός σέ ἀντιστροφή συμβουλεύει (στίχοι 124, 125): «Λέω δηλαδή πώς δέν πρέπει νά χάνεις τήν καλή ἐλπίδα σου». Καί ὑπενθυμίζει μιά πραγματικότητα τῆς ζωῆς (στίχοι 129-131): «…ἀλλά τό κακό, ἡ χαρά ὅλους μᾶς κυκλοφέρνουν σάν τῆς Ἄρκτου τήν κυκλική τροχιά». Καί σέ ἐπωδό πρός τήν βασίλισσα (Δηιάνειρα): «Διότι οὔτε ἡ ἀστροσπαρμένη νύχτα μένει στούς θνητούς οὔτε οἱ συμφορές οὔτε ὁ πλοῦτος, ἀλλά ἀφανίζονται ξαφνικά καί ἔρχονται μέ τή σειρά κι’ ἡ χαρά καί ἡ στέρηση (στίχοι 132-140).

Συνομιλῶντας μέ τήν Δηιάνειρα ὁ κήρυκας Λίχας λέει (στίχος 290): «Διότι κι’ οἱ θεοί δέν ἀνέχονται τήν ἀλαζονεία μας». Γενική ἀνθρώπινη ἀσθένεια πού ἔχει τίς ρίζες της σέ ἄλλα ἀρνητικά στοιχεῖα: ἔλλειψη αὐτογνωσίας, ἐπιπολαιότητα καί σέ δῶρα τοῦ Δημιουργοῦ: ὑγεία, σωματική ὀμορφιά καί εὐρωστία, εὐφυΐα, ἱκανότητες, πλοῦτος κ.ἄ. Καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὑπενθυμίζει: «Ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» (Ἰακώβου Δ, 6). Ὑπάρχει τίποτε πιό πολύτιμο ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ;

Ἡ Δηιάνειρα πρός τόν Χορό (στίχοι 295, 296): «Ὡστόσο ὅσοι σκέφτονται σωστά μποροῦν νά φοβοῦνται μήπως ὁ εὐτυχισμένος κάποτε δυστυχήσει». Ἀστάθεια χαρακτηρίζει τά ἀνθρώπινα. Κοινή πεῖρα αἰώνων ἐπιβεβαιώνει αὐτήν τήν ἀλήθεια. «Ἔχει ὁ καιρός γυρίσματα», λέει ὁ λαός. Καί αὐτός ὁ καιρός ἔχει εὐχάριστες ἡμέρες, βροχερές, παγερές.

Ἡ πολιορκία, ἅλωση καί καταστροφή τῆς Οἰχαλίας, ἡ αἰχμαλωσία τῶν γυναικῶν καί τῆς βασιλοπούλας Ἰόλης καί οἱ συνέπειες αὐτῶν τῶν κακουργημάτων πού πλήττουν τά πρόσωπα τοῦ ἔργου Λίχα,  Ὕλλο,  Δηιάνειρα καί Ἡρακλῆ ἀποτέλεσμα τοῦ ἐρωτικοῦ πάθους τοῦ Ἡρακλῆ γιά τήν ὡραία Ἰόλη. Τήν ἐζήτησε ἀπό τόν πατέρα της γιά παλλακίδα του καί ἐκεῖνος ἀρνήθηκε (στίχοι 433,476). Αἱματοβαμμένη ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία γιατί ἡ δύναμη καί ἡ ἀγάπη σέ μόνιμη διάσταση.

Ἡ Δηιάνειρα γιά τήν Ἰόλη (στίχοι 465-467): «… τήν πόνεσα πάρα πολύ, μόλις τήν κοίταξα στά μάτια, γιατί ἡ ὀμορφιά της, χάλασε τή ζωή της καί ἄθελά της ἡ δύστυχη τήν πατρική της χώρα κατάστρεψε καί ὑποδούλωσε».

Δέν παραλείπει ἡ Δηιάνειρα νά ἐπισημάνει πῶς ὁ Ἡρακλῆς ἀνταμείβει τήν «μακρόχρονη ἀφοσίωσή» της (στίχος 540). Ἄς σκεφθοῦμε καί τίς μακροχρόνιες ἀπουσίες του ἀπό τήν οἰκογένειά του. Ἐκ τῶν ὑστέρων σκέφτεται λογικά ἡ Δηιάνειρα σχετικά μέ τήν πρόθεση τοῦ κένταυρου Νέσσου (στίχοι 707, 708): «Γιατί καί γιά ποιό λόγο τέλος πάντων τό θηρίο σέ μένα ἀγάπη θά ἔδειχνε, ἀφοῦ πέθανε ἀπό δική μου αἰτία;» Δέν εἶναι σπάνιο τό φαινόμενο νά σκεφτόμαστε ἐκ τῶν ὑστέρων, μετά ἀπό ἐνέργειά μας. Ἡ σοφία τοῦ λαοῦ ἔχει τό καταστάλαγμα μακροχρόνιας πείρας: «Στερνή μου γνώση νά σ’εἶχα πρῶτα». Ὁ Χορός στήν Τροφό (στίχοι 893-895): «Γέννησε, γέννησε μεγάλη συμφορά μέσα στό σπίτι αὐτό ἡ νιόφερτη αὐτή νύφη» Πρόξενος τῆς μεγάλης συμφορᾶς, τῆς πολλαπλῆς συμφορᾶς δέν εἶναι ἡ δύστυχη Ἰόλη, ἀλλά ὁ Ἡρακλῆς.  Ἕνα ἀπό τά θύματα τῆς κακίας του εἶναι καί ἡ Ἰόλη.

Μέ τό στόμα τοῦ Ἀγγελιοφόρου ὁ ποιητής ἐκφράζει τήν διαδεδομένη ἀντίληψη στόν κόσμο ὅτι ὁ Ἔρωτας εἶναι θεός. «Ὁ Ἔρωτας μόνος ἀπ’ τούς θεούς τόν ἔσπρωξε νά κάμει αὐτά μέ ὅπλα κι’ ὄχι τἄχα στούς Λυδούς καί στήν Ὀμφάλη βάσανα ὑπέφερε σάν δοῦλος» (στίχοι 354-356). Μέ τό στόμα τῆς Δηιάνειρας: «Ὅποιος ἀντιστέκεται λοιπόν στόν Ἔρωτα καί σάν πυγμάχος μ’ αὐτόν στά χέρια ἔρχεται καλά δέ σκέφτεται. Διότι αὐτός καί τούς θεούς ὅπως θέλει κυβερνᾶ…» (στίχοι 441-444). Καί μέ τό στόμα τοῦ Χοροῦ: «Μεγάλη νίκη πάντα κερδίζει ἡ Κύπρη» (Ἀφροδίτη) (στίχος 499).

Στήν τραγωδία του «Ἀντιγόνη» ὁ Σοφοκλῆς θά μᾶς πεῖ μέ τό στόμα τοῦ Χοροῦ (στίχοι 781, 782): «Ἔρωτα ἀνίκητε στή μάχη, Ἔρωτα πού σκλαβώνεις ὅσους χτυπᾶς».

Ὁ  Ὕλλος περιγράφει στή μητέρα του τήν κρίση πού ἔπαθε ὁ Ἡρακλῆς ἔχοντας φορέσει τόν χιτῶνα τοῦ Νέσσου (στίχοι 767-778): «…ἱδρώτας ἔβγαινε ἀπ’ τό δέρμα του καί στά πλευρά του κόλλησε ἐφαρμοστά, τεχνίτης σάν νά τόν κόλλησε, ὁ χιτώνας σ’ ὅλα τά μέλη του· κι’ ἀπ’ τά κόκκαλα πέρασε ἐρεθισμός μ’ ἀντίθετους σπασμούς· ἔπειτα σάν τῆς φονικῆς ἐχθρικῆς ὀχιᾶς τό δηλητήριο ἄρχισε νά τόν κατατρώγει. Τότε λοιπόν φώναξε δυνατά τό δύστυχο τό Λίχα πού διόλου δέν ἦταν αἴτιος γιά τό κακό πού ἔκανες καί τόν ρώτησε μέ ποιό τέχνασμα τοῦ ἔφερε τό χιτῶνα αὐτό. Ὁ δύστυχος πού τίποτε δέν ἤξερε, μιλοῦσε γιά τό δῶρο σου πού μόνη σου τό ἑτοίμασες καί ὅπως ἦταν τοῦ τό ἔστειλες. Κι’ ἐκεῖνος μόλις τ’ ἄκουσε καί ἕνας πόνος δυνατός πέρασε πέρα γιά πέρα ἀπό τά πνευμόνια του …».

Ὁ χιτώνας ἐκόλλησε ἐφαρμοστά στό δέρμα τοῦ  Ἡρακλῆ. Ὁ ἱδρώτας πού ἔβγαινε δυνατόν νά φαινόταν. Τό πέρασμα τοῦ ἐρεθισμοῦ ἀπό τά κόκκαλα ἦταν ὁρατό ἀπό τόν Ὕλλο; Πῶς ἔγινε ἀντιληπτός ἀπό τόν  Ὕλλο ὁ δυνατός πόνος πού «πέρασε πέρα γιά πέρα ἀπό τά πνευμόνια» του; Αὐτό δέν εἶναι ἐσωτερική σωματική διεργασία;

Ἡ Δηιάνειρα ἀγνοοῦσε τήν ἰδιότητα τοῦ χιτῶνα πού ἔστειλε στόν ἄντρα της. Εἶχε καλό σκοπό. Συνομιλῶντας μέ τόν Χορό λέει, ἐκφράζοντας ἀμφιβολία, (στίχοι 666, 667): «Δέν ξέρω ὅμως στεχοχωριέμαι μή γρήγορα φανεῖ πώς κακό μεγάλο ἔκαμα μ’ ὄμορφη προσδοκία». Καί ὁ Ὕλλος, δικαιολογῶντας στόν πατέρα του τήν ἐνέργεια τῆς μητέρας του λέει (στίχος 1136): «Εἶναι ὁ λόγος εὔκολος: καλό νά κάνει θέλοντας ἔκαμε κακό».

Διαδεδομένη ἡ πλάνη μας ὅτι ὁ σκοπός ἁγιάζει τά μέσα. Ὄχι. «Καί τό καλόν οὔ καλόν ἐάν μή καλῶς γένηται» γράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Δέν ὁμοιάσαμε μέ τόν Δημιουργό μας ἀκολουθῶντας τήν πρόταση τοῦ διαβόλου. Ἀπό τόν Παράδεισο ἐβγήκαμε. Ὁ Χριστός δέν εἶναι μόνον ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή, εἶναι καί ἡ Ὁδός, ὁ δρόμος, ὁ τρόπος. Τά πάντα «διά Ἰησοῦ Χριστοῦ»!

 

Νίκος Τσιρώνης

Οἰκονομολόγος

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»  Ἀρ. Ἄρθρου 238-239

Ἰούνιος - Ἰούλιος 2022