Προεόρτιος λόγος...

Προεόρτιος λόγος...

 (Ποιμαντικά βιώματα)

 

ρα βαθειὰ ὀρθρινή. Μὲ τὴν ἄχραντη τὴν ἡσυχία νὰ κυκλώνει τὸν ἄδειο τὸ ναό, μὰ περισσότερο μὲ τὸ λιτὸ τὸ φῶς τῶν καντηλιῶν ποὺ ἀπομένει μιὰν ἀψεγάδιαστη μαρτυρία γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βιώνεται ἡ κάθε Ἀκολουθία, ἡ κάθε γιορτή. Γιατὶ στὶς μέρες μας πλήθυναν τὰ φῶτα, τὰ πολλὰ τὰ φῶτα, ἄνοιξαν οἱ τεράστιοι προβολεῖς καὶ καταυγάσανε τὸν κόσμο ὁλόκληρο, σὲ σημεῖο ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει ἀφώτιστος τόπος. Μόνο ποὺ οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἔπαψαν νὰ φωτίζονται πιά γιατὶ δὲν ἔχουν ἀνάγκη πλέον τὸν Θεῖο φωτισμό, ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὸ λιτό, τὸ ταπεινὸ τὸ λαδοκάντηλο καὶ στὴ συνέχεια μεταφέρεται στὸ μελισσοκέρι, ποὺ καῖνε, ὡς ἄλλη θυσία καὶ προσφορὰ στὰ ἱερὰ τὰ εἰκονίσματα.

Σεργιανᾶς ἀπόψε, λίγο πρὶν ἀρχίσουν οἱ Μεγάλες Ὧρες τῶν Χρι-στουγέννων στὸ μισοσκότεινο ναὸ καὶ πασχίζεις νὰ διακρίνεις ἀλλοτινὲς, περασμένες σήμερα, Ἱερὲς Ἀκολουθίες, ὡσὰν αὐτὴν ποὺ σὲ λίγο θ` ἀρχίσει. Καὶ δὲν εἶναι τούτη ἡ ἀναπόληση μιὰ ἀρρωστημένη ἀπόπειρα συναισθηματικῆς φόρτισης καὶ νοσταλγίας, ἀλλὰ μιὰ βεβαιωμένη ἱστορικὴ στιγμἠ ποὺ ἀνακαλεῖται τούτη τὴν ἱερὴ ὥρα, ὡς ἀδιάκοπη συνέχιση τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς τῆς, ἔστω καὶ ταπεινῆς κι ἐλάχιστης, ἐνοριακῆς κοινότητας. Σκέφτεσαι πῶς ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοῖ παπάδες ξεκινοῦσαν μέσα στὴ νυχτωμένη πολίχνη, μὲ ὅποιον καιρὸ, νὰ βρεθοῦν στὸ ναὸ ἐγκαἰρως, νὰ χτυπήσουν τὶς καμπάνες θραύοντας τὸ κέλυφος τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς σιγῆς τοῦ ὕπνου ποὺ μηνύει τὸ θάνατο, γιὰ νὰ κληθοῦν οἱ πιστοὶ καὶ νὰ μάθουν «ὅτι ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον Σωτήρ», ὅπως ἐπίσης νὰ καταλάβουν πὼς ἡ νοητὴ κλίμακα τοῦ ἐγκόσμιου βίου τους, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Οὐρανὸ, ἀρχίζει ἀπὸ τὴ σπηλιὰ, τὴ φάτνη, τὴν περιφρόνηση τοῦ κόσμου, ποὺ γίνεται συνδρομὴ Θεοῦ καὶ μεταβάλλεται, μεταποιεῖται σὲ ζωὴ φωτεινὴ. Φυσικὰ τὸ Φῶς ἐκεῖνο δὲν ἐκπέμπεται ἀπὸ προβολεῖς καὶ ἄλλες πηγὲς τεχνητοῦ φωτὸς, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, ποὺ σκύβει καὶ θερμαίνει κάθε παγωμένη ψυχὴ,  καταυγάζει Μορφὲς καὶ Ἥρωες τῆς πίστεως μὲ κεῖνο τὸ χρυσαφένιο τὸ Φῶς, τὸ λιτὸ καὶ θεοφύλακτο, γιατὶ ἀναντίρρητα τὸ Φῶς ἐκεῖνο δὲ σβύνει, δὲν αὐξομειοῦται μήτε ὑφίσταται τὶς συνήθεις διακοπὲς ποὺ γνωρίζουμε στὸν κόσμο…..

Κι αὐτὴ τὴν τρισόλβιο ὥρα δὲ μπορεῖς νὰ μήν ἀκολουθήσεις τὰ βήματα τὰ ἐσωτερικὰ τῆς ψυχῆς καὶ νὰ μὴ θυμηθεῖς τὸ γνήσια χρυσαφένιο φῶς ποὺ ἄφηναν τὰ κεριὰ καί οἱ πολυέλαιοι τοῦ παλιοῦ ναοῦ τοῦ χωριοῦ σου, ἀφοῦ καίγανε «ἔλαιον ἀγαλλιάσεως» μαζεμένο μὲ πολλοὺς κόπους ἀπὸ τοὺς παλιοὺς Κληματιανοὺς καὶ προσφερόταν «θυσίαν αἰνέσεως», προσευχὴ καὶ εὐχετήριος λόγος στὸ Ἅγιο Νήπιο.

Ξεκλείδωναν τότε οἱ καρδιὲς, ἄνοιγαν οἱ θῦρες τῆς ψυχῆς κι ἔφτανε τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ κεχριμπαρένιο, τὸ θεϊκὸ, λές κι ἔβγαινε, εὐλογία θεόσταλτη, ἀπὸ τίς Εἰκόνες γιὰ νὰ τούς δείχνει τὸ δρόμο στὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου τους. Γιατὶ ξέρανε πὼς ἀκολουθοῦσαν πολλὰ σκοτάδια, ἀπὸ τὴν κακία ποὺ ἁπλωνόταν ὅπως ἡ ἐπιδημία, ἀπὸ τὸ ἐγὼ κάποιων, ποὺ οἱ κύκλοι του ἄνοιγαν ὅπως ὅταν ρίξεις λιθάρι στὰ ἤρεμα νερὰ κι ἀρχίζουν οἱ κυματισμοὶ…..

Τὰ σκέφτεσαι ὅλα τούτη τὴν ἱερὴ ὥρα καὶ προσπαθεῖς νὰ προκά-μεις νὰ τὰ κρατήσεις μέσα σου, ὡς ἱερὴ παρακαταθήκη ἀπὸ τὰ φετεινὰ Χριστούγεννα ποὺ προχωρᾶνε πρὸς τὴ δύση τους, ὅπως ὁ ἥλιος στὸ τέλος τῆς μέρας. Τὸ μόνο ποὺ ὰπομένει εἶναι ἡ ζεστασιὰ τοῦ Ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης, ὄχι ἐκείνου ποὺ μνημονεύει ὁ ποιητὴς, ἀλλὰ τῆς Ἐκκλησίας.

 

Σκόπελος                               π. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 244

Δεκέμβριος 2022