«Ἅγια μέρα ξημερώνει...»

«Ἅγια μέρα ξημερώνει...»

 

Μὲ ὑψωμένο τὸ φρόνημα, τὴν αἰσιοδοξία νὰ κυματίζει ὡσὰν τὴ σημαία, ποὺ ξεδιπλώνεται μὲ συγκίνηση αὐτὲς τὶς μέρες, ἀλλὰ  καὶ μὲ τὶς μνῆμες τοῦ χθὲς νὰ σφραγίζουν τὴν ψυχή μας, στέκει ὁ Νεοέλληνας καὶ ἀφουγκράζεται τὸ Εἰσοδικὸ τῆς ἄλλης Ἐπετείου: ἐκείνης τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1940, ποὺ ἡ «γλυκειὰ Παναγιά», κατὰ τὸ περικαλλὲς καὶ φωτεινὸ λαϊκὸ ἆσμα, στάθηκε καὶ πάλι ἀρωγὸς, συνεργάτης καὶ παραμυθία ἐπίμονη σιμὰ σ᾿ ἐκείνους ποὺ τόλμησαν γιά ἄλλη μιὰ φορὰ νὰ περιφρουρήσουν τὶς Θερμοπύλες τοῦ Γένους, ἀλλὰ καὶ νὰ τιμήσουν τὸν ἐμβιωμένο λόγο τῶν πατέρων τους: «Τοῦ Ἕλληνος ὁ τράχηλος ζυγὸν δὲν ὑποφέρει». 

Εἴμαστε ἀπό φῶς πλασμένοι, λέει ὁ ποιητής. Καὶ συνεχίζει ὁ Χριστὸς νὰ τονίζει «ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει· ἕως τὸ φῶς ἔχετε πιστεύετε εἰς τὸ φῶς, ἵνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε» ( Ἰω. 12, 35-36). Αὐτό, τὸ φῶς τῆς Ἐλευθερίας καὶ τῆς ὁμορφιᾶς ποὺ μὲ θυσίες διεκράτησε τοῦτος ὁ τόπος, εἶναι ποὺ ἀνοίγει δρόμους στὸ στοχασμό, στὴν καλωσύνη, στὸ μεράκι τοῦ Ἕλληνα, ὥστε νὰ δημιουργεῖ Παρθενῶνες, ἀλλὰ καὶ λευκὰ ἐκκλησάκια, ποὺ κυμματίζουν μέσα στὸ θερινὸ μεσημέρι, σὰν τὰ μαντήλια,  καὶ  χαιρετοῦν τὸν κάθε ἐπισκέπτη, τὸν κάθε πιστό. Γιατὶ μονάχα ἐλεύθερες καὶ ταπεινὲς ψυχὲς εἶναι δυνατὸ νὰ δημιουργήσουν ἔργα ποὺ ἀνυψώνουν τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, στολίζουν τὰ ὅποια κενὰ ὑπάρχουν γύρω μας, φανερώνουν τὴν εὐλογία ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, διὰ στόματος τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν μᾶς ἔδωσε ὡς σερμαγιά, ὡς κληρονομιά, ὡς  περιούσιο ἀγαθὸ τιμῶντας μας ἔτσι «Ὑμεῖς γὰρ ἐπ᾿ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί· μόνον μὴ τὴν ἐλευθερίαν  εἰς ἀφορμὴν τῇ σαρκί, ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις» (Γαλ. 5, 13-14). Αὐτὲς τὶς θεοφύλακτες ρήσεις κράτησαν στὴν ψυχή τους οἱ πρόγονοί μας καὶ πάσχισαν, μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς μεσότητας ὡς κανονισμὸ βίου, νὰ φυλάξουν αὐτὰ τὰ ἡλιοφώτιστα καί εὐλογημένα χώματα, μέσα στὰ ὁποῖα ἀναπαύονται τὰ «κόκκαλα τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά». Δίχως τὶς ἀκρότητες τῆς ἀσυδοσίας καὶ τῆς τυραννίας πορεύτηκαν. Ὅπως οἱ προστάτες  Ἅγιοί τους.

Πῶς,  λοιπόν, νὰ μὴν εἶναι «ἅγια» ἡ μέρα ποὺ ξημερώνει;

 

Σκόπελος                                       π. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός

                                                 «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»  Ἀρ. Τεύχους 243

                                                                   Νοέμβριος 2022