«Εἰ τά ὁρώµενα οὕτω καλά, ποταπά τά ἀόρατα»;

«Εἰ τά ὁρώµενα οὕτω καλά,
 ποταπά τά ἀόρατα»;

 

Μιά κεντρική ἰδέα τῆς σύγχρονης ἐποχῆς µας εἶναι ὅτι µέ τήν πρόοδο τῆς ἐπιστήµης ὁ ἄνθρωπος ἀνακάλυψε «τήν ἀσήµαντη θέση του σέ σχέση µέ τό ὑπόλοιπο σύµπαν». Στά κείµενα πού προβάλλουν αὐτόν τόν ἰσχυρισµό γίνεται στερεότυπα ἀναφορά στήν ἀστρονοµική θεωρία τοῦ Κοπέρνικου (1473-1543) καί τίς παρατηρήσεις τοῦ Γαλιλαίου (1564-1642), οἱ ὁποῖοι ὑποστήριξαν πώς ἡ γῆ δέν εἶναι ἀκίνητη, ἀλλά ὅτι κινεῖται γύρω ἀπό τόν ἥλιο καί κατόπιν προβάλλεται περαιτέρῳ ἡ ἄποψη πώς µέ αὐτήν τήν «κοπερνίκειο ἀντιστροφή» ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος µέχρι τότε θεωροῦσε τόν ἑαυτό του κέντρο τοῦ σύµπαντος, ἔχασε τήν προνοµιακή του θέση καί ἐξέπεσε νά ζεῖ στό περιθώριο ἑνός ἀπειροελάχιστου πλανήτη, τῆς γῆς. Ἡ ὑποβάθµιση αὐτή τοῦ ἀνθρώπου συµπληρώθηκε µέ τήν ἐµφάνιση τῆς θεωρίας τοῦ Δαρβίνου, µέ τήν ὁποία ὑποστηρίχθηκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι παρά ἡ συνέχεια καί ἡ ἐξέλιξη τοῦ πιό ἁπλοῦ µικροοργανισµοῦ, καθώς καί µέ τή βασική θέση τοῦ Φρόϋντ περί τοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατά βάθος ἄγεται καί φέρεται ἀπό ἄγνωστες σέ αὐτόν ἐπιθυµίες πού κρύβονται στό ὑποσυνείδητό του.

Ἀξιοσηµείωτο εἶναι ὅτι ἡ θεωρία τοῦ Κοπέρνικου δέν ἐµφανίσθηκε γιά πρώτη φορά µέ τούς Νέους Χρόνους. Ὅπως µᾶς πληροφορεῖ σχετικά ὁ λόγιος τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας Σέργιος Μακραῖος (1735-1819) στό ἔργο του «Τρόπαιον ἐκ τῆς Ἑλλαδικῆς πανοπλίας»: «Χαλδαίων γάρ τουτί τό δόγµα τῶν ἀρχαιοτάτων, ἐξ ὧν ἴσως καί εἰς αὐτούς τούς παλαιοτάτους τῶν Πυθαγορείων διέβη. Φιλόλαος γάρ ὁ πυθαγορικός παρ’ Ἕλλησι τούτου προέστη καί ἐξ οὗ Δηµόκριτος συνεστήσατο καί πολλοί ἕτεροι..» (=Διότι αὐτή ἡ θεωρία εἶναι ἀπό τούς πολύ ἀρχαίους Χαλδαίους, ἀπό τούς ὁποίους ἴσως διαδόθηκε στούς πολύ παλαιούς Πυθαγορείους. Διότι ὁ πυθαγορικός Φιλόλαος τό ὑπερασπίσθηκε ἀνάµεσα στούς Ἕλληνες καί ἀπό αὐτόν τό δίδαξε ὁ Δηµόκριτος καί πολλοί ἄλλοι).

Εἶναι ἀληθές, ὅµως, ὅτι ἡ ἀνακάλυψη τῶν ἀπείρων διαστηµάτων τοῦ σύµπαντος προβληµάτισε βαθύτατα πολλούς ἀνθρώπους κατά τούς Νέους Χρόνους. Ἕνα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγµα εἶναι ἡ ἀντίδραση τοῦ µεγάλου φιλοσόφου καί µαθηµατικοῦ, ἀλλά καί πιστοῦ Χριστιανοῦ Βλασίου Πασκάλ (1623-1662), ὁ ὁποῖος εἶχε γράψει σχετικά: «Δέν ξέρω ποιός µέ ἔφερε στόν κόσµο, οὔτε τί εἶναι ὁ κόσµος, οὔτε τίς εἶµαι ἐγώ; ἔχω φοβερή ἄγνοια γιά τά πάντα; δέν ξέρω τί εἶναι τό σῶµα µου, οἱ αἰσθήσεις µου, ἡ ψυχή µου καί αὐτό τό τµῆµα τοῦ Ἐγώ µου πού σκέπτεται ὅ,τι λέω, πού ἀναλογίζεται τά πάντα καί τόν ἑαυτό του, ἐνῶ ἀγνοεῖ τά πάντα καί περισσότερο τόν ἑαυτό του. Βλέπω τίς τροµερές διαστάσεις τοῦ σύµπαντος πού µέ περιβάλλει καί βρίσκοµαι δεµένος σέ µιά γωνιά αὐτῆς τῆς ἀπεραντοσύνης, χωρίς νά γνωρίζω γιατί εἶµαι ἐδῶ καί ὄχι ἀλλοῦ, οὔτε γιατί ὁ λίγος χρόνος πού µοῦ δόθηκε νά ζήσω µέ ἔβαλε σέ τοῦτο καί ὄχι σέ κάποιο ἄλλο σηµεῖο τῆς αἰωνιότητας πού προηγήθηκε καί θά ἀκολουθήσει. Δέ βλέπω ὁλοῦθε πάρεξ ἀπεραντοσύνη, πού µέ περικλείει  σάν ἀπειροελάχιστο ἄτοµο καί σά σκιά πού διαρκεῖ µιά στιγµή χωρίς ἐπιστροφή. Τό µόνο πού ξέρω εἶναι ὅτι πρέπει νά πεθάνω, ἀλλ’ αὐτό πού κυρίως ἀγνοῶ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ θάνατος, πού δέν µπορῶ νά ἀποφύγω» (βλ. «Σκέψεις», ἀριθ. 194).

Οἱ εἰδικοί ἔχουν παρατηρήσει ὅτι ἡ νεώτερη ἀστρονοµική θεωρία, ὅπως συµπληρώθηκε ἀπό τόν Ἰσαάκ Νεύτωνα (1643-1727), ἐπέδρασε ἀκόµη καί στόν τρόπο συγκρότησης τῶν κοινωνιῶν. Τοῦτο διότι οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν νά βλέπουν τόν ἑαυτό τους στήν κοινωνία σύµφωνα µέ τό νέο αὐτό κοσµοείδωλο, ὡσάν ἄλλους, δηλαδή, ἀποµονωµένους καί αὐτάρκεις πλανῆτες πού εὑρίσκονται στό ἀπέραντο µέ µεγάλα σκοτεινά διαστήµατα παρεµβαλλόµενα ἀνάµεσά τους. Ὅπως δέ ὁ µόνος σύνδεσµος µεταξύ τῶν οὐρανίων σωµάτων ἦταν οἱ «φυσικοί νόµοι» τῆς ἕλξης, οἱ ὁποῖοι ἀποκαθιστοῦν τήν µεταξύ τους τάξη καί διασφαλίζουν τήν ἁρµονική τους κίνηση, ἔτσι ἐντός τῆς κοινωνίας τό µόνο στοιχεῖο πού θεωρήθηκε ὅτι ἀρκεῖ γιά νά διασφαλίσει τήν τάξη καί τήν ἁρµονία ἦταν οἱ κρατικοί νόµοι πού συνδέουν τούς κατά τά λοιπά παντελῶς ἄσχετους µεταξύ τους πολῖτες. Ἀκόµη καί οἱ ψυχολόγοι ἐπιχείρησαν νά ἑρµηνεύσουν τόν ἐσωτερικό κόσµο τοῦ ἀνθρώπου µέ βάση τό ντετερµινιστικό κοσµολογικό µοντέλο τῶν ἀστρονόµων, ὑποστηρίζοντας ὅτι οἱ συνειρµοί τῶν ἰδεῶν καί τῶν αἰσθηµάτων ἀκολουθοῦν νόµους ἀνάλογους µέ ἐκείνους τῆς ἕλξης µεταξύ τῶν οὐρανίων σωµάτων. Εἶναι, ἐξ ἄλλου, γνωστό στούς φυσικούς τό λεγόµενο «πρότυπο τοῦ Rutherford» πού ἐπιχείρησε νά παραστήσει τόν µικρόκοσµο τῶν ἀτόµων ὡς µικρογραφία τοῦ πλανητικοῦ συστήµατος.

Πάντως, ὁ Γάλλος φιλόσοφος καί µαθηµατικός Rene Descartes (1596-1650) εἶχε προβάλει µιά πολύ ἀξιοπρόσεκτη παρατήρηση σχετικά µέ τό ζήτηµα τῆς «κοπερνίκειας ἀντιστροφῆς». Εἶχε, δηλαδή, ἐπισηµάνει τό γεγονός ὅτι ἡ ἔννοια τῆς κίνησης εἶναι ἔννοια σχετική, ἀφοῦ θεωροῦµε ὅτι κάτι κινεῖται συσχετίζοντάς το µέ ἕνα σηµεῖο πού ἐκλαµβάνουµε ὡς ἀκίνητο. Μέ βάση τό ἁπλό αὐτό δεδοµένο ἰσχυρίσθηκε ὅτι µπορεῖ νά ὑποστηριχθεῖ ὅτι ἡ γῆ κινεῖται ὑπό µιά ἔννοια, ἀλλά ἐπίσης ὅτι εἶναι ἀκίνητη ὑπό µιά ἄλλη ἔννοια. Γιά νά κάνει τόν ἰσχυρισµό του αὐτό κατανοητό χρησιµοποίησε τό παράδειγµα ἑνός ἐπιβάτη σέ ἕνα πλοῖο πού κινεῖται. Ὁ ἐπιβάτης σέ σχέση µέ τό πλοῖο εἶναι, χρησιµοποιῶντας τήν ἔννοια αὐστηρά, ἀκίνητος, ἀφοῦ δέν µετακινεῖται ἐντός αὐτοῦ, ἀλλά παραµένει στήν αὐτή θέση. Ὅµως, ἀφοῦ τό πλοῖο, ἐπί τοῦ ὁποίου ἐπιβαίνει, κινεῖται σέ σχέση µέ τό λιµάνι, µπορεῖ νά ὑποστηριχθεῖ, µέ µιά πιό χαλαρή χρήση τῆς λέξης «κίνηση», ὅτι κινεῖται καί αὐτός ὡς πρός τό λιµάνι. Μέ βάση αὐτό τό παράδειγµα γράφει: «Ἀλλά ἐάν ἑρµηνεύσουµε τή λέξη «κίνηση» σέ συµφωνία µέ τή συνηθισµένη της χρήση, τότε ὅλοι οἱ ἄλλοι πλανῆτες, ἀκόµη καί ὁ ἥλιος καί οἱ ἀπλανεῖς ἀστέρες, θά πρέπει νά εἰπωθεῖ ὅτι κινοῦνται. Ἀλλά κάτι τέτοιο δέν µπορεῖ νά εἰπωθεῖ γιά τή Γῆ, παρά µόνο ὡς µεγάλη παραδοξότητα. Διότι ἡ κοινή πρακτική συνήθεια εἶναι νά καθορίζουµε τή θέση τῶν ἀστέρων ἀπό συγκεκριµένες τοποθεσίες ἐπί τῆς Γῆς, οἱ ὁποῖες θεωρεῖται ὅτι εἶναι ἀκίνητες. Τά ἄστρα θεωρεῖται ὅτι κινοῦνται κατά τό µέτρο πού µετακινοῦνται σέ σχέση µέ αὐτά τά ἀκίνητα σηµεῖα. Κάτι τέτοιο εἶναι βολικό γιά πρακτικούς σκοπούς καί ἑποµένως ἀρκετά εὔλογο («The Philosophical Writings of Descartes», Cambridge University Press, τόµ. 1, σελ. 252). Ἀλλά καί ὁ Σέργιος Μακραῖος εἶχε, ἀντίστοιχα, παρατηρήσει ὅτι «ἡ τοιαύτη δόξα …τά κινούµενα ἱστάµενα ὑποτίθησι καί τά ἱστάµενα κινούµενα ἀπεναντίας τῶν αἰσθήσεων» (=ὑποθέτει ὅτι τά ἀκίνητα κινοῦνται καί τά κινούµενα ἀκινητοῦν ἐνάντια στή µαρτυρία τῶν αἰσθήσεων) καί ὅτι ἀναιρεῖ τίς ἀρχές τῆς φυσικῆς καί τῆς µαθηµατικῆς, διότι «ἡ µέν φυσική ἐξ αἰσθήσεων ἐφορµᾶται, ἡ δέ µαθηµατική εἰς ἐπιλογισµόν τῶν ἀποστάσεων καί µεγεθῶν τῶν οὐρανίων σωµάτων τήν γῆν κέντρον τίθησιν (=διότι ἡ µέν φυσική ἐπιστήµη στηρίζεται καί ἀρχίζει ἀπό τίς αἰσθήσεις, ἐνῶ τά µαθηµατικά ἐκλαµβάνουν ὡς κέντρο τήν γῆ γιά νά ὑπολογίσουν τίς ἀποστάσεις καί τά µεγέθη τῶν οὐρανίων σωµάτων», βλ. «Εἰσήγησις Δογµατική», Κωνσταντινούπολη, 1816, σέλ.112). Ἀκόµα δέ καί ὁ Albert Einstein εἶχε παρατηρήσει σχετικά, µαζί µέ τόν Leopold Infeld: «Ἄς πάρουµε δύο σώµατα, πχ. τόν ἥλιο καί τή γῆ. Ἡ κίνηση πού παρατηροῦµε εἶναι πάλι σχετική. Μπορεῖ νά περιγραφεῖ συνδέοντας τό σύστηµα συντεταγµένων εἴτε µέ τή γῆ, εἴτε µέ τόν ἥλιο. Ἡ µεγάλη ἀνακάλυψη τοῦ Κοπέρνικου βρίσκεται ἀπό αὐτή τήν ἄποψη στό ὅτι µετέφερε τό σύστηµα συντεταγµένων ἀπό τή γῆ στόν ἥλιο. Ἀλλά καθώς ἡ κίνηση εἶναι σχετική καί µπορεῖ κανείς νά χρησιµοποιήσει ὁποιοδήποτε σύστηµα ἀναφορᾶς, δέν ὑπάρχει λόγος νά προτιµοῦµε τό ἕνα σύστηµα συντεταγµένων ἀπό ἕνα ἄλλο. (βλ. «Ἡ ἐξέλιξη τῶν ἰδεῶν στή φυσική», Ἐκδ. Δωδώνη, 1978, σελ. 186).

Παίρνοντας κανείς ἀφορµή ἀπό τά ἀνωτέρω, θά µποροῦσε νά ἀναρωτηθεῖ, ἴσως µέ τήν ἀφέλεια τοῦ ἀδαοῦς, µέ ποιά λογική θεωρήθηκε ὅτι ἡ γῆ κινεῖται «σέ µιά γωνιά αὐτῆς τῆς ἀπεραντοσύνης», ὅταν δέν γνωρίζουµε οὔτε τά ὅρια, οὔτε τό σχῆµα, οὔτε τό µέγεθος αὐτῆς τῆς ἀπεραντοσύνης; Πῶς εἶναι, δηλαδή, δυνατόν νά ὁρίσουµε τό κέντρο ἑνός ἀόριστου σχήµατος, ὅταν γιά κάτι τέτοιο ἀπαιτεῖται νά ἔχουµε ἀκριβεῖς µετρήσεις καί µάλιστα, ἄν θέλουµε νά κυριολεκτήσουµε, νά ἔχουµε ἤδη διαπιστώσει ὅτι τό σχῆµα αὐτό εἶναι σφαιρικό, καθώς µόνο τότε µποροῦµε νά µιλᾶµε γιά «κέντρο»; Ὅταν δέ ὅλα φαίνεται νά κινοῦνται, γιατί εἶναι παράλογο νά ἐπιλέξουµε τή γῆ ὡς ἕνα ἀκίνητο σηµεῖο ἀναφορᾶς;

Αὐτό, ὅµως, πού ἔχει ἴσως µεγαλύτερη σηµασία εἶναι νά ἐπισηµάνει κανείς ὅτι ἡ θέα τοῦ ἀπέραντου οὐρανοῦ, γέννησε σέ ἄλλους ἀνθρώπους τελείως διαφορετικές ἰδέες καί συναισθήµατα. Χαρακτηριστικώτατο εἶναι τό παράδειγµα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ ὁποῖος στό πασίγνωστο ἑρµηνευτικό του ἔργο «Εἰς τήν Ἑξαήµερον», εἰδοποιεῖ ὅτι γιά νά ἔλθει κανείς ὡς «ἐµπαράσκευος ἀκροατής καί πρέπων τῷ πληρώµατι τοῦ σεµνοῦ τούτου καί µακαρίου θεάτρου» (=ὡς προετοιµασµένος ἀκροατής καί κατάλληλος γιά νά παρακολουθήσει τό σεµνό αὐτό καί µακάριο θέαµα) πρέπει νά ἔχει ἐνατενίσει «ἐν αἰθρίᾳ νυκτερινῇ πρός τά ἄρρητα κάλλη τῶν ἄστρων» (=στήν νυχτερινή ξαστεριά τήν ἀνείπωτη ὀµορφιά τῶν ἄστρων), ὥστε νά ἔχει λάβει «ἔννοιαν τοῦ τεχνίτου τῶν ὅλων, τοῦ διαποικίλαντος τοῖς ἀνθεσιν τόν οὐρανόν» (=νά σκεφτεῖ τόν τεχνίτη τῶν ὅλων, πού στόλισε µέ ποικίλα ἄνθη τόν οὐρανό). Ἡ θεώρηση αὐτή ὁδηγεῖ, βέβαια, τόν ἄνθρωπο στό νά «γνωρίσει ἑαυτὸν γήϊνον µέν τήν φύσιν» (=νά καταλάβει ὅτι ἡ φύση του εἶναι ἀπό τή γῆ), «δυνάµει µέν καί παραπολύ τῶν ἀλόγων λειπόµενον» (=ὑπολειπόµενο τῶν ἀλόγων ὄντων κατά πολύ ὡς πρός τή δύναµη) καί «ταῖς ἐκ τῆς φύσεως παρασκευαῖς ἐλαττούµενον» (=νά ὑστερεῖ ὡς πρός τίς φυσικές δυνάµεις καί ἐφόδια), ταυτόχρονα, ὅµως, (νά γνωρίσει ἑαυτὸν) «ἔργον τῶν θείων χειρῶν» (=δηµιούργηµα τῶν χειρῶν τοῦ Θεοῦ), «ἄρχοντα χειροτονητόν τῶν ἀλόγων καί τῶν ἀψύχων (ἄρχοντα ἐκλεγµένο, διορισµένο ἐκείνων πού δέν ἔχουν λόγο, οὔτε ψυχή)» καί  «δυνάµενον ἀρθῆναι πρός αὐτόν τόν οὐρανόν τῇ τοῦ λόγου περιουσίᾳ» (δυνάµενο νά φθάσει σέ αὐτόν τόν οὐρανό µέ τή δύναµη τοῦ λόγου). Κατά τήν παρόµοια διατύπωση τοῦ Σεργίου Μακραίου ὁ ἄνθρωπος εἶναι «κεφάλαιον» τῆς δηµιουργίας, καθώς «συνέκλεισε γάρ ὁ Δηµιουργός πάντα τά αἰσθητά ἐν τῷ ἀνθρώπῳ καί τό µεῖζον ἀνήγαγε καί συνήγαγε καί ἥνωσε τῷ νοερῷ κόσµῳ, πνεῦµα ἄϋλον ἐνοικήσας ἐν αὐτῷ, ὥστε φθάνειν µέν ὑπέρ τούς οὐρανούς, συγκλείειν δέ καί περιλαµβάνειν πάντα τά φαινόµενα, διό καί ἄρχειν τούτων τέτακται» (=Ὁ Δηµιουργός συµπεριέλαβε ὅλα τά αἰσθητά στή φύση τοῦ ἀνθρώπου καί – τό πιό σηµαντικό – τόν ἀνέβασε καί τόν ὁδήγησε σέ ἕνωση µέ τόν νοερό κόσµο µέ τό νά ἐνοικήσει σέ αὐτόν ἄϋλο πνεῦµα, ὥστε ὁ ἄνθρωπος καί νά φθάνει πάνω ἀπό τούς οὐρανούς καί νά περιέχει καί νά περιλαµβάνει µέσα του ὅλα τά αἰσθητά φαινόµενα, ἐπί τῶν ὁποίων ἔχει ὁρισθεῖ κατά συνέπειαν νά ἄρχει, βλ. «Εἰσήγησις Δογµατική», σελ. 97).

Ἔτσι, γιά τόν ἅγιο Βασίλειο ἡ θέα τοῦ ἀπέραντου οὐρανοῦ πού οἱ διαστάσεις του ξεπερνοῦν τό µέτρο τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ, ὁδηγεῖ ὄχι στήν ἀπόγνωση, ἀλλά στόν Θεό. «Εἰ τά ὁρώµενα οὕτω καλά, ποταπά τά ἀόρατα;» (ἄν αὐτά ποῦ µποροῦµε νά δοῦµε εἶναι τόσο ὄµορφα, πόσῳ µᾶλλον αὐτά πού δέν βλέπουµε;) «Ἐάν ἡ θέα τοῦ ἡλίου εἶναι ἀχόρταστη, πόσο ὡραῖος θά εἶναι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης;» «Ἄν τό µέγεθος τοῦ οὐρανοῦ ξεπερνάει τό µέτρο τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας, ποιός νοῦς θά µπορέσει νά ἐξιχνιάσει τήν φύσιν τῶν ἀϊδίων (ὅσων δηλαδή δέν ἔχουν οὔτε ἀρχή, οὔτε τέλος, ὅπως ἀντιθέτως ἔχει ὁ πρόσκαιρος οὐρανός); θά ἀναρωτηθεῖ. Μάλιστα, ὄχι µόνο δέν τόν τροµάζουν, ὅπως τόν Πασκάλ, «οἱ τροµερές διαστάσεις τοῦ (πρόσκαιρου) σύµπαντος πού τόν περιβάλλει», ἀλλά προχωρεῖ µέ τή δύναµη τοῦ λόγου («ὁ τῇ διανοίᾳ ἡµῶν ἐστί θεωρητόν») καί µᾶς ἀποκαλύπτει ἤδη στήν ἀρχή τῆς «Ἑξαηµέρου» του τήν ὕπαρξη ἑνός «ἀκόµη πιό ἀπείρου κόσµου» (γιά νά χρησιµοποιήσουµε ἕνα ὀξύµωρο σχῆµα), τήν κτίση τοῦ ὁποίου ὁ θεόπτης Μωϋσῆς παρέλειψε στήν ἀφήγησή του, ἐπειδή ἦταν θέµα «ἀνεπιτήδειον» γιά τούς νηπίους ὡς πρός τή γνώση. Διότι πρίν τήν γένεση τοῦ προσκαίρου αὐτοῦ κόσµου ὑπῆρχε, ὅπως µᾶς φανερώνει, «τίς πρεσβυτέρα κατάστασις ταῖς ὑπερκοσµίοις δυνάµεσι πρέπουσα, ἡ ὑπέρχρονος, ἡ αἰωνία, ἡ ἀΐδιος. Δηµιουργήµατα δέ ἐν αὐτῇ ὁ τῶν ὅλων κτίστης καί δηµιουργός ἀπετέλεσε, φῶς νοητόν, πρέπον τῇ µακαριότητι τῶν φιλούντων τόν Κύριον, τάς λογικάς καί ἀοράτους φύσεις καί πᾶσαν τήν τῶν νοητῶν διακόσµησιν, ὅσα τήν ἡµετέραν διάνοιαν ὑπερβαίνει, ὧν οὐδέ τάς ὀνοµασίας ἐξευρεῖν δυνατόν» (=προϋπῆρχε ἤδη κάποια ἀρχαιότερη κατάσταση πραγµάτων, ὅπως ταίριαζε στίς ὑπερκόσµιες δυνάµεις, ὑπέρχρονος, αἰώνια, ἀΐδιος. Ὁ δέ κτίστης καί δηµιουργός τῶν ὅλων ὁλοκλήρωσε ἐντός της τή δηµιουργία ὄντων, ὡς φῶς νοητό, ταιριαστό στή µακαριότητα ἐκείνων πού ἀγαποῦν τόν Κύριο, τίς λογικές καί ἀόρατες φύσεις καί ὅλη τήν ὡραία τάξη τῶν νοητῶν, πού ξεπερνοῦν τή δύναµη τῆς διανοίας µας καί δέν εἶναι δυνατό νά ἀνακαλύψει κανείς οὔτε τά ὀνόµατά τους).

 

Νοµοµαθής

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 244

Δεκέμβριος 2022