Ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου

Κοίμηση τῆς Θεοτόκου

 

Ὑπεραγία Θεοτόκος, κατά τούς ὑμνογράφους καί τoύς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, βρίσκεται ὑπεράνω τῶν Ἀγγέλων καί πάντων τῶν Ἁγίων: εἶναι ἡ Βασίλισσα τῶν Ἀγγέλων καί Κυρία καί Δέσποινα ὅλου τοῦ Κόσμου. Εἶναι ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ. Στή θεομητορική φιλολογία (ὑμνογραφία καί πεζογραφία) βρίσκουμε ἀπέραντο λειμῶνα, γεμάτο ἄνθη, μέ τά ὁποῖα ἡ πίστη καί ἡ εὐλάβεια τῶν χριστιανῶν στεφανώνουν τό Πανάγιο πρόσωπό Της καί γεραίρουν τό ὑπερύμνητον ὄνομά Της, ζητῶντας  παράλληλα τήν ἱκεσία καί τήν πρεσβεία της πρός τόν Χριστό γιά ἔλεος καί ψυχική σωτηρία. Ὅπως γλαφυρά περιγράφει ὁ Φώτης Κόντογλου: «Ἐσύ Θεοτόκε, τιμήθηκες περισσότερον ἀπό ὅλους καί ἀξιώθηκες νά δανείσεις σάρκα ἀπό τήν σάρκα σου εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί διά τοῦτο ἐξαιρέτως λέγεσαι Παναγία καί Ὑπεραγία καί, παρ’ ὅ,τι εἶσαι ἄνθρωπος γεννημένος ἀπό ἀνθρώπους, εἶσαι, ὅμως, κατά τά λόγια τοῦ ἀγγέλου τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξωτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ».

Ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου εἶναι μία ἀπό τίς πιό σημαντικές ἑορτές τῆς Χριστιανοσύνης. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁ ἑορτασμός της περιλαμβάνει, κατά πρῶτο λόγο, τό θάνατο καί τήν ταφή Της καί κατά δεύτερο, τήν ἀνάσταση καί τή μετάστασή Της στούς οὐρανούς. Γιά τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου δέν ὑπάρχουν πληροφορίες ἀπό τήν Καινή Διαθήκη. Γι’ αὐτήν μαθαίνουμε ἀπό τίς διηγήσεις σημαντικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, ὅπως τῶν Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη, Μόδεστου Ἱεροσολύμων, Ἀνδρέα Κρήτης, Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ, καθώς καί ἀπό τά σχετικά τροπάρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνολογίας. Στά κείμενα αὐτά διασώζεται ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γι’ αὐτό τό Θεομητορικό γεγονός.

Μεταξύ τῆς Ὀρθόδοξης καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ὑφίσταται δογματική διαφορά σχετικά μέ τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Ἡ Καθολική Ἐκκλησία πιστεύει στό δόγμα τῆς ἐνσώματης ἀνάληψης τῆς Θεοτόκου, πού ὁριστικοποιήθηκε μέ τήν ἀποστολική ἐγκύκλιο τοῦ Πάπα Πίου IB΄. Ἀντίθετα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κάνει λόγο πρῶτα γιά Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, δηλαδή πραγματικό θάνατο (χωρισμό ψυχῆς καί σώματος) καί στή συνέχεια γιά μετάσταση τῆς Θεοτόκου, δηλαδή ἀνάσταση (ἕνωση ψυχῆς καί σώματος) καί ἀνάληψή Της κοντά στόν Υἱό Της. Κατά τήν ἐκκλησιαστική παράδοση, τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου προηγεῖται νηστεία, ἡ ὁποία καθιερώθηκε τόν 7ο αἰῶνα.

Στό εἰκονογραφικό θέμα τῆς Κοιμήσεως, ἡ Παναγία παρουσιάζεται ξαπλωμένη σέ φέρετρο στρωμένο μέ πολυτελές σεντόνι, κοιμᾶται γαλήνια καί ἔχει τά χέρια σταυρωμένα ἐμπρός στό στῆθος. Γύρω ἀπό τό νεκρικό κρεββάτι βρίσκονται οἱ ἀπόστολοι, μέ τόν Πέτρο νά στέκεται κοντά στό κεφάλι της καί τόν Παῦλο κοντά στά πόδια της. Ἄλλες φορές εἰκονίζονται οἱ ἀπόστολοι σέ ὑπερυψωμένη θέση ἐρχόμενοι πάνω σέ νέφη. Ἡ ψυχή τῆς Θεοτόκου ἀπεικονίζεται ὡς σπαργανωμένο βρέφος, τήν ὁποία κρατάει ὁ Ἰησοῦς ζωγραφισμένος πάνω ἀπό τό φέρετρο καί στό μέσο τῆς σύνθεσης.

Σέ ἄλλες παραστάσεις, περιβάλλεται τό ξαπλωμένο σῶμα Της ἀπό γυναῖκες οἱ ὁποῖες, καθώς προβάλλουν ἀπό ἀρχιτεκτονήματα, θρηνοῦν τό θάνατό Της, ὅπως καί ἄγγελοι. Ἄγγελος ἀπεικονίζεται ἀπό τόν 11ο αἰ. καί μετά, νά παραλαμβάνει τήν ψυχή τῆς Παναγίας μέ σκοπό νά τήν ὁδηγήσει στόν Παράδεισο. Στόν οὐρανό, ζωγραφίζεται πύλη ἡ ὁποία ἀνοίγει γιά νά δεχθεῖ τή Θεοτόκο ἔνδοξη. Ἔτσι, σέ παραστάσεις τῆς Κοιμήσεως ἀπεικονίζεται τρεῖς φορές ἡ Θεοτόκος: μία κοιμωμένη κάτω, μία ὡς ψυχή στά χέρια τοῦ Ἰησοῦ καί μία ἀνεβαίνοντας στούς οὐρανούς. Σέ κάποιες περιπτώσεις, ἡ ἀπεικόνιση τῆς Ἀνάληψης τῆς Παναγίας συνοδεύεται ἀπό τήν ἀπεικόνιση τῆς ταυτόχρονης ρίψης τῆς ζώνης Της στόν ἀπόστολο Θωμᾶ, ὁ ὁποῖος δέν πρόφτασε τήν κηδεία Της. Ἀπό τόν 12ο ἰ. Καί ἑξῆς ἐμφανίζεται τό ἐπεισόδιο τοῦ Ἑβραίου Ἰεφωνίου, κατά τό ὁποῖο ὁ ἄγγελος ἀποκόβει τά χέρια του, ἐπειδή ἐπιχείρησε νά σπάσει τό φέρετρο τῆς Παναγίας. Τέλος,  ἡ Κοίμηση ἱστορεῖται στόν δυτικό τοῖχο πάνω ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ κυρίως ναοῦ.

Οἱ Πατέρες καί οἱ Ὑµνωδοί τῆς Ἐκκλησίας µας, ἔχουν γράψει ἀµέτρητους ὕµνους καί ἐγκωµιαστικούς λόγους γιά τήν Παναγία µας, τήν µητέρα τοῦ Θεοῦ, τήν πηγή τῆς σωτηρίας µας, τήν αἰτία τῆς τῶν πάντων Θεώσεως. Ἀναμφισβήτητα, εἶναι τό τελειότερο ἀνθρώπινο πρότυπο, τό ὁποῖο δέχτηκε νά ἀκολουθήσει τό Θεῖο Θέλημα καί ἀφοσιώθηκε στό Θεό συνεργῶντας στήν ὑποστατική ἕνωση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ δεύτερη Εὔα, πού μέ τήν ταπείνωση καί τήν καθαρότητά της συνέβαλε τά μέγιστα στό σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἡ Παναγία, λοιπόν, γι’ αὐτούς τούς λόγους, ἔχει τήν πιό κεντρική θέση ἀπ’ ὅλα τά δημιουργήματα στή ζωή καί τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας.

Γιά τήν Παναγία καί γιά τόν κάθε πιστό, ὁ θάνατος δέν εἶναι τό τέλος τῆς ζωῆς του, δέν εἶναι ὁ ἀφανισμός του. Εἶναι κοίμηση καί εἴσοδος σέ μιά νέα ζωή, ζωή ἀληθινή καί αἰώνια. Γιά αὐτό καί ἡ Παναγία, ὅπως λέγεται καί στόν κανόνα πού ψάλλεται στήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως, «θνήσκουσα, σύν τῷ Υἱῷ ἐγείρεται διαιωνίζουσα». Πεθαίνοντας δηλαδή ἀνασταίνεται καί ζεῖ αἰώνια μέ τόν Υἱό Της. Ὡς μητέρα τῆς ζωῆς, ζεῖ τήν αἰώνια ζωή μέ τόν Ἀρχηγό τῆς ζωῆς. Ἔτσι καί ὁ πιστός πού ζεῖ μέ πίστη στόν Χριστό μέσα στήν Ἐκκλησία, εἰσέρχεται μέ τόν θάνατό του σέ μιά νέα προοπτική ἀθανασίας καί οὐράνιας ζωῆς.

 

Εὐάγγελος Τσουκάρας

Θεολόγος-Φιλόλογος

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 240-241

Αὔγουστος-Σεπτέμβριος 2022

 

Ἐνδεικτική Βιβλιογραφία:

 

Καλοκύρης Κ, «Ἡ Θεοτόκος εἰς τήν εἰκονογραφίαν Ἀνατολῆς καί Δύσεως», Θεσσαλονίκη 1972

Μαντζαρίδης Γ ., «Χριστιανική Ἠθική» , Θεσσαλονίκη 2000

Ξυγγόπουλος Α, «Ἡ πτερωτή ψυχή τῆς Θεοτόκου (πίν. 1-2)», Δελτίον XAE 6 (1970-1972)

Πατρικίου Α, «Ὁ Ἐπιτάφιος θρῆνος τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», Θεσσαλονίκη 2015