ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

« Ἅγιον Ὄρος, Μάρτιος 2021

Σεβαστέ μας πάτερ Βασίλειε,

ζητῶ τήν εὐχή σας καί τήν προσευχή σας.

 

Παίρνω τό θάρρος, μέ τήν παροῦσα μου ἐπιστολή, νά σᾶς ὑποβάλλω κάποια ἐρωτήματα λειτουργικο-λατρευτικῆς φύσεως, δεδομένου ὅτι στίς «Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικάς ἀπορίας» τοῦ ἀειμνήστου Ἰωάννου Φουντούλη, δέν βρῆκα σχετικές ἀπαντήσεις. Ἐπειδή οἱ ἀπορίες μου αὐτές εἶναι (καί ἦταν) πολλές, ἀπευθύνθηκα καί σέ κάποιον καθηγητή Θεολογίας, καθώς καί εἰς πολύ κατηρτισμένον Ἁγιορείτην Ἱερομόναχον.  Ἐν μέρει μοῦ ἀπήντησαν καί οἱ δύο. Περαιτέρω ὅμως ἐδήλωσαν ἀδυναμίαν, διά πολλούς καί διαφόρους λόγους. Γι’ αὐτό, κάνοντας κατάχρηση τῆς δεδομένης ἀγάπης σας, τολμῶ νά ἀπευθυνθῶ στό πρόσωπό σας, μήπως καί μοῦ ἀπαντήσετε σχετικῶς - ἐάν ὁ πολύτιμος χρόνος σας σᾶς τό ἐπιτρέπει - ἤ μήπως μοῦ ὑποδείξετε κάποια πρόσωπα ἤ γραπτά κείμενα, ὅπου θά μποροῦσα νά ἀποτανθῶ.

Σᾶς εὐχαριστῶ ἐκ τῶν προτέρων καί ζητῶ συγγνώμην, διότι “τολμήσας” ἀπηυθύνθην πρός ἐσᾶς».

 

π. Βασίλειος: Κατ’ ἀρχάς θέλω νά ἐκφράσω τόν δισταγμό μου ἀπαντῶντας στά ἐρωτήματα τοῦ π. Νεκταρίου, δεδομένου ὅτι τά ἔχει θέσει προηγουμένως σέ ἐγκρατεῖς περί τά τοιαῦτα, σέ Θεολόγο Πανεπιστημιακό Καθηγητή καί σέ λόγιον Ἁγιορείτην Ἱερομόναχον, ὁπότε δέν γνωρίζω ἄν οἱ ἀπαντήσεις μου προσθέσουν κάτι ἐπί πλέον τῶν ὅσων ἤδη ἔλαβε, ὅμως, ἀπαντῶ,  κατά χρέος καί ἀπό ἀγάπη, μέ ἐκζήτηση συγγνώμης γιά τήν ἐτήσια καθυστέρησή μου, λόγῳ ἄλλων ἀνειλημμένων ὑποχρεώσεών μου.

 

π. Νεκτάριος: ΕΡΩΤΗΜΑ  1ον :

Γνωρίζουμε ὅλοι τήν εὐχή τοῦ Ἁγίου Μεγάλου Βασιλείου: «Κύριε, Κύριε, ὁ ρυσάμενος ἡμᾶς ἀπό παντός βέλους πετομένου ἡμέρας…», τήν ὁποία διαβάζουμε στά Μεγάλα Ἀπόδειπνα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Τήν ἴδια ἀκριβῶς αὐτή Εὐχή, τήν ἀκοῦμε γονατιστοί, στήν δεύτερη στάση γονυκλισίας τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς. Στήν περίπτωση αὐτή τῆς γονυκλισίας, ἡ εὐχή αὐτή στερεῖται τῆς καταλήξεώς της: «Εὐδοκίᾳ καί ἀγαθότητι τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ…», ἐνῶ στό Μέγα Ἀπόδειπνο ὑπάρχει αὐτή. Τί συμβαίνει; Ἡ κατάληξη: «καί προκόπτοντας ἐν τοῖς παραγγέλμασί σου», εἶναι πολύ ἀπότομη, χωρίς τήν ἀκολουθοῦσα: «Εὐδοκίᾳ καί ἀγαθότητι…». Δεδομένου μάλιστα, ὅτι ἀποτόμως, χωρίς τήν τριαδολογική κατάληξη, ὁ Ἱερεύς (ἤ ὁ Διάκονος) μᾶς προτρέπει ἀμέσως: «Ἀντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον καί ἀνάστησον ἡμᾶς…», ὅπως ἐνθυμεῖσθε. Δέν μπορεῖ νά γίνει κάτι;

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:

Στό πρῶτο ἐρώτημα ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι δέν ἀποκόπτεται ἡ κατάληξη τῆς Εὐχῆς τοῦ Μ. Βασιλείου στήν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Γονυκλισίας, ἀλλά μετατίθεται γιά νά τῆς δοθῇ μεγαλυτέρα ἔμφαση. Μεσολαβεῖ ἡ αἴτηση τοῦ Διακόνου γιά τήν ἀνάσταση (ὀρθία στάση) τῶν γονυκλινῶν πιστῶν, ἡ ὁποία  καί διεγείρει, καί μέ τήν ἐπίκληση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου θά ὑποβοηθηθοῦν οἱ πιστοί νά προσέξουν ὅτι ὅλα τά πνευματικά ἀγαθά, πού ζητοῦμε μέσῳ αὐτῆς τῆς Εὐχῆς πραγματοποιοῦνται μόνο ἀπό τόν Θεόν μας, «Εὐδοκίᾳ καί χάριτι τοῦ Μονογενοῦς Σου Υἱοῦ, μεθ’ οὗ εὐλογητός εἶ, σύν τῷ Παναγίῳ καί Ἀγαθῷ καί Ζωοποιῷ Σου Πνεύματι νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».

Συνεπῶς, ἡ μετάθεση τῆς καταλήξεως τῆς Εὐχῆς δέν γίνεται ἐπί ζημίᾳ τοῦ πνευματικοῦ της νοήματος, ἀλλά πρός μείζονα ὠφέλεια τῶν πιστῶν.

Νά συμπληρώσουμε ὅτι ἡ διαφορά μιᾶς λέξεως πού ὑπάρχει στήν ἐν λόγῳ κατάληξη μεταξύ τῆς διατυπώσεως τῆς Εὐχῆς, πού βρίσκεται στήν Ἀκολουθία τοῦ Μ. Ἀποδείπνου, δηλαδή «...Εὐδοκίᾳ καί ἀγαθότητι...» καί τῆς Εὐχῆς τῆς Γονυκλισίας «...Εὐδοκίᾳ καί χάριτι...» ὀφείλεται μᾶλλον στή χρήση διαφορετικῶν ἀντιγράφων τῆς Εὐχῆς τοῦ Μ. Βασιλείου στίς δύο Ἀκολουθίες καί εἶναι φαινόμενο συχνά ἐπαναλαμβανόμενο σέ Λειτουργικά κείμενα. Ὡστόσο, κατά τήν ἄποψή μας, ἡ χρήση τῆς λέξεως «χάριτι» στό κείμενο τῆς Γονυκλισίας ταιριάζει, περισσότερο στό νόημα τῶν αἰτηθέντων διά τῆς Εὐχῆς.

 

π. Νεκτάριος: ΕΡΩΤΗΜΑ 2ον:

Στό Θεοτοκολογικό Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα, ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν, «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀναστᾶσα Μαριάμ, ἐπορεύθη…», ὑπάρχει ἡ ἔναρξις τῆς Ὠδῆς τῆς Θεοτόκου, «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον…», ἡ ὁποία ὅμως μένει ἡμιτελής, λές καί βιάζεται ὁ ἀναγινώσκων ἱερεύς νά προσθέσει τήν γνωστή κατάληξη: «Ἔμεινε δέ Μαριάμ σύν αὐτῇ ὡσεί μῆνας τρεῖς καί ὑπέστρεψεν εἰς τόν οἶκον αὐτῆς». Πόσο, τέλος πάντων, θά καθυστεροῦσε ἡ ἐν λόγῳ ἀνάγνωσις, ἄν παρετίθετο πλήρης ἡ Ὠδή; Τί θά παθαίναμε ἄν τήν ἀκούγαμε ὁλοκληρωμένη; Καί – τό σπουδαιότερο – ποία καί πόση «ποινή», θά ἐπεβάλετο στόν Ἱερέα, πού θά «τολμοῦσε» νά τήν ἀναγνώσει ὁλόκληρη; Ποιά ἀνωτέρα του ἐκκλησιαστική ἀρχή θά τό ἐπληροφορεῖτο, γιά νά «πατάξει» τό τοιοῦτον «ἀτόπημα»; Ἐπί τέλους, κάποια πράγματα δέν ἐπαφίενται σέ ἀτομικές ἱερατικές (ἤ καί ψαλτικές) πρωτοβουλίες; Αὐτή ἡ τελευταία ἐρώτηση, ἰσχύει καί γιά τό προηγούμενο ἐρώτημα...

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:

Στό ἐρώτημα γιατί περικόπτεται ἡ Ὠδή τῆς Θεοτόκου στό Θεοτοκολογικό Εὐαγγέλιο, πού διαβάζεται στίς περισσότερες Θεομητορικές Ἑορτές, ὡς Εὐαγγέλιο Ὄρθρου καί στίς Μικρές Παρακλήσεις (Δευτέρας, Τετάρτης καί Παρασκευῆς) τοῦ Δεκαπενταυγούστου, θέλουμε νά προσημειώσουμε ὅτι ἡ περικοπή τῆς Ὠδῆς δέν ἔγινε ἀπό νεωτερίζοντες Ἱερεῖς, λόγῳ σπουδῆς, γιά ταχυτέρα ὁλοκλήρωση τῶν Ἀκολουθιῶν, ἀλλά ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ἡ Ὁποία διά τῶν «τά πάντα καλῶς διαταξαμένων Θεοφόρων Πατέρων» ὥρισε, σαφῶς ἔχουσα λόγον, τόν ὁποῖο ἐμεῖς πρέπει νά ἀναζητήσουμε πρίν εἰσηγηθοῦμε τήν ὁποιαδήποτε “διόρθωση” ἐκείνων πού ὁρίσθηκαν ἀπό Πατέρας ἔχοντας «νοῦν Χριστοῦ» καί ἀπεφάνθησαν «συνδιασκεψάμενοι τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι». Αὐτό τό κριτήριο πρέπει νά ἰσχύῃ σέ ὅλα ἐκεῖνα πού  καθιερώθηκαν μέ τόν προαναφερόμενο τρόπο καί ἔμειναν ἀναλλοίωτα διά μέσου τῶν αἰώνων. Βεβαίως ὑπάρχουν πολλά λάθη στά Λειτουργικά μας βιβλία, τά ὁποῖα παρεισέφρησαν ἀπό ἀντιγραφεῖς σέ καιρούς ἀμαθείας καί αὐτά πρέπει νά διορθωθοῦν, ὅπως καί προσθῆκες λέξεων, ὅπως ἔχουμε ἐπισημάνει στό πόνημά μας «Ψήγματα Ὀρθοδόξου Τελετουργικῆς». Αὐτές οἱ προσθῆκες ἤ οἱ ἀλλοιώσεις, οἱ ὁποῖες δέν ἔχουν κἄν λογική, ὄχι Θεολογική, ἐξήγηση, πρέπει νά διορθωθοῦν. Ὡστόσο, πρέπει πρῶτα νά ἐξαντλήσουμε τήν Θεολογική  ἔρευνα, νά ἀναζητήσουμε τόν νοῦν, πού θεσμοθέτησε, καί τότε νά ἐνεργήσουμε ἀναλόγως. Αὐτά ἰσχύουν γιά ὅλες τίς ἀπαντήσεις μας.

Στό προκείμενο, ὅμως, ἐρώτημα, περί τοῦ Εὐαγγελίου τῶν Θεομητορικῶν Ἑορτῶν δέν πρόκειται περί λάθους, πού χρειάζεται διόρθωση, ἀλλά περί νοήματος, πού χρήζει προσεγγίσεως. Οἱ στίχοι 51 ἕως 54 τοῦ Πρώτου Κεφαλαίου τοῦ Κατά Λουκᾶν Ἁγίου Εὐαγγελίου, πού παραλείπονται στήν περικοπή, περιεκόπησαν διότι δέν ἀφοροῦν στό Πρόσωπο τῆς Παναγίας μας, ἀλλά στίς ἐπιπτώσεις τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ μας  στόν Ἰσραήλ καί ἐν γένει στήν ἀνθρωπότητα. Ἡ περικοπή, ὅμως, ἔχει ἀποκλειστικό σκοπό νά προβάλῃ καί νά τονίσῃ τό Πρόσωπο τῆς Θεοτόκου καί γι’ αὐτό περιορίζει τό λεκτικό περιβάλλον, σάν νά θέτῃ τούς Θεομητορικούς χαρακτηρισμούς σέ πλαίσιο, σάν Εἰκόνα, ἡ ὁποία περιγράφει τό συγκεκριμένο, πού θέλει ἡ Ἐκκλησία μας νά προσλάβουν οἱ Πιστοί.

Γιά νά μή θεωρηθῇ αὐθαίρετη αὐτή ἡ ἑρμηνεία μου, προσθέτω ὅτι ἡ  Ὠδή τῆς Θεοτόκου δέν περικόπτεται πάντοτε, ὁπότε θά μποροῦσαμε νά διερωτηθοῦμε γιατί συμβαίνει αὐτό, ἀλλά, ἀντιθέτως, ψάλλεται καθημερινά ὁλόκληρη, χωρίς περικοπές, σέ κάθε Ὄρθρο, ὅταν ψάλλεται «Ἡ Τιμιωτέρα»!  Τότε,  θυμιάζοντας ὁ Ἱερεύς τούς Πιστούς, τούς προβάλλονται καί οἱ στίχοι πού εἰκονογραφοῦν τό Πρόσωπο τῆς Παναγίας μας, ἀλλά καί οἱ στῖχοι πού τούς ἀφοροῦν καί πρέπει νά τούς προσέξουν γιά νά ἀξιοποιήσουν αὐτό πού τούς δωρήθηκε μέ «τόν Εὐλογημένον Καρπόν τῆς Κοιλίας» τῆς Θεοτόκου.

 

π. Νεκτάριος: ΕΡΩΤΗΜΑ 3ον :

Διαβάζουμε στό Συναξάριο τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακή δευτέρα ἀπό τοῦ Πάσχα…». Δηλαδή, ποιά εἶναι ἡ «πρώτη» Κυριακή ἀπό τοῦ Πάσχα; Αὐτή αὕτη ἡ ἰδία; Ταυτίζεται μέ τόν ἑαυτό της; Καί ἔτσι «λανθασμένα», ἀκολουθεῖ καί ἡ ἀρίθμηση, οὕτω καθεξῆς, τῶν ἑπομένων ἀναστασίμων Κυριακῶν. Ἐπίσης, στίς 26 Φεβρουαρίου, τιμᾶται ἡ μνήμη ὅλης σχεδόν τῆς οἰκογενείας τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς (τῆς Σαμαρείτιδος). Στό Συναξάριον τῆς ἡμέρας, μετά τήν μνημόνευση τῆς πρώτης Ἁγίας, τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς δηλαδή, διαβάζουμε: «τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ Ἁγία Φωτώ, ἡ Δευτέρα ἀδελφή τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς…τελειοῦται». Δηλαδή, ποιά εἶναι ἡ «πρώτη»; Ταυτίζεται μέ τόν ἑαυτό της; Δέν λέει: «ἡ δευτέρα Ἁγία τῆς ἡμέρας», ἀλλά λέει: «ἡ δευτέρα ἀδελφή τῆς Ἁγίας …». Καί, δεδομένου ὅτι ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἁγίους συναξαριογράφους, ὅπως ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἐκπλήσσομαι, ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι. Μήπως ὑπῆρχε ἐκείνη τήν ἐποχή κάποιο ἄλλο σύστημα μετρήσεως καί ἀριθμήσεως; Μήπως τό ἀριθμητικό «πρῶτος-πρώτη», εἶχε μιά ἄλλη χρήση καί ἔννοια, «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»;

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:

 Στό τρίτο ἐρώτημα ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἡ Πρώτη Κυριακή εἶναι αὐτό τό ἴδιο τό Πάσχα, ὅπως ἡ ἡμέρα Δευτέρα, δέν ἔχει προηγουμένη της τήν Πρώτη, ἀλλά τήν Κυριακή. «Αὕτη ἡ κλητή καί ἁγία ἡμέρα, ἡ μία τῶν Σαββάτων ἡ Βασιλίς καί Κυρία», ψάλλουμε γιά τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα, πού εἶναι ἡ «Μία», δηλαδή ἡ πρώτη. Ἡ Κυριακή τοῦ Πάσχα εἶναι ἡ πρώτη Κυριακή τῶν ἑβδομάδων τοῦ Πάσχα, ἀλλά καί κάθε Κυριακή εἶναι ἡ μία, δηλαδή, ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς κάθε ἑβδομάδος.

Ὡς πρός τό Συναξάριον τῆς 26ης Φεβρουαρίου, δέν πρόκειται περί διαφορετικοῦ τρόπου ἀριθμήσεως, ἀλλά περί τῆς ὀρθῆς ἀριθμήσεως, ἡ ὁποία γίνεται ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ὄχι ἀπό τήν Ἁγία Φωτεινή. Ἀναφέρεται ἀπό τήν Ἐκκλησία ἡ ἁγία Φωτώ, ὄχι ὡς δευτέρα ἑορτάζουσα, ἀλλά ὡς δευτέρα ἀδελφή τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, διότι ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει τήν Ἁγία Φωτεινή ὡς πρώτη ἐκ τῶν ἀδελφῶν. Τό παράδοξο θά ἦταν νά τήν ἀνέφερε ἡ Ἁγία Φωτεινή ὡς δευτέρα ἀδελφή της, ὁπότε, βεβαίως, θά ἀναζητούσαμε καί τήν πρώτη.

 

π. Νεκτάριος: ΕΡΩΤΗΜΑ 4ον:

Στούς, ἄνευ Προηγιασμένης, Ἑσπερινούς τῶν καθημερινῶν ἡμερῶν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μετά τήν ἀνάγνωση τῶν δύο παλαιοδιαθηκικῶν ἀναγνωσμάτων, προσθέτουμε ἀμέσως τό «Καταξίωσον Κύριε…» κλπ. Ὅταν ὅμως τελεῖται Προηγιασμένη, μετά τήν συμπλήρωση τῶν δύο ἀναγνωσμάτων, ἀρχίζει ἡ γνωστή ψαλμώδηση τοῦ «Κατευθυνθήτω…», παραλειπομένης τῆς εὐχῆς «Καταξίωσον Κύριε…». Δέν βρίσκω τόν λόγο, νά παραλειφθεῖ αὐτή. Θά μποροῦσε κάλλιστα νά ἀναγνωσθεῖ καί ἀμέσως μετά νά ἀρχίσει ἡ ψαλμώδηση. Πόσα δευτερόλεπτα καθυστέρηση ἐπιφέρει τό «Καταξίωσον Κύριε…»; Κι ἐδῶ πάλι, εἶναι κακό μιά σχετική πρωτοβουλία;

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:

 Στό τέταρτο ἐρώτημα γιά τήν ἀπάλειψη τῆς ἀναγνώσεως τοῦ «Καταξίωσον Κύριε...» μετά τά Ἀναγνώσματα, τελουμένης Προηγιασμένης Θείας Λειτουργίας, ἀπαντοῦμε ὅτι δέν πρόκειται γιά περικοπή λόγῳ συντομεύσεως τῆς Ἀκολουθίας ἀλλά  γιά νά φανῇ  καθαρά ὅτι διαφέρει ἡ Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία ἀπό τόν αὐτούσιο  Ἑσπερινό. Μέ τήν ψαλμωδία τοῦ «Κατευθυνθήτω..» γίνεται ἡ σύζευξις Ἑσπερινοῦ καί Θ. Λειτουργίας, ἀσχέτως τοῦ ὅτι ἡ τελεσθησομένη Θ. Λειτουργία δέν περιλαμβάνει Θυσία, διότι τά «Τίμια Δῶρα» ἔχουν προαγιασθεῖ σέ προηγηθεῖσα Τελεία ( δηλαδή, μέ Θυσία) Θ. Λειτουργία.

Τήν ἴδια Τελετουργική πρακτική, δηλαδή τήν σύζευξη Ἑσπερινοῦ καί Θ. Λειτουργίας, παρατηροῦμε ὄχι μόνο σέ σύζευξη Ἑσπερινοῦ καί Προηγιασμένης, ἀλλά καί σέ σύζευξη Ἑσπερινοῦ καί Τελείας Θ. Λειτουργίας μέ Θυσία, ὅπως, φερ’ εἰπεῖν, τήν παραμονή τῶν Χριστουγέννων, τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων, τήν Μ. Πέμπτη καί τό Μ. Σάββατον, ὅπου μετά τά Ἀναγνώσματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν ἀπαγγέλεται τό «Καταξίωσον Κύριε...», ἀλλά ψάλλεται τό «Ἅγιος ὁ Θεός...» γιά νά συνεχισθῇ ἡ Ἀκολουθία ὡς Θ. Λειτουργία.

 

π. Νεκτάριος: ΕΡΩΤΗΜΑ 5ον:

Στούς ἑορτασίμους καθημερινούς Ὄρθρους, ὅπου προβλέπεται Εὐαγγέλιο, προηγεῖται ἡ ψαλμώδηση τοῦ γνωστοῦ πρώτου Ἀντιφώνου τῶν Ἀναστασίμων Ἀναβαθμῶν τοῦ τετάρτου ἤχου: «Ἐκ νεότητός μου πολλά πολεμεῖ με πάθη…». Οἱ δύο, λοιπόν, πρῶτοι στίχοι διπλασιάζονται (ἤ διπλώνονται), ἐφ’ ὅσον πρόκειται περί ἀντι-φώνου. Στό «Δόξα Πατρί…» ψάλλουμε: «Ἁγίῳ Πνεύματι πᾶσα ψυχή ζωοῦται…». Καί στό «Καί νῦν…», ἀντί νά τό ξαναψάλλουμε, ὅπως ἔγινε μέ τούς δύο προηγηθέντας στίχους, λέμε: «Ἁγίῳ Πνεύματι ἀναβλύζει τά τῆς χάριτος…», πού προέρχεται ἀπό τό δεύτερο Ἀντίφωνο αὐτῶν τῶν Ἀναβαθμῶν. Πῶς καί γιατί ἐπεκράτησε, αὐτή ἡ ἀτασθαλία; Ἤδη, στήν ἐποχή τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, εἶχε ἐπικρατήσει. Τό σημειώνει ὡς ἀτασθαλία ὁ Ἅγιος, στό γνωστό βιβλίο του «Νέα Κλῖμαξ», ὅπου ἑρμηνεύει τούς Ἀναστάσιμους Ἀναβαθμούς καί τῶν ὀκτώ ἤχων. Καί πάλι ὁ Ἅγιος, ἀπορεῖ πῶς καί γιατί ἐπεκράτησε αὐτό; Λοιπόν, τί; Ἄν ἐμεῖς, «αὐθαιρέτως» τό διορθώσουμε, θά χαρακτηρισθεῖ ἄραγε ἡ πρωτοβουλία αὐτή, ὡς ἁμαρτία «εἰς τό Ὁμοούσιον»; Δεδομένου μάλιστα, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες σλαυϊκές Ἐκκλησίες δέν «ὑπέκυψαν» στό σημεῖο αὐτό, ἀλλά ψάλλουν «ὀρθοδόξως»: «Ἁγίῳ Πνεύματι πᾶσα ψυχή ζωοῦται…». Μόνο οἱ Βούλγαροι, μεταγενεστέρως, «ὑπέκυψαν».

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:

Στό πέμπτο ἐρώτημα, ἄν τό κατενόησα σωστά, ἡ ἀπάντηση βρίσκεται στήν πάγια τακτική τῆς Λατρευτικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας, κατά τήν ὁποία τά Δοξαστικά καί τά Θεοτοκυῖα ποτέ δέν διπλασιάζονται, διότι ποτέ δέν γίνονται ἀντίφωνα. Συνεπῶς καί ἐδῶ, στούς Ἀναβαθμούς πρό τοῦ Εὐαγγελικοῦ Ἀναγνώσματος τοῦ Ὄρθρου, δέν ἀναμένουμε δευτέρωση τοῦ «Δόξα Πατρί...» καί τοῦ «Καί νῦν καί ἀεί...». Ἐκτός ἐάν ἐπαναλάβουμε καί στό «Καί νῦν...» τό «Ἁγίῳ Πνεύματι πᾶσα ψυχή ζωοῦται...», παραλείποντες τό «Ἁγίῳ Πνεύματι ἀναβλύζει...», ἀλλά αὐτό ὄντως εἶναι ἄτοπο.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει  στό βιβλίο του «Νέα Κλῖμαξ» ὅτι «οὐκ ὀρθῶς ποιοῦσι» (Βλ. Νέα Κλῖμαξ, Ἐν Κωνσταντινουπόλει 1844, Προλεγόμενα, σελ. στ.) ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δέν ἀντιφωνοῦν τό «Ἁγίῳ Πνεύματι πᾶσα ψυχή ζωοῦται...», οὔτε τό «Ἁγίῳ Πνεύματι ἀναβλύζει...», ἐννοῶν προφανῶς ὅτι οἱ στίχοι αὐτοί πρέπει πρῶτα νά Ἀντιφωνηθοῦν, κατά τό πρότυπο τῶν Ἐπουρανίων Δυνάμεων, πού ψάλλουν τά ἴδια ἐν χορῷ, καί κατόπιν νά ψαλοῦν στό «Δόξα...» καί στό «Καί νῦν...» ἐναλλάξ.

Ὅπως γράφει, ὅμως, καί ὁ π. Νεκτάριος, τό ζήτημα δέν εἶναι Δογματικό, οὔτε πρόκειται περί τῆς σαλεύσεως τοῦ «Ὁμοουσίου», ὁπότε ὑπάρχει ἡ εὐχέρεια τῆς τακτοποιήσεώς του, ἄνευ κρότου!

 

π. Νεκτάριος: ΕΡΩΤΗΜΑ 6ον:

Ἡ κατάληξη τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς: «Ὅτι σοῦ ἐστιν…», βάσει ποίων κριτηρίων ἤ σκέψεων ἤ πρακτικῶν σκοπιμοτήτων ἀποδόθηκε νά ἐκφωνεῖται μόνο ἀπό τούς Ἱερεῖς-Ἀρχιερεῖς; Καί ἀπό πότε περίπου, πάνω-κάτω; Ὅσο γιά τήν εἰς αὐτήν προσθήκη τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος – προσθήκη μή ὑπάρχουσα στό Εὐαγγελικό κείμενο – οὐδέν τό κωλύον· οὐδέν τό προβληματικόν. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, παρατεινομένου εἰς τούς αἰῶνας, ἔχει κάνει κι ἄλλες παρόμοιες ἐπεμβάσεις σέ ἁγιογραφικά κείμενα. Ἄς θυμηθοῦμε πρόχειρα, τήν γνωστή ἀποστολική περικοπή: «Ἀδελφοί, οἱ Ἅγιοι Πάντες, διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας…». Ποῦ ὑπάρχει στό κείμενο αὐτή ἡ προσθήκη; Ὅμως, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία, ὡς θεόπνευστη, εἶναι αὐθεντία, τό δεχόμαστε. Ὅλοι γνωρίζουμε, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στό σχετικό κείμενο, ἀναφέρεται στούς Μακκαβαίους. Καί ἡ Ἐκκλησία, Ὀρθοδόξως κρίνουσα, τό ἐπεκτείνει καί στούς Ἁγίους Πάντες. Ὅταν, πάλι, ἐνδύεται ὁ Ἀρχιερεύς τόν σάκκον, γιά νά λειτουργήσει, οἱ ἐνδύοντες αὐτόν διάκονοι (ἤ ἱερεῖς) ἐκφωνοῦν τό: «Οἱ Ἀρχιερεῖς σου Κύριε, ἐνδύσονται δικαιοσύνην…», ἐνῶ τό ψαλμικό κείμενο λέει: «Οἱ ἱερεῖς σου, Κύριε…». Τέτοιου εἴδους «ἐπεμβάσεις» ἐπιτρέπονται. Ἄραγε, οἱ προηγούμενες «ἐπεμβάσεις», πού τίς βλέπω ὡς ἀτομικές πρωτοβουλίες - ὅπως ἀνέφερα – δέν ἐπιτρέπονται;

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:

 Στό ἕκτο ἐρώτημα γιά τήν κατάληξη τῆς «Κυριακῆς Προσευχῆς», πού ἐκφωνεῖται μόνο ἀπό Ἱερεῖς καί Ἀρχιερεῖς δέν πρέπει, νομίζω, νά ἀναζητηθῇ  ἐκεῖνος πού ὥρισε νά μή τήν ἐκφωνοῦν Λαϊκοί, ἀλλά νά ἀναζητηθοῦν τά Λειτουργικά κείμενα, ἰδίως τῶν Θ. Λειτουργιῶν, τά ὁποῖα ἔθεσαν τήν ἐκφώνηση αὐτήν στίς Ἱ. Ἀκολουθίες καί στίς Θ. Λειτουργίες, πού τελοῦν μόνο Κληρικοί. Οἱ λαϊκοί ὅταν ἀναγινώσκουν στό Εὐαγγέλιο τήν περικοπή πού περιέχει τήν Κυριακή Προσευχή, διαβάζουν τά ἐκεῖ γεγραμμένα. Οἱ Ἐκφωνήσεις, ὅμως, εἶναι ἀποκλειστικά γιά τούς Ἱερεῖς καί Ἀρχιερεῖς, διότι αὐτοί τελοῦν τήν Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὅσον ἀφορᾶ στήν προσθήκη τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος ὡς ἐκφώνηση τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς, δέν ἔγινε αὐθαίρετα, ἀλλά πρός ὑπογράμμιση τῆς Ἀληθείας, τήν ὁποία ἀπεπειράθησαν νά νοθεύσουν οἱ αἱρετικοί καί ἡ Ἐκκλησία μας, μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν διετράνωσε καί τήν εἰσήγαγε καί στό Ἱερό Εὐαγγέλιο, δεδομένου ὅτι τήν γνησιότητα τοῦ περιεχομένου τῶν Ἱ. Εὐαγγελίων ἐπεσφράγισε ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ὁποία καί ἀπέρριψε ὅλα τά ψευδεπίγραφα καί νόθα Εὐαγγέλια.

Οἱ Μαθηταί τοῦ Χριστοῦ μας, βεβαίως, ἀλλά καί οἱ Διάδοχοί τους, μέχρι τήν ἐμφάνιση τῶν δεινῶν αἱρετικῶν, ὅταν διάβαζαν στήν Εὐαγγελική αὐτή περικοπή «ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ δύναμη καί ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας, ἀμήν», κατανοοῦσαν ὅτι ἀπευθύνεται καί στά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, στήν «ἐν τρισί Προσώποις ἑνιζομένην», ὅταν ὅμως διεσαλπίσθη ἀπό τούς αἱρετικούς ἡ βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Ἐκκλησία διεσάφησε γραπτῶς πλέον τήν ὁμολογία τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Ὡς πρός τίς “ἐπεμβάσεις” στά Ἱερά κείμενα, πού ἀναφέρεται ὁ π. Νεκτάριος, πρέπει νά διευκρινήσουμε ὅτι δέν πρόκειται γιά νεωτεριστικές ἐπεμβάσεις ἀλλά γιά καθαρά διευκρινιστικές. Στήν Πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου, ἡ προσθήκη «Οἱ Ἅγιοι πάντες...» τίθεται γιά νά φανῇ σέ ποιούς ἀναφέρονται τά συγκεκριμένα μαρτυρικά ἀγωνίσματα, ὅτι δηλαδή, ἀναφέρονται σέ ἁγίους ἀνθρώπους τῆς Παλαιᾶς ἀλλά καί τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ὄχι μόνο στούς Μακκαβαίους, διότι καί ὁ Προφήτης Ἠλίας «περιῆλθε ἐν μηλωτῇ» καί  ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἀσκήτευσε «ἐν σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» καί ὁ Πρωτομάρτυρας Στέφανος «ἐλιθάσθη». Τό ἴδιο παρατηροῦμε στό Κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιο ὅπου, στήν περικοπή, πού ἀποτελεῖ τό Β΄ Ἑωθινό Εὐαγγέλιο καί στή φράση «...Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καί Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσι αὐτόν», ἀντί τοῦ «αὐτόν», ἐτέθη ὁ προσδιορισμός «τόν Ἰησοῦν», δεδομένου ὅτι στίς περικοπές λείπει τό ὁλοκληρωμένο κείμενο, πού προηγεῖται ἤ ἕπεται τῆς περικοπῆς, ὁπότε ὁ προσδιορισμός εἶναι ἀπαραίτητος. Ὡστόσο, πρέπει νά τονισθῇ ὅτι αὐτές, ὅπως καί ἄλλες φραστικές διατυπώσεις δέν εἶναι ἐπεμβατικές προσθῆκες στό Ἱερό καί ἀμετάβλητο κείμενο, ἀλλά ἀναγκαῖες διευκρινήσεις γιά νά μή γίνῃ παρανόηση τοῦ νοήματός του.

Οἱ διευκρινιστικές, λοιπόν, προσθῆκες εἶναι ὄχι μόνο ἐπιτρεπτές, ἀλλά καί ἀπαραίτητες. Κάποιες ἄλλες, ὅμως, τροποποιήσεις ἤ προσθῆκες, πού εἶναι περιττές, κολακευτικές καί ὑπεροπτικές, εἶναι ἀπαράδεκτες, ὅπως ἡ ἀναφερομένη ἀπό τόν π. Νεκτάριον «οἱ Ἀρχιερεῖς σου Κύριε ἐνδύσονται δικαιοσύνην...», ἀντί τοῦ Ἁγιογραφικοῦ «οἱ Ἱερεῖς σου Κύριε ἐνδύσονται δικαιοσύνην...» ἤ καί ἡ προσθήκη στήν Ἀρχιερατική Θ. Λειτουργία «καί τόν τρισάγιον ὕμνον ἀναμέλπομεν» στήν ἐκφώνηση «Ὅτι ἅγιος εἶ ὁ Θεός ἡμῶν καί σύ τήν δόξαν ἀναπέμπομεν...». Πρόκειται γιά προσθῆκες παρακμῆς καί προσπάθειες νά αὐξηθῇ ἡ ἀπόσταση τῶν Ἐπισκόπων ἀπό τούς Πρεσβυτέρους, παρ’ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία βοᾶ διά τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου: «Ὅτι οὐ πολύ τό μέσον αὐτῶν (δηλαδή τῶν Πρεσβυτέρων) καί τῶν ἐπισκόπων. Καί γάρ καί αὐτοί διδασκαλίαν εἰσίν ἀναδεδεγμένοι καί προστασίαν τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἅ περί ἐπισκόπων εἶπεν, ταῦτα καί πρεσβυτέροις ἁρμόττει. Τῇ γάρ χειροτονίᾳ μόνῃ ὑπερβεβήκασι καί τούτῳ μόνο δοκοῦσι πλεονεκτεῖν τούς πρεσβυτέρους».

 

π. Νεκτάριος: ΕΡΩΤΗΜΑ 7ον:

Ἤδη, λίγο προτοῦ ἀναχωρήσω ὁριστικῶς γιά τό Ἅγιον Ὄρος, πρό 35ετίας (Ἰούνιος-Ἰούλιος 1986), εἴχατε προχωρήσει προσωπικῶς στήν, ἀπό τότε μέχρι σήμερα, γνωστή «ἐπέμβαση» τῆς νεκρωσίμου ἱερολογίας: «παρά Χριστοῦ τοῦ ἀθανάτου Βασιλέως καί Θεοῦ ἡμῶν αἰτησώμεθα», ἀντί τῆς γνωστῆς πανταχοῦ παραδεδομένης χρήσεως τῆς δοτικῆς πτώσεως. Ἐρωτῶ: (κατόπιν καί τῶν ἀνωτέρω προτεινομένων ἐπεμβάσεων) Ἡ ἐπέμβασή σας αὐτή βασίζεται μόνο στίς ἐγνωσμένες φιλολογικές σας γνώσεις ἤ βασίζεται καί σέ κάποιου εἴδους κείμενο (παλιές φυλλάδες, χειρόγραφα, ἔντυπα, ἤ καί προφορικές παραδόσεις ἁγίων ἀνδρῶν); Θά ἦταν πολύ ἐνδιαφέρουσα ἡ ἐκ μέρους σας ἀπάντηση.

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:

Στό ἕβδομο καί τελευταῖο ἐρώτημα τοῦ π. Νεκταρίου περί τῆς αἰτήσεως τῆς Νεκρωσίμου Ἀκολουθίας «Ὅπως Κύριος ὁ Θεός, τάξῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ (αὐτῆς) ἔνθα οἱ δίκαιοι ἀναπαύονται, τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ, τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, καὶ ἄφεσιν τῶν αὐτοῦ (αὐτῆς) ἁμαρτιῶν, παρὰ Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν αἰτησώμεθα» καί τήν ἀντικατάσταση τῆς φράσεως «... παρὰ Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ», μέ τήν φράση «παρά Χριστοῦ τοῦ Ἀθανάτου Βασιλέως», πού ἄκουσε ἀπό τό στόμα μου, δέν ἔχω πρός τό παρόν νά προσαγάγω παλαιές Φυλλάδες, χειρόγραφα κ.ἄ., παρά μόνο τήν μαρτυρία τοῦ μακαριστοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας Πατρός, τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, ὁ ὁποῖος, ὡς γνωστόν, λεπτολογοῦσε πάντα τά ἀφορῶντα στήν Ἐκκλησία καί ἀπό ἐκεῖνον ἄκουσα νά ἐκφωνῇ «παρά Χριστοῦ τοῦ ἀθανάτου Βασιλέως».

Σέ σχετική συζήτησή μας (γιατί δέν ἄφηνα ποτέ κάτι πού ἄκουγα ἀπό ἐκεῖνον ἤ ἔβλεπα στίς Τελετουργικές του κινήσεις καί δέν τό γνώριζα νά μήν τόν ρωτήσω),  πῶς ἐνῶ τά ρήματα, τά «αἰτήσεως σημαντικά» συντάσσονται μετά Γενικῆς, στή φράση αὐτή βλέπουμε σύνταξη μετά Δοτικῆς, ἡ ὁποία, μάλιστα,  σημαίνει τήν ἐν τόπῳ στάση, ὅπως λ.χ. «Ὑπουργός παρά τῶ Πρωθυπουργῷ». Μοῦ ἀπήντησε ὅτι τό σωστό εἶναι αὐτό, μέ πτώση Γενική, «παρά Χριστοῦ τοῦ Ἀθανάτου Βασιλέως». Ὡστόσο, εἶχε εὕρει ―νομίζω μοῦ εἶπε στόν Ξενοφῶντα― κάποιο ἐδάφιο, στό ὁποῖο εἶχε τεθεῖ σέ ρῆμα αἰτήσεως σημαντικό, Δοτική πτώση! Εἶχε, βλέπετε, σπάνια γνώση, ὄχι μόνο ὅλων τῶν Κλάδων τῆς Θεολογίας μας, ἀλλά καί τῆς «θύραθεν Παιδείας», ἰδίως τά συγγράμματα τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων, τά ὁποῖα ἐγνώριζε ὅσο λίγοι Φιλόλογοι, πολλά δέ ἀπήγγελε ἀπό στήθους!

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ:

Σᾶς εὐχαριστῶ καί πάλιν γιά τήν ὑπομονή σας καί ἐάν οἱ ἀπαντήσεις δέν εἶναι ἐφικτές, δέν πειράζει. Αὐτό θά τό ἐκλάβω καί ὡς θέλημα Θεοῦ.

Πάντως, δέν νομίζω, ὅτι εἶναι τόσο “βλακώδη” καί “κουφά” τά ἐρωτήματά μου, ὅπως πολλοί τά ἐχαρακτήρισαν. Ἄν κι ἐσεῖς ἔτσι τά κρίνετε, ἄλλος ἕνας λόγος γιά νά σιωπήσω καί νά εἰπῶ «νά’ναι εὐλογημένο»! Ἄλλωστε ὡς Ποιμήν, ἀξιολογώτερα προβλήματα σᾶς ἀπασχολοῦν στίς ἡμέρες μας.

 

Μέ σεβασμό φιλῶ τό χέρι σας!

Μοναχός Νεκτάριος».

  

Ἐμεῖς εὐχαριστοῦμε πολύ τόν ἀγαπητόν μας π. Νεκτάριον Μπουραζερίτην γιά τήν ὡραία ἀφορμή πού μᾶς ἔδωσε μέ τά Λειτουργικά του ἐρωτήματα καί τόν παρακαλοῦμε, ὅπως καί τήν Ἱερά Συνοδεία, στήν ὁποία ἀνήκει, νά ἐξακολουθήσουν νά μᾶς συμπεριλαμβάνουν στίς ἅγιες Εὐχές καί Προσευχές τους.

  

π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης 

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 240-241

Αὔγουστος-Σεπτέμβριος 2022