«Γένεσις, Δηµιουργία καί ὁ πρῶτος ἄνθρωπος»

Ἕνα βιβλίο τοῦ π. Σεραφείµ Ρόουζ

 

«Γένεσις, Δηµιουργία  καί ὁ πρῶτος ἄνθρωπος»

 

«Εἶναι ἐπιθυµητό κάποιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἀφοῦ θά ἔχουν σπουδάσει τίς ἐφαρµοσµένες ἐπιστῆµες, νά σπουδάσουν κατόπιν τά θεµελιώδη στοιχεῖα τοῦ ἀσκητισµοῦ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί νά κληροδοτήσουν στήν ἀνθρωπότητα µιά ἀληθῆ φιλοσοφία, θεµελιωµένη ἐπάνω στήν ἀκριβῆ γνώση καί ὄχι ἐπάνω σέ αὐθαίρετες ὑποθέσεις. Ὁ Ἕλλην σοφός Πλάτων ἀπαγόρευσε τήν ἐξάσκηση τῆς φιλοσοφίας χωρίς τήν προαπαιτούµενη σπουδή τῶν µαθηµατικῶν. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθής ὄψη τοῦ ζητήµατος. Χωρίς τήν προαπαιτούµενη σπουδή τῶν µαθηµατικῶν, µαζί µέ τίς λοιπές ἐπιστῆµες πού στηρίζονται σέ αὐτά, καί χωρίς τήν ζωντανή καί γεµάτη ἀπό τή Χάρη γνώση τῆς Χριστιανοσύνης, εἶναι ἀδύνατον στήν ἐποχή µας νά παρουσιασθεῖ ἕνα ὀρθό φιλοσοφικό σύστηµα. Πολλοί πού θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους εἰδικευµένους στή φιλοσοφία, ἀλλά δέν ἔχουν ἐξοικειωθεῖ µέ τά µαθηµατικά καί µέ τίς φυσικές ἐπιστῆµες, ὅταν θά συναντήσουν αὐθαίρετες εἰκασίες καί ὑποθέσεις στά ἔργα τῶν ὑλιστῶν, δέν θά µπορέσουν νά τίς διακρίνουν ἀπό τήν γνώση πού στηρίζεται στήν ἴδια τήν ἐπιστήµη καί δέν θά εἶναι ἱκανοί µέ κανέναν τρόπο νά δώσουν µιά ἱκανοποιητική ἀπάντηση καί ἀξιολόγηση ἀκόµη καί στά πιό παράλογα παραληρήµατα κάθε εἴδους ὀνειροπόλου. Πολύ συχνά προσελκύονται σέ αὐτά τά παραληρήµατα ὡς τό σηµεῖο τῆς αὐταπάτης, ἐκλαµβάνοντες αὐτά ὡς τήν προφανῆ ἀλήθεια».

Τό κείµενο πού παραθέσαµε ἀνήκει στόν Ρῶσο ἅγιο τοῦ 19ου αἰώνα Ἰγνάτιο Μπριαντσανίνωφ, ἐπίσκοπο Σταυρουπόλεως. Σέ αὐτό συνοψίζεται µιά ἄποψη τοῦ ζητήµατος τῶν σχέσεων τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας µέ τήν ἐπιστήµη, ἡ ὁποία εἶναι πιά περιθωριακή µεταξύ τῶν συγχρόνων Ὀρθοδόξων, τόσο τῶν «προοδευτικῶν», οἱ ὁποῖοι συνηθίζουν νά ὑποστηρίζουν ὅτι δέν εἶναι κἄν δυνατή ἡ σύγκρουση τῶν πορισµάτων τῆς ἐπιστήµης µέ τά δόγµατα τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἄλλο εἶναι –δῆθεν– τό ἀντικείµενο τῆς ἐπιστήµης καί ἄλλο τό πεδίο τῆς Δογµατικῆς, ὅσο καί τῶν «παραδοσιακῶν», οἱ ὁποῖοι τείνουν νά ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ ἀφοσίωση στήν «ἡσυχαστική παράδοση» ἀρκεῖ ἀπό µόνη της γιά νά δώσει τίς ἀληθεῖς ἀπαντήσεις στά ζητήµατα πού ἔχουν πράγµατι σηµασία καί ὅτι, ἑποµένως, µπορεῖ κανείς, χωρίς «πνευµατικό κόστος», νά ἀγνοήσει τή σύγχρονη ἐπίθεση τῶν «ἐπιστηµονικῶν» ἰδεῶν καί κοσµοθεωριῶν κατά τοῦ Χριστιανισµοῦ. Γιά τόν ἅγιο Ἰγνάτιο, ὅµως, ὁ ὁποῖος, σηµειωτέον, ἐργάσθηκε ἰδιαιτέρως γιά τήν ἀναζωπύρωση τῆς παράδοσης τῆς «νοερᾶς προσευχῆς» καί τῆς «πνευµατικῆς ζωῆς» στήν ἐποχή του, ἀπαιτεῖται, ἀπό ὅσους ἐπιλέγουν νά πορευθοῦν στήν ὁδό τῆς ἐπιστηµονικῆς γνώσης, νά συνδυάσουν, ἀφ’ ἑνός τή σπουδή τῶν µαθηµατικῶν καί τῶν φυσικῶν ἐπιστηµῶν καί, ἀφ’ ἑτέρου, τή γνώση πού δίδει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Διαφορετικά, σέ περίπτωση, δηλαδή, πού κάποιος δέν ἔχει ἐξοικειωθεῖ µέ τίς λεγόµενες θετικές ἐπιστῆµες, δέν θά εἶναι δυνατή σέ αὐτόν ἡ διάκριση τῆς ἐπιστηµονικῆς ἀλήθειας ἀπό τό ἐπιστηµονικοφανές ψεῦδος.

Τό κείµενο αὐτό συνοψίζει, ὅµως, ταυτόχρονα τή στάση ἀπέναντι στή σχέση τῶν Δογµάτων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν πορισµάτων τῆς σύγχρονης ἐπιστήµης ἑνός νεώτερου «µαθητή» τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου ἀπό τήν Καλιφόρνια τῶν Ἡνωµένων Πολιτειῶν, τοῦ πατρός Σεραφείµ Ρόουζ (1934-1982), πού µετεστράφη στήν Ὀρθοδοξία, ὅταν γνώρισε στόν Σάν Φρανσίσκο τόν ἐπίσης Ρῶσο ἅγιο Ἰωάννη Μαξίµοβιτς, ἐπίσκοπο Σαγκάης καί Σάν Φρανσίσκο. Ὁ πατήρ Σεραφείµ διακρίθηκε ἰδιαιτέρως γιά τήν ἱκανότητα πού εἶχε νά προχωρεῖ σέ διεισδυτικές διαγνώσεις τῆς πνευµατικῆς ἀτµόσφαιρας τῆς ἐποχῆς του, γιά τήν ἀσυµβίβαστη ἀποφασιστικότητά του νά µείνει πιστός τόσο στό γράµµα, ὅσο καί στό πνεῦµα τῶν διατυπώσεων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί, ἀκόµη, γιά τόν Ἱεραποστολικό του ζῆλο γιά τή διάδοση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστης. Ἔτσι, ἔµοιασε τόσο µέ τόν ἔµπορο τῆς παραβολῆς, πού βρῆκε τόν πολύτιµο µαργαρίτη καί πούλησε τά πάντα γιά νά τόν ἀγοράσει (Κατά Ματθαῖον, ΙΓ, 45-6), ὅσο καί µέ τόν γραµµατέα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν πού ἐξέβαλε ἐκ τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ «καινά καί παλαιά» (Κατά Ματθαῖον, ΙΓ, 52).

Ὁ πατήρ Σεραφείµ ἔγραψε ἰδιαιτέρως σηµαντικά βιβλία καί ἀκόµη πολλές σηµαντικές ἐπιστολές γιά τά πιό κρίσιµα καί ἐπίκαιρα θέµατα τῆς ἐποχῆς µας. Ἄν µάλιστα λάβει κανείς ὑπόψη του τό γεγονός ὅτι συνήθως ἐµεῖς στήν Ἑλλάδα ἀναγνωρίζουµε τή σοβαρότητα καί τήν κρισιµότητα ἑνός ζητήµατος µέ καθυστέρηση κάποιων δεκαετιῶν σέ σύγκριση µέ τόν Δυτικό κόσµο, ὁ ὁποῖος ἔχει µεγαλύτερη ἔφεση ἀπό ἐµᾶς γιά τή λογική ἔρευνα καί τή µάθηση, µποροῦµε νά ἰσχυρισθοῦµε ὅτι τά βιβλία του, ὄχι µόνο διατηροῦν τήν ἐπικαιρότητά τους, ἀλλά ὅτι ἐνδεχοµένως εἶναι ἀκόµη πρωτοποριακά καί πρωτότυπα γιά ἐµᾶς.

Μεταξύ αὐτῶν τῶν βιβλίων ἰδιαίτερη ἀξία ἔχει ἕνας τόµος πού ἐκδόθηκε µετά τόν θάνατό του µέ τόν τίτλο «Genesis, creation and early man: the Orthodox Christian vision» («Γένεσις, Δηµιουργία καί ὁ πρῶτος ἄνθρωπος: Ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική θεωρία», ἐκδ. Saint Herman of Alaska Brotherhood, 2000), ὁ ὁποῖος περιέχει ὑλικό πού δέν εἶχε προλάβει, ὅσο ζοῦσε, νά συνθέσει καί νά δηµοσιεύσει σέ βιβλίο ὁ πατήρ Σεραφείµ. Ὅπως µᾶς πληροφορεῖ ὁ ἐκδότης τοῦ βιβλίου, πρόκειται γιά µιά «ἐξαντλητική συλλογή ὅλου τοῦ σχετικοῦ ὑλικοῦ –τόσο ἀπό χειρόγραφες σηµειώσεις, ὅσο καί ἀπό ἀποµαγνητοφωνήσεις ἠχογραφηµένων διαλέξεων– τό ὁποῖο παρήγαγε ὁ πατήρ Σεραφείµ ἀναφορικά µέ τό ζήτηµα τῆς Γενέσεως καί τῆς Δηµιουργίας κατά τή διάρκεια τῶν ἐννέα ἐτῶν πρό τῆς κοιµήσεώς του τό 1982».

Χαρακτηρίσαµε τό βιβλίο ἰδιαίτερα σηµαντικό, διότι σέ αὐτό ὁ π. Σεραφείµ, συνδυάζοντας τή βέβαιη πίστη στήν Θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τήν ἐµπιστοσύνη στούς Πατέρες µέ τήν πλήρη καί κριτική γνώση τῶν ἐπιστηµονικῶν θεωριῶν τῆς ἐποχῆς µας, προβαίνει ἀφ’ ἑνός στή «θετική» ἔκθεση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας τή σχετική µέ τά ἀφορῶντα στή Δηµιουργία καί στήν Πτώση κεφάλαια τῆς Γένεσης καί ἀφ’ ἑτέρου στήν «ἀπολογητική» ἀνασκευή τόσο τῶν σύγχρονων ἐπιστηµονικῶν θεωριῶν, µέ πρώτη ἀνάµεσά τους τή θεωρία τῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν, ὅσο καί τῆς χαρακτηριστικῆς νέο-θεολογικῆς τάσης νά παρ-ἑρµηνευτοῦν τά σχετικά Ἁγιογραφικά κείµενα ὡς ἀλληγορικά ἤ µυθικά, οὕτως ὥστε νά ἐπιτευχθεῖ ἕνας καθησυχαστικός καί βολικός συµβιβασµός «τῆς ἐπιστήµης µέ τή θρησκεία», ἕνας συµβιβασµός –στήν πραγµατικότητα ὑποχώρηση– µέ κυρίαρχα στοιχεῖα τήν ἐξίσωση τῆς δηµιουργικῆς δύναµης τοῦ Θεοῦ µέ τήν «δηµιουργό ἐξέλιξη», τήν ἄρνηση τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ὑπόλοιπης κτίσης ὡς πραγµατικῶν ἱστορικῶν γεγονότων καί, ἄρα, κατά λογική, ἀλλά µή ὁµολογούµενη πάντοτε, συνέπεια, τήν ἄρνηση τῆς ἀνάγκης γιά τή Λύτρωση.

Γιά τόν π. Σεραφείµ ἡ «συµβιβαστική» αὐτή προσπάθεια καταλήγει µέ λογική ἀναγκαιότητα στήν ἀπιστία: «ἄν πιστεύεις ὅτι ὁ ἄνθρωπος προῆλθε ἀπό µιά κατάσταση πρωτόγονη καί ἄγρια, θά ἑρµηνεύσεις ὅλη τήν Ἱστορία µέ αὐτούς τούς ὅρους. Ἀλλά, σύµφωνα µέ τήν Ὀρθοδοξία, ὁ ἄνθρωπος ἐξέπεσε ἀπό τόν Παράδεισο. Στήν ἐξελικτική φιλοσοφία δέν ὑπάρχει χῶρος γιά τήν ὑπερφυσική κατάσταση τοῦ Ἀδάµ στόν Παράδεισο… Πρόκειται προδήλως γιά δύο διαφορετικά θεωρητικά συστήµατα, τά ὁποῖα δέν µποροῦν νά συγκερασθοῦν. Αὐτό πού συµβαίνει τελικά εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι πού τό κάνουν αὐτό (µεταξύ αὐτῶν πολλοί Καθολικοί κατά τίς πρόσφατες δεκαετίες) διαπιστώνουν τή σύγχυση ἀπό τόν συγκερασµό αὐτό καί ἑποµένως ἀποδέχονται ὅτι ἡ ἐξέλιξη πρέπει νά εἶναι ἀληθινή καί ὁ Χριστιανισµός µύθος…» (σελ. 324).

Ὁ π. Σεραφείµ παραθέτει πληθώρα ἐπιστηµονικῶν στοιχείων σχετικά µέ τά ζητήµατα αὐτά, τά ὁποῖα µαρτυροῦν τήν ἐπιστηµονική του κατάρτιση, ὅπως γιά παράδειγµα στοιχεῖα σχετικά µέ τήν ἀνυπαρξία τεκµηρίων γιά τήν ἐξέλιξη τῶν εἰδῶν, µέ τήν (ἀν)ἀξιοπιστία τῶν µεθόδων χρονολόγησης τῆς ἡλικίας τῆς γῆς καί τῶν πετρωµάτων της, καθώς καί µέ τίς –ἐλάχιστα γνωστές– περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες σκηνοθετήθηκε ἀπό φιλόδοξους «ἐπιστήµονες» ἡ ἀνακάλυψη ὀστῶν «ἀνθρωποπιθήκων», τά ὁποῖα, ὅµως, εἶχαν συναρµολογηθεῖ τεχνητά, προκειµένου νά «ἀποδειχθεῖ» µέ τόν ἀπατηλό αὐτό τρόπο ἡ δῆθεν ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν πίθηκο. Συναφῶς ἐπισηµαίνει τήν ἐπανειληµµένη παρουσία σέ ἀνακαλύψεις τέτοιου τύπου ἑνός διάσηµου στό ἐξωτερικό, ἀλλά ἀγνώστου στήν Ἑλλάδα, Ἰησουΐτη παλαιοντολόγου, τοῦ Pierre Teilhard de Chardin. Ταυτόχρονα, ὅµως, προβαίνει καί σέ µιά ἰδιαιτέρως ἀξιοπρόσεκτη ἐπισήµανση σχετικά µέ τά ὅρια τῆς ἐπιστηµονικῆς µεθόδου στήν ἀπόπειρά της νά ἐξιχνιάσει τήν προ-πτωτική κατάσταση: «Εἶναι ἀρκετό γιά ἐµᾶς νά γνωρίζουµε ὅτι ὁ Παράδεισος καί ἡ κατάσταση ὁλόκληρης τῆς Δηµιουργίας πρό τῆς πτώσεως τοῦ Ἀδάµ ἦταν ἀρκετά διαφορετικά ἀπό αὐτό πού γνωρίζουµε τώρα. Ὁ νόµος τῆς φύσης τόν ὁποῖο τώρα γνωρίζουµε εἶναι ὁ νόµος τῆς φύσης, τόν ὁποῖο ἔθεσε ὁ Θεός, ὅταν ἔπεσε ὁ Ἀδάµ, ὅταν δηλαδή εἶπε: «ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου» (σελ. 329).

Ἕνα ἀκόµη χαρακτηριστικό του π. Σεραφείµ ἦταν ἡ εὐρύτητα τῶν γνώσεών του καί ἡ φιλοσοφική του κατάρτιση, ἡ ὁποία τοῦ ἐπέτρεπε νά συλλαµβάνει διαστάσεις ἑνός θέµατος, οἱ ὁποῖες µένουν ἀθέατες σέ ἀνθρώπους πού ἔχουν µέν µιά πολύτιµη εἰδίκευση σέ ἕναν τοµέα τῆς γνώσης, τείνουν, ὅµως, νά ἐγκλωβίζονται σέ αὐτόν. Χαρακτηριστικό της εὐρύτητάς του αὐτῆς εἶναι τό γεγονός ὅτι ἐπιχειρεῖ νά ἀνασκευάσει τήν θεωρία τῆς ἐξέλιξης, ὄχι µόνο παραθέτοντας µιά πληθώρα λογικῶν ἰσχυρισµῶν καί ἐπιστηµονικῶν πορισµάτων, προκειµένου νά ἐντοπίσει σέ αὐτήν µοιραῖες ἀντιφάσεις καί ἐλλείψεις τεκµηρίωσης, ὅπως θά ἔκανε ἕνας εἰδικευµένος ἐπιστήµονας, ἀλλά καί ἀνατέµνοντας φιλοσοφικά καί παρουσιάζοντας στό φῶς τίς προϋποθέσεις καί τίς ἀπώτερες συνέπειες καί στοχεύσεις τῆς θεωρίας αὐτῆς. Χαρακτηριστικά, ἀναφέρει γιά τή θεωρία τῆς ἐξέλιξης κάτι τό ὁποῖο µόλις πρόσφατα ἀρχίσαµε νά συνειδητοποιοῦµε στήν Ἑλλάδα: «Ἡ µοντέρνα φιλοσοφία τῆς ἐξέλιξης καί ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία διαφέρουν στόν τρόπο πού κατανοοῦν ὄχι µόνο τό παρελθόν, ἀλλά καί τό µέλλον τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν ἡ δηµιουργία εἶναι ἕνα µεγάλο συνεχές νῆµα, τό ὁποῖο ἐξελίσσεται καί µεταβάλλεται σέ νέα εἴδη, τότε µποροῦµε νά ἀναµένουµε τήν ἐµφάνιση διά τῆς ἐξέλιξης τοῦ «ὑπερανθρώπου..» (σελ. 330).

Δέν εἶναι δυνατό σέ λίγες σελίδες νά συνοψίσουµε ἐπαρκῶς ἕνα βιβλίο µέ  ἔκταση 700 σελίδων καί µέ πολλές ἀκόµη ἐνδιαφέρουσες πτυχές, ὅπως γιά παράδειγµα τήν ὀνοµαστική ἀναφορά πού κάνει ὁ π. Σεραφείµ σέ Ὀρθόδοξους θεολόγους καί τή στάση τους ἀπέναντι στή θεωρία τῆς ἐξέλιξης, ὅπως ὁ Παναγιώτης Τρεµπέλας καί ὁ Ἀλέξανδρος Καλοµοῖρος (γνωστός µας καί ἀπό τήν ἀλληλογραφία του µέ τόν π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο) ἤ σέ δῆθεν χριστιανούς βιολόγους, ὅπως ὁ Τh. Dobzhansky καί ὁ P. Teilhard de Chardin καί στόν ρόλο πού ἔχουν παίξει γιά τή µετεξέλιξη τοῦ Χριστιανισµοῦ σέ µιά νέα «θρησκεία τοῦ µέλλοντος». Ἐλπίζουµε, ὅµως, ὅτι τά ὅσα παραθέσαµε µποροῦν νά ἀποτελέσουν τό ἔναυσµα γιά νά ἀνατρέξει κανείς στό ἴδιο τό βιβλίο καί τόν πλούσιο καί ἐπίκαιρο προβληµατισµό του.

 

Νοµοµαθής

 

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 245

Ἰανουάριος 2023