Τί σημαίνουν τὰ Χριστούγεννα ὅσο μεγαλώνουμε;

Τί σημαίνουν τὰ Χριστούγεννα ὅσο μεγαλώνουμε;

 

ρχονται Χριστούγεννα! Γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὁ χρόνος –ὄχι ὁ ἐκκλησιαστικός– πλησιάζει στὸ τέλος του, γιὰ ἀκόμα μιὰ φορὰ ἕνα τέλος ἑνώνεται μὲ μιὰ ἀρχή, αὐτὴ τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας Του. Προεορτάσωμεν, λαοί, Χριστοῦ τὰ γενέθλια μᾶς προτρέπει ἡ ὑμνογραφία τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς 20ῆς Δεκεμβρίου. Στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς προετοιμασίας προσπαθοῦμε ὅλοι μας κάθε χρόνο νὰ ἐντάξουμε ὅλες τὶς βιωτικές μας ἀσχολίες, προετοιμάζοντας τόσο τὸν ἑαυτό μας ὅσο καὶ τὸ περιβάλλον μας: Οἱ στολισμοὶ τοῦ σπιτιοῦ, ἡ ἀνταλλαγὴ τῶν δώρων, οἱ ἑτοιμασίες γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο τραπέζι μετὰ ἀπὸ τὴν τεσσαρακονθήμερη νηστεία, ὅλα αὐτὰ ἀποσκοποῦν ἀκριβῶς στὴν ὑπενθύμιση τῆς ἰδιαιτερότητας αὐτῆς τῆς ἡμέρας, ἡ ὁποία, ὡς τόσο ξεχωριστή, χρειάζεται καὶ ἐξίσου ξεχωριστὴ ὑποδοχή. Μὲ τὴ σκέψη μας προσηλωμένη στὸ ἐπερχόμενο γεγονὸς καὶ τὴ σημασία του, ὅλες οἱ ἑτοιμασίες ἀποκτοῦν ἕναν ξεχωριστό, ἑορταστικὸ χαρακτῆρα. Καμιὰ δουλειὰ δὲν μοιάζει ἴδια, κι ἄς εἶναι ἀπαράλλαχτη μὲ αὐτὲς ποὺ κάνουμε ὅλο τὸν ὑπόλοιπο χρόνο. Καὶ ξέρουμε ὅτι δὲν εἶναι ἴδια, γιατὶ αὐτὴ ἐδῶ προορίζεται γιὰ ἕνα διαφορετικό, ἕναν ἀνώτερο σκοπό. Πῶς γίνεται νὰ αἰσθανθοῦμε τὴ χαρὰ αὐτῆς τῆς ἑορτῆς στὴν πληρότητά της, ὅταν οἱ ἴδιοι δὲν εἴμαστε πλήρεις; Πῶς γίνεται νὰ συνειδητοποιοῦμε τὸν ξεχωριστὸ χαρακτῆρα τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ὅταν οἱ προετοιμασίες μας δὲν εἶναι ξεχωριστές; Ἐξάλλου, ἡ εὐχαρίστηση ποὺ λαμβάνουμε ἀπὸ κάτι, τότε μόνο γίνεται πραγματικὴ εὐχαρίστηση, ὅταν ἔχουμε ἀφιερώσει χρόνο σὲ αὐτό.

   Ξέρουμε πολὺ καλὰ πῶς νὰ δημιουργοῦμε μιὰ γορτινὴ ἀτμόσφαιρα στὸ σπίτι μας, ἤ, μᾶλλον, πῶς νὰ θέτουμε τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις γιὰ τὴν ὕπαρξή της: Πρόκειται γιὰ διαδικασία ἡ ὁποία δὲν διαφέρει καὶ πολὺ ἀπὸ χρόνο σὲ χρόνο. Ἕνα ἔλατο ἢ (καί) ἕνα καραβάκι, στολισμένο καὶ φωταγωγημένο, πράσινες γιρλάντες στοὺς τοίχους μαζὶ μὲ ἄλλα μπιμπελὸ τοποθετημένα στὰ κατάλληλα σημεῖα, κεράκια νὰ φωτίζουν κάποια σκοτεινὴ γωνιὰ ἢ κάποια μικρὴ φάτνη ποὺ ἀναπαριστᾶ τήν Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, ἢ ἁπλῶς νὰ προσφέρουν τὴν παρουσία τους περιμένοντας τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ προσφέρουν τὴ φλόγα καὶ τὸ ἄρωμά τους, ἐδέσματα ἑορταστικὰ ἀπὸ τὸ φοῦρνο τοῦ σπιτιοῦ ἢ τοῦ ζαχαροπλαστείου, ἄλλα εἴδη καταναλώνονται καί ἄλλα περιμένουν τὴ σειρά τους τὰ Χριστούγεννα, χαμηλόφωνες χριστουγεννιάτικες μελωδίες νὰ παίζουν σὲ ἐπανάληψη ἀπὸ τὶς καλύτερες χορωδίες καὶ ὀρχῆστρες.Ναί, σίγουρα, ὅταν μπαίνει κανεὶς σὲ ἕνα τέτοιο σπίτι δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ αἰσθανθεῖ ἕνα κῦμα χαρᾶς νὰ τὸν πλημμυρίζει, ἡ αἵσθηση ὅτι εἰσέρχεται σὲ κάποιον χῶρο ὄχι πλέον μέσα στὴν πολύβουη πολιτεία, πού, παρὰ τὶς ὅποιες προσπάθειές της νὰ φορέσει τὰ καλά της, συνήθως παρουσιάζει ἕνα φτωχὸ ἀποτέλεσμα τὸ ὁποῖο καλεῖται νὰ συμπληρώσει ὁ καλόπιστος διαβάτης χρησιμοποιῶντας γενναιόδωρα τὰ ἀποθέματα τῆς γιορτινῆς φαντασίας καὶ τῆς καλῆς του θέλησης.

   Ἀναφέρθηκα, ὅμως, σὲ προϋποθέσεις καὶ στὴ συνέχεια παρουσίασα μιὰ εἰκόνα, ποὺ φαίνεται νὰ μὴν τῆς λείπει τίποτα. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς προχώρησα κατευθεῖαν στὸ ἀποτέλεσμα, παρακάμπτοντας στὴ διαδρομὴ ἕναν σημαντικὸ παράγοντα –τὸν πιὸ σημαντικὸ μᾶλλον– τὸν ἀνθρώπινο. Ἤθελα νὰ παραστήσω μιά γενικὴ εἰκόνα ἑνὸς σπιτιοῦ στὴν ἰδανικότερή του μορφή, ἀκριβῶς ὅπως κι ἐσεῖς περιμένατε νὰ ἀκούσετε καὶ νὰ συμπληρώσετε τὶς ὅποιες παραλείψεις μὲ τὴ δική σας καλὴ θέληση, ὡς ἄλλοι καλόπιστοι διαβάτες ποὺ φτάσατε σὲ κάποιον προορισμό. Φανταστεῖτε ὅμως τὶ θὰ γινόταν ἂν ἐγώ, ἢ ἐσεῖς, ἤ, ἔστω, κάποιοι ἀπὸ ἐσᾶς ἀποφασίζαμε νὰ ἐμφανιστοῦμε ἁπλῶς ἀπὸ ὑποχρέωση, σὰν σὲ μιὰ ἀγγαρεία, ἂν ὁ νοῦς μας ἦταν συνεχῶς στὰ προβλήματά μας ἢ σὲ ἐκεῖνα ποὺ θὰ προσπαθούσαμε μετ’ ἐπιτάσεως νὰ ἐντοπίσουμε στὸ σπίτι ποὺ μᾶς φιλοξενεῖ, ἤ, ἀκόμα χειρότερα, ἂν, παρ’ ὅλη τὴν καλή μας διάθεση, τὸ πρόσωπο ποὺ ἐμφανιζόταν στὴν πόρτα νὰ μᾶς καλοσωρίσει συγκέντρωνε πάνω του τὰ παραπάνω χαρακτηριστικά! Ποιός, ἄραγε, θὰ εἶχε τότε μάτια γιὰ τὸ σπίτι, τὸν χῶρο ἐκεῖνο ποὺ μὲ τόση ζεστασιά μᾶς γέμισε πρίν; Ποιὸς δὲν θὰ ἔβλεπε τὴν ὥρα νὰ φύγει ἀπὸ ἐκεῖ ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα, ἀγωνιζόμενος νὰ κρατήσει μέσα του ὅ,τι τυχὸν ἀπὸ τὴ γιορτινὴ ἀτμόσφαιρα εἶχε μέχρι τότε καταφέρει νὰ συγκεντρώσει στὴν ψυχή του; Κάποιος πιὸ ἀνεκτικὸς πιθανὸν θὰ προσπαθοῦσε –μὲ εἰλικρινεῖς προθέσεις, γιατὶ ὄχι;– νὰ παραβλέψει ὅλες τὶς παράταιρες συμπεριφορὲς, μέρα ποὺ εἶναι, καὶ νὰ ὑπενθυμίσει μὲ τὸ παράδειγμά του ὅσα οἱ συνδαιτημόνες του εἶχαν ἀρχίσει νὰ ξεχνοῦν, καὶ ἴσως πράγματι νὰ τὰ καταφέρει.Συνηθέστερα, ὅμως, θὰ ὠφελήσει μόνο τὸν ἑαυτό του.

   Συνεχίζοντας τὸν παραπάνω συλλογισμό μποροῦμε, πιστεύω, νὰ συμφωνήσουμε στὸν πρωτεύοντα ρόλο ποὺ ἔχουν οἱ σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖες μὲ τὴ σειρά τους χτίζονται στὴ βάση τῆς προετοιμασίας καὶ τῆς δουλειᾶς ποὺ κάνει ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς μὲ τὸν ἑαυτό του, ἐπιτρέποντάς μας ἔτσι νὰ ἀντιληφθοῦμε καὶ τὴν ὕπαρξη ἄλλων ἀνθρώπων, ὁμοίων μὲ ἐμᾶς καὶ, ταυτόχρονα, τελείως διαφορετικῶν, ἀκριβῶς ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ ἀνθρώπους. Τὰ Χριστούγεννα προσφέρουν μιὰ καλὴ εὐκαιρία γιὰ τὴν ἐκκίνηση αὐτῆς τῆς ἐνδοσκοπικῆς διαδικασίας, ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀξιολόγησή της: ἡ συνάθροιση καὶ τὸ γεῦμα τῶν Χριστουγέννων ἔχουν κατὰ κανόνα οἰκογενειακὸ χαρακτῆρα, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ἀσφαλῶς τὴν ἐπαφή μας μὲ πρόσωπα γνωστὰ κι ἀγαπημένα, ἀλλὰ καὶ πρόσωπα μακρινά, κάποια ξένα ἴσως, ἢ καὶ ἄλλα ποὺ ἔχουμε ἐπιμελῶς φροντίσει στὴ διάρκεια τῶν παρελθόντων ἐτῶν νὰ μᾶς εἶναι ἐντελῶς ἀποξενωμένα, καὶ ποὺ ἐνδεχομένως μᾶς ἀντιμετωπίζουν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Πρόκειται ἄρα γιὰ μέρα πού, ὄχι ἁπλῶς καλούμαστε ἄνθρωποι μακρινοὶ καὶ κάποτε ἑτερόκλητοι νὰ συνδεθοῦμε γιὰ μιὰ μέρα, ἀλλὰ νὰ τὸ κάνουμε καὶ σὲ ἕνα χαρμόσυνο, πανηγυρικὸ κλῖμα –λίγο πιὸ κουραστικὸ ἀπὸ τὸ νὰ βρίσκαμε κοινὸ ἔδαφος μοιραζόμενοι τὶς δυστυχίες καὶ τὰ βάσανά μας.

   Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο θὰ ἤθελα νὰ σᾶς παρουσιάσω καὶ τὸ κείμενο ποὺ ἐνέπνευσε τὶς παραπάνω σκέψεις, ἕνα κείμενο ἐπίκαιρο, ἂν καὶ γραμμένο πρὶν ἀπὸ σχεδὸν δύο αἰῶνες, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἔχει γίνει σχεδὸν συνώνυμο τῶν χριστουγεννιάτικων διηγήσεων. Ὁ λόγος φυσικὰ γιὰ τὸν Charles Dickens, πιὸ γνωστὸ σὲ ἐμᾶς γιὰ τὴ Χριστουγεννιάτικη Ἱστορία του (1843). Τὸ κείμενο ποὺ θὰ μᾶς ἀπασχολήσει σήμερα ἔχει τίτλο ποὺ στὰ Ἑλληνικὰ ἔχει μεταφραστεῖ «Τὶ σημαίνουν τὰ Χριστούγεννα ὅσο μεγαλώνουμε» καὶ ἐκδόθηκε στὶς 25 Δεκεμβρίου 1851 στὸ ἑβδομαδιαῖο περιοδικὸ Household Words, τὴν ἐπιμέλεια τῆς ἔκδοσης τοῦ ὁποίου εἶχε ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας καὶ στὸ ὁποῖο τὰ κείμενα δημοσιεύονταν ἀνώνυμα.

   Τὸ κείμενο συγκροτοῦν οἱ χριστουγεννιάτικοι ἀναστοχασμοὶ τοῦ ἥρωα, καθώς ἀναπολεῖ τὰ Χριστούγεννα τοῦ ἰδίου σὲ διαφορετικὲς ἡλικίες, ξεκινῶντας ἀπὸ τὴν παιδική, περνῶντας στὴν ἐφηβικὴ καὶ τὴ νεανική του ἡλικία καὶ καταλήγοντας στὸ παρὸν καὶ τὰ προσδοκώμενα. Οἱ σκέψεις ξετυλίγονται πάντα δίπλα στὸ τζάκι ὅπου καίει ἡ φλόγα τῆς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων: Ἀπὸ τὴ χαρὰ τῶν παιδικῶν του χρόνων, ὅπου ὅ,τι τοῦ ἦταν δυνατὸ νὰ σκεφτεῖ τὸ εἶχε μπροστά του, στὸ ἴδιο αὐτὸ δωμάτιο, μαζὶ μὲ τοὺς παρευρισκόμενους. Τίποτα δὲν ἀποζητοῦσε, τίποτα δὲν τοῦ ἔλειπε. Ὁ κόσμος του ἦταν ἀρκετὰ μικρὸς, ὥστε οἱ χαρὲς ποὺ τοῦ πρόσφερε τὸ σπίτι καὶ οἱ δικοί του, ἀρκοῦσαν γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς εἰκόνας τῶν ἰδανικῶν Χριστουγέννων. Ὁ καιρὸς αὐτὸς κράτησε ὅμως λίγο, ἴσως πολὺ λίγο. Καὶ ἦρθε ἡ στιγμὴ ὅπου οἱ σκέψεις του πέρασαν ἔξω ἀπὸ τὸν δακτύλιο του μικροῦ παιδικοῦ του κόσμου, ὅπου ἀναζητοῦσαν ἕναν ἄλλο ἄνθρωπο γιὰ νὰ συμπληρώσει τὴν νέα, μεγαλύτερη εἰκόνα μαζί του, οἱ σκέψεις τοῦ ὁποίου –καθώς πίστευε- ἀναζητοῦσαν ἐξίσου τὸν ἴδιο. Ἡ δύναμη τῆς φαντασίας καὶ τοῦ πόθου του ἦταν τέτοια, ποὺ ἀντλοῦσε χαρὰ ἀπὸ τὶς προσδοκώμενες φιλοδοξίες του σὰν νὰ εἶχαν ἤδη πραγματοποιηθεῖ, χαρά τέτοια, ποὺ τὰ μετέπειτα χειροπιαστὰ κατορθώματά του δὲν μπόρεσαν νὰ φτάσουν σὲ μέγεθος.

   Σὰν ἄνθρωπος ποὺ ξυπνάει ἀπότομα ἀπὸ μεγάλο ὕπνο, ξαφνιάζεται ὅταν συνειδητοποιεῖ ὅτι τὰ ὄνειρα τόσων χρόνων ἦταν ἁπλῶς ὄνειρα καὶ οὔτε βρισκόταν μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ φανταζόταν, οὔτε εἶχαν παντρευτεῖ μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἶχε κατά νοῦ, οὔτε ξαφνικὰ οἱ οἰκογενειακὲς ἔριδες εἶχαν κοπάσει καί, πολὺ περισσότερο, ἡ μέρα κατὰ τὴν ὁποία θὰ δοξαζόταν καὶ θὰ γινόταν σπουδαῖος, ἀναγνωρισμένος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους βρίσκεται ἀκόμα πολὺ μακριά. Ἡ πραγματικότητα, ἡ φαντασία καὶ ἡ ἀνάμνηση εἶχαν ἰσάξιο ρόλο στὴ μέχρι τότε ζωή του, ὥστε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἀντικρύζει ὅσα δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ στὰ ἀλήθεια, ὅσα ὑπῆρξαν καὶ δὲν ὑπάρχουν πιά καὶ ἐκεῖνα ποὺ, μέχρι στιγμῆς, ἐξακολουθοῦν νὰ ὑπάρχουν. Εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι μιὰ ζωὴ τόσο κατακερματισμένη; Καί, ἂν ναί, καθώς φαίνεται, τότε ἡ ζωὴ δὲν διαφέρει πολὺ ἀπὸ ἕνα ὄνειρο, οὔτε καὶ ἀξίζει τὸν κόπο καὶ τὰ αἰσθήματα ποὺ δαπανοῦμε καθημερινά.

   Ἴσως δὲν εἶναι πολλοὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ φτάνουν σὲ ἕνα τέτοιο ἐπίπεδο ἀπόσχισης ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους ἡ φωνὴ τῆς μνήμης ἰδωμένης μέσα ἀπὸ τὸ ἰσχυρὸ πρῖσμα τοῦ φανταστικοῦ, ἐπιτελεῖ ἕναν ρόλο τόσο διχαστικό, ἢ, γιὰ τόσο μεγάλο διάστημα. Ὅλοι μας ὅμως, σὲ κάποιο βαθμὸ, ζοῦμε μὲ τὴ θέλησή μας στὸν κόσμο μας, ἕναν κόσμο τοῦ ὁποίου τὰ ὅρια ἔχουμε θέσει ἐμεῖς καὶ στὸν ὁποῖο οἱ ἄλλοι χωρᾶνε μόνον ὅσο τοὺς ἐπιτρέπουμε καὶ πάντα ὅπως τοὺς θέλουμε νὰ εἶναι, ὄχι ὅπως πράγματι εἶναι. Εἶναι εὔκολο, ὡραῖο σὲ ἕναν βαθμό καὶ γιατὶ ὄχι; Μᾶς τὸ ὀφείλουμε, ἂν ἀναλογιστοῦμε τὸν καθημερινό μας ἀγῶνα. Καὶ ἔτσι ὄντως θὰ ἦταν, ἂν δὲν ἦταν τόσο εὔθραυστος αὐτὸς ὁ κόσμος σὲ κάθε μεταβολὴ τῆς πραγματικότητας, ὅπως ἄλλωστε καὶ κάθε τὶ ψεύτικο. Καὶ τότε, ὅσο πιὸ ἀπομακρυσμένοι βρισκόμαστε ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, τόσο πιὸ δύσκολη μᾶς ἔρχεται. Αὐτὸς δὲν εἶναι καὶ ὁ λόγος, ποὺ ἔχουμε τόση δυσκολία στὶς μεταξύ μας σχέσεις; Ἡ ὑπέρμετρη προσήλωση τοῦ καθενὸς στὸν ἑαυτό του καὶ ἡ ἐπίμονη ἄρνησή του νὰ κοιτάξει τὸν κόσμο ὅπως εἶναι ἀντὶ τοῦ ὅπως τὸν βολεύει. Τὶ μποροῦμε νὰ κερδίσουμε ἔτσι; Ὁ κόσμος ἔχει γίνει ἕνας τεράστιος καθρέφτης γιὰ νὰ θαυμάζουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ τὸν μισοῦμε συγχρόνως, γιατὶ μᾶς βλέπουμε ξεκάθαρα πάνω σὲ κάθε τί, ξεκάθαρα ὅπως βαθιὰ μέσα μας ξέρουμε ὅτι εἴμαστε, μὲ ὅλα μας τὰ ἐλαττώματα καὶ ὄχι ὅπως πασχίζουμε νὰ πείσουμε τοὺς ἄλλους –καὶ ἐμᾶς κυρίως– ὅτι εἴμαστε. Κάθε ρωγμὴ σὲ αὐτὸ τὸν ἀντικατοπτρισμὸ εἶναι ἀνυπόφορη, γιατὶ μᾶς θυμίζει πὼς εἴμαστε ἀκόμα στὸ σημεῖο μηδέν. Πόση ἀξία ἔχει, στ’ ἀλήθεια, τέτοια ζωή, παραπάνω ἀπὸ ὁποιοδήποτε ὄνειρο; Πῶς νὰ μὴ μᾶς πιάνει ἀπελπισία ἔπειτα;

   Ὄχι! Ἀντιτάσσει σθεναρά ὁ Dickens. «Μακριὰ ἀπὸ ἐμᾶς τέτοιοι συλλογισμοὶ τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων!». Γιατὶ τώρα, ποὺ βλέπουμε πραγματικὰ τὶ εἴμαστε καὶ τὶ ἤμασταν, πρέπει νὰ φέρουμε ἀκόμα πιὸ κοντά μας ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἀναμνήσεις ποὺ μᾶς ἔτρεφαν τόσα χρόνια, γιατὶ πλέον μποροῦμε νὰ τὶς δοῦμε ὅπως εἶναι: Ἀναμνήσεις, καὶ νὰ μάθουμε ἀπὸ αὐτές. Ἐκεῖνο τὸ μικρὸ παιδί, τὸ μέλλον τοῦ ὁποίου εἶχε προσεκτικὰ ὑφανθεῖ μέσα ἀπὸ τὸ ρομαντικὸ πρῖσμα τῆς νεανικῆς φαντασίας, πλέον φαντάζει λαμπρότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, γιατὶ τὴ λάμψη του τὴ δίνει ἡ εἰλικρίνεια καὶ ἡ ἀλήθεια. Ἂς καλοσωρίσουμε ὅλους καὶ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ὑπῆρξαν καὶ ποὺ δὲν ὑπῆρξαν καὶ ὅσα ἐλπίζουμε πὼς θὰ ὑπάρξουν, γύρω ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῶν Χριστουγέννων! Κι ἂν, σὲ μιὰ γωνιὰ, διακρίνεται σκοτεινὸ τὸ πρόσωπο κάποιου ἐχθροῦ μας, ἐμεῖς τὸν συγχωροῦμε καὶ τὸν προσκαλοῦμε νὰ καθίσει πλάι μας, ἂν θέλει· κι ἂν δὲν θέλει, καλῶς. Κανένα δὲν διώχνουμε σήμερα!

   «Μιὰ στιγμή», ἀποκρίνεται μιὰ χαμηλὴ φωνή. «Κανένα; Σκέψου!»

   «Τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων δὲν θὰ διώξουμε ἀπὸ τὴ φωτιὰ κανέναν.»

   «Οὔτε καὶ τὴ σκιὰ τῆς μεγάλης Πόλης ὅπου τὰ ξεραμένα φύλλα κεῖνται βαθιά;» ἀπαντᾶ ἡ φωνή. «Οὔτε καὶ τὴ σκιὰ ποὺ ἀμαυρώνει ὁλόκληρη τὴ γῆ; Οὔτε καὶ τὴ σκιὰ τῆς Πόλης τῶν Νεκρῶν;»

   Ὄχι, οὔτε κι αὐτήν. Εἰδικὰ τὰ Χριστούγεννα, θὰ στρέψουμε τὸ βλέμμα μας πρὸς αὐτὴ τὴν Πόλη, γιὰ νὰ φέρουμε στὴ μνήμη μας ἐκείνους ποὺ ἀγαπήσαμε καὶ ποὺ τοὺς θέλουμε κοντά μας, στὸ ὄνομα Ἐκείνου ποὺ συνανεστράφη τοῖς ἀνθρώποις, καθώς γέγραπται. Μποροῦμε νὰ τοὺς ἀντικρύσουμε, ὅπως καὶ τοὺς ζωντανοὺς, γύρω ἀπὸ τὴ φωτιά καὶ νὰ ἀντέξουμε στὴ σκέψη ὅτι δὲν εἶναι μαζί μας, μαζὶ μὲ τὴν ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος, ποὺ συμφιλίωσε τὸν κόσμο τῶν ζωντανῶν μὲ ἐκεῖνο τῶν νεκρῶν, μὲ τὴν καλοσύνη ἐκείνη ποὺ ἔκτοτε τόσοι ἄνθρωποι ἔχουν προσπαθήσει νὰ καταστρέψουν.

   Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ τέλος τοῦ διηγήματος, ποὺ ἐκτυλίσσεται μὲ φόντο τὸν ἥλιο ποὺ βασιλεύει πάνω ἀπὸ πόλεις καὶ χωριά, πέρα ἀπὸ τὴ θάλασσα, χαράζοντας ἕνα ροδαλὸ μονοπάτι λίγες στιγμὲς πρὶν δώσει τὴ θέση του στὰ ἄστρα τῆς νυκτός, ἐνῶ οἱ ἀναμνήσεις παραμένουν χαραγμένες στὶς πλαγιὲς τῶν λόφων καὶ τὰ βράχια τοῦ χωριοῦ καὶ τῆς πόλης. Μακάρι ἡ νύχτα τῶν Χριστουγέννων νὰ μᾶς βρεῖ ἕτοιμους τόσο, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ κοιτάξουμε κι ἐμεῖς κατάματα τὸν ἑαυτό μας καὶ ἀκολούθως ὅλο τὸν ὑπόλοιπο κόσμο καὶ ἴσως ἔτσι καταλάβουμε πῶς περίπου ἔνοιωσαν οἱ ποιμένες ποὺ ἦσαν αὐτόπτες μάρτυρες τὴν πρώτη ἐκείνη νύχτα τῶν Χριστουγέννων. Ἴσως καὶ νὰ μὴ γίνει ἔτσι. Τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἔλεγχό μας, ἑπομένως τὸ καλύτερο ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ἐπικεντρωθοῦμε στὸ παρόν καὶ νὰ ἐλπίζουμε.  Καλὰ Χριστούγεννα καὶ... Ἀληθινά!

 

Κωστῆς Καμάμης

Φοιτητής Φιλολογίας

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 244

Δεκέμβριος 2022