«ΤΙ ΚΑΛΟ ΝΑ ΚΑΝΩ, ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, Η ΦΤΩΧΗ;»

«ΤΙ ΚΑΛΟ ΝΑ ΚΑΝΩ, ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, Η ΦΤΩΧΗ;»

 

Σέ ἕνα χωριό κτιζόταν μιά ἐκκλησία καί ὁ καθένας βοηθοῦσε ὅπως μποροῦσε.

Ὅποιος εἶχε ζῶο τό διέθετε γιά νά κουβαλάει πέτρες καί ὅσοι ἦσαν γεροί δούλευαν.

Στό χωριό ἦταν καί μιά γιαγιά πολύ φτωχή, πού δέν εἶχε τίποτα νά δώσει γιά τόν Ναό. Πονοῦσε ἡ ψυχή της γι’ αὐτό καί καθώς περνοῦσαν τά ζῶα πού κουβαλοῦσαν τίς πέτρες, μάζευε χορταράκια καί τούς τά ἔριχνε νά τά τρῶνε νά παίρνουν δυνάμεις.

Ὅταν τελείωσε ὁ ναός, ἔκαναν τά ἐγκαίνια καί σέ μιά ἐπιγραφή ἔγραψαν τό ὄνομα τοῦ Δεσπότη.

Συνέβαινε ὅμως τό ἑξῆς: Μόλις γραφόταν τό ὄνομα τοῦ Δεσπότη καί ἔβαζαν τήν ἐπιγραφή, τήν ἄλλη μέρα ἔβρισκαν σβησμένο τό ὄνομά του καί γραμμένο τό ὄνομα τῆς γιαγιᾶς.

Αὐτό ἔγινε τρεῖς φορές. Ἀποροῦσαν ὅλοι καί φώναξαν τήν γιαγιά. Ὅταν ἐκείνη πῆγε στό ναό, τήν ρώτησαν:

— «Γιαγιά, τί στό καλό ἔκανες ἐσύ καί γράφεται τό ὄνομά σου στήν πλάκα, ἐνῶ ἐμεῖς ἔχουμε χαράξει τό ὄνομα τοῦ Δεσπότη;».

— «Καλό; Μά τί καλό νά κάνω ἐγώ, παιδί μου, ἡ φτωχή;». Ἐκεῖνοι ὅμως ἐπέμεναν.

Τότε σκέφτηκε ἡ γιαγιά καί τούς ἀποκρίθηκε: «Δέν ἔκανα τίποτα, παιδιά μου. Μόνο πού ὅταν ἔβλεπα τά ζῶα πού κουβαλοῦσαν τίς πέτρες γιά τόν Ναό, καιγόταν ἡ ψυχή μου γιατί δέν μποροῦσα νά προσφέρω τίποτα· ἔτσι μάζευα χόρτα καί τά ἔριχνα στά ζῶα»!           

Κι ὅμως, αὐτά τά λίγα χόρτα τῆς γιαγιᾶς ἔπιασαν τόσο τόπο, ὅσο δέν ἐπίασε κανενός ἄλλου ἡ προσφορά, γιατί ἦταν πηγαία, ταπεινή καί κρυφή!  

 

Ἀφήγηση τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Καρσλίδη

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 244

Δεκέμβριος 2022