«Δέν ἔχασες τίποτ’ ἄλλο, παρά τίς αὐταπάτες σου!»

«Δέν ἔχασες τίποτ’ ἄλλο, παρά τίς αὐταπάτες σου!»

 

Πρόσφατα μέ τήν καθοδήγηση τῆς δασκάλας μας, τῆς πρεσβυτέρας Νινέττας Βολουδάκη, μελετήσαμε τό βιβλίο «Τό Ἄλογο καί τό Ἀγόρι του». Εἶναι τό τρίτο μέρος τῆς σειρᾶς μέ τίτλο «Τό Χρονικό τῆς Νάρνια».  Ἡ Νάρνια εἶναι ἕνας φανταστικός κόσμος πού δημιούργησε ὁ συγγραφέας C. S. Lewis1 , πού περιέχει, ὅμως, βαθειά καί πραγματικά νοήματα. Στίς γραμμές πού ἀκολουθοῦν θά ποῦμε λίγα λόγια γιά τήν ἱστορία τοῦ βιβλίου καί στή συνέχεια θά παραθέσουμε ἕνα μικρό ἀπόσπασμα, πού μᾶς ἔκανε ἐντύπωση.

 Ὁ Μπρή, ἕνα περήφανο πολεμικό ἄλογο μέ μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, ἡ Χουίν, μιά πολύ λογική καί διακριτική φοραδίτσα καί δύο παιδιά, ἡ θερμόαιμη Ἄραβις μέ τήν εὐγενική καταγωγή καί ὁ Σάστα, πού εἶναι ἀναγκασμένος νά ὑπηρετεῖ ἕναν πολύ δύστροπο ψαρά, βρίσκουν κάτι πού τούς ἑνώνει: Ἐπιθυμοῦν καί οἱ τέσσερις νά ταξιδέψουν ὡς τήν Νάρνια, τήν χώρα, ὅπου ἄνθρωποι καί ζῶα εἶναι ὄντως ἐλεύθεροι.

Στή διαδρομή συναντοῦν πολλές δυσκολίες. Σέ μιά ἀπό αὐτές θά κυνηγηθοῦν ἀπό ἕνα λιοντάρι. Ὁ Μπρή, τό πολύπειρο στίς μάχες ἄλογο, δειλιάζει, καί τό μόνο πού σκέφτεται εἶναι πῶς θά σώσει τόν ἑαυτό του. Ἀντίθετα, ὁ ὑποτιμημένος τῆς συντροφιᾶς, Σάστα, γυρίζει πρός τά πίσω γιά νά ὑπερασπιστεῖ τήν Ἄραβις καί τήν Χουίν ἀπό τό λιοντάρι πού τίς πλησιάζει. Πέρα ἀπό κάθε προσδοκία τό λιοντάρι τρέπεται σέ φυγή. Ἡ παρέα τότε βρίσκει καταφύγιο στήν καλύβα ἑνός σοφοῦ Ἐρημίτη καί ὁ Σάστα ἀναχωρεῖ μόνος γιά μιά εἰδική ἀποστολή. Τότε ἀκολουθεῖ μιά σκηνή2,  στήν ὁποία ξεδιπλώνεται ὅλη ἡ πληγωμένη περηφάνια τοῦ Μπρή.  Ἔτσι, ἐπειδή ἡ ὅλη ἱστορία ἔχει τήν μορφή καί τήν χάρη ἑνός παραμυθιοῦ, ἐπιλέξαμε τό παρακάτω ἀπόσπασμα πού ἴσως μᾶς βοηθήσει νά γνωρίσουμε λίγο πιό ἀνώδυνα τήν δική μας περηφάνια καί ἀλαζονεία, πού πολύ συχνά ἐκδηλώνεται καί δημιουργεῖ πολλά προβλήματα σέ μᾶς καί τούς γύρω μας:

― «Καλημέρα», εἶπε ἡ Ἄραβις, «πῶς εἶσαι ἀπό χτές;». Ὁ Μπρή μουρμούρισε κάτι ἀκατάληπτο. «Ὁ ἐρημίτης λέει πώς ὁ Σάστα θά ἔφτασε ἐγκαίρως στόν Βασιλιᾶ Λούν», συνέχισε ἡ Ἄραβις, «φαίνεται πώς τέλειωσαν τά βάσανά μας. Ἄχ, Μπρή, σέ λίγο θά εἴμαστε στή Νάρνια».

― «Δέ θά τή δῶ ποτέ τή Νάρνια» εἶπε σιγανά ὁ Μπρή.

― «Καλέ μου Μπρή, τί ἔχεις; Ἄρρωστος εἶσαι;» ρώτησε ἡ Ἄραβις. Ὁ Μπρή γύρισε καί τήν κοίταξε θλιμμένα μ’ ἐκείνη τήν ἀπέραντη θλίψη τῶν ἀλόγων.

― «Θά γυρίσω στήν Καλορμίνα» εἶπε.

― «Τί;» ἔκανε ἡ Ἄραβις, «στή σκλαβιά;».

― «Ναί» εἶπε ὁ Μπρή, «μόνο ἡ σκλαβιά μοῦ πρέπει. Μέ τί μοῦτρα ν’ ἀντικρίσω τά ἐλεύθερα Ἄλογα τῆς Νάρνια-ἐγώ, πού ἄφησα μιά φοράδα καί δύο παιδιά στό ἔλεος τῶν λιονταριῶν, κι ἔτρεξα σάν τρελός νά γλιτώσω τό ἄθλιο τομάρι μου;».

― «Μά ὅλοι τρέχαμε σάν τρελοί» εἶπε ἡ Χουίν.

― «Ἐκτός ἀπό τόν Σάστα» ρουθούνισε ὁ Μπρή, «μόνο αὐτός ἔτρεχε στή σωστή κατεύθυνση: γύριζε πίσω. Πάει ντροπιάστηκα. Κι ἐγώ πού ἔλεγα πώς εἶμαι πολεμικό φαρί καί εἶχα νά καυχιέμαι γιά ἑκατοντάδες μάχες… Καί νά μοῦ βάλει τά γυαλιά ἕνα ἀνθρωπάκι, ἕνα μικρό παιδί, πουλάρι ἀκόμα, πού δέν ἔπιασε σπαθί στή ζωή του, πού δέν τό ἀνάθρεψε κανείς σωστά μήτε τοῦ ἔδωσε τό καλό παράδειγμα!».

― «Τό ξέρω» εἶπε ἡ Ἄραβις, «κι ἐγώ ἔτσι ἔνιωσα. Ὁ Σάστα ταν ὑπέροχος· ἀλλά μή νομίζεις πώς ἔχω τή συνείδησή μου καθαρή. Τοῦ φέρθηκα ἀκατάδεκτα, δέν τοῦ ἔδωσα ποτέ σημασία ἀπό τή μέρα πού βρεθήκαμε, κι αὐτός ἀποδείχτηκε καλύτερος ἀπό ὅλους μας. Πάντως, νομίζω πώς θά εἶναι πιό φρόνιμο νά μείνουμε καί νά τοῦ ζητήσουμε συγγνώμη, παρά νά γυρίσουμε στήν Καλορμίνα».

― «Ἐσύ δέν ἔχεις πρόβλημα» εἶπε ὁ Μπρή. «Δέν ντροπιάστηκες. Ὅμως ἐγώ τά ἔχασα ὅλα»!

― «Καλό μου ἄλογο» εἶπε ὁ Ἐρημίτης, πού εἶχε πλησιάσει χωρίς νά τόν πάρουν εἴδηση, γιατί τά γυμνά του πόδια δέν ἀκούγονταν πάνω στό ἁπαλό, νοτισμένο χορτάρι. «Καλό μου ἄλογο, δέν ἔχασες τίποτα, παρά μόνο τίς αὐταπάτες σου!  Ἄ, ὄχι, ὄχι, κι ἔτσι ξάδερφε! Μήν τραβᾶς πίσω τ’ αὐτιά σου καί μήν μοῦ τινάζεις τήν χαίτη σου. Ἄν ἔχεις ταπεινωθεῖ ὅσο ἔλεγες τώρα δά, θά πρέπει νά ἔχεις μάθει  νά ἀκοῦς τή φωνή τῆς λογικῆς. Δέν εἶσαι τό μεγάλο καί τρανό ἄλογο πού νόμιζες, ζῶντας τόσα χρόνια ἀνάμεσα στά φτωχά, βουβά ἄλογα.Καί βέβαια ἤσουν πιό γενναῖος καί πιό ἔξυπνος ἀπό κεῖνα. Δέν γινόταν καί ἀλλιῶς. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι στή Νάρνια θά  εἶσαι κάτι ἐξαιρετικό. Ὅσο, ὅμως, συνειδητοποιεῖς ὅτι δέν εἶσαι κάτι σπουδαῖο, θά γίνεις ἕνα πολύ ἐντάξει ἄλογο»!

 Εἶναι ἐντυπωσιακό πόσο τά νοήματα τῆς ἱστορίας πού ἔγραψε ὁ Lewis ἀποτυπώνουν τήν πραγματικότητα τῆς περηφάνιας πολλῶν ἀπό ἐμᾶς. Πόσες φορές δέν προτιμοῦμε τήν σκλαβιά τῆς ἀπογοήτευσής μας ἀπό τήν ἐλευθερία; Ἀντί μιά πράξη μας, γιά τήν ὁποία ντρεπόμαστε, νά γίνει ἀφορμή γιά νά καλυτερεύσουμε τήν σχέση μας μέ τούς ἄλλους, ἐμεῖς σκληραίνουμε. Ἀντί νά χαιρόμαστε ὅταν βλέπουμε κάποιον πού εἶναι καλύτερός μας, ἐμεῖς νιώθουμε ντροπιασμένοι κοντά του. Αὐτό τό κόμπλεξ κατωτερότητας ὅμως εἶναι ἀλαζονεία. Θέλουμε νά μᾶς θεωροῦν ὅλοι κάτι σπουδαῖο. Ὅμως κατά ἕνα παράξενο τρόπο, ὅσο πιό πολύ κανείς προσπαθεῖ αὐτό τό πρᾶγμα, τόσο πιό πολύ ἐκτίθεται ἡ ἀφροσύνη του μπροστά σε ὅλους. «Δέν εἶσαι τό μεγάλο καί τρανό ἄλογο πού νόμιζες» εἶπε ὁ σοφός Ἐρημίτης στόν Μπρή, «Ὅσο, ὅμως, συνειδητοποιεῖς ὅτι δέν εἶσαι κάτι σπουδαῖο, θά γίνεις ἕνα πολύ ἐντάξει ἄλογο».

 Ἡ πολύ ὡραία ἱστορία τοῦ Lewis μεταφέρει μέ τόσο ἁπλό τρόπο αὐτά πού ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει ἐπί τόσες χιλιάδες χρόνια. Πόσα προβλήματα δέν θά μᾶς λύνονταν ἄν εἴμαστε λίγο καλύτεροι μαθητές! Τά ἴδια νοήματα μᾶς μετέφερε καί ὁ π. Βασίλειος Βολουδάκης σέ μιά πρόσφατη ὁμιλία  του3:

«Τελικά μόνοι μας πνιγόμαστε. Ὁ Θεός μας εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς συγχωρήσῃ ἄπειρες φορές. Ὁ Γέροντάς μας, ὁ π. Σίμων, μᾶς ἔλεγε: “ Ὁ Θεός λέει ὁσάκις πέσῃς ἔγειρε  καί σωθήσῃ” […] “ Ὁσάκις πέσῃς”. Καί, συμπλήρωνε ὁ Γέροντάς μας: “Δέν ρωτάει γιατί ἔπεσες, σοῦ λέει σήκω”! Δέν θά κάτσῃς νά κλαῖς γιατί ἔπεσες, θά φιλοσοφήσῃς πάνω σέ αὐτό γιά νά μήν ξαναπέσῃς, θά προσέξῃς γιά νά μήν ξαναπέσῃς, ἀλλά σήκω κι ἄσε τά κλαψουρίσματα!  Ἔπεσες, ναί, εἶσαι σκάρτος, ἔπεσες! Σήκω, ὅμως, μήν κάθεσαι κάτω. “ Ὁσάκις πέσῃς, ἔγειρε”! Καί ὁ Θεός, ὅπου μᾶς βρεῖ, ἐκεῖ θά μᾶς κρίνῃ, “ὅπου εὑρῶ σε, ἐκεῖ καί κρινῶ σε”»!

 

Γεράσιμος Βουρνᾶς

Θεολόγος

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 242

Ὀκτώβριος 2022

 

Ὑποσηµειώσεις:

  1. Νινέττα Βολουδάκη, Ἡ Γιορτή τῶν Χριστουγέννων, «Ἐνοριακή Εὐλογία», Δεκέµβριος 2020, τεῦχος 220, σ. 512
  2. C. S. Lewis, Τό Ἄλογο καί τό Ἀγόρι του, ἐκδόσεις Κέδρος, Ἀθήνα 2008, σελ. 144-145.
  3. Ἀπόσπασµα ἀπό τήν ὁµιλία τοῦ π. Βασιλείου Βολουδάκη τήν Κυριακή 28/8/2022 µέ τίτλο: «Τόσο ἁπλᾶ θά πᾶµε στήν Κόλαση ἤ στόν Παράδεισο!», στό https://youtu.be/vxoyl1XpDRY.