Ἡ κοιλάδα τῶν ἀνυποψίαστων

Ἡ κοιλάδα τῶν ἀνυποψίαστων

 

Δρέσδη, ἡ πρωτεύουσα τῆς Σαξονίας, ἡ ὁποία βρίσκεται στό ποτάμι Ἔλβα κοντά στά σύνορα μέ τήν Τσεχία, εἶναι διεθνῶς γνωστή ὡς πόλη τῆς τέχνης. Ὀνομαστά μουσεῖα κοσμοῦν τήν πόλη, περίφημα κτηριακά συγκροτήματα, ὅπως τό Τσβίνγκερ, κτισμένο σέ στίλ μπαρόκ, ἕνας συνδυασμός ἀνακτορικῶν κήπων καί κτηρίων σύμφωνα μέ τά πρότυπα τῆς Γαλλίας καί τῆς Ἰταλίας, ὡς χῶρος μεγαλοπρεπῶν ἑορτασμῶν. Ἐπίσης ἡ Ὄπερα τῆς Δρέσδης πού φέρει τό ὄνομα τοῦ ἀρχιτέκτονα Γκότφρηντ Ζέμπερ, ὁ ὁποῖος τή σχεδίασε, τό Βασιλικό Ἀνάκτορο καί πολλά ἄλλα. Ὁ ἐπισκέπτης τῆς πόλης συναντάει πασίγνωστες Ἐκκλησίες, ὅπως τή Λουθηριανή Ἐκκλησία Φράουενκιρχε καί τόν Ρωμαιοκαθολικό Ναό τῆς Βασιλικῆς Αὐλῆς τῆς Σαξονίας. Ὄντως ὑποβάλλεται ἀπό τό μεγαλεῖο τῆς ἐξουσίας τῶν Σαξονικῶν πριγκίπων ἐκλεκτόρων (ἀπό τόν 16ο αἰῶνα) καί τῶν Σαξονικῶν βασιλέων (1806-1918).

Ἡ Σαξονία ἀποτέλεσε τό λίκνο τῆς Μεταρρύθμισης. Ὁ Μαρτῖνος Λούθηρος μπόρεσε νά πραγματοποιήσει τά ἐκκλησιαστικά του σχέδια μόνο μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ πρίγκιπα ἐκλέκτορα τῆς Σαξονίας Φρειδερίκου Γ΄, τοῦ Σοφοῦ (1463-1525), ὁ ὁποῖος τοῦ παρεῖχε τήν προσωπική του προστασία. Παρά τήν Λουθηριανή-Προτεσταντική αὐτή παράδοση οἱ διάδοχοι τῶν Σαξόνων πριγκίπων ἐκλεκτόρων, ἀπό τόν Φρειδερίκο Αὔγουστο Α΄ τόν Δυνατό (1670-1733), προσχώρησαν στόν Ρωμαιοκαθολικισμό. Αὐτή ἡ κίνηση, πού ἔγινε τό ἔτος 1697, ἐξασφάλισε στόν Αὔγουστο τήν ἐκλογή σέ βασιλέα τῆς Πολωνίας, πού θεωρήθηκε μιά σημαντική αὔξηση τῆς ἐξουσίας του. Ἡ σύζυγός του Christiane Eberhardine –μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε τό 1696 ἕναν υἱό, τόν διάδοχο Φρειδερίκο Αὔγουστο Β΄– πικράθηκε ἰδιαίτερα ἀπό τό βῆμα αὐτό ὅπως καί ἀργότερα ἀπό τήν ἀλλαξοπιστία τοῦ υἱοῦ της, πού βαπτίστηκε μέν λουθηριανός ἀλλά στήν ἡλικία τῶν 16 ἐτῶν ἔγινε σύμφωνα μέ τά σχέδια τοῦ πατέρα του ἐπίσης Ρωμαιοκαθολικός, προκειμένου νά τόν διαδεχθεῖ ὡς βασιλέας τῆς Πολωνίας μέ τό ὄνομα Αὔγουστος Γ΄ (1733-1763). Ἀποσύρθηκε στό ἀνάκτορο τοῦ Pretzsch, ὅπου ἀπέκτησε τή φήμη τῆς προστάτιδας τῆς Λουθηρανῆς Ἐκκλησίας τῆς Σαξονίας. Μάλιστα ὁ λαός τήν ἀποκάλεσε «στήλη προσευχῆς τῆς Σαξονίας», μιά προσωνυμία ἡ ὁποία στή συνείδηση τῶν Προτεσταντῶν τῆς Σαξονίας τήν περιέβαλε μέ τιμή, ἐνῶ ἀντίθετα γιά τούς Ρωμαιοκαθολικούς ἀπετέλεσε κοροϊδευτικό παρατσούκλι.

Χαρακτηριστική ἔκφραση τοῦ χάσματος ἀνάμεσα στούς Ρωμαιοκαθολικούς πλέον Πρίγκιπες Ἐκλέκτορες καί μετέπειτα Βασιλεῖς τῆς Σαξονίας καί τό λαό πού παρέμεινε πιστός στή Λουθηριανή Μεταρρύθμιση εἶναι δύο ἐπιβλητικοί ναοί, κτισμένοι περίπου τήν ἴδια περίοδο. Ὁ πρῶτος ἐκ τῶν δύο,  ἡ Φράουενκιρχε (1726 ἕως 1743), ὁ Λουθηριανός μεγαλοπρεπής Ναός, ἀποτελεῖ μαζί μέ τό Τσβίνγκερ τό σῆμα κατατεθέν τῆς πόλεως. Ἀσυνήθιστη βέβαια γιά τόν Λουθηρανισμό εἶναι ἡ ἀφιέρωση ἑνός Ναοῦ στό Γενέθλιο τῆς Παναγίας. Αὐτό ὅμως ἐξηγεῖται ἀπό δύο προηγούμενους Ναούς στή θέση αὐτή ἀφιερωμένους στήν Παναγία. Ὁ νέος Ναός ἀπετέλεσε τρόπον τινά τή λουθηριανή ὁμολογία πίστεως τῶν πολιτῶν μετά τήν μεταστροφή τοῦ βασιλέα τό 1697 στόν Ρωμαιοκαθολικισμό. Τοποθετήθηκε ὡς ἔργο τοῦ λαοῦ τῆς Δρέσδης στή Νέα Ἀγορά καί ὁ πέτρινος τροῦλος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος φθάνει στό ὕψος τῶν 91,23 μέτρων, ἀποτελεῖ ἕναν ἀπό τούς μεγαλύτερους βόρεια τῶν Ἄλπεων. Ὁ βασιλέας Αὔγουστος παρά τήν, ὅπως εἴδαμε, προσχώρησή του στόν Ρωμαιοκαθολικισμό, ὄχι μόνο δέν ἐμπόδισε τήν ἀνέγερσή του, ἀλλά μάλιστα συνέβαλε καί στήν χρηματοδότησή του, φανερώνοντας ἔτσι ἔναντι τοῦ λαοῦ τό σεβασμό τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων τῶν ὑπηκόων του. Γι’ αὐτό καί ὁ ἴδιος δέν προέβη σέ ἀνέγερση ἀντιστοίχου μεγαλειώδους ρωμαιοκαθολικοῦ ναοῦ. Τήν πραγματοποίησε ὁ υἱός καί διάδοχός του, ὁ Φρειδερίκος Αὔγουστος Β΄, γιά νά ὑπογραμμίσει τή συγκέντρωση τῆς ἐξουσίας στόν ρωμαιοκαθολικό πλέον βασιλικό οἶκο τῆς Σαξονίας. Ἀνέθεσε στόν Ἰταλό ἀρχιτέκτονα Gaetano Chiaveri, ὁ ὁποῖος καί στή Βαρσοβία ἐργαζόταν γιά λογαριασμό του, τό σχεδιασμό καί τήν ἐκτέλεση τοῦ ἔργου. Ἔτσι ἀρχικά κρυφά, λόγῳ τῶν προτεσταντικῶν πεποιθήσεων τοῦ λαοῦ, διαμορφώθηκε στά ἔτη 1739 ἕως 1755 ὁ λαμπρός Ναός τῆς Βασιλικῆς Αὐλῆς, τοποθετημένος δίπλα στό Βασιλικό Ἀνάκτορο καί ἑνωμένος μέ μιά γέφυρα μαζί του.

Τίς πιό μελανές ἡμέρες της ἔζησε ἡ Δρέσδη στό τέλος τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ὅταν στίς 13 ἕως 15 Φεβρουαρίου τοῦ 1945 καταστράφηκε περίπου τό 60% τῆς πόλεως ἀπό βρετανικά καί ἀμερικανικά βομβαρδιστικά, πού ἐκτέλεσαν τέσσερεις νυκτερινές ἐπιθέσεις. Μιά ἔκταση 15 τετρ. χλμ. μέ ἐπίκεντρο τήν παλαιά πόλη καταστράφηκε πλήρως. Ἐνῶ ὅλα τά ἱστορικά κτήρια ἔπεσαν θύματα τοῦ βομβαρδισμοῦ, πάνω ἀπ’ ὅλα ὅμως ἡ Φράουενκιρχε, τῆς ὁποίας ὁ τροῦλος ἔγινε συντρίμμια τίς πρωϊνές ὧρες τῆς 15ης Φεβρουαρίου, ὁ Ρωσικός Ὀρθόδοξος Ναός τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Θαυμαστοῦ Ὄρους, κτισμένος τό 1872 ἕως τό 1874, παρέμεινε χωρίς οὐσιαστικές ζημιές, ὡς τό μοναδικό κτήριο σέ μεγάλη ἀκτῖνα.

Ἡ καταστροφή τῆς Δρέσδης ἐξελίχθηκε σέ ἕνα ἀπό τά μεγάλα θέματα τῆς ναζιστικῆς προπαγάνδας, ἡ ὁποία ἀφ’ ἑνός ἤθελε νά ἐξεγείρει τά οὐδέτερα Μέσα καί τίς οὐδέτερες χῶρες ἐναντίον τῶν Συμμάχων καί ἀφ’ ἑτέρου ἤθελε νά πείσει τούς Γερμανούς γιά ἀντίσταση μέχρι καί τοῦ τελευταίου πολίτη. Τό βασικό της σύνθημα ἦταν, ὅτι ἡ Δρέσδη μέ τούς κατοίκους της, ἡ πόλη τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς τέχνης, ἔγινε στόχος τοῦ βαρβαρισμοῦ τῶν Συμμάχων, οἱ ὁποῖοι χωρίς δισταγμούς προχωροῦσαν στήν ἐκτέλεση τοῦ ψυχροῦ τους δολοφονικοῦ καί ἐξολοθρευτικού σχεδίου γιά τή Γερμανία. Ἡ ἐπίθεση ἐναντίον τῆς πόλης τῆς τέχνης, κατά τούς Ναζί, δέν εἶχε κανένα στρατιωτικό ὄφελος καί στοίχησε τεράστιο ἀριθμό ἀθώων θυμάτων. Τό πρῶτο μέρος τοῦ ἰσχυρισμοῦ ἦταν ἐν μέρει λανθασμένο, ἐπειδή τελικά ἐπλήγη περίπου τό 23 % τῆς βιομηχανίας. Τό δέ δεύτερο μέρος τοῦ ἰσχυρισμοῦ, πού εἶχε στόχο νά ἀνεβάσει τά θύματα πολύ πάνω ἀπό 100.000, ἦταν μέν ἀποτελεσματικό, ὅμως ἐντελῶς ἐκτός πραγματικότητας. Ἐνῶ ὑπῆρχαν στοιχεῖα γιά περίπου 20.000 θύματα προστέθηκε ἕνα μηδενικό. Καί ἔτσι ἐπικράτησε ἀκόμα καί στή ἀναφορά τοῦ Διεθνοῦς Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, ὁ ἐξωπραγματικός ἀριθμός τῶν 275.000 θυμάτων. Σέ ἄλλες ἀναφορές γίνεται λόγος μέχρι καί περίπου 500.000. Σημερινές ἔρευνες ἀπό ἀνεξάρτητη ἐπιτροπή (δημοσίευση τό 2010) ἔχουν ἀποδείξει μέ ποικίλα στοιχεῖα, ὅτι ὁ ἀριθμός τῶν θυμάτων πρέπει νά κυμαίνεται περίπου στίς 22.700 μέχρι τό ἀνώτερο στίς 25.000. Ἀσφαλῶς καί πάλι εἶναι θλιβερός ὁ ἀριθμός αὐτός. Ὡστόσο οἱ βομβαρδισμοί τῶν Γερμανικῶν πόλεων, ἰδίως στό τέλος τοῦ πολέμου, πού στοίχισαν συνολικά περίπου μισό ἑκατομμύριο θύματα, δέν πρέπει νά θεωροῦνται ὡς ἕνα αὐτοτελές μέγεθος. Πρέπει νά ἀξιολογοῦνται  μέ βάση τίς προηγούμενες ἐπιθέσεις τῆς Γερμανικῆς στρατιωτικῆς μηχανῆς σέ παραπάνω ἀπό 12 Εὐρωπαϊκά κράτη. Χαρακτηριστικά εἶναι τά λόγια τοῦ Χίτλερ στίς 4 Σεπτεμβρίου τοῦ 1940 στό Sportpalast τοῦ Βερολίνου: «Ὅταν ἡ Βρετανική ἀεροπορία ρίχνει 2000 ἤ 3000 ἤ 4000 κιλά βομβῶν, ἐμεῖς ρίχνουμε σέ μιά νύχτα τώρα 150.000, 180.000, 230.000, 300.000, 400.000, ἕνα ἑκατομμύριο κιλά. Ὅταν αὐτοί δηλώνουν ὅτι θά ἐπιτεθοῦν σέ μεγάλο βαθμό στίς δικές μας πόλεις – ἐμεῖς  θά ἐξαφανίσουμε τίς πόλεις τους!»

Ἡ πλειοψηφία τῶν ἱστορικῶν κτηρίων τῆς Δρέσδης ἀποκαταστάθηκε ἤδη μέχρι τήν πτώση τοῦ τείχους τό 1989. Στά χρόνια τῆς Ἀνατολικῆς Γερμανίας, ἡ κατεστραμμένη Φράουενκιρχε παρέμεινε ὡς μνημεῖο μνήμης τῶν ἀεροπορικῶν ἐπιθέσεων τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ 1945. Τό 1990 ἄρχισε ἡ ἀποκατάστασή της μέ μιά διεθνῆ πρωτοβουλία δωρεῶν ὡς φανερό σημεῖο συμφιλίωσης τῶν λαῶν. Παραδόθηκε πάλι στή λατρεία τό 2005. Στή Δρέσδη, ἰδίως μετά τήν ἐπανένωση τῶν δύο Γερμανιῶν, ἐπιτεύχθηκε σέ μεγάλο βαθμό ἡ ἀποκατάσταση κτηρίων.

Ἡ Δρέσδη μέ τίς περιοχές τριγύρω της ἔλαβε τήν ἐποχή τῆς Ἀνατολικῆς Γερμανίας τό σαρκαστικό ὄνομα «ἡ κοιλάδα τῶν ἀνυποψίαστων». Ἡ προσωνυμία αὐτή ὀφειλόταν στό γεγονός, ὅτι στήν εὐρύτερη αὐτή περιοχή, ὅπως καί σέ κάποια περιοχή τῆς βορειοανατολικῆς DDR, μόνο μέ ἰδιαίτερες τεχνικές κατασκευές ἦταν δυνατό νά παρακολουθεῖ κανείς δυτική τηλεόραση καί ραδιόφωνο. Γι’ αὐτό ἐπικράτησε ἡ πεποίθηση στό λαό τῆς Ἀνατολικῆς Γερμανίας, ὅτι οἱ κάτοικοι αὐτῶν τῶν περιοχῶν, πού ἦταν περίπου τό 15% τῶν πολιτῶν τῆς DDR, εἶχαν οὐσιαστική ἔλλειψη ἐνημέρωσης. Μιά ἄλλη παρόμοια ἔκφραση ἦταν ἡ συντομογραφία ARD (Arbeitsgemeinschaft der offentlich-rechtlichen Rundfunkanstalten der Bundesrepublik Deutschland), δηλ. Ἑνότητα ἐργασίας τῶν Ἱδρυμάτων Ραδιοφωνίας δημοσίου δικαίου στήν Ὁμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας. Τά ἀρχικά στήν περίπτωση αὐτή δήλωναν σατιρικά τό «Auβer Region Dresden», δηλ. «Ἐκτός περιοχῆς Δρέσδης». Αὐτό ὅμως, πού ὄντως μέ τήν πρώτη ματιά φαίνεται νά ἴσχυε, δηλ. ἡ λόγῳ τῆς ἐπιβολῆς τοῦ κρατικοῦ ἐλέγχου περιορισμένη πληροφόρηση τῶν πολιτῶν τῶν περιοχῶν αὐτῶν, τελικά ἀποδείχθηκε θετική γιά τόν αὐτοπροσδιορισμό αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων. Σέ ἔρευνα πού διεξήχθη τό 2009 διαπιστώθηκε, ὅτι οἱ κάτοικοι τῶν περιοχῶν αὐτῶν, παρ’ ὅτι δέν διέθεταν τήν ἐνημέρωση τῶν λεγομένων δημοκρατικῶν μέσων ἐνημέρωσης τῆς Δύσεως, ἦταν οἱ λιγότερο εὐχαριστημένοι μέ τό πολιτικό σύστημα. Αὐτό φανερώνουν τόσο ὁ αὐξημένος, συγκριτικά μέ τήν ὑπόλοιπη Ἀνατολική Γερμανία, ἀριθμός αἰτήσεων ἐξόδου ἀπό τήν χώρα, ὅσο καί ἡ ἀντίδραση ἐναντίον τοῦ καθεστῶτος, πού ἐμφανίστηκε ἰδίως ἀπό τήν δεκαετία τοῦ 80. Μέ ἀφορμή τήν αὐξημένη στρατιωτική πόλωση ἀνάμεσα στό δυτικό καί ἀνατολικό μπλόκ, δημιουργήθηκαν Ἐκκλησιαστικές ὁμάδες πού ἔθεταν ὡς στόχο τήν εἰρήνευση τῶν ἀνθρώπων. Αὐτές ἐκδηλώθηκαν ἰδίως στήν κατεστραμμένη Φράουενκιρχε κατά τίς ἡμέρες μνήμης τῶν βομβαρδισμῶν τῶν Συμμάχων καί ἐξελίχθηκαν τελικά στίς μαζικές συγκεντρώσεις ἐναντίον τοῦ καθεστῶτος τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1989. Ἀρχικά, τίς πρῶτες μέρες τοῦ Ὀκτωβρίου στόν κεντρικό σταθμό τῆς Δρέσδης, διαλύθηκαν βίαια ἀπό τίς δυνάμεις ἀσφαλείας, ἔγιναν ὅμως στή συνέχεια στή Δρέσδη, στή Λειψία καί σέ ἄλλες πόλεις τόσο πολυπληθεῖς, ὥστε τελικά νά ὁδηγήσουν στίς 3 Νοεμβρίου τοῦ 1989 στήν πτώση τοῦ τείχους. Συμπερασματικά ὡς πρός τά δυτικογερμανικά Μέσα Ἐνημέρωσης καταγράφηκε στήν παραπάνω ἔρευνα, ὅτι λειτούργησαν – ἰδίως μέ τό ποιοτικά πολύ ἀνώτερο περιεχόμενο τῶν ἐκπομπῶν χαλάρωσης σέ σύγκριση μέ τίς ἀντίστοιχες τῆς τηλεόρασης τῆς Ἀνατολικῆς Γερμανίας – τόσο κατασταλτικά καί ἀποκοιμιστικά, ὥστε νά ἀποδειχθοῦν ἐν τέλει ὡς ὁ καλύτερος σύμμαχος τοῦ σοσιαλιστικοῦ καθεστῶτος τῆς Ἀνατολικῆς Γερμανίας. Καί ἀναρωτιέται κανείς: Ἦταν, ἄραγε, τυχαία αὐτή ἡ ἐπίδραση τῶν δυτικῶν Μέσων Ἐνημέρωσης; Ἰδίως μέ τήν ἐμπειρία τῶν τελευταίων ἐτῶν, μέ τήν ἐμπειρία τοῦ τεραστίων διαστάσεων ἐγχειρήματος τῆς λεγομένης πανδημίας καί τῆς στρατηγικῆς ἐμβολιασμοῦ τοῦ παγκοσμίου πληθυσμοῦ δέν ἀποδεικνύεται ἀκριβῶς τό ἴδιο; Ὁ «καλά πληροφορημένος» ἀπό τά Μέσα αὐτά δέν ὁδηγεῖται τελικά στό νά γίνει ὑποχείριο τῶν παγκοσμίων ἐλίτ πού κατευθύνουν τήν ροή τῶν πραγμάτων καί γεγονότων;

 

Λέων Μπράνγκ

Δρ. Θεολογίας

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 242

Ὀκτώβριος 2022